Ελαιόλαδο, ένα προϊόν υψίστης αξίας, η βάση της μεσογειακής διατροφής, η οποία έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί πρότυπο σωστής, και υγιεινής διαβίωσης και παράγοντας μακροζωίας. Συστηματικές ιατρικές έρευνες έχουν αποδείξει τις ευεργετικές συνέπειες του ελαιόλαδου στην ανάπτυξη των παιδιών, στο καρδιαγγειακό σύστημα, σε κάποια είδη καρκίνου και έχει αντιοξειδωτική δράση που καθυστερεί την γήρανση των κυττάρων, βοηθάει την πέψη, την απορρόφηση του ασβεστίου και βελτιώνει την υγεία του δέρματος.
Η δράση αυτή του ελαιόλαδου οφείλεται στη χημική του σύσταση, τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, την ύπαρξη λιποδιαλυτών βιταμινών και στις πολυφαινόλες. Οι ουσίες αυτές ανευρίσκονται στα παρθένα ελαιόλαδα, δηλαδή σ’ αυτά που δεν έχουν υποστεί χημική επεξεργασία, ενώ καταστρέφονται σχεδόν ολοσχερώς στα ραφιναρισμένα.
Στη χώρα μας η παραγωγή του παρθένου ελαιόλαδου υπερβαίνει το 90% της συνολικής παραγωγής, έτσι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι αρίστης ποιότητας και το ελληνικό λάδι θεωρείται από τα καλύτερα παγκοσμίως. Αυτό το εξαιρετικό προϊόν που αποτελεί εθνικό πόρο, αντιμετωπίζεται διαχρονικά από την πολιτεία με κριτήρια εξυπηρέτησης των συμφερόντων, των μεσαζόντων. Σ’ αυτούς δε συγκαταλέγονται και μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Ενώ είναι εθνικό συμφέρον να προστατεύεται η ποιότητα του ελληνικού παρθένου ελαιόλαδου, επιτρέπεται νόμιμα ή από ανυπαρξία ελέγχων η νόθευσή του από σπορέλαια. Να θυμίσουμε όταν στη δεκαετία του ’90 είχε προκύψει το σκάνδαλο με το ουκρανικό ηλιέλαιο, σε βιομηχανίες συσκευασίας ελαιολάδου, βρέθηκαν σε κάθε μια εκατοντάδες τόνοι ηλιέλαιου, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν άδεια τυποποίησης σπορέλαιων. Ως συνήθως το σκάνδαλο «κουκουλώθηκε».
Να θυμίσουμε τα πρόστιμα εκατομμυρίων δραχμών που επιβλήθηκαν σε βιομηχανίες τυποποίησης ελαιολάδου, που με πλαστά στοιχεία είχαν εισπράξει επιδοτήσεις για ανύπαρκτη τυποποίηση, πρόστιμα που δυστυχώς ποτέ δεν εισπράχθηκαν. Έμειναν μόνο στα ρέματα τα πλαστικά δοχεία που πέταξαν και μόλυναν και το περιβάλλον!
Αυτή είναι η δράση της ιδιωτικής και ανεξέλεγκτης πρωτοβουλίας, που έχει γίνει φετίχ από τους ντόπιους και ξένους που καθορίζουν την τύχη της χώρας, ένθερμοι υποστηριχτές του «νεοφιλελευθερισμού».
Όμως, δυστυχώς και από την άλλη πλευρά την συνεταιριστική τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. Οι προσπάθειες ανθρώπων και συλλογικοτήτων που δημιούργησαν πρότυπους συνεταιρισμούς παραγωγής και εμπορίας του ελαιολάδου, που ίδρυσαν την «Ελαιουργική» δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση που λειτούργησε παρεμβατικά και στήριξε τις τιμές του προϊόντος κυρίως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Η «Ελαιουργική» από ευθύνες των ιδίων των συνεταιριστών αλλά και του κράτους χρεοκόπησε και έκλεισε. Οι περισσότεροι συνεταιρισμοί διαλύθηκαν. Ως κύριες αιτίες πρέπει να αναφέρουμε εδώ την κομματικοποίηση των συνεταιρισμών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τις αλλαγές στην νομοθεσία που παρέκλιναν από τις αρχές του συνεργατισμού με σκοπό την μετεξέλιξη των συνεταιρισμών σε εταιρείες.
Βέβαια το συνεταιριστικό κατεστημένο φρόντισε α εξασφαλίσει με την κάλυψη των κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα συμφέροντά του, με τα «δικαιώματα» στην πριμοδότηση του λαδιού μέσα από αδιαφανείς και στην ουσία ανεξέλεγκτες διαδικασίες.
Τέλος να αναφέρουμε διαχρονικά τις χαμηλές τιμές στον παραγωγό και τις πολ/σιες στον καταναλωτή που προσκομίζουν στους μεσάζοντες τεράστια κέρδη. Ακόμα και φέτος παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστή η παγκόσμια έλλειψη λαδιού, λόγω περιορισμένης παραγωγής της Ισπανίας κύρια, δεν ενημερώθηκαν οι ελαιοπαραγωγοί που πούλησαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους σε χαμηλές τιμές γύρω στα 2 Ε ενώ, οι μεσάζοντες θα πουλήσουν το σύνολο της παραγωγής στις νέες μεγαλύτερες τιμές με βάση πάνω από 2,5 Ε που αγόρασαν τον τελευταίο καιρό από τον παραγωγό.
Αυτή η ελαϊκή πολιτική και ταυτόχρονα η μεγάλη αύξηση των τιμών στα γεωργικά εφόδια οδηγεί χιλιάδες νοικοκυριά σε αδιέξοδο. Παραδοσιακοί ελαιώνες εγκαταλείπονται, φυσικό κεφάλαιο καταστρέφεται!
Μια από τις διεξόδους της οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα δημιουργικής αξιοποίησης των ανέργων μπορούσε να είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας που μεγάλο τμήμα του σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας αποτελεί η ελαιοκαλλιέργεια. Για να συμβεί όμως αυτό απαιτείται μια ριζικά διαφορετική πολιτική που άξονα της θα έχει την προστασία και αξιοποίηση του παρθένου ελαιόλαδου. Να απαγορευθεί η πρόσμιξη του ελαιολάδου με οποιοδήποτε άλλο είδος λαδιού. Το ελληνικό ελαιόλαδο να καθιερωθεί διεθνώς ως παρθένο και να υπάρξει αυστηρό νομοθετικό και ελεγκτικό πλαίσιο σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τα βιομηχανικά λάδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για άλλες χρήσεις (σαπουνοποιΐα, καύσιμο κ.α.).
Η τυποποίησή του και η προώθησή του στην εσωτερική και εξωτερική αγορά πρέπει να είναι σταθερή επιδίωξη μιας εθνικής αγροτικής πολιτικής.
Οι συνεταιρισμοί και άλλες μορφές συλλογικής δράσης των αγροτών δεν είναι ξεπερασμένος θεσμός αλλά η ελπίδα του αύριο αρκεί να υπάρξει επιστροφή στον συνεργατισμό, λαϊκός έλεγχος, διαφάνεια στη δράση και δημοκρατική λειτουργία.
Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής προϋποθέτει φθηνή ενέργεια, χαμηλό κόστος των εφοδίων ως εκ τούτου απαλλαγή της παραγωγής τους από μονοπωλιακές επιχειρήσεις, που ενδιαφέρονται μόνο για την μεγιστοποίηση των κερδών τους και τον έλεγχο της παραγωγής.
Η έξοδος από την οικονομική κρίση δεν θα γίνει με πρόσθετα κίνητρα στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις για επενδύσεις, όπως πρόσφατα εξήγγειλε ο κ. Πρωθυπουργός στην συνάντησή του με την πολυεθνική Unilever (Ελαϊς) αλλά την κινητοποίηση του αγροτικού κόσμου για μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες και ιδιαίτερα οι νέοι σ’ αυτή την προσπάθεια έχουν τον πρώτο λόγο.
Στη χώρα μας η παραγωγή του παρθένου ελαιόλαδου υπερβαίνει το 90% της συνολικής παραγωγής, έτσι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είναι αρίστης ποιότητας και το ελληνικό λάδι θεωρείται από τα καλύτερα παγκοσμίως. Αυτό το εξαιρετικό προϊόν που αποτελεί εθνικό πόρο, αντιμετωπίζεται διαχρονικά από την πολιτεία με κριτήρια εξυπηρέτησης των συμφερόντων, των μεσαζόντων. Σ’ αυτούς δε συγκαταλέγονται και μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Ενώ είναι εθνικό συμφέρον να προστατεύεται η ποιότητα του ελληνικού παρθένου ελαιόλαδου, επιτρέπεται νόμιμα ή από ανυπαρξία ελέγχων η νόθευσή του από σπορέλαια. Να θυμίσουμε όταν στη δεκαετία του ’90 είχε προκύψει το σκάνδαλο με το ουκρανικό ηλιέλαιο, σε βιομηχανίες συσκευασίας ελαιολάδου, βρέθηκαν σε κάθε μια εκατοντάδες τόνοι ηλιέλαιου, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν άδεια τυποποίησης σπορέλαιων. Ως συνήθως το σκάνδαλο «κουκουλώθηκε».
Να θυμίσουμε τα πρόστιμα εκατομμυρίων δραχμών που επιβλήθηκαν σε βιομηχανίες τυποποίησης ελαιολάδου, που με πλαστά στοιχεία είχαν εισπράξει επιδοτήσεις για ανύπαρκτη τυποποίηση, πρόστιμα που δυστυχώς ποτέ δεν εισπράχθηκαν. Έμειναν μόνο στα ρέματα τα πλαστικά δοχεία που πέταξαν και μόλυναν και το περιβάλλον!
Αυτή είναι η δράση της ιδιωτικής και ανεξέλεγκτης πρωτοβουλίας, που έχει γίνει φετίχ από τους ντόπιους και ξένους που καθορίζουν την τύχη της χώρας, ένθερμοι υποστηριχτές του «νεοφιλελευθερισμού».
Όμως, δυστυχώς και από την άλλη πλευρά την συνεταιριστική τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. Οι προσπάθειες ανθρώπων και συλλογικοτήτων που δημιούργησαν πρότυπους συνεταιρισμούς παραγωγής και εμπορίας του ελαιολάδου, που ίδρυσαν την «Ελαιουργική» δευτεροβάθμια συνεταιριστική οργάνωση που λειτούργησε παρεμβατικά και στήριξε τις τιμές του προϊόντος κυρίως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Η «Ελαιουργική» από ευθύνες των ιδίων των συνεταιριστών αλλά και του κράτους χρεοκόπησε και έκλεισε. Οι περισσότεροι συνεταιρισμοί διαλύθηκαν. Ως κύριες αιτίες πρέπει να αναφέρουμε εδώ την κομματικοποίηση των συνεταιρισμών από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τις αλλαγές στην νομοθεσία που παρέκλιναν από τις αρχές του συνεργατισμού με σκοπό την μετεξέλιξη των συνεταιρισμών σε εταιρείες.
Βέβαια το συνεταιριστικό κατεστημένο φρόντισε α εξασφαλίσει με την κάλυψη των κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα συμφέροντά του, με τα «δικαιώματα» στην πριμοδότηση του λαδιού μέσα από αδιαφανείς και στην ουσία ανεξέλεγκτες διαδικασίες.
Τέλος να αναφέρουμε διαχρονικά τις χαμηλές τιμές στον παραγωγό και τις πολ/σιες στον καταναλωτή που προσκομίζουν στους μεσάζοντες τεράστια κέρδη. Ακόμα και φέτος παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστή η παγκόσμια έλλειψη λαδιού, λόγω περιορισμένης παραγωγής της Ισπανίας κύρια, δεν ενημερώθηκαν οι ελαιοπαραγωγοί που πούλησαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους σε χαμηλές τιμές γύρω στα 2 Ε ενώ, οι μεσάζοντες θα πουλήσουν το σύνολο της παραγωγής στις νέες μεγαλύτερες τιμές με βάση πάνω από 2,5 Ε που αγόρασαν τον τελευταίο καιρό από τον παραγωγό.
Αυτή η ελαϊκή πολιτική και ταυτόχρονα η μεγάλη αύξηση των τιμών στα γεωργικά εφόδια οδηγεί χιλιάδες νοικοκυριά σε αδιέξοδο. Παραδοσιακοί ελαιώνες εγκαταλείπονται, φυσικό κεφάλαιο καταστρέφεται!
Μια από τις διεξόδους της οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα δημιουργικής αξιοποίησης των ανέργων μπορούσε να είναι η ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας που μεγάλο τμήμα του σε όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας αποτελεί η ελαιοκαλλιέργεια. Για να συμβεί όμως αυτό απαιτείται μια ριζικά διαφορετική πολιτική που άξονα της θα έχει την προστασία και αξιοποίηση του παρθένου ελαιόλαδου. Να απαγορευθεί η πρόσμιξη του ελαιολάδου με οποιοδήποτε άλλο είδος λαδιού. Το ελληνικό ελαιόλαδο να καθιερωθεί διεθνώς ως παρθένο και να υπάρξει αυστηρό νομοθετικό και ελεγκτικό πλαίσιο σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τα βιομηχανικά λάδια μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για άλλες χρήσεις (σαπουνοποιΐα, καύσιμο κ.α.).
Η τυποποίησή του και η προώθησή του στην εσωτερική και εξωτερική αγορά πρέπει να είναι σταθερή επιδίωξη μιας εθνικής αγροτικής πολιτικής.
Οι συνεταιρισμοί και άλλες μορφές συλλογικής δράσης των αγροτών δεν είναι ξεπερασμένος θεσμός αλλά η ελπίδα του αύριο αρκεί να υπάρξει επιστροφή στον συνεργατισμό, λαϊκός έλεγχος, διαφάνεια στη δράση και δημοκρατική λειτουργία.
Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής προϋποθέτει φθηνή ενέργεια, χαμηλό κόστος των εφοδίων ως εκ τούτου απαλλαγή της παραγωγής τους από μονοπωλιακές επιχειρήσεις, που ενδιαφέρονται μόνο για την μεγιστοποίηση των κερδών τους και τον έλεγχο της παραγωγής.
Η έξοδος από την οικονομική κρίση δεν θα γίνει με πρόσθετα κίνητρα στις μονοπωλιακές επιχειρήσεις για επενδύσεις, όπως πρόσφατα εξήγγειλε ο κ. Πρωθυπουργός στην συνάντησή του με την πολυεθνική Unilever (Ελαϊς) αλλά την κινητοποίηση του αγροτικού κόσμου για μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και ιδιαίτερα της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες και ιδιαίτερα οι νέοι σ’ αυτή την προσπάθεια έχουν τον πρώτο λόγο.
πηγή: http://astrosnews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου