««Η μητέρα, αφού σφούγγισε τα πλαδαρά χέρια της στην ποδιά της, έλυσε το λευκό μαντίλι της και είπε: «Θα περάσει και αυτός ο καημός. Και περάσαμε πολλούς• και δεν είδαμε χαΐρι και προκοπή», ενώ συνέχιζε να αναρριπίζει τον καυτό αέρα πάνω στο χαραγμένο από τον ήλιο πρόσωπό της, που είχε το χρώμα του ψημένου πηλού. « Ξεριζωθήκαμε από τη Γη του πατέρα μας, σαν τις ντομάτες και σαπίσαμε περιμένοντας μέρες στον ήλιο, πάνω στα φορτηγά. Έξι μέρες δουλεύανε οι άντρες και πληρωνόντουσαν τρεις, αν ήτανε τυχεροί ». Είχε και καλοπληρωτές, από το Πυλί που πληρώνανε έξι μέρες. « Τα θυμάμαι αυτά τα λόγια της μάνας μου• σαν να ’ταν χθες. Και έχουν περάσει τόσα χρόνια». Είμαι η Σταλαού, έτσι με φώναζε ο παππούς μου, γιατί όταν μαζεύαμε ντομάτες τα καλοκαίρια στα μικρά κτήματα μας, πρώτη ήμουν εγώ που ίδρωνα πάρα πολύ. Έσταζε ο ιδρώτας από πάνω μου σαν νερό.
« Να προσέχεις », μου είπε η μάνα η μου, « τώρα που θα πας στην Κω, στην Γη του πατέρα σου, να προσέχεις γιατί τις Μεγάλες Παρασκευές οι ψυχές των νεκρών επιστρέφουν σαν πυγολαμπίδες στα χαλάσματα των σπιτιών, και καθώς πετούν στον αέρα, διηγούνται την ιστορίας τους η κάθε μια, αφήνοντας φωτεινές γραμμές. Φτερουγίζουν ανάμεσα στους ζωντανούς, συμμετέχοντας στο επιτάφιο θρήνο σαν αναμμένες λαμπάδες, άλλες λευκές άλλες κέρινες. Η ιστορία του πατέρα σου, θα σε πικράνει » Πατέρας μου ήταν ήτανε ο Δούκας, είχε ένα μεγάλο δευτέρι και έγραφε τα πάντα εκεί. Χάθηκε μετά την φωτιά ».
Από τη γέφυρα του Μεσαιωνικού Κάστρου μέχρι την πύλη της Α.ΒΙ.ΚΩ, δεν είναι πολύς ο δρόμος. Κάθε πρωί τα φορτηγά με τις ντομάτες εξαφανίζονται από τον έντονο φως του ήλιου και ο αέρας μύριζε ντοματοπολτέ και ο δρόμος ξινισμένη ντομάτα.
Το αυγουστιάτικο φως έπεφτε σαν βροχή στα χωράφια με τις ντομάτες. Ισχυρό φως, συνηθισμένο σ΄αυτά τα εύφορα χώματα που μυρίζουνε θειάφι και βούρκο. Από το ξημέρωμα μαζεύουμε ντομάτες. Τα καφάσια ελάχιστα. Πάνω στην γυμνή πλάτης μας το φως καυτό, σαν καμένο πανί, και το χώμα ακουγόταν να βράζει, ενώ η ζέστη ανέβαινε από τη γη και ξερνούσε προς τα πάνω ατμό, όπως βράζει το νερό και ανέβαιναν πλοκάμια από αναθυμιάσεις θειαφιού και το βλέμμα μου στεγνό, σαν ξερό ψωμί. Την νύχτα ο ζεστός αέρα ήταν υποφερτός ενώ ο ξάστερος ουρανός διψούσε και ζητούσε νερό να δροσίσει το σώμα του. Σκληρά χρόνια• σαν την πέτρα που σφηνώνεται ανάμεσα στη μνήμη. Το σπίτι στο κτήμα στενόμακρο, μονόσπιτο με την απλωτή χωμάτινη αυλή του. Και το σχοινί ανάμεσα στα δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας, ίσα που ξεχώριζε την ώρα που σουρούπωνε καθώς έπεφτε ο ήλιος και οι άντρες επέστρεφαν από τα χωράφια ντομάτας, χωρίς να φοράνε τα ψάθινα καπέλα τους ενώ ο ιδρώτας της μέρας λάδωνε τα μαλλιά τους προς τα πίσω και το βλέμμα τους ήτανε άγριο και τα μάτια τους κίτρινα από το θειάφι, τρυπούσαν την σκοτεινιά που πλησίαζε απειλητικά ενώ οι τελευταίες ανταύγειες της ημέρας, κυματιστές σαν αντανάκλαση νερού πάνω στην καρίνα μιας βάρκας γλιστρούσαν πάνω στους πετρόκτιστους τοίχους του σπιτιού, πάνω στα ξύλινα παράθυρα και στ’ απλωμένα ρούχα της αυλής.
Είμαι η Ρεβελού, η μητέρα μου μετανάστευσε στην Αυστραλία το ’61, όταν φύγαμε από την φωτιά που μας έβαλαν στον πύργο και σωθήκαμε την τελευταία στιγμή. Η μητέρα μου είχε παραγγείλει να της ζωγραφίσουν σε πίνακα τον Δούκα, σε φυσική στάση, με τα ρούχα που φορούσε ζωντανός, Για το κακό που διέπραξε, πριν πεθάνει δεν το εξομολογήθηκε σε κανένα. Το πήρε μαζί του. Η μητέρα, όταν μεγάλωσα, μου εκμυστηρεύθηκε ότι ο πατέρας σου είχε δύσκολο ψυχορράγημα. Η τελευταία στιγμή του ανήκε. Η αγωνία ήταν η ενοχή του.
Το ξενύχτισμα του νεκρού Δούκα Μεγάλη Παρασκευή του ’61, επιτείνονταν από την ρυθμικότητα των γυναικών προχωρημένης ηλικίας με τα μαύρα μαντίλα στο κεφάλι τους, όταν τα τραβούσαν καθώς ύψωναν το δεξί χέρι τους κατά τη διάρκεια του θρήνου. Οι γοερές κραυγές και τα στηθοκοπήματα δεν έλειψαν, ενώ εκείνη τη μέρα η «έγχρωμη» πανσέληνος έπαιρνε το χρώμα της πορφύρας καθώς ανέδυε ανατολικά, πίσω από το ακρωτήριο Ψαλιδίου και τα πουλιά που πριν κελαηδούσαν από την ανοιξιάτικη έκρηξη της άνθισης είχαν σιγήσει και αυτά.
Είμαι η Ρεβελού. Πατέρας μου ήταν ο Δούκας. Μητέρα μου είναι η κυρά- Αρχοντία. Αυτή είναι ιστορία μου και θα σας την διηγηθώ. »»
« Να προσέχεις », μου είπε η μάνα η μου, « τώρα που θα πας στην Κω, στην Γη του πατέρα σου, να προσέχεις γιατί τις Μεγάλες Παρασκευές οι ψυχές των νεκρών επιστρέφουν σαν πυγολαμπίδες στα χαλάσματα των σπιτιών, και καθώς πετούν στον αέρα, διηγούνται την ιστορίας τους η κάθε μια, αφήνοντας φωτεινές γραμμές. Φτερουγίζουν ανάμεσα στους ζωντανούς, συμμετέχοντας στο επιτάφιο θρήνο σαν αναμμένες λαμπάδες, άλλες λευκές άλλες κέρινες. Η ιστορία του πατέρα σου, θα σε πικράνει » Πατέρας μου ήταν ήτανε ο Δούκας, είχε ένα μεγάλο δευτέρι και έγραφε τα πάντα εκεί. Χάθηκε μετά την φωτιά ».
Από τη γέφυρα του Μεσαιωνικού Κάστρου μέχρι την πύλη της Α.ΒΙ.ΚΩ, δεν είναι πολύς ο δρόμος. Κάθε πρωί τα φορτηγά με τις ντομάτες εξαφανίζονται από τον έντονο φως του ήλιου και ο αέρας μύριζε ντοματοπολτέ και ο δρόμος ξινισμένη ντομάτα.
Το αυγουστιάτικο φως έπεφτε σαν βροχή στα χωράφια με τις ντομάτες. Ισχυρό φως, συνηθισμένο σ΄αυτά τα εύφορα χώματα που μυρίζουνε θειάφι και βούρκο. Από το ξημέρωμα μαζεύουμε ντομάτες. Τα καφάσια ελάχιστα. Πάνω στην γυμνή πλάτης μας το φως καυτό, σαν καμένο πανί, και το χώμα ακουγόταν να βράζει, ενώ η ζέστη ανέβαινε από τη γη και ξερνούσε προς τα πάνω ατμό, όπως βράζει το νερό και ανέβαιναν πλοκάμια από αναθυμιάσεις θειαφιού και το βλέμμα μου στεγνό, σαν ξερό ψωμί. Την νύχτα ο ζεστός αέρα ήταν υποφερτός ενώ ο ξάστερος ουρανός διψούσε και ζητούσε νερό να δροσίσει το σώμα του. Σκληρά χρόνια• σαν την πέτρα που σφηνώνεται ανάμεσα στη μνήμη. Το σπίτι στο κτήμα στενόμακρο, μονόσπιτο με την απλωτή χωμάτινη αυλή του. Και το σχοινί ανάμεσα στα δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας, ίσα που ξεχώριζε την ώρα που σουρούπωνε καθώς έπεφτε ο ήλιος και οι άντρες επέστρεφαν από τα χωράφια ντομάτας, χωρίς να φοράνε τα ψάθινα καπέλα τους ενώ ο ιδρώτας της μέρας λάδωνε τα μαλλιά τους προς τα πίσω και το βλέμμα τους ήτανε άγριο και τα μάτια τους κίτρινα από το θειάφι, τρυπούσαν την σκοτεινιά που πλησίαζε απειλητικά ενώ οι τελευταίες ανταύγειες της ημέρας, κυματιστές σαν αντανάκλαση νερού πάνω στην καρίνα μιας βάρκας γλιστρούσαν πάνω στους πετρόκτιστους τοίχους του σπιτιού, πάνω στα ξύλινα παράθυρα και στ’ απλωμένα ρούχα της αυλής.
Είμαι η Ρεβελού, η μητέρα μου μετανάστευσε στην Αυστραλία το ’61, όταν φύγαμε από την φωτιά που μας έβαλαν στον πύργο και σωθήκαμε την τελευταία στιγμή. Η μητέρα μου είχε παραγγείλει να της ζωγραφίσουν σε πίνακα τον Δούκα, σε φυσική στάση, με τα ρούχα που φορούσε ζωντανός, Για το κακό που διέπραξε, πριν πεθάνει δεν το εξομολογήθηκε σε κανένα. Το πήρε μαζί του. Η μητέρα, όταν μεγάλωσα, μου εκμυστηρεύθηκε ότι ο πατέρας σου είχε δύσκολο ψυχορράγημα. Η τελευταία στιγμή του ανήκε. Η αγωνία ήταν η ενοχή του.
Το ξενύχτισμα του νεκρού Δούκα Μεγάλη Παρασκευή του ’61, επιτείνονταν από την ρυθμικότητα των γυναικών προχωρημένης ηλικίας με τα μαύρα μαντίλα στο κεφάλι τους, όταν τα τραβούσαν καθώς ύψωναν το δεξί χέρι τους κατά τη διάρκεια του θρήνου. Οι γοερές κραυγές και τα στηθοκοπήματα δεν έλειψαν, ενώ εκείνη τη μέρα η «έγχρωμη» πανσέληνος έπαιρνε το χρώμα της πορφύρας καθώς ανέδυε ανατολικά, πίσω από το ακρωτήριο Ψαλιδίου και τα πουλιά που πριν κελαηδούσαν από την ανοιξιάτικη έκρηξη της άνθισης είχαν σιγήσει και αυτά.
Είμαι η Ρεβελού. Πατέρας μου ήταν ο Δούκας. Μητέρα μου είναι η κυρά- Αρχοντία. Αυτή είναι ιστορία μου και θα σας την διηγηθώ. »»
Βασίλης Πης από το ανέκδοτο μυθιστόρημα
"Ντομάτες στη Φωτιά"
"Ντομάτες στη Φωτιά"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου