Η έλλειψη
δασικής πολιτικής στην Ελλάδα είναι η κεντρική αιτία για την υποβάθμιση των
ελληνικών δασικών οικοσυστημάτων και της ελλιπούς διαχείρισής τους, με συνέπειες
στο περιβάλλον, στην κοινωνία, στην οικονομία και στην απασχόληση.
Ακόμα και παραβλέποντας σοβαρούς τρόπους υποβάθμισης των δασών, όπως αυθαίρετες καταπατήσεις, εγκατάσταση μεταλλείων, ανεξέλεγκτο κυνήγι και λαθροθηρία, εγκατάλειψη βασικών δασοκομικών πρακτικών για την ενίσχυση των φυσικών λειτουργιών του δάσους, κ.ά. και επικεντρώνοντας μόνο σε δύο – πυρκαγιές και καυσοξύλευση – γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι διαβαίνουμε μια νέα περίοδο για την ελληνική δασοπονία, μια περίοδο που το αντικείμενό της, τα δάση, καταλήγουν χειμώνα – καλοκαίρι στην πυρά.
Και παρατηρούμε μια κοινωνία, παραδοσιακά συνυφασμένη με την ύπαιθρο και την κουλτούρα της συνύπαρξης με τη φύση προκειμένου να επιβιώσει, να στέκεται στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη απέναντι στη συγκυρία και στη χειρότερη συμμέτοχη στο πρόβλημα είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα.
Έτσι, ένας από τους πολυτιμότερους εθνικούς φυσικούς πόρους θυσιάζεται σε όλη πια την περίοδο του έτους εξαιτίας της εγκληματικής αμέλειας (και ίσως όχι μόνο αμέλειας) της κυβέρνησης να τον προστατεύσει και να αντιμετωπίσει τη δασοπροστασία όπως οι Οικολόγοι Πράσινοι χρόνια επισημαίνουμε, δηλαδή ως ζήτημα εθνικής προτεραιότητας.
Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η προστασία ενός εθνικού πόρου όπως απορρέει από το Σύνταγμα και την υποχρέωση της Πολιτείας να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον; Πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο προτείνεται η δασοπροστασία ως μέσο για την αναστροφή του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής;
Ως τι ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν οι εκτεταμένες καταστροφές από τις πυρκαγιές προκαλούν τεράστια οικονομική ζημιά στους κατοίκους της υπαίθρου και απαιτούν επιπλέον ενισχύσεις για αποκατάσταση, δυσχεραίνοντας τα οικονομικά της χώρας; και πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα μια κυβέρνηση αν ενδιαφέρεται να περιορίσει τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, αν όχι κατανοώντας ότι μέσα από το δασικό πλούτο ανοίγονται ευκαιρίες για δασική οικονομία και πράσινες θέσεις εργασίας, σε πλήθος επαγγελμάτων;
Κι αν όλα αυτά αφήνουν αδιάφορη μια κυβέρνηση που καθημερινά αποδεικνύει ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε για τις συνταγματικές επιταγές ούτε για το δημόσιο συμφέρον, πολύ δε περισσότερο για την ανεργία και το περιβάλλον, τι να περιμένει κανείς για τη δημόσια υγεία και τις συνέπειες σε αυτή από την περιβαλλοντική υποβάθμιση;
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το φαινόμενο της αυξημένης λαθροϋλοτομίας δεν βγήκε στην επιφάνεια ούτε ως περιβαλλοντικό πρόβλημα ούτε ως κοινωνικό φαινόμενο εξαρτημένο από τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, την αδυναμία του να αγοράσει πετρέλαιο και τον εγκλωβισμό του σε μια πρωτοφανή για τα νεότερα χρόνια εμπειρία: αυτή που κατέστησε τη θέρμανση προνόμιο των λίγων. Αναδείχθηκε μέσα από το φαινόμενο της αιθαλομίχλης, που χτύπησε το καμπανάκι των υπουργείων επειδή το νέφος δεν μπορούσε πια να κρυφτεί. Η υποκρισία στο μεγαλείο της, λοιπόν!
Υποκρισία που αναδεικνύεται και από τα πρόσφατα στοιχεία του ΥΠΕΚΑ για τη λαθροϋλοτομία, που δεν συνοδεύονται καν από μια στοιχειώδη εκτίμηση της κατάστασης ή μια εκτίμηση του αποτελέσματος σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος, και που προφανώς χρησιμεύουν στο υπουργείο κυρίως επικοινωνιακά.
Όσο για τα μέτρα περιορισμού του φαινομένου, για να εφαρμοστούν απαιτείται – μεταξύ άλλων – στελέχωση και οικονομική ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας. Η πρόσφατη απόφαση για νέα δέσμευση του Πράσινου Ταμείου, από το οποίο αναλογούν στη δασοπροστασία μόλις 7,5 εκατ. ευρώ, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για τις «περιβαλλοντικές ανησυχίες» της κυβέρνησης. Και να σκεφτεί κανείς ότι σε λίγους μήνες θα πρέπει να σχεδιαστεί και η αντιπυρική περίοδος…
Ακόμα και παραβλέποντας σοβαρούς τρόπους υποβάθμισης των δασών, όπως αυθαίρετες καταπατήσεις, εγκατάσταση μεταλλείων, ανεξέλεγκτο κυνήγι και λαθροθηρία, εγκατάλειψη βασικών δασοκομικών πρακτικών για την ενίσχυση των φυσικών λειτουργιών του δάσους, κ.ά. και επικεντρώνοντας μόνο σε δύο – πυρκαγιές και καυσοξύλευση – γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι διαβαίνουμε μια νέα περίοδο για την ελληνική δασοπονία, μια περίοδο που το αντικείμενό της, τα δάση, καταλήγουν χειμώνα – καλοκαίρι στην πυρά.
Και παρατηρούμε μια κοινωνία, παραδοσιακά συνυφασμένη με την ύπαιθρο και την κουλτούρα της συνύπαρξης με τη φύση προκειμένου να επιβιώσει, να στέκεται στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη απέναντι στη συγκυρία και στη χειρότερη συμμέτοχη στο πρόβλημα είτε δικαιολογημένα είτε αδικαιολόγητα.
Έτσι, ένας από τους πολυτιμότερους εθνικούς φυσικούς πόρους θυσιάζεται σε όλη πια την περίοδο του έτους εξαιτίας της εγκληματικής αμέλειας (και ίσως όχι μόνο αμέλειας) της κυβέρνησης να τον προστατεύσει και να αντιμετωπίσει τη δασοπροστασία όπως οι Οικολόγοι Πράσινοι χρόνια επισημαίνουμε, δηλαδή ως ζήτημα εθνικής προτεραιότητας.
Γιατί πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η προστασία ενός εθνικού πόρου όπως απορρέει από το Σύνταγμα και την υποχρέωση της Πολιτείας να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον; Πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο προτείνεται η δασοπροστασία ως μέσο για την αναστροφή του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής;
Ως τι ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί όταν οι εκτεταμένες καταστροφές από τις πυρκαγιές προκαλούν τεράστια οικονομική ζημιά στους κατοίκους της υπαίθρου και απαιτούν επιπλέον ενισχύσεις για αποκατάσταση, δυσχεραίνοντας τα οικονομικά της χώρας; και πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα μια κυβέρνηση αν ενδιαφέρεται να περιορίσει τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, αν όχι κατανοώντας ότι μέσα από το δασικό πλούτο ανοίγονται ευκαιρίες για δασική οικονομία και πράσινες θέσεις εργασίας, σε πλήθος επαγγελμάτων;
Κι αν όλα αυτά αφήνουν αδιάφορη μια κυβέρνηση που καθημερινά αποδεικνύει ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε για τις συνταγματικές επιταγές ούτε για το δημόσιο συμφέρον, πολύ δε περισσότερο για την ανεργία και το περιβάλλον, τι να περιμένει κανείς για τη δημόσια υγεία και τις συνέπειες σε αυτή από την περιβαλλοντική υποβάθμιση;
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το φαινόμενο της αυξημένης λαθροϋλοτομίας δεν βγήκε στην επιφάνεια ούτε ως περιβαλλοντικό πρόβλημα ούτε ως κοινωνικό φαινόμενο εξαρτημένο από τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, την αδυναμία του να αγοράσει πετρέλαιο και τον εγκλωβισμό του σε μια πρωτοφανή για τα νεότερα χρόνια εμπειρία: αυτή που κατέστησε τη θέρμανση προνόμιο των λίγων. Αναδείχθηκε μέσα από το φαινόμενο της αιθαλομίχλης, που χτύπησε το καμπανάκι των υπουργείων επειδή το νέφος δεν μπορούσε πια να κρυφτεί. Η υποκρισία στο μεγαλείο της, λοιπόν!
Υποκρισία που αναδεικνύεται και από τα πρόσφατα στοιχεία του ΥΠΕΚΑ για τη λαθροϋλοτομία, που δεν συνοδεύονται καν από μια στοιχειώδη εκτίμηση της κατάστασης ή μια εκτίμηση του αποτελέσματος σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος, και που προφανώς χρησιμεύουν στο υπουργείο κυρίως επικοινωνιακά.
Όσο για τα μέτρα περιορισμού του φαινομένου, για να εφαρμοστούν απαιτείται – μεταξύ άλλων – στελέχωση και οικονομική ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας. Η πρόσφατη απόφαση για νέα δέσμευση του Πράσινου Ταμείου, από το οποίο αναλογούν στη δασοπροστασία μόλις 7,5 εκατ. ευρώ, δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για τις «περιβαλλοντικές ανησυχίες» της κυβέρνησης. Και να σκεφτεί κανείς ότι σε λίγους μήνες θα πρέπει να σχεδιαστεί και η αντιπυρική περίοδος…
της Βάσως Νάκου
(Δασοπόνου, εκπρόσωπος Τύπου
των Οικολόγων Πράσινων)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου