Ευκαιρία για συμπληρωματικό εισόδημα αποτελούν τρία αρωματικά φυτά, η καλλιέργεια των οποίων εμφανίζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης. Ο λόγος για τις εναλλακτικές καλλιέργειες των γνωστών φυτών -θυμάρι, χαμομήλι, λεβάντα-, οι αποδόσεις των οποίων σε έσοδα φθάνουν να διπλασιάζονται όταν γίνονται με βιολογικά κριτήρια.
Αυτό όμως που καθιστά ακόμα πιο ελκυστικές τις καλλιέργειες αυτές είναι η πολύ μεγάλη ζήτηση στο εξωτερικό για ελληνικά αρωματικά φυτά, και αυτό γίνεται αντιληπτό από τις πολύ υψηλότερες τιμές που προσφέρουν σε σχέση με τις ελληνικές μεταποιητικές μονάδες. Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι προσφορές που δέχονται οι ελληνικές ομάδες παραγωγών είναι διπλάσιες και τριπλάσιες από τις τιμές που προσφέρουν οι εγχώριες εταιρείες.
Πρόκειται για καλλιέργειες που δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζονται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα, μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη και αποφέρουν ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι οι εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη αρωματικών φυτών, που δίνουν προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας.
Παρ' όλο πάντως που η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών στην Ελλάδα δεν είναι άγνωστη εδώ και δεκαετίες, θεωρείται σχετικά νέο πεδίο δράσης για τον ελλαδικό χώρο.
Τα αρωματικά φυτά δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, προσαρμόζονται πολύ καλά στο μεσογειακό κλίμα, μπορούν να αξιοποιήσουν φτωχά και υποβαθμισμένα εδάφη και αποφέρουν ικανοποιητικό εισόδημα στους παραγωγούς
Το κόστος αγοράς είναι 0,12-0,2 ευρώ ανά φυτό και για προερχόμενα από ιστοκαλλιέργεια 0,28-0,35 ευρώ ανά φυτό. Όμως στις πολυετείς καλλιέργειες το κόστος για την απόκτηση πολλαπλασιαστικού υλικού βαρύνει κυρίως τον πρώτο χρόνο της καλλιέργειας, καθώς τα επόμενα χρόνια ο παραγωγός μπορεί από τις έτοιμες φυτείες να δημιουργήσει το δικό του πολλαπλασιαστικό υλικό.
Αυτό άλλωστε που προτείνουν οι ειδικοί με τις καλλιέργειες των αρωματικών φυτών είναι ο νεοεισερχόμενος παραγωγός να αρχίσει με περισσότερα του ενός είδη, τόσο ετήσια όσο και πολυετή φυτικά υλικά. Τα ετήσια δίνουν την εμπειρία μέσω του πλήρους κύκλου της καλλιέργειας κατά το πρώτο έτος, από το πολλαπλασιαστικό υλικό έως τη συγκομιδή, καθ' ον χρόνο τα πολυετή αναπτύσσονται, για να δώσουν το μέγιστο και βέλτιστο της παραγωγής τους, συνήθως μετά τον δεύτερο χρόνο.
Συνένωση δυνάμεων
Εκτάσεις τεσσάρων-πέντε συνολικά στρεμμάτων είναι συνήθως πάρα πολύ μικρές για πραγματικά έσοδα, διαθέτοντας χύδην ξηρά αρωματικά φαρμακευτικά φυτά. Για να είναι κερδοφόρες οι πωλήσεις αυτών των υλικών θα πρέπει να επεκταθεί η παραγωγή τους.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, σημείο-κλειδί για την εμπορική επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος, σύμφωνα με τους γνώστες του τομέα που ειδικεύονται στις καλλιέργειες φαρμακευτικών φυτών, είναι η συνένωση δυνάμεων, με τη δημιουργία ομάδων καλλιεργητών για την από κοινού διάθεση των προϊόντων.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει στις «Επαγγελματικές Ευκαιρίες» ο γεωπόνος Νίκος Γαβαλάς, τα ελληνικά αρωματικά φυτά χρειάζονται ώθηση από την ελληνική πολιτεία, και γι' αυτό θα πρέπει να προχωρήσει σε ενέργειες όπως η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας προέλευσης των προϊόντων. Επίσης, θα πρέπει να δημιουργηθούν κλώνοι σε αρωματικά φυτά με σταθερή ποιότητα στο έλαιο, έτσι ώστε να υπάρχει γενετικό υλικό με υψηλές προδιαγραφές. Παράλληλα, χρειάζεται να υπάρξει σχεδιασμός για εθνική συμμετοχή σε εκθέσεις προϊόντων του εξωτερικού, ώστε να διαφημιστούν και να προωθηθούν τα ελληνικά προϊόντα για να αποκτηθεί εξαγωγικός προσανατολισμός.
Το στοιχείο, βέβαια, που κάνει ακόμα πιο ελκυστική την καλλιέργεια των φαρμακευτικών φυτών είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να διατίθενται σε τρεις διαφορετικές αγορές, πράγμα από το οποίο επωφελείται μια καθετοποιημένη μονάδα παραγωγής, επεξεργασίας και μεταποίησης φαρμακευτικών φυτών.
Συγκεκριμένα:
• Πρώτη αγορά είναι αυτή των νωπών -φρέσκων- φαρμακευτικών φυτών, τα οποία βρίσκουμε στις λαϊκές αγορές, στα σούπερ μάρκετ, στις κουζίνες των εστιατορίων, των ξενοδοχείων κ.α.
• Η δεύτερη και κύρια αγορά είναι αυτή των ξηρών φυτικών υλικών των φαρμακευτικών φυτών, που αποτελεί τη μεγαλύτερη, είτε σε όγκο παραγωγής και διάθεσης είτε σε τζίρο.
• Η τρίτη είναι αυτή που συνήθως αφήνει και τα μεγάλα κέρδη -υπό ορισμένες όμως και απαιτητικές συνθήκες-, αυτή των αιθέριων ελαίων, η οποία βέβαια απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις και τεχνογνωσία.
ΥΨΗΛΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ
Τα 11,5 ευρώ το κιλό φτάνει η τιμή της βιολογικής λεβάντας
Απίστευτες αποδόσεις υπόσχεται η λεβάντα, που σε αποξηραμένη μορφή όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια φτάνει να πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 11,5 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης είναι σημαντικά υψηλότερες, όταν πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Η απόδοση σε χλωρό βάρος τον πρώτο χρόνο είναι 50-100 κιλά ανά στρέμμα, τον δεύτερο 200-250 κιλά ανά στρέμμα και τον τρίτο 300-350 κιλά ανά στρέμμα. Πλήρη παραγωγή έχουμε τον τέταρτο χρόνο (400-500 κιλά ανά στρέμμα), ενώ αν γίνει συλλογή μόνο της ταξιανθίας η απόδοση σε ξηρό βάρος κυμαίνεται στα 35-45 κιλά ανά στρέμμα.
Η δε διαφορά ανάμεσα στη βιολογική και τη συμβατική καλλιέργεια λεβάντας γίνεται αντιληπτή από το γεγονός ότι ενώ η τιμή της βιολογικής λεβάντας φτάνει τα 11,5 ευρώ, η τιμή της «συμβατικής» αποξηραμένης λεβάντας δεν υπερβαίνει τα 3,5 ευρώ το κιλό.
Η λεβάντα αναπτύσσεται καλύτερα σε ξηροθερμικές συνθήκες και ανθίζει από αρχές Ιουλίου έως και τον Αύγουστο. Παρουσιάζει ιδιαίτερη αντοχή σε περιοχές με χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα, αλλά δεν αντέχει τους παγετούς την περίοδο της άνοιξης.
Η απόδοση της καλλιέργειας εξαρτάται από το μικροκλίμα, το οποίο επηρεάζεται από το υψόμετρο, την τοπογραφία, το γεωγραφικό πλάτος κ.λπ.
Κατάλληλα εδάφη θεωρούνται τα ελαφρά χαλικώδη και ασβεστούχα που αποστραγγίζονται καλά. Άριστη τιμή pH για την ανάπτυξή της είναι το 7,1. Σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζει η καλλιέργειά αν υπάρχει το φυτό Tussilago farfara (χαμολεύκα), διότι πιστεύεται ότι δηλητηριάζονται τα φυτά της λεβάντας.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε ξηρικά χωράφια. Η συλλογή πραγματοποιείται με δρεπάνια ή κλαδευτήρια ή με ειδικές μηχανές συλλογής λεβάντας.
Η συλλογή πραγματοποιείται στο στάδιο της πλήρους άνθησης όταν προορίζονται για παραγωγή αιθέριου ελαίου.
ΧΑΜΟΜΗΛΙ
Διπλάσιες οι τιμές στις αγορές του εξωτερικού
Η μέση παραγωγή από την καλλιέργεια χαμομηλιού ανέρχεται έως και 100 κιλά αποξηραμένο, ενώ ανάλογα με την ποικιλία του χαμομηλιού, αλλά και ανάλογα με τις συγκεντρώσεις των διάφορων βιοδραστικών συστατικών του στο αιθέριο έλαιο οι τιμές μπορούν να φτάσουν τα 750 ευρώ.
Το βιολογικό αποξηραμένο χαμομήλι πωλείται στην εγχώρια αγορά έως 8 ευρώ το κιλό, ενώ στις αγορές του εξωτερικού οι τιμές πώλησης διπλασιάζονται, όταν βέβαια πληρούνται τα ποιοτικά κριτήρια.
Το χαμομήλι είναι ετήσια πόα προερχόμενη από την Ευρώπη και ευδοκιμεί καλύτερα σε πεδινές περιοχές με εύκρατο κλίμα σε σχέση με τις ορεινές. Παρουσιάζει αντοχή σε χαμηλές θερμοκρασίες. Δεν αναπτύσσεται ικανοποιητικά σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Το χαμομήλι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στους ανέμους, κυρίως την περίοδο της άνθησής του, γι' αυτό θεωρείται απαραίτητη η τοποθέτηση ανεμοφράκτη ώστε να μειωθεί η ένταση του ανέμου. Τα καλύτερα εδάφη είναι τα αμμοαργιλώδη με αρκετή οργανική ουσία. Στα αμμώδη η ανάπτυξή του περιορίζεται, ενώ ακατάλληλα είναι τα βαριά εδάφη με πολλή υγρασία.
Το χαμομήλι μπορεί να καλλιεργηθεί και σε ισχυρά όξινα εδάφη. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο που σπέρνεται στο χωράφι στα πεταχτά ή με σπαρτικές μηχανές σιταριού ή με άλλο είδος μηχανής με κατάλληλη ρύθμιση, ώστε οι γραμμές να απέχουν 40-50 cm.
ΘΥΜΑΡΙ
Ξεπερνούν τα 2.000 ευρώ τα έσοδα ανά στρέμμα
Με την απόδοση στο θυμάρι να είναι σχεδόν τριπλάσια όταν η καλλιέργεια είναι βιολογική, τα έσοδα ανά στρέμμα σε ετήσια βάση μπορούν να ξεπεράσουν τα 2.000 ευρώ. Η τιμή πώλησης για το θυμάρι ανέρχεται σε 3 ευρώ το κιλό και φτάνει τα 7-8 ευρώ όταν προέρχεται από βιολογική καλλιέργεια.
Το θυμάρι είναι ένας μικρός αρωματικός θάμνος που ανήκει στα πολυετή φυτά, με διάρκεια ζωής γύρω στα 7 έτη. Ευδοκιμεί τόσο σε περιοχές θερμές όσο και σε ψυχρές. Αναπτύσσεται σε περιοχές ηλιόλουστες έως μερικά σκιαζόμενες. Σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και νότια έκθεση παρατηρείται υψηλότερη περιεκτικότητα αιθέριου ελαίου.
Άριστη θερμοκρασία ανάπτυξης του φυτού 17-22 Κελσίου. Καλύτερη απόδοση δίνει σε ασβεστούχα με καλή αποστράγγιση, ενώ μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη φτωχά-μέτριας γονιμότητας. Είναι ξηρική καλλιέργεια.
Χρειάζεται πότισμα κατά την εγκατάσταση στο χωράφι της καλλιέργειας. Αν υπάρχει δυνατότητα άρδευσης, τότε είναι καλό να ποτιστεί το χωράφι ύστερα από τη συγκομιδή, ώστε να αντεπεξέλθουν τα φυτά καλύτερα μετά το σοκ. Πολλαπλασιασμός με σπόρο: ο σπόρος είναι πολύ μικρός και σπέρνεται σε σπορεία -όπως ο καπνός-, που ετοιμάζονται είτε τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, είτε μέσα Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου.
πηγή: eidisis.gr , http://www.e-geoponoi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου