#Ε. Βλάχβεη
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας & Ανάπτυξης, Πολυτεχνική Σχολή, ΑΠΘ
Με το πέρασμα των χρόνων, υπογραμμίζεται η δυναμική φύση των πόλεων και το πλήθος των αλλαγών που καλούνται να ενσωματώσουν. Σήμερα, οι αστικές περιοχές εμφανίζουν πολύπλοκα προβλήματα, τα οποία αφορούν τις συντελούμενες οικονομικές, κοινωνικές, φυσικές και περιβαλλοντικές αλλαγές. Θέμα της παρούσας εργασίας αποτέλεσε ένα κρίσιμο εργαλείο της αστικής πολιτικής που κλήθηκε να αντιμετωπίσει και να δώσει λύσεις στα υπάρχοντα αστικά προβλήματα, η αστική αναγέννηση. Στόχος της εργασίας είναι να διερευνήσει εάν και γιατί είναι απαραίτητη η αστική αναγέννηση, πως αυτή λειτουργεί και ποιες προκλήσεις, ευκαιρίες και αλλαγές καλείται να φέρει στη λειτουργία των αστικών περιοχών. Ένα μείγμα εξηγήσεων, αποδείξεων και εφαρμοσμένης εμπειρίας, παρέχει τη φιλοσοφία της συγκεκριμένης εργασίας. Συνεπώς, επιχειρήθηκε ο ορισμός και η κατανόηση του σκοπού και των παραγόντων ανάπτυξης της αστικής αναγέννησης, παράλληλα με τη μελέτη της εξέλιξης αυτής στην Ευρώπη. Η εργασία ολοκληρώνεται, μέσα από τη μελέτη της πρακτικής εφαρμογής και ενσωμάτωσης της αστικής αναγέννησης στην Ελλάδα.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι τα προβλήματα και οι ευκαιρίες της αστικής αναγέννησης πρέπει να αντιμετωπίζονται στο χωρικό συνεχές, αποτελώντας πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού. Η αστική αναγέννηση αποτελεί πολυτομεακή πολιτική, η οποία δεν εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε περίπτωση, τονίζοντας τη δυναμική της φύση ως προς την περιοχή και τη χρονική στιγμή εφαρμογής αυτής. Καταληκτικά, εν μέσω οικονομικής κρίσης, όπου η αστική αναγέννηση θα μπορούσε να αποτελέσει είτε την κινητήριο δύναμη αναζωογόνησης των πόλεων είτε αποπροσανατολιστική και αναποτελεσματική πρακτική, η παρούσα εργασία παρέχει ουσιαστικά μια «περιπλάνηση» στη θεωρία και πρακτική αυτής, προσελκύοντας το ενδιαφέρον για περαιτέρω αναζητήσεις.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Διαχρονικά η πόλη αποτελεί συγκέντρωση ανθρώπων, κατασκευών και χρήσεων σε περιορισμένο χώρο. Ουσιαστικά αφορά ένα σύνολο δρώντων και δράσεων, το οποίο μετασχηματίζεται κάθε φορά ανάλογα με τις επιταγές της κάθε κοινωνίας και πραγματικότητας, ξεδιπλώνοντας παράλληλα με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους και την εξέλιξη των αστικών περιοχών - πόλεων μέσα στις οποίες, αυτό επιλέγει να κατοικήσει.
Η ανάπτυξη των αστικών περιοχών από τη βιομηχανική εποχή μέχρι και το 21ο αιώνα υπήρξε καθοριστική. Μέσα από την εξέλιξη των αστικών κέντρων, αναδεικνύεται ουσιαστικά και η πορεία του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος προκύπτει αναπόφευκτα με τη δημιουργία των πόλεων και την εμφάνιση των προβλημάτων σε αυτές. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν όρο ομπρέλα, ο οποίος εσωκλείει πλήθος ασκούμενων πολιτικών και επεμβάσεων, με κύριο χαρακτηριστικό την προαγωγή και τον διακανονισμό της αστικής ανάπτυξης και της ποιότητας ζωής των πόλεων. Γίνεται αναφορά δηλαδή σε μία «κοινωνική πρακτική», σύμφωνα με την οποία επιδιώκεται η επίλυση των αστικών προβλημάτων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα τρόπο μέσω του οποίου γίνεται η διαμόρφωση των αστικών περιοχών (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007).
Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των πόλεων, κυρίως μεταπολεμικά, απαντάται ο όρος της ανάπλασης, αφορώντας στην αναζωογόνηση, ανανέωση και αποκατάσταση οικονομικών δραστηριοτήτων, κοινωνικών λειτουργιών, περιβαλλοντικής και αστικής ποιότητας που βρίσκονται σε μαρασμό. Επομένως, διαπιστώνεται ότι η συλλογιστική των αναπλάσεων δε βασίζεται σε δημιουργία νέων αστικών μορφών αλλά στον επαναπροσδιορισμό υπαρχόντων (Hanley, 1993). Με εφαλτήριο την αστική ανάπλαση, επιχειρείται η διασαφήνιση της αστικής αναγέννησης, η οποία ουσιαστικά αποτελεί μεταγενέστερη μορφή της.
Η αστική αναγέννηση είναι ένα ευρέως διαδεδομένο, αλλά ελάχιστα κατανοητό φαινόμενο, το οποίο δεν παρατηρείται με ένα μοναδικό τρόπο εφαρμογής και μία συγκεκριμένη θεσμική και ρυθμιστική αρχή εκπόνησης. Σύμφωνα με τους Rogers και Sykes (2000), η αστική αναγέννηση γίνεται αντιληπτή ως ένας μακροπρόθεσμος κύκλος δραστηριοτήτων, όπου δεν υπάρχουν «γρήγορες πρακτικές επιδιόρθωσης» ή μόνιμες λύσεις. Αντίθετα, κάθε γενιά αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα, θέτοντας προσωπικούς στόχους και επιδιώκοντας την υλοποίηση τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αντανακλώνται σε αυτόν οι προτεραιότητές της (Roberts & Sykes, 2000). Τα θεσμικά και χωρικά πλαίσια - εργαλεία για την αστική αναγέννηση διαφέρουν στη διάρκεια του χρόνου και μεταξύ των διαφόρων χωρών. Επομένως, η αστική αναγέννηση είναι «το καθολικό και ολοκληρωμένο όραμα και δράση, που οδηγούν στην ανάλυση των αστικών προβλημάτων και αναζητούν να φέρουν βελτιώσεις διαρκείας στην οικονομική, φυσική, κοινωνική και περιβαλλοντική κατάσταση της περιοχής που αποτελεί αντικείμενο αλλαγής» (Roberts P. ,2000).
Διαπιστώνεται ότι η αστική αναγέννηση κινείται πέρα από τους σκοπούς, τις προσδοκίες και τα επιτεύγματα της αστικής ανανέωσης, η οποία σύμφωνα με τον Couch γίνεται αντιληπτή ως μία διαδικασία απαραίτητης φυσικής αλλαγής (1990), της αστικής ανάπτυξης, με γενική αποστολή και λιγότερο προσδιορισμένο σκοπό και της αστικής αναζωογόνησης, η οποία ενώ προτείνει την αναγκαιότητα της λήψης δράσεων, αποτυγχάνει να καταδείξει συγκεκριμένη μέθοδο προσέγγισης.
Σύμφωνα, με όσα προαναφέρθηκαν, η αστική αναγέννηση γίνεται κατανοητή ως η σημερινή σύγχρονη αστική πολιτική, που εμπεριέχει διάφορες τομεακές παρεμβάσεις, οι οποίες μεταξύ τους αλληλεπιδρούν. Σε αντιδιαστολή με την ανάπλαση, η αναγέννηση αφορά ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων και παρεμβάσεων που χαρακτηρίζει τη σημερινή αστική πολιτική, ενώ ο όρος ανάπλαση, που αφορά κυρίως τις αστικές παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980, εστιάζει στο φυσικό σχεδιασμό, αποτελώντας μέρος της σημερινής αστικής πολιτικής. Εν συντομία, αν και χρονολογικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η αναγέννηση αφορά μετεξέλιξη του όρου και της πρακτικής της ανάπλασης, σήμερα διαπιστώνεται η ιεραρχημένη και αμφίδρομη σχέση μεταξύ της αστικής αναγέννησης και της ανάπλασης (Οικονόμου Δ. , 2004). Οι παράγοντες που αποτελούν τις αιτίες της αστικής αναγέννησης είναι οικονομικές αλλαγές και αλλαγές στην απασχόληση, κοινωνικοί παράμετροι, φυσική αχρηστία και νέες οικιστικές ανάγκες, περιβαλλοντικές συνθήκες και η εισαγωγή της βιώσιμης ανάπτυξης στο αστικό γίγνεσθαι (Roberts, P., Sykes, H., 2000).
2.1. Αστική Αναγέννηση: Εφαρμογή & Κατευθύνσεις
Επιχειρώντας την κατανόηση των πολιτικών, της μεθοδολογίας και των εργαλείων της αστικής αναγέννησης, διεξήχθη αναλυτική έρευνα σε ένα σύνολο ευρωπαϊκών χωρών.
Αποτέλεσμα ήταν το διάφορο του χαρακτήρα των εργαλείων, των πολιτικών, της νομοθεσίας και της σχεδιαστικής φιλοσοφίας κάθε χώρας. Συνεπώς, εξαγόμενο της έρευνας υπήρξε η αδυναμία καθορισμού, γενικών και πάγιων πολιτικών και μεθοδολογίας εκπόνησης στο σύνολο της Ευρώπης. Όμως, προσδιορίστηκε η αντιμέτωπης της αστικής αναγέννησης από την Ε.Ε. και καταγράφηκαν ορισμένα βασικά, μεθοδολογικά βήματα.
Ως προς την Ε.Ε. δεν υπάρχει συγκεκριμένη οδηγία για την άσκηση συνολικής αστικής πολιτικής και κατ' επέκταση της αστικής αναγέννησης, καθώς ο τομέας αυτός είναι ευθύνη του κάθε κράτους μέλους. Η Ε.Ε. προσανατολίζεται στην ανταλλαγή ιδεών και πρακτικών και χρηματοδοτεί δραστηριότητες σχετιζόμενες με την αστική αναγέννηση (Roberts & Sykes, 2000). Δύο επιπλέον κοινοτικές δραστηριότητες σχετικές με την αστική αναγέννηση είναι τα Αστικά Πιλοτικά Προγράμματα και οι Αστικές Πρωτοβουλίες (EC, 2000).
Ως προς τον καθορισμό ενός πλαισίου αρχών - μεθοδολογικών βημάτων που ενυπάρχουν σε κάθε εφαρμογή της μελετώμενης διαδικασίας, θα μπορούσαν να ειπωθούν τα ακόλουθα. H αστική αναγέννηση βασίζεται, αρχικά, σε μια λεπτομερή ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης της αστικής περιοχής αποβλέποντας στην παράλληλη προσαρμογή του φυσικού περιβάλλοντος, των κοινωνικών δομών, της οικονομικής βάσης και των περιβαλλοντικών συνθηκών, μέσω μιας συνολικής και ολοκληρωμένης στρατηγικής (Roberts P. , 2000), που καλείται να συμφωνεί με τους στόχους της βιωσιμότητας. Στη συνέχεια, αναγκαιότητα αποτελεί ο καθορισμός σαφών επιχειρησιακών στόχων, των οποίων επιδιώκεται ο ποσοτικός τους προσδιορισμός, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η βέλτιστη χρήση φυσικών, οικονομικών, ανθρώπινων και άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της γης και των χαρακτηριστικών του δομημένου περιβάλλοντος.
Παράλληλα, επιδιώκεται η εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης, μέσω της πληρέστερης δυνατής συμμετοχής και συνεργασίας όλων των ενδιαφερομένων που έχουν έννομο συμφέρον για την αναγέννηση μιας περιοχής. Επιπλέον, αναγκαιότητα αποτελεί, η μέτρηση της προόδου της στρατηγικής για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων και η παρακολούθηση της μεταβαλλόμενης φύσης και επιρροής εσωτερικών και εξωτερικών δυνάμεων, με πιθανή αναθεώρηση της προγραμματισθείσας στρατηγικής και προγραμμάτων, βάση των προκυπτουσών αναγκών (Roberts & Sykes, 2000).
3. ΕΛΛΑΔΑ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Όπως αναφέρθηκε, ο πολεοδομικός σχεδιασμός αφορά έναν όρο «ομπρέλα», που εμπεριέχει πολιτικές διαμόρφωσης της αστικής ανάπτυξης και των αστικών περιοχών (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007). Συνεπώς, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, εμπεριέχεται στην ευρύτερη μονάδα του σχεδιασμού, η οποία περιλαμβάνει πέρα από την πολεοδομική και άλλες χωρικές, αναπτυξιακές, οικονομικές, κοινωνικές και προγραμματικές διαστάσεις. Στο ελληνικό πλαίσιο σχεδιασμού, γίνεται αντιληπτός ως αυτόνομη «μονάδα- πρακτική», η οποία διαθέτει δικό της θεσμικό πλαίσιο, σχέδια υλοποίησης και αρχές εκπόνησης και ελέγχου.
Ταυτόχρονα, το φαινόμενο της αστικής αναγέννησης εμφανίζεται σήμερα στην Ευρώπη, ως ασκούμενη μορφή πολιτικής, η οποία εμπεριέχει, εκτός των άλλων, επεμβάσεις αστικής ανάπλασης. Συνοπτικά, στο μεγαλύτερο μέρος του Ευρωπαϊκού χώρου, η ανάπλαση θεωρείται «επί τόπου» παρέμβαση, συνδεδεμένη με το φυσικό σχεδιασμό. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η ορολογία «αστική αναγέννηση» δεν χρησιμοποιείται, τουλάχιστον όχι σε θεσμικά έγγραφα, ενώ χρησιμοποιείται η ορολογία της «ανάπλασης».
3.1. Η Αστική Ανάπλαση στον Ν.2508/97
Το 1997 ψηφίστηκε ο Ν. 2508/97 «Βιώσιμη Οικιστική Ανάπτυξη των Πόλεων και Οικισμών της Χώρας & Σχετικές Ρυθμίσεις». Βάση του Ν.2508/97 θεσμοθετείται η ανάπλαση ως «τo σύνολο των κατευθύνσεων, μέτρων, παρεμβάσεων και διαδικασιών πολεοδομικού, κοινωνικού, οικονομικού, οικιστικού και ειδικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα που προκύπτουν από σχετική μελέτη και αποσκοπούν κυρίως στην βελτίωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων, τη βελτίωση του δομημένου περιβάλλοντος, την προστασία και ανάδειξη των πολιτιστικών, ιστορικών, μορφολογικών και αισθητικών στοιχείων και χαρακτηριστικών της περιοχής»», (άρθρο 8), (Ν. 2508/97, 1997). Η διαδικασία της ανάπλασης αφορά τρεις φάσεις: προκαταρκτική πρόταση, πρόγραμμα ανάπλασης και μελέτη ανάπλασης, σύμφωνα με το διάγραμμα 1.
Διάγραμμα 1: Διαδικασία Υλοποίησης Ανάπλασης
Πηγή: (Αρβανιτάκη, 2005) & ιδία επεξεργασία |
Επομένως, η ανάπλαση γίνεται αντιληπτή ως ένα πρόγραμμα- επιχειρησιακό σχέδιο, που εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του αντίστοιχου ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ ή Ρυθμιστικού Σχεδίου, βάσει των οποίων γίνεται η οριοθέτηση της προς ανάπλαση περιοχής. Αντίστοιχα, η προκαταρκτική μελέτη, αφορά ένα προγραμματικό κείμενο, το πρόγραμμα ανάπλασης είναι το «ουσιαστικό» επιχειρησιακό σχέδιο και η μελέτη ανάπλασης η έκφραση στο φυσικό χώρο των δύο παραπάνω (Αρβανιτάκη, 2005). Συνεπώς, μέσα από το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο, η έννοια της αστικής ανάπλασης, από το 1997 και μετά, φέρει αρκετά από τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής αστικής αναγέννησης. Παρόλα αυτά, ο θεσμός της ανάπλασης στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατος, ενώ σε αντίθεση με τον παραπάνω ορισμό πολλές φορές γίνεται χρήση του όρου ανάπλαση, στις περιπτώσεις σημειακών παρεμβάσεων, αρχιτεκτονικού χαρακτήρα συνήθως, συνδεδεμένων με το φυσικό σχεδιασμό.
3.2. Σχέδια Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων, Ν.2742/99
Ο Ν.2742/99 «Χωροταξικός Σχεδιασμός & Αειφόρος Ανάπτυξη & Άλλες Διατάξεις», αποτελεί το νεότερο χωροταξικό νόμο (Ν.2742/99, 1999). Παρότι δεν εμφανίζεται άμεσα η αστική ανάπλαση στο νόμο αυτό, ένα από τα θεσπιζόμενα εργαλεία του είναι η πρόβλεψη των «Σχεδίων Ολοκληρωμένων Αστικών Παρεμβάσεων» (ΣΟΑΠ). Τα ΣΟΑΠ προορίζονται για πόλεις, τμήματά τους και ευρύτερες αστικές περιοχές «που παρουσιάζουν κρίσιμα προβλήματα αναπτυξιακής υστέρησης, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής, περιβαλλοντικής υποβάθμισης και ποιότητας ζωής». Η κατάρτιση των ΣΟΑΠ αφορά πρωτοβουλία του ΥΠΕΚΑ ή της αντίστοιχης Περιφέρειας, ενώ παράλληλα αποτελούν μηχανισμό άντλησης χρηματοδότησης για την χαρακτηριζόμενη περιοχή (Ν.2742/99, 1999).
3.3. Οι Αναπλάσεις στην Ελληνική Πραγματικότητα
Η πρακτική της ανάπλασης στον ελληνικό χώρο αποτελεί ένα σχετικά νέο θεσμό. Ανατρέχοντας στη βιβλιογραφία, διαπιστώνεται ότι η κύρια εφαρμογή προγραμμάτων ανάπλασης υλοποιήθηκε μέσα από πρωτοβουλίες της EE.
1. Αστικά Πιλοτικά Σχέδια (1989 - 1999)
Τα Αστικά Πιλοτικά Σχέδια αποσκοπούσαν στην υποστήριξη της καινοτομίας, και της αστικής αναζωογόνησης στο πλαίσιο της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Αντιλαμβανόμενη η EE τα αστικά προβλήματα και τις επιπτώσεις αυτών, γνωρίζοντας παράλληλα ότι οι πόλεις αποτελούν σημαντικά πεδία οικονομικής ανάπτυξης, χρηματοδότησε έργα που δοκιμάζουν καινοτόμους τρόπους αντιμετώπισης των αστικών μειονεκτημάτων (EC, 1998).
2. Πρωτοβουλία URBAN: Urban I, Urban II & Urbact
Η πρωτοβουλία URBAN είναι το κύριο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, που καθιέρωσε την πρακτική των ολοκληρωμένων αστικών παρεμβάσεων, εξαιτίας της συνειδητοποίηση ότι μεμονωμένες δράσεις πολεοδομικού χαρακτήρα δεν μπορούν να επιφέρουν αντιδιαμετρικό αποτέλεσμα στην υπάρχουσα υποβάθμιση και παρακμή των αστικών θυλάκων (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007). Η λογική των URBAN αφορά μια πλήρως στοχοθετημένη και καθορισμένη περιοχή, που αποτελεί το μέσο αντιμετώπισης της αστικής υποβάθμισης. Η χωρικά εστιασμένη προσέγγιση μεγιστοποιεί τις επιπτώσεις των παρεμβάσεων και ενισχύει τα αμοιβαία οφέλη των έργων (EC, 1999).
3. Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα
Τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ), αφορούν αστικές παρεμβάσεις, που χρηματοδοτήθηκαν από την EE. Κατά την προγραμματική περίοδο, 2000- 2006, τα ΠΕΠ, περιλάμβαναν τις λεγόμενες «Ολοκληρωμένες Δράσεις Αστικής Ανάπτυξης», συνδυάζοντας έργα υποδομής και αναπλάσεων με δράσεις προσανατολισμένες στο ανθρώπινο δυναμικό. Ο αριθμός επιλέξιμων αστικών ζωνών έφτασε τις 74 στην Eλλάδα (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007). Κατά την προγραμματική περίοδο 2007 - 2013, βασική χωρική προτεραιότητα του Eθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς ΕΣΠΑ) αποτελεί η «Βιώσιμη Αστική Ανάπτυξη». Σε αυτή τη συλλογιστική, θεωρείται ότι η βιώσιμη αστική ανάπτυξη συγκεντρώνεται γύρω από μεγάλα αστικά κέντρα, τους λεγόμενους «πόλους ανάπτυξης της χώρας», τα οποία μέσω δικτυώσεων διαχέουν την ανάπτυξη στις περιοχές της εμβέλειάς τους (Ανδρικοπούλου κ.α., 2007).
4. Eπεμβάσεις «Εικόνας Πόλεων»
Πέρα από τις προαναφερθείσες παρεμβάσεις και προγράμματα, τα οποία υποκινούνται από την EE, στον ελληνικό αστικό χώρο, ασκούνται διάφορες αστικές πολιτικές, κύριο στόχο των οποίων αποτελεί το ζήτημα της εικόνας των πόλεων. Σε αυτό το πλαίσιο τελέστηκαν διάφορες επεμβάσεις αστικής ανάπλασης, όπως αυτές στην Άνω Πόλη, στην Πλάκα, στο Θησείο, στο Γκάζι κ.α.
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ολοκληρώνοντας, θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει τη σημασία της αστικής αναγέννησης στην αντιμετώπιση των αστικών προβλημάτων, προσεγγίζοντάς τα με τρόπο συνθετικό και ανάλογο της φύσης τους, σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Παράλληλα, διαπιστώθηκε η σημασία του ευρύτερου και στρατηγικού σχεδιασμού, μέρος του οποίου καλείται να αποτελέσει η αστική αναγέννηση. Η υλοποίηση παρεμβάσεων αστικής αναγέννησης ή αστικής ανάπλασης, σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα, οι οποίες δεν εντάσσονται στον ευρύτερο χωρικό σχεδιασμό και προγραμματισμό, τείνουν, πολλές φορές, να αποτελούν αποσπασματικά στοιχεία του σχεδιασμού, τα οποία αποκομμένα από τον ευρύτερο προγραμματισμό, δεν επιτελούν το στόχο τους.
Διερωτώμενοι για το μέλλον της αστικής αναγέννησης, ίσως να μην μπορούν να δοθούν απαντήσεις στα πλαίσια της παρούσας έρευνας. Παρόλα αυτά είναι κρίσιμο να μην παραβλέπει κανείς να θέτει κάθε φορά, σε κάθε περιοχή, το πρόβλημα που προσπαθεί να επιλύσει η διαδικασία της αναγέννησης, παράλληλα με τον προσδιορισμό του αποδέκτη αυτής της διαδικασίας (ποιο το πρόβλημα, τι είδους αναγέννηση και για ποιον;).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου