«Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια-αγάλια ο θάνατος, ένας θε να ειν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
____________ *
Δε θα ειν’ οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχειας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μεσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μητ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
____________ *
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ώ πλάση,
πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε χάρηκα σκυφτός μεσ’ στα βιβλία,
ώ φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!»
[«Ο πιο τρανός καημός μου», Κωστής Παλαμάς, από την ποιητική συλλογή «Η πολιτεία και η μοναξιά» (1912)]
(«Αγροτικό τοπίο», Gianni Berengo, 1965) |
Έχει ο καλός μας ποιητής καημό πολύ για την απομάκρυνσή του από τη φύση, για τη μη βίωση του τόπου. Κι είναι περίλυπος γι’ αυτό, νοιώθει πικρή θλίψη, βλέπει το βαθύ κενό που του άφησε η μη απόλαυση των γύρω, που δεν το κάλυψε −και δε θα ήταν δυνατό να το καλύψει…− η πλήρης πνευματική ζωή του. Αισθάνεται ο ποιητής ότι έχασε σημαντικό μέρος της ζωής του κοινωνώντας αποκλειστικά με το πνεύμα, ότι η πνοή του δε μεστώθηκε στα γήινα, στα υπαρκτά της πλάσης, αλλά μόνε κορυφώθηκε στα υψηλά του νου, στο πνεύμα το υπέρτερο. Φτερώθηκε το λοιπόν και ξέφυγε από τα επίγεια, από αυτά που τον ενέπνευσαν για νάχει την ποιητική του αψηλοσύνη. Αισθάνεται για τούτο ότι πρόδωσε την αίσθηση, ότι πρόδωσε το σκοπό, διότι αφέθηκε στον προορισμό και ξέφυγε πνευματισμένος. Το τοπίο έπαψε να είναι επίγειο κι έγινε ιδεατό, μια πνευματική κατάκτηση, με αποτέλεσμα να μην το απολαύσει, να το χάσει!
Συνειδητός είναι ο ποιητής για την τέτοια απώλεια του τοπίου, για τη μη απόλαυσή του, για τη μη ενάσκησή του στον τόπο, για τη μη νοιώση του στο πεδίο, αν και εγνωστός του… Και τύψεις, ενοχές, αισθάνεται γι’ αυτό. Κι είναι σημαντικό, και συνάμα οδυνηρό, να νοεί και να θλίβεται για τις απώλειες που υπήρξαν, για το ότι δε γεύτηκε τα επιούσια, αφήνοντάς τα ως περιούσια να υψωθούν· και ως προς την απόλαυσή τους να χαθούν, αφού για τον ποιητή τούτα αποτέλεσαν πεδίο ενάσκησης και κατατριβής για την ιδέα, για το πνεύμα, κι όχι κατατριβής του στο πεδίο, για το γίγνεσθαι. Είχε όμως ο ποιητής αίσθηση του τόπου· τον αντιλαμβανόταν με το πνεύμα κι όχι με τις αισθήσεις. Κι ήταν αυτό μια κάποια παρηγόρια −αν και στο ποίημά του φαίνεται πικρός για την απώλεια της φύσης.
Δε συμβαίνει μολοντούτο το ίδιο με την πλειοψηφία των ανθρώπων, που απέχουν από τον τόπο και δε νοιώθουν το τοπίο και τις αξίες του. Το προσπερνούν αστόχαστοι, μη νοοί και μη αντιλήψημοι, ακάτεχοι της σύλληψής του κατά το δέον και το πρόσφορό του. Δεν είναι δυνατό να θεωρήσουν σε αυτό και να θεωρηθούν εν αυτώ. Απαιτείται για να γενεί τούτο μιαν άλλη αντίληψη, που δεν την έχουν, διάφορη της μηχανοκρατικής που επικρατεί, ξέχωρη της τεχνοκρατίας και του εμπειρισμού, μια παιδεία εν πρώτοις περιβαλλοντική κι επόμενα/βαθύτερα αισθητική· απαιτείται η λυρικότητα στη θεώρηση των τόπων. Γιατί τους τόπους πρέπει να τους θεωρείς για να τους θωρείς και να τους αντιλαμβάνεσαι για να τους νοιώθεις, γενόμενος αντίστοιχα θεωρός και αντιλήπτορας, ένας έντρυφος της εικόνας, ώστε συμμέτοχος να είσαι στο γίγνεσθαι, στοχαζόμενος −είτε διερευνητικά, είτε πρακτικά− στο πεδίο.
Συνειδητός είναι ο ποιητής για την τέτοια απώλεια του τοπίου, για τη μη απόλαυσή του, για τη μη ενάσκησή του στον τόπο, για τη μη νοιώση του στο πεδίο, αν και εγνωστός του… Και τύψεις, ενοχές, αισθάνεται γι’ αυτό. Κι είναι σημαντικό, και συνάμα οδυνηρό, να νοεί και να θλίβεται για τις απώλειες που υπήρξαν, για το ότι δε γεύτηκε τα επιούσια, αφήνοντάς τα ως περιούσια να υψωθούν· και ως προς την απόλαυσή τους να χαθούν, αφού για τον ποιητή τούτα αποτέλεσαν πεδίο ενάσκησης και κατατριβής για την ιδέα, για το πνεύμα, κι όχι κατατριβής του στο πεδίο, για το γίγνεσθαι. Είχε όμως ο ποιητής αίσθηση του τόπου· τον αντιλαμβανόταν με το πνεύμα κι όχι με τις αισθήσεις. Κι ήταν αυτό μια κάποια παρηγόρια −αν και στο ποίημά του φαίνεται πικρός για την απώλεια της φύσης.
Δε συμβαίνει μολοντούτο το ίδιο με την πλειοψηφία των ανθρώπων, που απέχουν από τον τόπο και δε νοιώθουν το τοπίο και τις αξίες του. Το προσπερνούν αστόχαστοι, μη νοοί και μη αντιλήψημοι, ακάτεχοι της σύλληψής του κατά το δέον και το πρόσφορό του. Δεν είναι δυνατό να θεωρήσουν σε αυτό και να θεωρηθούν εν αυτώ. Απαιτείται για να γενεί τούτο μιαν άλλη αντίληψη, που δεν την έχουν, διάφορη της μηχανοκρατικής που επικρατεί, ξέχωρη της τεχνοκρατίας και του εμπειρισμού, μια παιδεία εν πρώτοις περιβαλλοντική κι επόμενα/βαθύτερα αισθητική· απαιτείται η λυρικότητα στη θεώρηση των τόπων. Γιατί τους τόπους πρέπει να τους θεωρείς για να τους θωρείς και να τους αντιλαμβάνεσαι για να τους νοιώθεις, γενόμενος αντίστοιχα θεωρός και αντιλήπτορας, ένας έντρυφος της εικόνας, ώστε συμμέτοχος να είσαι στο γίγνεσθαι, στοχαζόμενος −είτε διερευνητικά, είτε πρακτικά− στο πεδίο.
(«Ηλιοβασίλεμα στην Πεντέλη», Νικόλαος Τομπάζης, 1952) |
Ο άνθρωπος της υπαίθρου ή ο πονητής του τόπου, καθώς και ο στοχαστής του ή ο απολαμβάνων το τοπίο, είναι φιλοσοφημένοι, είναι παιδευμένοι, είναι ανήσυχοι για το «είναι»· όχι για το φαίνον αλλά για το δέον που αναζητείται στο ζην. Η αγνόηση του τόπου ή η ουδέτερη και μηχανιστική ματιά στα γύρα, αποτελεί μια τρόπον τινά ύβρη στη ζωή, στην ύπαρξη, καθώς αυτά συγκροτούν το όλον στο οποίο υπάρχουμε. Καταδικαζόμαστε με τη στάση μας τούτη, πολύ δε περισσότερο με την απώλεια τόπων ή με τη βίωση σε μη-τόπους, λογίζοντας τον πλανήτη ανθρωποκεντρικά, κάτι που θα έπρεπε να γίνει συνειδητό από την ευφησυχασμένη και παρεκτροπική κοινωνία μας, και να συνταράξει −αν θέλουμε να υπάρξει ένα μέλλον ποιοτικό και με συνέχεια…
Το τοπίο μάς περιβάλλει και μας συνενώνει στο υπαρκτικό μας σύμπαν, με τρόπο αρμονιστικό, ισορροπημένο, ενεργητικό· είναι το όλον μας. Η φύση, που αντιλαμβανόμαστε ως φυσικό τοπίο, αποτελεί το ζωτικό μέρος του όλου, που φτιάχνει, με τον άνθρωπο εν αυτώ, το ζωντανό τοπίο της ζήσης μας. Σε αυτό οφείλουμε ν’ αρμοστούμε και να συμμετέχουμε, δημιουργώντας ζωή κι όχι υποβαθμίζοντάς την ή καταστρέφοντάς την. Οφείλουμε συνεπώς να νοούμε στο όλον μας και να το προσδιορίζουμε θετικά, ποιοτικά, αναβιβαστικά. Πρέπει να έχουμε άποψη πεπαιδευμένη για τα γύρω μας, να νοιώθουμε, να πνοούμε και να στέργουμε. Το τοπίο συνεπώς είναι μέρος του «είναι» μας, είναι ο περιβάλλων, ο βιωτικός χώρος μας, τον οποίο εμείς διαμορφώνουμε και είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτόν. Δεν είναι σκηνικό, μια εικόνα, αλλά προοπτική, ένα βάθος, μια ουσία ζωής. Ως αξία, ως αγαθό πρέπει να το θεωρήσουμε, που δε δίνεται, δε χαρίζεται, αλλά δημιουργείται, χτίζεται, κι απαιτείται παίδευση για να εννοηθεί και να προσληφθεί· γι’ αυτό και δε δικαιολογείται η αποχή από τα γύρα ή η αδιαφορία γι’ αυτά, παρά συνεχής σπουδή και πράξη.
Ο ποιητής, έχοντας συναίσθηση τούτης της έλλειψης, και φέρνοντας το βάρος της αποχής του, θλίβεται και οικτίρει τον εαυτό του γιατί δε βίωσε τον τόπο. Αφιερώθηκε όμως στην καλλιέργεια της ιδέας του και στην πνευματική καλλιέργεια που οδηγεί στη συνείδηση της ύπαρξης και στο σεβασμό της γης, και τούτο αποτελεί τη μέγιστη συμβολή του, που δικαιολογεί την πρακτική απομάκρυνσή του από τον τόπο. Βρισκόταν σε αυτόν νοητικά κι έπραττε γι’ αυτόν πνευματικά, και τούτο αποτέλεσε τον, τρόπον τινά, θυσιασμό του για τη συνείδησή μας στη γη, για να υπάρχουμε λογιζόμενοι στα γύρω με πνεύμα και καρδιά. Ας τον ακούσουμε κι ας τον νοιώσουμε· ο λυγμός του κραυγή!...
Το τοπίο μάς περιβάλλει και μας συνενώνει στο υπαρκτικό μας σύμπαν, με τρόπο αρμονιστικό, ισορροπημένο, ενεργητικό· είναι το όλον μας. Η φύση, που αντιλαμβανόμαστε ως φυσικό τοπίο, αποτελεί το ζωτικό μέρος του όλου, που φτιάχνει, με τον άνθρωπο εν αυτώ, το ζωντανό τοπίο της ζήσης μας. Σε αυτό οφείλουμε ν’ αρμοστούμε και να συμμετέχουμε, δημιουργώντας ζωή κι όχι υποβαθμίζοντάς την ή καταστρέφοντάς την. Οφείλουμε συνεπώς να νοούμε στο όλον μας και να το προσδιορίζουμε θετικά, ποιοτικά, αναβιβαστικά. Πρέπει να έχουμε άποψη πεπαιδευμένη για τα γύρω μας, να νοιώθουμε, να πνοούμε και να στέργουμε. Το τοπίο συνεπώς είναι μέρος του «είναι» μας, είναι ο περιβάλλων, ο βιωτικός χώρος μας, τον οποίο εμείς διαμορφώνουμε και είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτόν. Δεν είναι σκηνικό, μια εικόνα, αλλά προοπτική, ένα βάθος, μια ουσία ζωής. Ως αξία, ως αγαθό πρέπει να το θεωρήσουμε, που δε δίνεται, δε χαρίζεται, αλλά δημιουργείται, χτίζεται, κι απαιτείται παίδευση για να εννοηθεί και να προσληφθεί· γι’ αυτό και δε δικαιολογείται η αποχή από τα γύρα ή η αδιαφορία γι’ αυτά, παρά συνεχής σπουδή και πράξη.
Ο ποιητής, έχοντας συναίσθηση τούτης της έλλειψης, και φέρνοντας το βάρος της αποχής του, θλίβεται και οικτίρει τον εαυτό του γιατί δε βίωσε τον τόπο. Αφιερώθηκε όμως στην καλλιέργεια της ιδέας του και στην πνευματική καλλιέργεια που οδηγεί στη συνείδηση της ύπαρξης και στο σεβασμό της γης, και τούτο αποτελεί τη μέγιστη συμβολή του, που δικαιολογεί την πρακτική απομάκρυνσή του από τον τόπο. Βρισκόταν σε αυτόν νοητικά κι έπραττε γι’ αυτόν πνευματικά, και τούτο αποτέλεσε τον, τρόπον τινά, θυσιασμό του για τη συνείδησή μας στη γη, για να υπάρχουμε λογιζόμενοι στα γύρω με πνεύμα και καρδιά. Ας τον ακούσουμε κι ας τον νοιώσουμε· ο λυγμός του κραυγή!...
πηγή: http://dasarxeio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου