«Δάσος δεν είναι το βλέπειν
αλλά το εστίν και το λειτουργείν»
(Κωνσταντίνος Σάμιος)
Το ζήτημα που απασχολεί ανέκαθεν τη δασική νομοθεσία, κεφαλαιώδες βεβαίως για την εφαρμογή της, είναι η διατύπωση του ορισμού του δάσους. Ως προς το ζήτημα τούτο υπήρχαν μεταλλαγές και παλινδρομήσεις, με το νομοθέτη να ορίζει το δάσος διαφορετικά στους δασικούς νόμους −ιδιαίτερα τα τελευταία σαράντα χρόνια−, διαμορφώνοντας έτσι ένα ασταθές πλαίσιο προστασίας των δασών (τούτo, αληθινά, δηλοί έλλειψη κατασταλαγμένης δασικής πολιτικής –ή ορθότερα, έλλειψη δασικής πολιτικής!–, αφού αν δεν έχεις κατασταλάξει τι είναι δάσος, πώς θα καθορίσεις τι θέλεις από αυτό). Και τούτο συνέβαινε διότι ο νομοθέτης δεν ήθελε ν’ ακολουθεί τον επιστημονικό ορισμό του δάσους, όπως προέκυπτε από τα δασικά συγγράμματα (π.χ., τη Δασική Οικολογία), αλλά επέμενε στη διατύπωση διαφοροποιημένου ορισμού, στον οποίο περιελάμβανε μεν επιστημονικά κριτήρια, αποδοσμένα όμως και θεωρημένα κατά τη διαλαμβανόμενη κάθε φορά κρίση. Κρίση που ήταν συναρτημένη (εξαρτημένη ίσως…) από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της κάθε εποχής, όπως και από τις τάσεις και τις θεωρήσεις που επικρατούσαν σε μικρο-μακροχωρικό επίπεδο και διαμόρφωναν συμπεριφορές και νοοτροπίες στη χώρα.
Δάσος μαύρης πεύκης στην ορεινή Πίνδο το 1955 (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Ορίζοντας το δάσος…
Ξεκινώντας με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους βλέπουμε ότι στα νομοθετήματα των Βαυαρών, αρχομένων με το νομοθετικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1936 «Περί των εις τα δάση γενομένων ανομημάτων», δε δίνεται ορισμός του δάσους. Οι Βαυαροί, έχοντας τη νοοτροπία των βορείων, όντας εξοικειωμένοι με την εικόνα των δασοβριθών τόπων, θεωρούσαν δεδομένη την έννοια του δάσους και μη αμφισβητήσιμη και δεν ήταν απαραίτητο να την προσδιορίσουν νομικώς. Αυτή η αντίληψη είναι εμφανής στα νομοθετήματα που συνέταξαν, εμπνεύσεως του νομομαθούς της Αντιβασιλείας Γκέοργκ Μάουρερ, όπου χρησιμοποιείται αποκλειστικά η έννοια «δάσος», την οποία θεωρούσαν αυτονόητη· κοινή για τον πολίτη και προσδιορισμένη σαφώς από τη δασολογική επιστήμη. Είναι χαρακτηριστικό της αντίληψης που επικρατούσε για το δάσος στους Έλληνες, σε σχέση με την αντίστοιχη στους Βαυαρούς, τούτο που αναφέρεται από τον Μάουρερ στο μνημειώδες έργο του για την Ελλάδα με τον τίτλο «Ο ελληνικός λαός» (εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976), ότι «όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα, όλοι μας έλεγαν, κατά την αντίληψη που επικρατούσε, ότι δεν υπάρχουν πουθενά εθνικά δάση, όμως εμείς βρήκαμε τουλάχιστον τρία, από βελανιδιές και οξιές, στη Μεσσηνία, στην Εύβοια και τη Ρούμελη. Για να τα διαφυλάξουμε, τοποθετήσαμε μερικούς νεαρούς Γερμανούς δασολόγους, και με κανονισμό του Υπουργείου των Οικονομικών ρυθμίστηκε και η υλοτομία, γιατί στον τομέα αυτόν δεν υπήρχε πριν κανένας έλεγχος» (σελ. 588 της πηγής).
Τούτη η μαρτυρία του Μάουρερ είναι σημαντική διότι, μαζί με άλλες ίδιες, καταρρίπτουν το μύθο ότι η Ελλάδα εξήλθε της σκλαβιάς με πλούσια δάση, τα οποία στη συνέχεια ο σύγχρονος Έλληνας κατέστρεψε. Όχι, η Ελλάδα δεν ήταν πλούσια σε δάση μετά το ’21. Στα τετρακόσια χρόνια περίπου σκλαβιάς, ο Έλληνας δραστηριοποιείτο στα ορεινά, εκμεταλλευόμενος τους φυσικούς πόρους για να επιζήσει και δε θα ήτο δυνατό να μη θίξει τα δάση του. Κατηγορούμε μολαταύτα, εμείς οι νεότεροι, τους Βαυαρούς ότι δεν προστάτευσαν επαρκώς τα ελληνικά δάση, με αποτέλεσμα τούτα (μεγάλες εκτάσεις τους) να εκχερσωθούν και να παραδοθούν σε άλλες χρήσεις. Πρέπει, ως προς αυτό, ν’ αναλογιστούμε τι παρελήφθη μετά τη σκλαβιά, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές που επικρατούσαν, το πώς αντιμετωπίζονταν η ελληνική φύση, το ότι η ελληνική ύπαιθρος ήταν αφύλακτη −και δε θα ήταν εφικτό να δοθεί προτεραιότητα στη φύλαξή της, αφού υπήρχαν άλλες σημαντικότερες ανάγκες για το ελληνικό κράτος. Μολοντούτο, οι Βαυαροί ασχολήθηκαν επισταμένως με τα δάση της Ελλάδας −σε αντίθεση με τον Καποδίστρια, ο οποίος, ενώ στην αρχή τ’ αγνόησε, στη συνέχεια είχε μιαν αντίληψη εκμεταλλευτική γι’ αυτά−, αφού, ως βόρειοι, ήταν εξοικειωμένοι με τη φύση κι είχαν την αντίληψη της προστασίας της (εξάλλου, είχαν ανεπτυγμένη δασολογική επιστήμη, από πολύ νωρίς ήδη). Από τα πρώτα νομοθετήματα που συνέταξαν, κάποια αφορούσαν στα δάση, και αυτοί −πρέπει τούτο να τους το αναγνωρίσουμε− έθεσαν τις βάσεις της δασικής νομοθεσίας σ’ ένα κράτος που τότε δημιουργείτο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν −όπως ήδη αναφέραμε− στρεβλές νοοτροπίες, απορρέουσες από το κακό παρελθόν της σκλαβιάς. Έθεσαν, έτσι, υπό την εποπτεία της κρατικής διοίκησης τον ορεινό χώρο και τον οργάνωσαν εξαρχής, όπως φαίνεται και από τη μαρτυρία του Μάουρερ, ότι έφερε Γερμανούς δασολόγους για την προστασία και διαχείριση των ελληνικών δασών. Το γεγονός ότι κράτησαν τις ελληνικές γαίες ως εθνικές και δεν τις μοίρασαν στους Έλληνες αγωνιστές, εντάσσεται στην παραπάνω λογική τους, ούτως ώστε αυτές να διαχειρίζονται για το κοινό καλό.
Ξεκινώντας με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους βλέπουμε ότι στα νομοθετήματα των Βαυαρών, αρχομένων με το νομοθετικό διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1936 «Περί των εις τα δάση γενομένων ανομημάτων», δε δίνεται ορισμός του δάσους. Οι Βαυαροί, έχοντας τη νοοτροπία των βορείων, όντας εξοικειωμένοι με την εικόνα των δασοβριθών τόπων, θεωρούσαν δεδομένη την έννοια του δάσους και μη αμφισβητήσιμη και δεν ήταν απαραίτητο να την προσδιορίσουν νομικώς. Αυτή η αντίληψη είναι εμφανής στα νομοθετήματα που συνέταξαν, εμπνεύσεως του νομομαθούς της Αντιβασιλείας Γκέοργκ Μάουρερ, όπου χρησιμοποιείται αποκλειστικά η έννοια «δάσος», την οποία θεωρούσαν αυτονόητη· κοινή για τον πολίτη και προσδιορισμένη σαφώς από τη δασολογική επιστήμη. Είναι χαρακτηριστικό της αντίληψης που επικρατούσε για το δάσος στους Έλληνες, σε σχέση με την αντίστοιχη στους Βαυαρούς, τούτο που αναφέρεται από τον Μάουρερ στο μνημειώδες έργο του για την Ελλάδα με τον τίτλο «Ο ελληνικός λαός» (εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976), ότι «όταν πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα, όλοι μας έλεγαν, κατά την αντίληψη που επικρατούσε, ότι δεν υπάρχουν πουθενά εθνικά δάση, όμως εμείς βρήκαμε τουλάχιστον τρία, από βελανιδιές και οξιές, στη Μεσσηνία, στην Εύβοια και τη Ρούμελη. Για να τα διαφυλάξουμε, τοποθετήσαμε μερικούς νεαρούς Γερμανούς δασολόγους, και με κανονισμό του Υπουργείου των Οικονομικών ρυθμίστηκε και η υλοτομία, γιατί στον τομέα αυτόν δεν υπήρχε πριν κανένας έλεγχος» (σελ. 588 της πηγής).
Τούτη η μαρτυρία του Μάουρερ είναι σημαντική διότι, μαζί με άλλες ίδιες, καταρρίπτουν το μύθο ότι η Ελλάδα εξήλθε της σκλαβιάς με πλούσια δάση, τα οποία στη συνέχεια ο σύγχρονος Έλληνας κατέστρεψε. Όχι, η Ελλάδα δεν ήταν πλούσια σε δάση μετά το ’21. Στα τετρακόσια χρόνια περίπου σκλαβιάς, ο Έλληνας δραστηριοποιείτο στα ορεινά, εκμεταλλευόμενος τους φυσικούς πόρους για να επιζήσει και δε θα ήτο δυνατό να μη θίξει τα δάση του. Κατηγορούμε μολαταύτα, εμείς οι νεότεροι, τους Βαυαρούς ότι δεν προστάτευσαν επαρκώς τα ελληνικά δάση, με αποτέλεσμα τούτα (μεγάλες εκτάσεις τους) να εκχερσωθούν και να παραδοθούν σε άλλες χρήσεις. Πρέπει, ως προς αυτό, ν’ αναλογιστούμε τι παρελήφθη μετά τη σκλαβιά, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές που επικρατούσαν, το πώς αντιμετωπίζονταν η ελληνική φύση, το ότι η ελληνική ύπαιθρος ήταν αφύλακτη −και δε θα ήταν εφικτό να δοθεί προτεραιότητα στη φύλαξή της, αφού υπήρχαν άλλες σημαντικότερες ανάγκες για το ελληνικό κράτος. Μολοντούτο, οι Βαυαροί ασχολήθηκαν επισταμένως με τα δάση της Ελλάδας −σε αντίθεση με τον Καποδίστρια, ο οποίος, ενώ στην αρχή τ’ αγνόησε, στη συνέχεια είχε μιαν αντίληψη εκμεταλλευτική γι’ αυτά−, αφού, ως βόρειοι, ήταν εξοικειωμένοι με τη φύση κι είχαν την αντίληψη της προστασίας της (εξάλλου, είχαν ανεπτυγμένη δασολογική επιστήμη, από πολύ νωρίς ήδη). Από τα πρώτα νομοθετήματα που συνέταξαν, κάποια αφορούσαν στα δάση, και αυτοί −πρέπει τούτο να τους το αναγνωρίσουμε− έθεσαν τις βάσεις της δασικής νομοθεσίας σ’ ένα κράτος που τότε δημιουργείτο, έχοντας ν’ αντιμετωπίσουν −όπως ήδη αναφέραμε− στρεβλές νοοτροπίες, απορρέουσες από το κακό παρελθόν της σκλαβιάς. Έθεσαν, έτσι, υπό την εποπτεία της κρατικής διοίκησης τον ορεινό χώρο και τον οργάνωσαν εξαρχής, όπως φαίνεται και από τη μαρτυρία του Μάουρερ, ότι έφερε Γερμανούς δασολόγους για την προστασία και διαχείριση των ελληνικών δασών. Το γεγονός ότι κράτησαν τις ελληνικές γαίες ως εθνικές και δεν τις μοίρασαν στους Έλληνες αγωνιστές, εντάσσεται στην παραπάνω λογική τους, ούτως ώστε αυτές να διαχειρίζονται για το κοινό καλό.
Ελληνικό πευκοδάσος: ο πλούτος της μεσογειακής φύσης (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ορισμός του δάσους σε νομοθέτημα, κι έκτοτε καθιερώθηκε ο αποκαλούμενος νομικός του ορισμός, στο νόμο ΑΧΝ΄ «Περί διακρίσεως και οροθεσίας των δασών» της 14ης Ιανουαρίου 1888. Θεωρήθηκε δε απαραίτητο στο παρόν νομοθέτημα να οριστεί η έννοια του δάσους, ελλείψει επιστημονικού ορισμού, καθότι η οροθεσία των δασών απαιτούσε σαφή προσδιορισμό τους. Μολαταύτα, ακόμα κι όταν θεμελιώθηκε στην Ελλάδα η δασολογική επιστήμη και εμπεριείχετο πλέον ο ορισμός του δάσους σε επιστημονικά συγγράμματα, μετά την ίδρυση της δασολογικής σχολής το 1917, συνέχισε ο νομοθέτης να διατυπώνει ορισμό του δάσους (νομικός ορισμός), βασιζόμενος ωστόσο στην επιστήμη. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό (άρθρο 1 του νόμου ΑΧΝ΄), δάσος είναι κάθε επιφάνεια του εδάφους που καλύπτεται εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, προοριζόμενη είτε για την παραγωγή ξυλείας, είτε για την παραγωγή άλλων προϊόντων. Ενώ, δασικά εδάφη είναι οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι ασκεπείς κορυφές ορέων και οι πλευρές αυτών, με κατωφέρεια πέραν του 36 τοις εκατό −διαπιστώνουμε εκ τούτων, συγκρινόμενων με το περιεχόμενο των επακολουθησάντων ορισμών του δάσους, ότι η διατυπωθείσα εν προκειμένω κατάταξη αποτέλεσε τη βάση ορισμού των δασών για τα ογδόντα περίπου επόμενα έτη!
Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου νομοθετήματος εστιάζεται και στα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, όπου ορίζεται ότι τα δασικά εδάφη που προορίζονται για το σχηματισμό δάσους, αποτερματίζονται και οριοθετούνται. Τούτο αποτελεί μια νέα διάσταση στη θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος, δεικνύει αντίληψη οικολογική, πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα, με το νομοθέτη να καθορίζει τη δέσμευση εδαφών για τη δημιουργία δάσους, κάτι που αργότερα προσδιορίστηκε με την έννοια της αναδάσωσης. Το επίσης σημαντικό, προχωρημένο για την τότε σκέψη, που καθορίστηκε και που δυστυχώς βρίσκεται μπροστύτερα και από τα σημερινά ισχύοντα, είναι η προστασία των φρυγάνων. Και τούτο διότι, ως σύγχρονοι αποφασίσαμε ότι δεν αξίζει να προστατεύουμε την ταπεινή αυτή βλάστηση, ενώ οι πρόγονοί μας την προστάτευαν έχοντας εκτιμήσει τις προσφορές της. Έτσι, με εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών Χαριλάου Τρικούπη το 1888, διευκρινιζόταν ότι στην έννοια του δάσους υπείγοντο και τα φρύγανα, καθότι ως ξυλώδης βλάστηση «μπορεί μεν να μην έχουσι μορφήν δάσους, όμως έχουσι τις προσφορές των»! Δι’ αυτής, πέραν βεβαίως της πρώιμης οικολογικής διάστασης που ανεδείχθη για την ελληνική φύση, αποσκοπείτο και η προστασία της δημόσιας περιουσίας των εκατομμυρίων στρεμμάτων φρυγανικών εκτάσεων της χώρας, που προέκυψαν από τη χρόνια υποβάθμιση των εδαφών λόγω πυρκαγιών και υπερβόσκησης, οι οποίες θα ήτο δυνατό να προστατευτούν μόνο αν θεωρούνταν δασικές!
Το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου νομοθετήματος εστιάζεται και στα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, όπου ορίζεται ότι τα δασικά εδάφη που προορίζονται για το σχηματισμό δάσους, αποτερματίζονται και οριοθετούνται. Τούτο αποτελεί μια νέα διάσταση στη θεώρηση του φυσικού περιβάλλοντος, δεικνύει αντίληψη οικολογική, πρωτοποριακή για τα τότε δεδομένα, με το νομοθέτη να καθορίζει τη δέσμευση εδαφών για τη δημιουργία δάσους, κάτι που αργότερα προσδιορίστηκε με την έννοια της αναδάσωσης. Το επίσης σημαντικό, προχωρημένο για την τότε σκέψη, που καθορίστηκε και που δυστυχώς βρίσκεται μπροστύτερα και από τα σημερινά ισχύοντα, είναι η προστασία των φρυγάνων. Και τούτο διότι, ως σύγχρονοι αποφασίσαμε ότι δεν αξίζει να προστατεύουμε την ταπεινή αυτή βλάστηση, ενώ οι πρόγονοί μας την προστάτευαν έχοντας εκτιμήσει τις προσφορές της. Έτσι, με εγκύκλιο του Υπουργού Οικονομικών Χαριλάου Τρικούπη το 1888, διευκρινιζόταν ότι στην έννοια του δάσους υπείγοντο και τα φρύγανα, καθότι ως ξυλώδης βλάστηση «μπορεί μεν να μην έχουσι μορφήν δάσους, όμως έχουσι τις προσφορές των»! Δι’ αυτής, πέραν βεβαίως της πρώιμης οικολογικής διάστασης που ανεδείχθη για την ελληνική φύση, αποσκοπείτο και η προστασία της δημόσιας περιουσίας των εκατομμυρίων στρεμμάτων φρυγανικών εκτάσεων της χώρας, που προέκυψαν από τη χρόνια υποβάθμιση των εδαφών λόγω πυρκαγιών και υπερβόσκησης, οι οποίες θα ήτο δυνατό να προστατευτούν μόνο αν θεωρούνταν δασικές!
Το «χαμηλό δάσος» των φρυγάνων (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Η διαχειριστική θεώρηση του δάσους
Στο δασικό κώδικα του 1929 (νόμος 4173/1929), στο άρθρο 45, παρατίθεται ένας καθαρά διαχειριστικός ορισμός του δάσους, που εστιάζει στην εκμετάλλευσή του και παραλείπει τις λοιπές παροχές του. Σύμφωνα με αυτόν, δάσος θεωρείται η καλυπτόμενη έκταση με άγρια ξυλώδη φυτά, οιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, δυνάμενης να τύχει δασικής εκμετάλλευσης και να παράγει δασικά προϊόντα, συνδεόμενα αυτά με τον πίνακα διατίμησης. Δασικές, δε, εκτάσεις είναι οι καλυπτόμενες με αραιά και πενιχρά δασική βλάστηση, δένδρων ή θάμνων, που δε δύνανται να τύχουν δασοπονικής εκμετάλλευσης, αλλά διατίθενται για βοσκή. Ενώ, υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, τα δασικά εδάφη, που είναι οι ασκεπείς εκτάσεις εντός των δασών, καθώς και οι κορυφές των ορέων και οι πλευρές αυτών με απότομη κλίση. Πρέπει να επισημανθεί ότι επί του παρόντος, και με δεδομένο ότι τα φρύγανα δεν είχαν ξεχωριστεί ως ιδιαίτερη βλάστηση στο παρόν νομοθέτημα, λαμβάνονταν υπόψη ως άγρια ξυλώδης βλάστηση που συγκροτούσαν δάσος, σύμφωνα με την ερμηνεία που εδόθη στον ορισμό του δάσους στο νόμο ΑΧΝ΄ («τα φρύγανα είναι δάσος αφού ως ξυλώδη βλάστηση έχουν αποστολή ίδια με αυτή του δάσους»). Σημείωνε σε άρθρο του ο διαπρεπής δασολόγος Γ. Μηλίτσης το έτος 1935 για το ζήτημα αυτό: «…τα φρύγανα δεν είναι βεβαίως δάση, δηλ. δάση ως η ελάτη, πεύκη κ.λπ., κατ’ ουσίαν όμως είναι δάση διότι πληρούν πάντας τους όρους του δάσους (κύρια, της προστασίας του εδάφους), με την διαφοράν ότι τους πληρούν εις διαφόρως κατώτερον βαθμόν…» (Μηλίτση Γ., «Η πραγματικότης εις τα δασικά ζητήματα», περιοδικό «Δασική ζωή», τεύχη 35-36, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1935).
Ο νομοθέτης εισάγει στο παρόν νομοθέτημα την έννοια δασικές εκτάσεις, στα πλαίσια της διαχειριστικής αντιμετώπισης των δασών, έννοια που παρέμεινε έκτοτε στη δασική νομοθεσία, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη κατηγορία εκτάσεων, την οποία όμως η επιστήμη της δασικής οικολογίας δε χρησιμοποιεί (σε αυτή ορίζεται το δάσος κι όχι η δασική έκταση).
Η διαχειριστική θεώρηση του δάσους
Στο δασικό κώδικα του 1929 (νόμος 4173/1929), στο άρθρο 45, παρατίθεται ένας καθαρά διαχειριστικός ορισμός του δάσους, που εστιάζει στην εκμετάλλευσή του και παραλείπει τις λοιπές παροχές του. Σύμφωνα με αυτόν, δάσος θεωρείται η καλυπτόμενη έκταση με άγρια ξυλώδη φυτά, οιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, δυνάμενης να τύχει δασικής εκμετάλλευσης και να παράγει δασικά προϊόντα, συνδεόμενα αυτά με τον πίνακα διατίμησης. Δασικές, δε, εκτάσεις είναι οι καλυπτόμενες με αραιά και πενιχρά δασική βλάστηση, δένδρων ή θάμνων, που δε δύνανται να τύχουν δασοπονικής εκμετάλλευσης, αλλά διατίθενται για βοσκή. Ενώ, υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, τα δασικά εδάφη, που είναι οι ασκεπείς εκτάσεις εντός των δασών, καθώς και οι κορυφές των ορέων και οι πλευρές αυτών με απότομη κλίση. Πρέπει να επισημανθεί ότι επί του παρόντος, και με δεδομένο ότι τα φρύγανα δεν είχαν ξεχωριστεί ως ιδιαίτερη βλάστηση στο παρόν νομοθέτημα, λαμβάνονταν υπόψη ως άγρια ξυλώδης βλάστηση που συγκροτούσαν δάσος, σύμφωνα με την ερμηνεία που εδόθη στον ορισμό του δάσους στο νόμο ΑΧΝ΄ («τα φρύγανα είναι δάσος αφού ως ξυλώδη βλάστηση έχουν αποστολή ίδια με αυτή του δάσους»). Σημείωνε σε άρθρο του ο διαπρεπής δασολόγος Γ. Μηλίτσης το έτος 1935 για το ζήτημα αυτό: «…τα φρύγανα δεν είναι βεβαίως δάση, δηλ. δάση ως η ελάτη, πεύκη κ.λπ., κατ’ ουσίαν όμως είναι δάση διότι πληρούν πάντας τους όρους του δάσους (κύρια, της προστασίας του εδάφους), με την διαφοράν ότι τους πληρούν εις διαφόρως κατώτερον βαθμόν…» (Μηλίτση Γ., «Η πραγματικότης εις τα δασικά ζητήματα», περιοδικό «Δασική ζωή», τεύχη 35-36, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1935).
Ο νομοθέτης εισάγει στο παρόν νομοθέτημα την έννοια δασικές εκτάσεις, στα πλαίσια της διαχειριστικής αντιμετώπισης των δασών, έννοια που παρέμεινε έκτοτε στη δασική νομοθεσία, καθορίζοντας μια ιδιαίτερη κατηγορία εκτάσεων, την οποία όμως η επιστήμη της δασικής οικολογίας δε χρησιμοποιεί (σε αυτή ορίζεται το δάσος κι όχι η δασική έκταση).
Δάση υψηλά ξυλοπονικώς εκμεταλλευόμενα (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Ο προσανατολισμός εν προκειμένω του νομοθέτη δεικνύει γενικά μια συμπεριφορά εκμεταλλευτική προς το δάσος, το οποίο, κατά την αντίληψη των τότε καιρών, λογίζονταν ως οικονομικός πόρος που έπρεπε να παράγει προσόδους. Ίδια ήταν η αντίληψη και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία είχε εξέλθει από ένα φοβερό πόλεμο (τον Α’ Παγκόσμιο) και είχε μπει σε μια δύσκολη οικονομική κρίση (της περιόδου 1929-1932), εισαγομένη βεβαίως από την Αμερική, που όμως οξύνθηκε λόγω των προβλημάτων που είχε επισωρεύσει ο προηγηθείς πόλεμος. Η Ευρώπη γύρευε στηρίγματα ανόρθωσής της, οδηγούμενη στον προστατευτισμό των οικονομιών και στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Τότε, χώρες προηγμένες δασοπονικά, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, που είχαν θιγεί από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν κατηγορηθεί για την υπερεκμετάλλευση των δασών τους, που οδηγούσε στην αποψίλωσή τους.
Στον επόμενο δασικό κώδικα, του 1969, (νομοθετικό διάταγμα 86/1969), διατηρήθηκε για το δάσος ο ίδιος διαχειριστικός ορισμός, με αυτόν που προηγούμενου κώδικα, ενώ αντικαταστάθηκαν οι δύο άλλες έννοιες σε σχέση με κείνον. Έτσι, οι δασικές εκτάσεις και τα δασικά εδάφη έγιναν μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις ή μερικώς δασοσκεπή λιβάδια, και χορτολιβαδικά εδάφη. Στις μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις περιλαμβάνονται οι καλυπτόμενες από αραιά και πενιχρά δασική ξυλώδη υψηλή ή θαμνώδη βλάστηση οιασδήποτε διαπλάσεως, ενώ στα χορτολιβαδικά εδάφη περιλαμβάνονται οι εκτάσεις που δε φέρουν ξυλώδη υψηλή ή θαμνώδη βλάστηση, αλλά χορτολιβαδική (ποώδη) ή φρυγανική, είτε εντός δασών, είτε επί κορυφών ή κλιτύων ορέων, αλπικών ή μη. Με τούτο τον ορισμό διαπιστώνουμε τον αυστηρά διαχειριστικό προσανατολισμό του κώδικα, εντονότερο θα υποστηρίζαμε σε σχέση με τον προηγούμενο, πράμα που σημαίνει ότι ενισχύεται η εκμεταλλευτική λογική των δασών, ενώ τα μηνύματα της μεταστροφής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς ηπιότερη χρήση των φυσικών πόρων και ανάπτυξη περιβαλλοντικής κουλτούρας, δε φαίνεται ν’ απασχολούν εν προκειμένω το νομοθέτη (δικτατορία γαρ…)
Ο προσανατολισμός εν προκειμένω του νομοθέτη δεικνύει γενικά μια συμπεριφορά εκμεταλλευτική προς το δάσος, το οποίο, κατά την αντίληψη των τότε καιρών, λογίζονταν ως οικονομικός πόρος που έπρεπε να παράγει προσόδους. Ίδια ήταν η αντίληψη και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η οποία είχε εξέλθει από ένα φοβερό πόλεμο (τον Α’ Παγκόσμιο) και είχε μπει σε μια δύσκολη οικονομική κρίση (της περιόδου 1929-1932), εισαγομένη βεβαίως από την Αμερική, που όμως οξύνθηκε λόγω των προβλημάτων που είχε επισωρεύσει ο προηγηθείς πόλεμος. Η Ευρώπη γύρευε στηρίγματα ανόρθωσής της, οδηγούμενη στον προστατευτισμό των οικονομιών και στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Τότε, χώρες προηγμένες δασοπονικά, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, που είχαν θιγεί από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαν κατηγορηθεί για την υπερεκμετάλλευση των δασών τους, που οδηγούσε στην αποψίλωσή τους.
Στον επόμενο δασικό κώδικα, του 1969, (νομοθετικό διάταγμα 86/1969), διατηρήθηκε για το δάσος ο ίδιος διαχειριστικός ορισμός, με αυτόν που προηγούμενου κώδικα, ενώ αντικαταστάθηκαν οι δύο άλλες έννοιες σε σχέση με κείνον. Έτσι, οι δασικές εκτάσεις και τα δασικά εδάφη έγιναν μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις ή μερικώς δασοσκεπή λιβάδια, και χορτολιβαδικά εδάφη. Στις μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις περιλαμβάνονται οι καλυπτόμενες από αραιά και πενιχρά δασική ξυλώδη υψηλή ή θαμνώδη βλάστηση οιασδήποτε διαπλάσεως, ενώ στα χορτολιβαδικά εδάφη περιλαμβάνονται οι εκτάσεις που δε φέρουν ξυλώδη υψηλή ή θαμνώδη βλάστηση, αλλά χορτολιβαδική (ποώδη) ή φρυγανική, είτε εντός δασών, είτε επί κορυφών ή κλιτύων ορέων, αλπικών ή μη. Με τούτο τον ορισμό διαπιστώνουμε τον αυστηρά διαχειριστικό προσανατολισμό του κώδικα, εντονότερο θα υποστηρίζαμε σε σχέση με τον προηγούμενο, πράμα που σημαίνει ότι ενισχύεται η εκμεταλλευτική λογική των δασών, ενώ τα μηνύματα της μεταστροφής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων προς ηπιότερη χρήση των φυσικών πόρων και ανάπτυξη περιβαλλοντικής κουλτούρας, δε φαίνεται ν’ απασχολούν εν προκειμένω το νομοθέτη (δικτατορία γαρ…)
Κείνο όμως που τεχνηέντως πραγματοποιήθηκε με τον παρόντα κώδικα, σε σχέση με τα προστατευτέα από τη δασική νομοθεσία εδάφη, κι αποτέλεσε τη μεγάλη σε βάρος των φυσικών οικοσυστημάτων (ολέθρια) αλλαγή, είναι ότι εξήχθη της δασικής προστασίας η ευρισκόμενη επί λοφωδών, ανωμάλων και πεδινών εδαφών, χορτολιβαδική και φρυγανική βλάστηση, που προστατεύονταν με το προηγούμενο καθεστώς. Και τούτο διότι τώρα, η βλάστηση αυτή προσδιορίστηκε και ξεχωρίστηκε ως ιδιαίτερη μορφή βλάστησης –πλέον προστατεύεται μόνο η φυόμενη τέτοια βλάστηση εντός δασών, σε κορυφές ή κλιτύες ορέων, αλπικών ή μη [δίνουμε εν προκειμένω τον ορισμό του όρους: μεγάλο ύψωμα της επιφάνειας της γης εκτεινόμενο από 500 μέτρα και πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Ελευθερουδάκης, 1954)]. Τούτο σημαίνει ότι η χορτολιβαδική και η φρυγανική βλάστηση των ομαλών εδαφών, καθώς και η ευρισκόμενη σε κορυφές ή σε κλιτύες ορέων, τίθενται πια εκτός πλαισίου δασοπροστασίας. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε το kolpogrosso της δικτατορίας για την εξυπηρέτηση των όποιων (επιχειρηματικών κατά βάσιν) συμφερόντων στη χώρα μας, αφού απελευθερώθηκαν εδάφη που δεσμεύονταν με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, τα οποία αποδόθηκαν ελεύθερα σε χρήσεις, κατά τη βούληση των φερόμενων ιδιοκτητών τους. Στα συγκεκριμένα εδάφη αναπτύσσονταν σημαντικά οικοσυστήματα, τα οποία δεν προστατεύτηκαν και καταστράφηκαν, ενώ και η δημόσια περιουσία, που την αποτελούσαν τα περισσότερα από τα εδάφη αυτά, δεν προστατεύτηκε!
Κείνο όμως που τεχνηέντως πραγματοποιήθηκε με τον παρόντα κώδικα, σε σχέση με τα προστατευτέα από τη δασική νομοθεσία εδάφη, κι αποτέλεσε τη μεγάλη σε βάρος των φυσικών οικοσυστημάτων (ολέθρια) αλλαγή, είναι ότι εξήχθη της δασικής προστασίας η ευρισκόμενη επί λοφωδών, ανωμάλων και πεδινών εδαφών, χορτολιβαδική και φρυγανική βλάστηση, που προστατεύονταν με το προηγούμενο καθεστώς. Και τούτο διότι τώρα, η βλάστηση αυτή προσδιορίστηκε και ξεχωρίστηκε ως ιδιαίτερη μορφή βλάστησης –πλέον προστατεύεται μόνο η φυόμενη τέτοια βλάστηση εντός δασών, σε κορυφές ή κλιτύες ορέων, αλπικών ή μη [δίνουμε εν προκειμένω τον ορισμό του όρους: μεγάλο ύψωμα της επιφάνειας της γης εκτεινόμενο από 500 μέτρα και πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (Ελευθερουδάκης, 1954)]. Τούτο σημαίνει ότι η χορτολιβαδική και η φρυγανική βλάστηση των ομαλών εδαφών, καθώς και η ευρισκόμενη σε κορυφές ή σε κλιτύες ορέων, τίθενται πια εκτός πλαισίου δασοπροστασίας. Η ενέργεια αυτή αποτέλεσε το kolpogrosso της δικτατορίας για την εξυπηρέτηση των όποιων (επιχειρηματικών κατά βάσιν) συμφερόντων στη χώρα μας, αφού απελευθερώθηκαν εδάφη που δεσμεύονταν με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, τα οποία αποδόθηκαν ελεύθερα σε χρήσεις, κατά τη βούληση των φερόμενων ιδιοκτητών τους. Στα συγκεκριμένα εδάφη αναπτύσσονταν σημαντικά οικοσυστήματα, τα οποία δεν προστατεύτηκαν και καταστράφηκαν, ενώ και η δημόσια περιουσία, που την αποτελούσαν τα περισσότερα από τα εδάφη αυτά, δεν προστατεύτηκε!
Η οικολογική θεώρηση του δάσους
Επόμενα, με το νόμο 998/1979, κι ακολουθώντας ο νομοθέτης τις επιταγές του νέου ελληνικού Συντάγματος του 1975 (άρθρα 24 και 117), ενός από τα περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικά Συντάγματα του κόσμου −πόση απόσταση, αλήθεια, υπάρχει μεταξύ των οριζομένων σε αυτό και στα έργα και τις πράξεις των νεοελλήνων!−, διατύπωσε τον ορισμό του δάσους προσαρμοσμένο στο πνεύμα των νέων καιρών, που ήθελε το φυσικό περιβάλλον ν’ αντιμετωπίζεται ολιστικά, με το δάσος να παρέχει ως οικοσύστημα προϊόντα αλλά και υπηρεσίες (άυλες προσφορές). Στα πλαίσια τούτης της νέας αντίληψης διατυπώνεται ένας οικολογικός (θα λέγαμε) ορισμός του δάσους, περισσότερο κοντά στο πνεύμα της επιστήμης κι αποστασιοποιημένος από την προηγούμενη εκμεταλλευτική λογική της διαχείρισής του. Για πρώτη φορά στο (νομικό) ορισμό του δάσους φαίνεται –επιτέλους!– ότι αυτό δεν προορίζεται μόνο για ξυλοπονία ή για βοσκή, αλλά και για αναψυχή, για υδρονομία, για βιοποικιλότητα, για περιβαλλοντική ισορροπία κ.ά., που συνδυάζονται με την κοινωνική ανάπτυξη, με τον άνθρωπο εν αυτώ −ιδού μια νέα σημαντική διάσταση της έννοιας του φυσικού περιβάλλοντος, με τον άνθρωπο συμμέτοχο στις διεργασίες του.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979 ορίστηκε ότι δάσος είναι η έκταση («πάσα έκτασις» αναφέρει η διάταξη, που σημαίνει κάθε εμβαδού και σχήματος, οπουδήποτε ευρισκόμενη), η οποία καλύπτεται στο σύνολό της ή σποραδικά από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιασδήποτε διάστασης και ηλικίας, που από την απόστασή τους και την αλληλεπίδρασή τους διαμορφώνουν οργανική ενότητα, προσφέροντας δασικά προϊόντα ή συμβάλλοντας στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή εξυπηρετώντας τη διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος. Με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου καθορίζεται η έννοια της δασικής έκτασης, συναρτώμενη κι αυτή με τις λειτουργίες του δάσους, όπως προσδιορίζονται στο προηγούμενο άρθρο, ενώ με την παράγραφο 3 ορίζονται ως δασικού χαρακτήρα οι ευρισκόμενες εντός δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες και οι άβατες κλιτύες των ορέων. Είναι χαρακτηριστικό της οικολογικής διάστασης αυτού του νόμου, που αντιμετωπίζει τα φυσικά οικοσυστήματα ολιστικά, θεωρώντας τα ως σύνολα στα οποία συμμετέχουν λειτουργικά τα μέρη του, το γεγονός ότι με την τελευταία παραπάνω διάταξη καθορίζεται ότι δε μεταβάλλεται ο χαρακτήρας των δασών και των δασικών εκτάσεων από τα υφιστάμενα μεμονωμένα ή εγκατεσπαρμένα καρποφόρα δένδρα ή τις συστάδες τούτων (είναι μάλιστα, θα προσθέταμε, επιθυμητή η παρουσία τους καθότι αυξάνεται η βιοποικιλότητα του οικοσυστήματος). Ακόμα, με την παράγραφο 4 τίθεται το αστικό πράσινο (πάρκα και άλση) για πρώτη φορά στη de facto δασική προστασία –και τούτο συνιστά μια σημαντική εξέλιξη, μια πολύτιμη παρακαταθήκη για την μέλλον των αστικών χώρων πρασίνου, που δείχνει και το ευρύ πνεύμα του νομοθετήματος, αλλά και την εμπιστοσύνη του νομοθέτη στη δασική υπηρεσία για την προστασία αυτών των χώρων. Ενώ, στη δασική προστασία τίθενται και οι οπουδήποτε δημιουργούμενες δενδροστοιχίες, καθώς και οι δασικές φυτείες (που εξαιρέθηκαν της δασικής προστασίας μετέπειτα, με το νόμο 3208/2003, κι έκτοτε ψάχνουμε να βρούμε τον προστάτη τους!) Επιπρόσθετα εισάγεται κάτι νέο με το άρθρο 4 του νόμου 998/1979, που είναι η κατηγοριοποίηση των δασών και των δασικών εκτάσεων αναλόγως του σκοπού, της σημασίας τους και της θέσης τους.
Ελληνικό ορεινό τοπίο τη δεκαετία του ’50, με τη βόσκηση αρμονικά ενταγμένη στη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Κι ενώ βλέπουμε ότι ο νομοθέτης ήθελε να προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας τα άγρια ξυλώδη φυτά οποιασδήποτε διαστάσεως και ηλικίας, ήλθε η διοίκηση και διά του πολιτικού της προϊσταμένου (του αρμόδιου υπουργού) εξαίρεσε της δασικής προστασίας της φρυγανικές εκτάσεις, παρά τα όσα επιτάσσονταν από τον δασικό νόμο (τον 998/1979) και το Σύνταγμα (το άρθρο 24, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας). Έτσι, με την αριθ. 43/26-2-1980 γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών, που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Γεωργίας, εξαιρέθηκαν τα φρύγανα από τη δασική προστασία, καθότι «δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίζουν ως δασικές τις εκτάσεις που καλύπτουν, με την παραδοχή ότι αυτά ούτε σημαντική προσφορά προϊόντων παρέχουν, ούτε τη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας εξασφαλίζουν σε υπολογίσιμο βαθμό, ούτε τη διαβίωση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον εξυπηρετούν». Από τα αναφερόμενα στη γνωμοδότηση γίνεται καταφανές το αντιεπιστημονικό σκεπτικό της, αφού προχείρως και με μια πρακτική λογική απέβαλλε της δασικής προστασίας πολύτιμα οικοσυστήματα, με σημαντική οικολογική και περιβαλλοντική αποστολή. Ακολούθησε, υπό αυτή την έννοια, την πολιτική που εφαρμόστηκε για τις εν λόγω εκτάσεις από τη Χούντα, δεικνύοντας τελικά ότι, η αντιμετώπισή τους κατά το παρελθόν (πριν το νομοθετικό διάταγμα 86/1969) εδράζονταν σε μιαν οικολογική κι επιστημονική αντίληψη ως προς την προστασία τους, κάτι που δεν ίσχυε νεοτέρως!
Το μεγάλο ατόπημα του νόμου 998/1979, σε σχέση με τον ορισμό των δασών και τη δασική προστασία, ήταν η αποβολή από τη δασική νομοθεσία των χορτολιβαδικών εκτάσεων (που φέρουν ποώδη βλάστηση), στις οποίες συγκροτούνται σημαντικά οικοσυστήματα, που καθορίζουν οικολογικά και φυσιογνωμικά τις περιοχές όπου εκτείνονται –όπως συμβαίνει και με τα φρύγανα, που προαναφέρθηκαν. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι ευρισκόμενες επί λοφωδών κι ανωμάλων εδαφών, καθώς και οι βραχώδεις εκτάσεις, δε θεωρούνται δασικές σύμφωνα με τις περιπτώσεις β) και γ) της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979. Οι δημόσιες τέτοιες εκτάσεις χαρτογραφούνται και παραδίδονται στις Γενικές Δ/νσεις Γεωργικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 74 του νόμου 998/1979, ενώ για τις ιδιωτικές δεν υφίστανται δεσμεύσεις και ελεύθερα χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Περιττό ν’ αναφέρουμε την εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος μεταβολή που υπέστησαν μεγάλες περιοχές της χώρες από την προηγούμενη αντιμετώπιση. Το τραγικό είναι ότι ο άνθρωπος, ως διαχειριστής και χρήστης των φυσικών συστημάτων, και δη ο νομοθέτης, ακόμα και ο επιστήμονας της φύσης, δε συνειδητοποίησαν την αξία των οικοσυστημάτων αυτών, των απλών μα τόσο σημαντικών οικοσυστημάτων, και τ’ άφησαν να χαθούν κάτω από τη λογική της αξιοποίησης των εδαφών τους!
Κι ενώ βλέπουμε ότι ο νομοθέτης ήθελε να προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας τα άγρια ξυλώδη φυτά οποιασδήποτε διαστάσεως και ηλικίας, ήλθε η διοίκηση και διά του πολιτικού της προϊσταμένου (του αρμόδιου υπουργού) εξαίρεσε της δασικής προστασίας της φρυγανικές εκτάσεις, παρά τα όσα επιτάσσονταν από τον δασικό νόμο (τον 998/1979) και το Σύνταγμα (το άρθρο 24, για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας). Έτσι, με την αριθ. 43/26-2-1980 γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών, που έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Γεωργίας, εξαιρέθηκαν τα φρύγανα από τη δασική προστασία, καθότι «δεν είναι δυνατό να χαρακτηρίζουν ως δασικές τις εκτάσεις που καλύπτουν, με την παραδοχή ότι αυτά ούτε σημαντική προσφορά προϊόντων παρέχουν, ούτε τη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας εξασφαλίζουν σε υπολογίσιμο βαθμό, ούτε τη διαβίωση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον εξυπηρετούν». Από τα αναφερόμενα στη γνωμοδότηση γίνεται καταφανές το αντιεπιστημονικό σκεπτικό της, αφού προχείρως και με μια πρακτική λογική απέβαλλε της δασικής προστασίας πολύτιμα οικοσυστήματα, με σημαντική οικολογική και περιβαλλοντική αποστολή. Ακολούθησε, υπό αυτή την έννοια, την πολιτική που εφαρμόστηκε για τις εν λόγω εκτάσεις από τη Χούντα, δεικνύοντας τελικά ότι, η αντιμετώπισή τους κατά το παρελθόν (πριν το νομοθετικό διάταγμα 86/1969) εδράζονταν σε μιαν οικολογική κι επιστημονική αντίληψη ως προς την προστασία τους, κάτι που δεν ίσχυε νεοτέρως!
Το μεγάλο ατόπημα του νόμου 998/1979, σε σχέση με τον ορισμό των δασών και τη δασική προστασία, ήταν η αποβολή από τη δασική νομοθεσία των χορτολιβαδικών εκτάσεων (που φέρουν ποώδη βλάστηση), στις οποίες συγκροτούνται σημαντικά οικοσυστήματα, που καθορίζουν οικολογικά και φυσιογνωμικά τις περιοχές όπου εκτείνονται –όπως συμβαίνει και με τα φρύγανα, που προαναφέρθηκαν. Οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, οι ευρισκόμενες επί λοφωδών κι ανωμάλων εδαφών, καθώς και οι βραχώδεις εκτάσεις, δε θεωρούνται δασικές σύμφωνα με τις περιπτώσεις β) και γ) της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979. Οι δημόσιες τέτοιες εκτάσεις χαρτογραφούνται και παραδίδονται στις Γενικές Δ/νσεις Γεωργικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 74 του νόμου 998/1979, ενώ για τις ιδιωτικές δεν υφίστανται δεσμεύσεις και ελεύθερα χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου. Περιττό ν’ αναφέρουμε την εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος μεταβολή που υπέστησαν μεγάλες περιοχές της χώρες από την προηγούμενη αντιμετώπιση. Το τραγικό είναι ότι ο άνθρωπος, ως διαχειριστής και χρήστης των φυσικών συστημάτων, και δη ο νομοθέτης, ακόμα και ο επιστήμονας της φύσης, δε συνειδητοποίησαν την αξία των οικοσυστημάτων αυτών, των απλών μα τόσο σημαντικών οικοσυστημάτων, και τ’ άφησαν να χαθούν κάτω από τη λογική της αξιοποίησης των εδαφών τους!
Μωσαϊκά χρήσης γης συνθέτουν το ελληνικό τοπίο (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Η εφαρμογή του ορισμού του δάσους στο νόμο 998/1979 συναρτάτο άμεσα με τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων, μια ενδικοφανή διαδικασία προοσδιορισμού του χαρακτήρα τους, που την καθόριζε το άρθρο 14 του νόμου αυτού. Ήταν μια διαδικασία προσωρινή, όπως προέκυπτε από τη διάταξη, απορρέουσα από την ανάγκη διακρίβωσης του χαρακτήρα εκτάσεων μέχρι τη σύνταξη δασολογίου. Μολαταύτα, απέγινε μόνιμη διαδικασία, ελλείψει δασολογίου, αφού και σήμερα, μετά από 35 χρόνια από την ισχύ της διάταξης, χαρακτηρίζονται ακόμα οι εκτάσεις διότι δεν έχει συνταχθεί δασολόγιο! Ήταν, μολοντούτο, διαδικασία καινοφανής, ευρηματική −θα τη χαρακτηρίζαμε− ως προσωρινή, που διασφάλιζε την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και τη δημόσια περιουσία, ενώ εξασφαλιζόταν και ο πολίτης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στην έκταση που τον ενδιέφερε. Ήταν, επίσης, μια διαδικασία που έβαζε τέλος στο από καταβολής του ελληνικού κράτους κενό, σε σχέση με τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο θεώρησης του χαρακτήρα εκτάσεων.
Η εφαρμογή του ορισμού του δάσους στο νόμο 998/1979 συναρτάτο άμεσα με τον χαρακτηρισμό των εκτάσεων, μια ενδικοφανή διαδικασία προοσδιορισμού του χαρακτήρα τους, που την καθόριζε το άρθρο 14 του νόμου αυτού. Ήταν μια διαδικασία προσωρινή, όπως προέκυπτε από τη διάταξη, απορρέουσα από την ανάγκη διακρίβωσης του χαρακτήρα εκτάσεων μέχρι τη σύνταξη δασολογίου. Μολαταύτα, απέγινε μόνιμη διαδικασία, ελλείψει δασολογίου, αφού και σήμερα, μετά από 35 χρόνια από την ισχύ της διάταξης, χαρακτηρίζονται ακόμα οι εκτάσεις διότι δεν έχει συνταχθεί δασολόγιο! Ήταν, μολοντούτο, διαδικασία καινοφανής, ευρηματική −θα τη χαρακτηρίζαμε− ως προσωρινή, που διασφάλιζε την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων και τη δημόσια περιουσία, ενώ εξασφαλιζόταν και ο πολίτης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στην έκταση που τον ενδιέφερε. Ήταν, επίσης, μια διαδικασία που έβαζε τέλος στο από καταβολής του ελληνικού κράτους κενό, σε σχέση με τη διαδικασία προσδιορισμού και τον τρόπο θεώρησης του χαρακτήρα εκτάσεων.
Η επιστήμη ορίζει το δάσος
Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 (της 6ης Απριλίου 2001-ΦΕΚ 85/Α΄/18-4-2001, Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων) εισήχθη στο άρθρο 24 (παράγραφος 1 εδάφιο β΄) η αρχή της αειφορίας, που συνδέεται με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, με την οποία γίνεται δεκτό ότι οποιαδήποτε δημόσια πολιτική εκ καταβολής είναι ανίκανη να βλάψει το φυσικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα τη διασφάλιση της ποιότητας ζωής. Με τη δε παράγραφο 1 εδάφιο α΄ του άρθρου 24 καθορίστηκε ότι η προστασία του περιβάλλοντος καθίσταται όχι μόνο υποχρέωση του Κράτους, αλλά και δικαίωμα του κάθε πολίτη, δίνοντας αμυντική διάσταση στο δικαίωμα, με παράλληλη εφαρμογή της αρχής της πρόληψης στην προστασία του περιβάλλοντος. Καθορίστηκε επίσης η υποχρέωση του κράτους να συντάσσει δασολόγιο (εδάφιο δ΄), και απαγορεύτηκε η αλλαγή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός κι αν προέχει (το πάντα ποικιλοερμηνεύσιμο) δημόσιο συμφέρον. Στην τελευταία περίπτωση επεξετάθη η απαγόρευση σε όλα τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, κι όχι μόνο στα δημόσια, που καθόριζε το αναθεωρηθέν άρθρο, δίνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα της αλλαγής του προορισμού και των ιδιωτικών δασών και δασικών εκτάσεων, αφού, όπως ερμηνεύτηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, εφόσον στην απαγόρευση που ίσχυε πριν την αναθεώρηση δεν περιλαμβανόταν τα ιδιωτικά, δεν ενέπιπταν και στην εξαίρεση της αλλαγής του προορισμού τους χάριν δημοσίου συμφέροντος.
Ελληνικό δρυοδάσος (της Φολόης): η άλλη άποψη της Μεσογείου, των πλατυφύλλων (από το αρχείο του συγγραφέα |
Ο αναθεωρητικός νομοθέτης έκρινε ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου έπρεπε να εισάγει ως ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 24 του Συντάγματος τον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η εγκυρότητά του, καθώς και η αποφυγή συνεχών αλλαγών του στους δασικούς νόμους, που δημιουργούν ανασφάλεια κι αστάθεια στην προστασία του φυσικού αγαθού, του δάσους. Αυτός ο ορισμός είναι ο κατ’ ουσίαν επιστημονικός ορισμός του δάσους, ο σύμφωνα με την επιστήμη της δασικής οικολογίας καθορισμένος, που κρίθηκε ως απαραίτητο να κατατεθεί και να δεσμεύσει τον κοινό νομοθέτη επόμενα. Προς τούτο συνετέλεσε η αριθ. 27/1999 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ), που δέχτηκε ομοφώνως τ’ ακόλουθα: «το Σύνταγμα, προστατεύοντας δια του άρθρου 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας». Συνεχίζει δε ο ανώτατος δικαστής την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κρίση του: «Είναι δε, κατά την οικεία επιστήμη (δασική οικολογία), δάσος ή δασικό οικοσύστημα, οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Εξ άλλου, δασική έκταση υπάρχει όταν στο ανωτέρω σύνολο η αγρία ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότης της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία καθιστάμενη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαιτέρα του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς η ενότης αυτή δύναται να συνάγεται εκ των εις τα στοιχεία του φακέλου περιγραφόμενων χαρακτηριστικών της περί της εκάστοτε πρόκειται αγρίας ξυλώδους βλαστήσεως. Πάντως, εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του εις τον κύκλο άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου, η συγκράτηση των ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.ο.κ. Τοιουτρόπως δεν απαιτείται να βεβαιούται εκάστοτε ρητώς και ειδικώς κατά τον χαρακτηρισμό δάσους ή δασικής εκτάσεως η προϋπόθεση αυτή».
Παραθέτουμε εν προκειμένω τον ορισμό του δάσους που εδόθη με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, καθώς και τον επιστημονικό ορισμό, που εμπεριέχεται στο σύγγραμμα της δασικής οικολογίας, για να γίνει σύγκριση των δύο και να βεβαιωθεί το ουσιαστικά ίδιο περιεχόμενό τους, εκ των οποίων καταδεικνύεται η βούληση του συντακτικού νομοθέτη για τη χρησιμοποίηση ενός σταθερού και μη αμφισβητήσιμου από την επιστήμη ορισμού.
Ορισμός σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση:
Ο αναθεωρητικός νομοθέτης έκρινε ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου έπρεπε να εισάγει ως ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 24 του Συντάγματος τον ορισμό του δάσους και της δασικής έκτασης, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η εγκυρότητά του, καθώς και η αποφυγή συνεχών αλλαγών του στους δασικούς νόμους, που δημιουργούν ανασφάλεια κι αστάθεια στην προστασία του φυσικού αγαθού, του δάσους. Αυτός ο ορισμός είναι ο κατ’ ουσίαν επιστημονικός ορισμός του δάσους, ο σύμφωνα με την επιστήμη της δασικής οικολογίας καθορισμένος, που κρίθηκε ως απαραίτητο να κατατεθεί και να δεσμεύσει τον κοινό νομοθέτη επόμενα. Προς τούτο συνετέλεσε η αριθ. 27/1999 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (Α.Ε.Δ), που δέχτηκε ομοφώνως τ’ ακόλουθα: «το Σύνταγμα, προστατεύοντας δια του άρθρου 24 το δάσος και τις δασικές εκτάσεις, παραπέμπει στην επιστημονική έννοια των εδαφικών τούτων οικοσυστημάτων προς την οποία υποχρεούται να συμμορφωθεί και ο νομοθέτης, κατά την ειδικότερη οργάνωση της συνταγματικής προστασίας». Συνεχίζει δε ο ανώτατος δικαστής την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κρίση του: «Είναι δε, κατά την οικεία επιστήμη (δασική οικολογία), δάσος ή δασικό οικοσύστημα, οργανικό σύνολο αγρίων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Εξ άλλου, δασική έκταση υπάρχει όταν στο ανωτέρω σύνολο η αγρία ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής εκτάσεως είναι η οργανική ενότης της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία καθιστάμενη δια των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαιτέρα του ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Νομικώς η ενότης αυτή δύναται να συνάγεται εκ των εις τα στοιχεία του φακέλου περιγραφόμενων χαρακτηριστικών της περί της εκάστοτε πρόκειται αγρίας ξυλώδους βλαστήσεως. Πάντως, εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του εις τον κύκλο άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου, η συγκράτηση των ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.ο.κ. Τοιουτρόπως δεν απαιτείται να βεβαιούται εκάστοτε ρητώς και ειδικώς κατά τον χαρακτηρισμό δάσους ή δασικής εκτάσεως η προϋπόθεση αυτή».
Παραθέτουμε εν προκειμένω τον ορισμό του δάσους που εδόθη με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, καθώς και τον επιστημονικό ορισμό, που εμπεριέχεται στο σύγγραμμα της δασικής οικολογίας, για να γίνει σύγκριση των δύο και να βεβαιωθεί το ουσιαστικά ίδιο περιεχόμενό τους, εκ των οποίων καταδεικνύεται η βούληση του συντακτικού νομοθέτη για τη χρησιμοποίηση ενός σταθερού και μη αμφισβητήσιμου από την επιστήμη ορισμού.
Ορισμός σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση:
«Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».
Ορισμός σύμφωνα με τη Δασική Οικολογία:
«Για δάσος μιλάμε μόνο τότε, όταν τα δένδρα και οι θάμνοι συζούν πάνω σε μια μεγάλη επιφάνεια σε στενή κοινωνική σχέση μεταξύ τους και σε τόση απόσταση, ώστε με τη συγκόμωσή τους να δημιουργούν ένα ξεχωριστό περιβάλλον –το δασογενές περιβάλλον– και όταν μαζί με άλλα είδη από το φυτικό και ζωϊκό βασίλειο δημιουργούν μια ξεχωριστή βιοκοινότητα, την οποία ονομάζουμε δασοβιοκοινότητα, και αν λάβουμε υπόψη μας και το βιότοπο την ονομάζουμε βιογεωκοινότητα ή δασικό οικοσύστημα» (Ντάφης Σπ., «Δασική Οικολογία», εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη 1986).
Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος): «Τα ξερά δέντρα» (1970) |
Σημειωτέον ότι η επιστήμη δεν ορίζει τη δασική έκταση, παρά μόνο το δάσος, αποτελώντας αυτή νομικής χρήσης έννοια, προκειμένου να εφαρμοστούν οι δασικές διατάξεις. Ενώ, από τη σύγκριση των δύο ορισμών διαπιστώνουμε μια σημειολογική διαφορά τους, που αφορά στην επιφάνεια του εδάφους όπου συγκροτείται το δασικό οικοσύστημα. Στον μεν ορισμό του Συντάγματος απαιτείται για τον προσδιορισμό του δάσους η αναγκαία επιφάνεια, ενώ στον επιστημονικό ορισμό η επιφάνεια πρέπει να είναι μεγάλη. Αν και θεωρούμε ορθότερη προσδιοριστικά και περιβαλλοντικά την «αναγκαία» παρά τη «μεγάλη» επιφάνεια, εντούτοις στην πράξη δε γεννάται ζήτημα, αφού κατά τη διαμόρφωση της επιστημονικής κρίσης, στην έννοια της αναγκαίας επιφάνειας μπορεί να περιληφθούν εκτάσεις μεγάλες, αλλά και μικρές οι οποίες συγκροτούν, στα πλαίσια ενός ευρύτερου συνόλου (π.χ., με τα μωσαϊκά χρήσης γης), δασικό οικοσύστημα, το ίδιο όμως μπορεί να συμβεί και με τις μεγάλες επιφάνειες, στις οποίες περιλαμβάνονται μικρότερες, οι οποίες αντιμετωπίζονται ενιαία ως δασικό οικοσύστημα κι εξεταζόμενες μεμονωμένως είναι δάσος, αφού αποτελούν μέρος του όλου. Κριτήριο δηλαδή είναι το εύρος θεώρησης της επιφάνειας, που κάθε φορά είναι διάφορο, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων του συστήματος, προσδιοριζόμενο επιστημονικά. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να άρει τις όποιες αμφισβητήσεις, χρησιμοποίησε την έννοια «εξαρκούσα επιφάνεια», που καλύπτει το φάσμα των διαφορών που τυχόν γεννώνται, αλλά διευκρινίζει ότι η αναγκαία επιφάνεια προέκυψε από την ανάγκη προσδιορισμού της μεγάλης.
Προχωρώντας περισσότερο την ανάλυσή μας, και συγκρίνοντας τον οπωσδήποτε «οικολογικότερο» ορισμό του δάσους που εδόθη σε δασικό νόμο (μπορεί, βέβαια, όχι τον «επιστημονικότερο»…), αυτόν του νόμου 998/1979, με κείνον της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 24 του Συντάγματος, διαπιστώνουμε ότι ο κοινός νομοθέτης ήθελε να θεωρεί τα δάση επί «πάσας εκτάσεως της επιφανείας του εδάφους», ενώ ο αναθεωρητικός θέτει το κριτήριο της αναγκαίας επιφάνειας του εδάφους. Επιπρόσθετα, κατά τον κοινό νομοθέτη τα δάση συγκροτούνται «υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας», ενώ ο αναθεωρητικός θέλει τ’ άγρια φυτά να έχουν ξυλώδη κορμό. Τούτα ερμηνεύτηκαν ως προς την εφαρμογή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με τις αριθ. 32/2013, 33/2013 και 34/2013 αποφάσεις του έκρινε ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ, η οποία ρητώς αναφέρει ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της δασικής οικολογίας. Είναι δε αδιάφορο το είδος ή τα είδη άγριων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελούνται οι επιφάνειες, δηλαδή αν είναι δασοπονικά ή μη, εφ’ όσον δημιουργούν οργανική ενότητα. Ακόμα, η λέξη «αναγκαία», που εντάχθηκε στον ορισμό του άρθρου 24 του Συντάγματος κι αναφέρεται στην επιφάνεια, δεν ανατρέπει τον ορισμό της απόφασης 27/1999 του ΑΕΔ, αφού απαιτείται μια έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσης του και των στοιχείων της περιοχής.
Προχωρώντας περισσότερο την ανάλυσή μας, και συγκρίνοντας τον οπωσδήποτε «οικολογικότερο» ορισμό του δάσους που εδόθη σε δασικό νόμο (μπορεί, βέβαια, όχι τον «επιστημονικότερο»…), αυτόν του νόμου 998/1979, με κείνον της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 24 του Συντάγματος, διαπιστώνουμε ότι ο κοινός νομοθέτης ήθελε να θεωρεί τα δάση επί «πάσας εκτάσεως της επιφανείας του εδάφους», ενώ ο αναθεωρητικός θέτει το κριτήριο της αναγκαίας επιφάνειας του εδάφους. Επιπρόσθετα, κατά τον κοινό νομοθέτη τα δάση συγκροτούνται «υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας», ενώ ο αναθεωρητικός θέλει τ’ άγρια φυτά να έχουν ξυλώδη κορμό. Τούτα ερμηνεύτηκαν ως προς την εφαρμογή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με τις αριθ. 32/2013, 33/2013 και 34/2013 αποφάσεις του έκρινε ότι ο αναθεωρητικός νομοθέτης υιοθέτησε τους ορισμούς του δάσους και της δασικής έκτασης που είχε δώσει η απόφαση 27/1999 του ΑΕΔ, η οποία ρητώς αναφέρει ότι αυτοί αποτελούν ορισμούς της δασικής οικολογίας. Είναι δε αδιάφορο το είδος ή τα είδη άγριων ξυλωδών φυτών από τα οποία αποτελούνται οι επιφάνειες, δηλαδή αν είναι δασοπονικά ή μη, εφ’ όσον δημιουργούν οργανική ενότητα. Ακόμα, η λέξη «αναγκαία», που εντάχθηκε στον ορισμό του άρθρου 24 του Συντάγματος κι αναφέρεται στην επιφάνεια, δεν ανατρέπει τον ορισμό της απόφασης 27/1999 του ΑΕΔ, αφού απαιτείται μια έκταση που είναι πράγματι αναγκαία προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα αναλόγως της θέσης του και των στοιχείων της περιοχής.
Ελληνικό μεσογειακό τοπίο, δημιουργημένο από τον άνθρωπο: Μονή Καισαριανής (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Με τούτα αποσαφηνίστηκε ότι η κρίση του οργάνου της διοίκησης για το χαρακτήρα έκτασης πραγματοποιείται με βάση τα επιστημονικά κριτήρια του προσδιορισμού του δάσους, τα οποία δε δύναται να ελέγξει ο δικαστής, αφού δεν είναι ο ειδικός επιστήμονας και ο αρμόδιος γι’ αυτό, παρά μόνο το όργανο που έχει τη σχετική αρμοδιότητα, δηλαδή οι Επιτροπές Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων. Έτσι, δε θα μπορεί πλέον να γίνεται κρίση σε δικαστική απόφαση, όπως συνέβη στην αριθ. 8/1999 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, περί της μη δυνατότητας του δικαστή ν’ αποφασίσει λόγω της χρήσης από το νομοθέτη επιστημονικών όρων, οι οποίοι δεν έχουν εξειδικευτεί για να τους ελέγξει. Ο δικαστής κρίνει τις πράξεις της διοίκησης και δεν ελέγχει την επιστημονική κρίση της.
Το τεχνικά προσδιορισμένο δάσος
Μετά τον ορισμό του δάσους που περιελήφθηκε στο αναθεωρηθέν άρθρο 24 του Συντάγματος με ερμηνευτική δήλωση, θεώρησε ο κοινός νομοθέτης ότι έπρεπε σε επόμενο στάδιο να εξειδικεύσει ως προς τα επιστημονικά κριτήρια του περιλαμβάνονται στον ορισμό, ήτοι, της αναγκαίας επιφάνειας και της έννοιας της δασοβιοκοινότητας και του δασογενούς περιβάλλοντος. Αυτό το έπραξε με το νόμο 3208/2003. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 του άρθρου 1, που αποτελεί αντικατάσταση των διάταξεων του ορισμού του δάσους του νόμου 998/1979, καθόρισε ελάχιστη επιφάνεια έκτασης που θεωρείται δάσος (τα τρία στρέμματα) και σχήμα αυτής, καθώς και βαθμό συγκόμωσης των δασικών ειδών. Με τον τρόπο αυτό έδωσε έναν αυστηρά προσδιορισμένο ορισμό, «καλουπώνοντας» την επιστημονική κρίση στα συγκεκριμένα πλαίσια των κριτηρίων. Ο ορισμός που προέκυψε είναι ένας τεχνικός ορισμός του δάσους [τεχνικός: ο σχετικός με την εφαρμοσμένη επιστήμη (λεξικό Δημητράκου, λήμμα: τεχνικός)], που μετατρέπει τον επιστήμονα που κρίνει σε εφαρμοστή κριτηρίων στο πεδίο, γεγονός που του αφαιρεί κατ’ ουσίαν τη δυνατότητα της ελεύθερης −κατά την επιστήμη του− κρίσης και τον κανοναρχεί ως προς αυτή. Τούτο δικαιολογείται ως εξής στην εισηγητική έκθεση του νόμου: «…επιδιώκεται η επιβολή τάξης και η αντιμετώπιση των προβλημάτων κατά τρόπο που δε θα ζημιώνει το δάσος και δε θα δημιουργεί αδικίες». Ενώ, ειδικά για τον ορισμό του δάσους αναφέρονται τα εξής: «Ανακύπτει συνεπώς υπό το ανωτέρω δεδομένο της συνταγματικής αναθεώρησης, η ανάγκη εξειδίκευσης των προαναφερομένων εννοιολογικών-επιστημονικών γενικών όρων, προκειμένου οι κρίσιμοι ορισμοί του δάσους και της δασικής έκτασης να προσλάβουν την πλήρη νοηματική τους καθαρότητα και να καταστούν, εκ του ασφαλούς, εφαρμόσιμοι με γενικά, ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια» (σελ. 4 της εισηγητικής έκθεσης).
Ο κοινός νομοθέτης όμως, με το νόμο αυτό προχώρησε περισσότερο, παρεκκλίνοντας ως προς τον ορισμό των δασικών εκτάσεων, σε σχέση με τ’ αναφερόμενα στον ορισμό του Συντάγματος. Έτσι, ενώ μεταφέρει σε διάταξη αυτούσιο το συνταγματικό ορισμό, αναφέροντας ότι η δασική έκταση συνίσταται από άγρια ξυλώδη βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδη, που είναι αραιά (το «αραιά» δηλαδή είναι το κριτήριο προσδιορισμού της), έρχεται επόμενα να εξειδικεύσει ορίζοντας τις δασικές εκτάσεις ως τις καλυπτόμενες από θαμνώδη βλάστηση με συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25. Με τον τρόπο αυτό θεώρησης των δασικών εκτάσεων, δεν ικανοποιείται το κριτήριο της αραιάς βλάστησης, που έθεσε ο συντακτικός νομοθέτης για τη διάκριση των δασικών εκτάσεων από τα δάση, αφού η συγκόμωση άνω του 0,25 κάθε άλλο παρά αραιά βλάστηση προσδιορίζει, ενώ παραλείπει και την (αραιά) υψηλή βλάστηση ως στοιχείο προσδιορισμού των δασικών εκτάσεων. Με τούτα ο κοινός νομοθέτης έρχεται σε αντίθεση με τον συντακτικό, τον οποίο οφείλει ν’ ακολουθεί.
Πευκοδάση όχι του ξύλου αλλά των άυλων προσφορών (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Εξετάζοντας περαιτέρω με όρους επιστήμης το νομοθέτημα, αφού ο ρόλος της επιστήμης σε αυτό περιορίζεται στην εφαρμογή των κριτηρίων που εδόθησαν από το νομοθέτη, κι έτσι δεν της δίδεται πολύς «αέρας» για να εκφραστεί!, διαπιστώνουμε κάτι πολύ κρίσιμο για τη βιοποικιλότητα τόπων, ότι εκτάσεις κάτω των τριών στρεμμάτων με δασική βλάστηση και με ρόλο σημαντικό στην οικολογική λειτουργία περιοχών, δεν προστατεύονται και μπορούν ελεύθερα να διατεθούν σε χρήσεις. Η σχέση αλληλεξάρτησης κι αλληλεπίδρασης, που τίθεται ως κριτήριο για να δεσμευτούν, ακυρώνεται από τη λογική του ίδιου του νόμου, που ενώ θέτει αριθμητικά δεδομένα κι αντικειμενοποιεί τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των εκτάσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν το πράττει. Είναι το μόνο στοιχείο που αφίεται στην υποκειμενική κρίση του αρμόδιου επιστήμονα, και φυσικά η υποστήριξή του δεν τυγχάνει αποδοχής, αφού για όλα τα υπόλοιπα τίθενται αριθμητικά/προσδιοριστικά κριτήρια. Πολλές τέτοιες εκτάσεις χάθηκαν ανά τη χώρα κατά τους γενόμενους χαρακτηρισμούς, μαζί και η βιοποικιλότητα τόπων, αφού η Ελλάδα και γενικότερα το μεσογειακό τοπίο συνθέτεται από μωσαϊκά χρήσεων γης, όπου περιλαμβάνονται και οι νησίδες πρασίνου.
Επιπρόσθετα, με το παρόν νομοθέτημα εξήλθαν της δασικής προστασίας οι άβατες κλιτύες ορέων, οι ευρισκόμενες σε αναγνωρισμένες ιδιωτικές εκτάσεις (σχετική η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003, που προστέθηκε στο νόμο 998/1979), κάτι που συνιστά παραλογισμό του νομοθέτη, καθότι, πώς είναι δυνατό οι εκτάσεις αυτές, οι πλέον λειτουργικές στη συγκρότηση των φυσικών οικοσυστημάτων, να μην προστατεύονται με το αιτιολογικό της ιδιοκτησίας τους! Ενώ, με την ίδια παραπάνω διάταξη, και τούτο αποτελεί ένα μισό βήμα για την προστασία σημαντικών οικολογικά τόπων, επανέρχονται μετά από πολλά-πολλά χρόνια στη δασική προστασία, καθώς βρισκόταν σ’ ένα καθεστώς οιωνεί παράδοσής τους στις αγροτικές υπηρεσίες!, οι δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις των λοφωδών κι ανωμάλων εδαφών της χώρας. Αυτές περιέρχονται μ’ ένα ιδιότυπο καθεστώς: δεν είναι δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, αλλά προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας προκειμένου να διατεθούν για συγκεκριμένους σκοπούς (για αναδασώσεις, για βόσκηση και για επιτρεπτές επεμβάσεις). Δηλαδή, ο οικολογικός ρόλος τους επίμονα αγνοείται, ενώ οι ιδιωτικές χορτολιβαδικές εξακολουθούν να μην προστατεύονται κι ελεύθερα να χρησιμοποιούνται! Επιπλέον, εξήλθαν της δασικής προστασίας οι οπουδήποτε ευρισκόμενες δενδροστοιχίες, συνιστώντας τούτο ένα ακόμα σφάλμα του συγκεκριμένου νομοθετήματος, αφού οι δενδροστοιχίες αποτελούν στοιχεία του χώρου, με σημαντικό περιβαλλοντικό, αισθητικό κι οικολογικό ρόλο, ο οποίος εν προκειμένω, σ’ ένα φύσει περιβαλλοντικό νομοθέτημα, αγνοείται!
«Reforestation», Hollis Holbrook, 1940 |
Τελικώς, και μετά τη μεγάλη αντίδραση που υπήρξε από τον επιστημονικό και το νομικό κόσμο της χώρας, καθώς και από φορείς, για τις διατάξεις του ορισμού του δάσους που περιλαμβανόταν στο νόμο 3208/2003 κι αφορούσαν κυρίως στην επιβολή αριθμητικών κριτηρίων, καταργήθηκαν αυτά με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του νόμου 3818/2010. Η διοίκηση όμως, για διευκόλυνσή της δημιούργησε αριθμητικά δεδομένα ορισμού τους δάσους με την αριθ. 204262/4545/23-11-2010 εγκύκλιο του υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Η εγκύκλιος αυτή ανακλήθηκε με την αριθ. 109341/3009/12-5-2014 εγκύκλιο υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, κατόπιν των αριθ. 32, 33 και 34/2013 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, που θ’ αναλύσουμε παρακάτω, οι οποίες απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση αριθμητικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα εκτάσεων.
Ελευθερώστε την επιστήμη!
Οι αποφάσεις αριθ. 32, 33 και 34/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελούν την καίρια και καταλυτική παρέμβαση της δικαιοσύνης στο μεγάλο ζήτημα που από καταβολής σχεδόν του νέου ελληνικού κράτους ταλάνιζε τη δασική νομοθεσία: τον ορισμό του δάσους. Τι το τόσο δύσκολο μάς είπαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις, που χρόνια τώρα προσπαθούσαμε στα νομοθετήματα ν’ αποδώσουμε; Το εξής απλό: το τι είναι δάσος, το καθορίζει η επιστήμη και ο νομοθέτης έπεται, κάμοντας νόμο αυτό που επιστημονικά επιτάσσεται. Τίποτα άλλο ως βασική αρχή.
Απ’ εκεί κι έπειτα, ο συντακτικός νομοθέτης φρόντισε να διασφαλίσει τον ορισμό του δάσους, που είναι ο επιστημονικός ορισμός, περιλαμβάνοντάς τον με ερμηνευτική δήλωση στο Σύνταγμα. Όλη πλέον η θεσμοθέτηση και φυσικά η αντιμετώπιση του δάσους εδράζεται στον ορισμό αυτόν. Πώς εφαρμόζεται αυτός; Φρόντισε και γι’ αυτό ο ανώτατος δικαστής. Καθόρισε την εφαρμογή και την υπέδειξε διά των παραπάνω αποφάσεών του. Δεν πρέπουν, είπε, αριθμητικά δεδομένα στο τι είναι δάσος. Δεν πρέπουν μπούσουλες και προδιαγραφές. Ο επιστήμονας πρέπει κατά την επιστημονική του κρίση να πράξει. Ελεύθερος ν’ αποφασίσει, χωρίς τεχνικούς καθορισμούς. Θέλει ο δικαστής, ελεύθερη την επιστήμη να εκφραστεί. Η κρίση του επιστήμονα της πράξης ελέγχεται από τ’ αρμόδια για το σκοπό αυτό όργανα, τις Επιτροπές Επίλυσης δασικών Αμφισβητήσεων, που έχουν την επάρκεια, διά των επιστημονικών οργάνων σε αυτές, να την ελέγξουν.
Στη μαγεία του μεσογειακού πευκοδάσους… (από το αρχείο του συγγραφέα) |
Βασικό στοιχείο της έννοιας του δάσους, σύμφωνα με το σκεπτικό των παραπάνω αποφάσεων, που αποτελεί τον καταλύτη της κρίσης του επιστήμονα που χαρακτηρίζει, είναι η οργανική ενότητα της άγριας ξυλώδους βλάστησης. Αυτή πρέπει σε κάθε περίπτωση ν’ αποδεικνύεται. Αναφέρεται σχετικά: «Εφόσον υπάρχει η ενότητα αυτή, υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, ήτοι ο κύριος ρόλος του εις τον κύκλο άνθρακος και στην παραγωγή οξυγόνου, τη συγκράτηση των ομβρίων υδάτων και του χώματος κ.ο.κ.» Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους τίθεται μία προϋπόθεση, ήτοι η οργανική ενότητα αυτού, ώστε αν τούτη υπάρχει έπεται κατ’ ανάγκην, πλεοναστικώς αναφερόμενη εις τον ορισμό, κάθε άλλη σχέση. Θεωρεί δε ο ανώτατος δικαστής ότι την οργανική ενότητα τη διαμορφώνουν τ’ άγρια ξυλώδη φυτά, των οποίων το είδος είναι αδιάφορο, καθώς κι αν είναι δασοπονικά ή μη. Τούτου δοθέντος διαπιστώνουμε τη βούληση του δικαστή για την επανεισαγωγή στη δασική προστασία των φρυγανικών οικοσυστημάτων, τα οποία επί χρόνια αγνοούντο λόγω της αριθ. 43/26-2-1980 γνωμοδότησης του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών και της αποδοχής της από τον Υπουργό Γεωργίας. Τούτο αποτελεί μεγάλη θετική μεταστροφή για το ελληνικό φυσικό περιβάλλον. Ενώ, η αναγκαία επιφάνεια δεν απαιτείται ειδικώς να προσδιοριστεί, αφού «είναι πράγματι αναγκαία η έκταση προκειμένου να λειτουργήσει ένα δασικό οικοσύστημα, αναλόγως της θέσεως αυτού (υψομέτρου, γεωγραφικού πλάτους και μήκους), και των επικρατουσών σε αυτήν εδαφολογικών, κλιματικών και άλλων συνθηκών».
Με τις παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες καθορίστηκε η εφαρμογή του ορισμού του δάσους που παρατίθεται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, γίνεται σαφές κι απόλυτο ότι μόνο ο επιστήμονας του δάσους, που του ανατέθηκε εκ του νόμου η σχετική αρμοδιότητα, έχει το δικαίωμα να κρίνει το χαρακτήρα εκτάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του. Άλλοι κανόνες δε χωρούν και δεν είναι δυνατό να το καθορίσουν αυτό. Τούτη είναι μια προχωρημένη άποψη, βαθιά οικολογική θα λέγαμε, όπως τέτοια είναι και η αντίληψη των αποφάσεων αυτών, η οποία διαφοροποιείται και από τις κατευθύνσεις των τεχνοκρατών της Δύσης, που θέλουν να λειτουργούν βάσει τεχνικών κανόνων. Τη θεωρούμε σωστή, και ειδικά για την Ελλάδα δοκιμασμένη, αφού επί ισχύος του νόμου 998/1979, πριν την τροποποίησή του από το νόμο 3208/2003, οι εκτάσεις χαρακτηρίζονταν χωρίς αριθμητικά κριτήρια και μάλιστα οι δασικοί χάρτες συντάχθηκαν υπό αυτό το καθεστώς (ο υποφαινόμενος έχει τέτοια εμπειρία δέκα τουλάχιστον ετών, από την πορεία του σε δασικές υπηρεσίες της χώρας, πριν καταλήξει στην Κεντρική Υπηρεσία). Τι απαιτήθηκε κι αίφνης, ορμώμενοι από το νόμο 3208/2003, ξαφνικά αναζητούμε μπούσουλα για να κρίνουμε επιστημονικά; Τι μας έκαμε αβέβαιους κι άτολμους στο αντικείμενο που κραταιά κατέχουμε;
Με τις παραπάνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες καθορίστηκε η εφαρμογή του ορισμού του δάσους που παρατίθεται στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 24 του Συντάγματος, γίνεται σαφές κι απόλυτο ότι μόνο ο επιστήμονας του δάσους, που του ανατέθηκε εκ του νόμου η σχετική αρμοδιότητα, έχει το δικαίωμα να κρίνει το χαρακτήρα εκτάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του. Άλλοι κανόνες δε χωρούν και δεν είναι δυνατό να το καθορίσουν αυτό. Τούτη είναι μια προχωρημένη άποψη, βαθιά οικολογική θα λέγαμε, όπως τέτοια είναι και η αντίληψη των αποφάσεων αυτών, η οποία διαφοροποιείται και από τις κατευθύνσεις των τεχνοκρατών της Δύσης, που θέλουν να λειτουργούν βάσει τεχνικών κανόνων. Τη θεωρούμε σωστή, και ειδικά για την Ελλάδα δοκιμασμένη, αφού επί ισχύος του νόμου 998/1979, πριν την τροποποίησή του από το νόμο 3208/2003, οι εκτάσεις χαρακτηρίζονταν χωρίς αριθμητικά κριτήρια και μάλιστα οι δασικοί χάρτες συντάχθηκαν υπό αυτό το καθεστώς (ο υποφαινόμενος έχει τέτοια εμπειρία δέκα τουλάχιστον ετών, από την πορεία του σε δασικές υπηρεσίες της χώρας, πριν καταλήξει στην Κεντρική Υπηρεσία). Τι απαιτήθηκε κι αίφνης, ορμώμενοι από το νόμο 3208/2003, ξαφνικά αναζητούμε μπούσουλα για να κρίνουμε επιστημονικά; Τι μας έκαμε αβέβαιους κι άτολμους στο αντικείμενο που κραταιά κατέχουμε;
Τα παρακάτω λόγια ανώτατου δικαστή, αρμόζουν νομίζω να κλείσουν τούτη την αναφορά. Προέρχονται από πρόσφατη συζήτηση που είχα μαζί του για το ζήτημα του ορισμού του δάσους, ο οποίος μού τόνισε με έμφαση: «Ελευθερώστε την επιστήμη, εμπιστευτείτε τους επιστήμονές σας. Μην είστε καχύποπτοι μαζί τους μεταδίδοντας απαισιοδοξία και μηδενισμό, που τους κάνει διστακτικούς και φοβισμένους, κι έτσι η κρίση τους περιορίζεται και γίνεται αμφίβολη. Εμείς σάς ανοίξαμε το δρόμο. Σειρά σας τώρα ν’ ακολουθήσετε χαράσσοντας πορεία…»
Ως υστερόγραφο παραθέτω την όλο αίσθηση αφιέρωση του σημαντικού Έλληνα δασολόγου Κωνσταντίνου Σάμιου, αναγραφείσα στο σύγγραμμά του «Το μέλλον των ελληνικών δασών» (τύποις Σπύρου Κουσουλίνου, Αθήναι 1906):
Ως υστερόγραφο παραθέτω την όλο αίσθηση αφιέρωση του σημαντικού Έλληνα δασολόγου Κωνσταντίνου Σάμιου, αναγραφείσα στο σύγγραμμά του «Το μέλλον των ελληνικών δασών» (τύποις Σπύρου Κουσουλίνου, Αθήναι 1906):
«Το παρόν αφιερούται:
Εις τους φιλοπάτριδας
Έλληνας πολιτευτάς.
Ευελπιστών…»
(Κωνσταντίνος Σάμιος
Έλλην Δασολόγος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου