Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Στοχαστικές παραλλαγές στην εικόνα της ελληνικής πόλης


#ΝΕΟΚΛΗΣ ΜΑΝΤΑΣ, Υποψήφιος Διδάκτωρ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας & Περιφερειακής Ανάπτυξης, ΜΑ Αστικών Πολιτισμικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
#ΑΛΕΞΙΟΣ ΔΕΦΝΕΡ, Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
 
Η αφετηρία του προβληματισμού της εισήγησης είναι η παρατήρηση του Baudrillard στο έργο του Αμερική (1986/2004) ότι η Ευρωπαϊκή πόλη μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από ζωγραφικούς πίνακες, ενώ η Αμερικανική πόλη από τις κινηματογραφικές ταινίες.
 
Κεντρικός στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της έννοιας της εικόνας της πόλης, ώστε να τεθούν οι βάσεις μιας πιθανής παρομοίωσης για την σύγχρονη Ελληνική Πόλη, η οποία θα αναδεικνύει την ουσία της, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την ταυτότητα όσο και την πρόσληψή της από τους επισκέπτες της.
 
Η διαδικασία που ακολουθείται αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της εικόνας της πόλης ως βασική προϋπόθεση για ένα αποτελεσματικό branding πόλης.
 
Μια τέτοια προσέγγιση είναι λογικό να αναζητήσει τα εργαλεία της στη φαινομενολογία, η οποία αποτελεί μια τάση που έθεσε ανανεωτικούς επιστημονικούς, φιλοσοφικούς και καλλιτεχνικούς ορίζοντες στο στοχασμό για το χώρο. Αποτέλεσε μια εναλλακτική προσέγγιση των πραγμάτων ως φαινομένων, δίνοντας έμφαση στην ενσυνείδητη αντίληψή τους, αντίθετα με την μέχρι τότε καθιερωμένη κατάσταση του αυθύπαρκτου των πραγμάτων πέρα από το όριο της ανθρώπινης συνειδητοποίησης. Με τη συμβολή της φαινομενολογίας, οι τεχνοκρατικές προσεγγίσεις, οι κοινωνικο-ανθρωποκεντρικές θεωρήσεις και οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις μελέτησαν, νοηματοδότησαν ή εμπνεύστηκαν από την αρχή την εικόνα της πόλης.
 
Στο πρώτο μέρος, η εισήγηση εντοπίζει δυο σημαντικούς σταθμούς στη σχέση της φαινομενολογίας με την εικόνα της πόλης.
 
Πρώτος σημαντικός σταθμός είναι η καταλυτική επιρροή της φαινομενολογικής προσέγγισης στην εικόνα της πόλης, όπως αυτή μπορεί να εντοπιστεί σε τρία έργα:
 
α) «Η Εικόνα της Πόλης» του Lynch (1960), 
β) «Το Πνεύμα του Τόπου» του Norberg-Schulz (1980/2009) και 
γ) οι«Αόρατες Πόλεις» του Calvino (1972).
 
Δεύτερος σταθμός είναι η πολιτισμική στροφή που συντελέστηκε κατά τη δεκαετία του ’70 -με επίκεντρο τον τομέα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών- και η οποία ενσωματώθηκε στη μεταμοντέρνα σκέψη για τη σύγχρονη αστική εμπειρία.
 
Τα αποτελέσματα αυτής της στροφής στοιχειοθετούνται με βάση το Ντεριντιανό σχήμα ΧΩΡΑ = Εικόνα της Πόλης = Τόπος + Μύθος + Λόγος. Στο δεύτερο μέρος, αναλύονται οι πρώτες πιθανές στοχαστικές παραλλαγές οι οποίες θα μπορούσαν να περιγράψουν την εικόνα της Ελληνικής πόλης, όπως αυτές προέκυψαν από το πρώτο μέρος (Θεατρική Πόλη, Μυθιστορηματική Πόλη, Ποιητική Πόλη) και θα επιχειρηθεί μια πρώτη ερμηνεία τους ως προς το ποιά παρομοίωση είναι η πλέον αντιπροσωπευτική.
 
 
Εισαγωγή
 
Όταν ο Baudrillard (1986/2004) αναφέρθηκε στην αμερικανική και ευρωπαϊκή πόλη στηρίχθηκε στα οπτικά ερεθίσματα που δέχτηκε κατά την αστική περιπλάνηση, στους προϊδεασμούς που του προσέφερε η ευρωπαϊκή του ταυτότητα και στα συναισθηματικά αποτυπώματα που είχαν χαραχθεί στη μνήμη του από την προσωπική αστική εμπειρία. Τα αρχέτυπα της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής πόλης προήλθαν από ένα αμάλγαμα αποσπασματικών εμπειριών σε πραγματικές πόλεις και αποδόθηκαν με το σχήμα μιας καλλιτεχνικής παρομοίωσης (κινηματογράφος/ ζωγραφική). Ποιά ήταν όμως τα στοιχεία τα οποία κράτησε η μνήμη του Baudrillard ως συστατικά συγκρότησης της ιδιαίτερης ταυτότητας και εικόνας των δύο πόλεων;
 
Για την απάντηση, η παρούσα εργασία προσεγγίζει την πόλη ολιστικά και την ορίζει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του τριμερούς σχήματος: Σώμα (υλική διάσταση: αστικός ιστός), Πνεύμα (άυλη διάσταση: τρόπος ζωής), Ψυχή (συμβολική διάσταση: ατμόσφαιρα) (Μαντάς, 2010).
 
Τα υλικά, νοητικά και ψυχολογικά σπαράγματα που συνθέτουν την αστική εμπειρία σταχυολογούνται στο σχήμα της εικόνας της πόλης (Τόπος + Μύθος + Λόγος) (Στεφάνου & Στεφάνου, 1999) και αντιστοιχίζονται με τις τρεις βασικές εκφάνσεις της ανθρώπινης σκέψης: Επιστήμη, Φιλοσοφία, Τέχνη.
 
Οι αναλογίες των τριών συστατικών της εικόνα της πόλης μπορούν να αποκαλύψουν στον ερευνητή την γενεσιουργό αιτία των παρομοιώσεων του Baudrillard (1986/2004).
 
Εν συνεχεία, η εργασία προεκτείνει το συλλογισμό εκφράζοντας κάποιες στοχαστικές παραλλαγές πάνω στην εικόνα της ελληνικής πόλης, ενώ παράλληλα επιχειρεί μια πρώτη αξιολόγηση ως προς το ποιά είναι η πλέον αντιπροσωπευτική. Μια τέτοια διαπίστωση κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς προσπαθεί να φωτίσει την ιδιαίτερη περίπτωση της ελληνικής πόλης, που δεν εντάσσεται σε κάποιο από τα δυο αρχέτυπα του Baudrillard και συνεπώς οφείλει να αντιμετωπίζεται με ένα προσαρμοσμένο μίγμα πολιτικών και στρατηγικών.
 
 
1. Οι φαινομενολογικές καταβολές της εικόνας της πόλης
 
Για την κατανόηση των σημαντικότερων αλλαγών που προέκυψαν στο πεδίο των γεωγραφικών σπουδών αναφορικά με την εικόνα της πόλης (φαινομενολογική προσέγγιση, πολιτισμική στροφή και αποδόμηση), απαιτείται μια σύντομη αναδρομή στην εξέλιξη της αντίληψης του χώρου. Η μετάβαση από τον απόλυτο στον ανθρωπολογικό χώρο (τόπος) και η έμφαση στη νοηματοδότηση του χώρου από τον παρατηρητή αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους για τη σύγχρονη θεωρητική αντίληψη της εικόνας της πόλης.
 
Κατά το μοντερνισμό, οι θεωρήσεις των φιλοσόφων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού αποτέλεσαν το κυρίαρχο μοτίβο θεωρητικής προσέγγισης της πόλης ως χώρου στον τομέα των γεωγραφικών σπουδών. Σύμφωνα με αυτούς, ο χώρος αποτελούσε είτε μια αμιγώς καρτεσιανή έννοια με σαφείς και άμεσα αντιληπτές συντεταγμένες, όντας πεπερασμένος και απόλυτος, είτε μια προαπαιτούμενη διαίσθηση, η οποία ενυπήρχε στο υποκείμενο λειτουργώντας σε ένα αυστηρώς ορθολογικό πλαίσιο. Η πρώτη προσέγγιση ήταν εμπειριοκρατική, είχε τις ρίζες της στο έργο του Hume και όριζε το χώρο ως όριο, ενώ η δεύτερη ήταν ρασιοναλιστική, αποδίδονταν στον Kant (1781/1990) και εκλάμβανε το χώρο ως προϋποθετικό όρο για το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις αποτυπώθηκε έντονα στη μοντέρνα θεωρητική αντιμετώπιση του αστικού χώρου (Βογιαζίδης, 2016), μονοπώλησε το επιστημονικό ενδιαφέρον και οδήγησε σε μια πλήρως αντικειμενική προσέγγισή του.
 
Οι σημαντικές -μα αποσπασματικές- νεωτερικές φωνές που εγείραν τις αμφιβολίες τους σχετικά με αυτή τη τάση προσέγγισης του αστικού χώρου (Mumford, Benjamin, Simmel) τροφοδότησαν την πρώτη συντονισμένη αντίδραση στην αυστηρώς τεχνοκρατική και αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση του πολυδιάστατου αστικού φαινομένου στους κόλπους των ανθρωπογεωγραφικών σπουδών κατά τη δεκαετία του ‘70. Μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτισμικής στροφής (Knox & Pinch, 1982/2009) που συντελέστηκε, η φαινομενολογία ως μεθοδολογικό εργαλείο προσπάθησε να θέσει ένα ανανεωμένο θεωρητικό πλαίσιο για την αναζήτηση μιας υπερβατικής αντίληψης του αστικού χώρου, πέρα από τα όρια τα στενά όρια της καθολικότητας. Πλέον, η πόλη επέκτεινε τις καντιανές καταβολές του ορισμού της, εξήρε την υποκειμενικότητα της αντίληψης του παρατηρητή της και ανίχνευσε τη σχέση μεταξύ θεωρίας και καθημερινότητας μέσω της πρόθεσης, της ποιότητας και της οπτικής.
 
Η απόλυτη έννοια του αστικού χώρου διανθίστηκε με την ανθρωπολογική έννοια του τόπου, η οποία με τη σειρά της βασίστηκε στις άμεσες και έμμεσες εμπειρίες που αποκομίζει κανείς μέσω της χωρικής εμπειρίας. Άτυπο μανιφέστο αυτής της τάσης αποτελεί το έργο του ανθρωπογεωγράφου Yi-Fu Tuan (1977) “Space & Place: the Perspective of Experience’", στο οποίο αποκρυσταλλώνονται υπάρχουσες τάσεις και δρομολογούνται περαιτέρω εξελίξεις στις τρεις βασικές εκφάνσεις της χωρικής σκέψης: επιστήμη, φιλοσοφία, τέχνη (βασισμένο στο τριαδικό μοντέλο του Deleuze (1995) όπως αναφέρεται στον Πρελορέντζο, 2009). Ο τόπος δεν είναι μόνο ένα απρόσωπο και πεπερασμένο μέρος με γνωστές γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά μια υπερβατική τοποθεσία, η οποία δημιουργείται μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η πόλη αρχίζει να προσεγγίζεται συστηματικά ως νοηματοδοτημένος αστικός χώρος, όπου εκπληρώνονται οι βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου, περιπλέκεται ο χρόνος και δομείται το προσωπικό αφήγημα.
 
Όπως είναι φυσικό, η ανάδειξη του νοήματος ως κύριου συστατικού της εμπειρίας μιας πόλης έθεσε σε νέα βάση την πρόσληψη της εικόνας της και διεύρυνε την προσέγγισή της από την καθαρά πραγματολογική σε μια πιο σύνθετη οντολογική διάσταση. Η εν λόγω αλλαγή υποβοηθήθηκε από το πνεύμα του μεταμοντερνισμού, το οποίο καλεί σε μια πιο υποκειμενική, ρευστή και ποιητική οπτική στο χώρο, πέρα από τη μεγάλη αντικειμενική αφήγηση.
 
Μέσα στο ευρύτερο πνεύμα του μεταμοντερνισμού, ο Derrida αναφέρεται στην αποδόμηση και καλεί σε μια νέα ανάγνωση των πραγμάτων. Η ουσία των πραγμάτων μπορεί να κρύβεται και σε αυτό που επιλέγουν να αποκρύπτουν ή σε αυτά που θα μπορούσαν να είναι. Αυτή η συλλογιστική κρύβεται και πίσω από το σχήμα ΧΩΡΑ= Τόπος + [Μύθος + Λόγος] (1987 - όπως αναλύεται στους Στεφάνου & Στεφάνου, 1999) και επιτρέπει μια ικανοποιητική πρώτη πρόσβαση στην υπερβατική εικόνα της πόλης.
 
 
2. Τρεις σταθμοί στη φαινομενολογική αντίληψη της εικόνας της πόλης
 
Στο πλαίσιο της εργασίας, το Ντεριντιανό σχήμα αποτελεί μια συμπύκνωση των σημαντικότερων αλλαγών που προέκυψαν στη θεώρηση της εικόνας της πόλης, αφού αντιστοιχίζεται με τις τρεις βασικές εκφάνσεις της σκέψης ως εξής: επιστήμη-παρατήρηση- Τόπος, φιλοσοφία-αντίληψη-Μύθος, τέχνη-ενσυναίσθηση-Λόγος (βασισμένο στο τριαδικό μοντέλο του Deleuze (1995) όπως αναφέρεται στον Πρελορέντζο, 2009). Επιπρόσθετα, το σχήμα χρησιμοποιείται ως οδικός χάρτης της ανανεωτικής κληρονομιάς της φαινομενολογικής προσέγγισης της εικόνας της πόλης στη χωρική επιστήμη, τη φιλοσοφία του χώρου και την τοπολογική τέχνη, μέσα από μια σύντομη αναδρομή στους προδρόμους ("The Image of the City” του Lynch), τους ανανεωτές (“Genius Loci” του Norberg-Schulz) και τους εκφραστές της (“Invisible Cities’’ του Calvino).

Για την συνέχεια της επιστημονικής εργασίας δείτε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://www.citybranding.gr/2018/02/blog-post_20.html#more  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου