Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η καρδιά κινδυνεύει από σωματιδιακή ρύπανση

 
 
Η καρδιά κινδυνεύει από σωματιδιακή ρύπανση
 

Η ρύπανση της ατμόσφαιρας με μικροσκοπικά σωματίδια, τα οποία προέρχονται από διάφορες πηγές (εξατμίσεις αυτοκινήτων, βιομηχανίες, τζάκια και γενικότερα καύση ξύλων και παραγώγων του κ.α.), συμβάλλει σε αυξημένο αριθμό θανατηφόρων εμφραγμάτων, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα. Μια άλλη αμερικανική έρευνα διαπίστωσε ότι η αύξηση στο επίπεδο του όζοντος σε μια πόλη αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακής ανακοπής.
Η μεγαλύτερη έως τώρα μελέτη για τη σχέση ανάμεσα στα αιωρούμενα μικροσωματίδια και στην επιβίωση των ασθενών μετά από οξύ καρδιακό επεισόδιο, διαπίστωσε ότι τα εμφράγματα του μυοκαρδίου είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό θανατηφόρα, όσο περισσότερο ο ασθενής έχει εκτεθεί σε αυξημένα επίπεδα μικροσωματιδίων (ΡΜ2,5) διαμέτρου κάτω των 2,5 μικρόμετρων (εκατομμυριοστών του μέτρου).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή περιβαλλοντικής επιδημιολογίας Πολ Γουίλκινσον της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "European Heart Journal" της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Καρδιολογίας, μελέτησαν το ιστορικό περίπου 154.000 ασθενών που έκαναν εισαγωγή σε νοσοκομείο για οξύ καρδιακό σύνδρομο μεταξύ των ετών 2004-2007. Στη συνέχεια, συσχέτισαν την μετέπειτα πορεία της υγείας κάθε ασθενούς με το ποσοστό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά την περίοδο 2004 - 2010. Συνολικά, την περίοδο 2007 - 2010 υπήρξαν περίπου 40.000 θάνατοι.
Οι βρετανοί επιστήμονες, αφού απομόνωσαν άλλους παράγοντες (φύλο, ηλικία, ιατρικό ιστορικό, φαρμακευτική αγωγή, κάπνισμα, ύψος εισοδήματος, μορφωτικό επίπεδο, απασχόληση ή ανεργία, τόπος κατοικίας κ.α.) βρήκαν ότι για κάθε 10 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα που αυξάνονταν τα μικροσωματίδια στην ατμόσφαιρα, υπήρχε αύξηση 20% στο ποσοστό θανάτων από οξύ καρδιακό επεισόδιο.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό στις μεγάλες πόλεις, καθώς στο Λονδίνο εντοπίστηκαν τα υψηλότερα επίπεδα αιωρούμενων σωματιδίων από κάθε άλλη περιοχή της Βρετανίας.
Η νέα μελέτη έρχεται να προστεθεί σε προηγούμενες που δείχνουν πως η έκθεση των ανθρώπων στην ατμοσφαιρική ρύπανση είναι επιβαρυντική για την καρδιά. Όπως ανέφερε η ερευνήτρια Κάθριν Τόουν, η μείωση του επιπέδου των μικροσωματιδίων κάτω των 2,5 μικρομέτρων (ΡΜ2,5) θα αυξήσει το προσδόκιμο ζωής των καρδιοπαθών και πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις από άποψη δημόσιας υγείας.
 
Σε μια ξεχωριστή μελέτη, αμερικανοί ερευνητές, με επικεφαλής την Κατερίνα Ένσορ του πανεπιστημίου Ράις του Χιούστον (Τέξας), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «Circulation», κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η αύξηση στο επίπεδο του όζοντος σε μια πόλη αυξάνει ελαφρά τον κίνδυνο καρδιακής ανακοπής (συμβαίνει όταν η καρδιά σταματά να χτυπά και διαφέρει από το έμφραγμα, που προκαλείται όταν το μπλοκάρισμα κάποιας αρτηρίας εμποδίζει το αίμα να φθάσει στην καρδιά).
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 11.600 ανθρώπους που είχαν υποστεί ανακοπή μεταξύ των ετών 2004 - 2011 και συσχέτισαν αυτά τα περιστατικά με τα επίπεδα του όζοντος (βασικού συστατικού του «νέφους»). Μια αύξηση κατά 20 μέρη ανά δισεκατομμύριο στο επίπεδο του όζοντος σχετίζεται με μια αύξηση κατά 3% έως 4% του κινδύνου καρδιακής ανακοπής. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες και για τους ηλικιωμένους.
Η εν λόγω μελέτη είναι μια από τις πρώτες που συσχετίζει ειδικά το όζον με τον αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Το όζον συνήθως σχηματίζεται από την αντίδραση μεταξύ άλλων ρυπογόνων χημικών ουσιών που προέρχονται από διάφορες πηγές (οχήματα, εργοστάσια κ.α.). Επειδή για να παραχθεί όζον, αυτές οι χημικές αντιδράσεις στην ατμόσφαιρα χρειάζονται ηλιακό φως, λαμβάνουν χώρα τη μέρα, οπότε και είναι υψηλότερα τα επίπεδα του όζοντος σε σχέση με τα βράδια. Η εισπνοή αυξημένης ποσότητας όζοντος μπορεί να προκαλέσει πόνους στο στήθος, βήχα και ερεθισμό στο λαιμό.
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου