Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Αρχαία τοπία

 


Ρειπίων τόποι, ζωντανοί. (1ο από το 4ο)

«…και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουν,
να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας (τ’ αγάλματα).
Δι’ αυτά πολεμήσαμεν»


 («Απομνημονεύματα», στρατηγός Μακρυγιάννης)
 
Η Ελλάδα είναι κατάσπαρτη από αρχαία τοπία, από μνημεία και τόπους ιστορικούς[1]. Σ’ όποια γωνιά της κι αν σταθείς, θα τους δεις, μα κι αν δεν τους δεις -γιατί ίσως τους σκέπασε το βαρύ χώμα και η αχλύ των χρόνων-, θα τους νοιώσεις· αν, φυσικά, τους αναζητήσεις. Όπως και να τους δεις, σεβαστικά ή διερευνητικά, εγερτικά ή συμβολιστικά (πάντως να τους δεις…), θάχεις να πάρεις από αυτούς· έστω την ιδέα· έστω την αιθερία· έστω την εμπνοή· έστω το θέριεμα· έστω το δέος· και σίγουρα θάχεις πολλά κερδίσει από τη σπουδή, από την άσκηση στο παρελθόν σου. Εκεί είναι η ψυχή σου, η ψυχή του Έλληνα, της ανθρωπότης, λόγω του πάγκοσμου χαρακτήρα τους, εκεί ως φάρος αναβοσβεί σε ότι η ύπαρξή μας αναπέμπει. Εκεί μια φύση, μια ιδέα κι ένας πολιτισμός ορθεί, μια υψηλή δημιουργία.Τα τοπία αυτά, οι τόποι της ψυχής του Έλληνα, αλίμονο, δεν έγιναν σεβαστοί κι αλώθηκαν! Τους σκόρπισε, τους λεηλάτησε ο άνθρωπος· παρά το ότι σε αυτούς χρωστιόταν και σε αυτούς η ψυχή του έπαλλε. Τόποι υψηλοί, του δέους και της σοφίας, της τέχνης και του πνεύματος, τοπία αρχαία, μοναδικά, που καταστράφηκαν, χάθηκαν ή απαξιώθηκαν (μέχρις του βαθμού της πλήρους αγνόησής τους), γιατί ο άνθρωπος δεν έσκυψε πάνω τους με ενδιαφέρον, δε γνοιάστηκε γι’ αυτούς, δεν τους εννόησε, παρά τους εκμεταλλεύτηκε για την οικονομική ή συλλεκτική αξία τους, ή τους διασκόρπισε στήνοντας πάνω τους, στα ερείπιά τους, το νέο του πολιτισμό. Και σήμερα εμείς, ως μοιραίοι, κατατριβόμαστε ψάχνοντας την ιστορία μας σε πηγές, αναζητώντας εναγωνίως τις ρίζες μας στο χθες, αποζητώντας την κλήρα που δεν μας παραδόθηκε, διότι με τις πράξεις μας σκοτώσαμε το παρελθόν και το σβήσαμε από το μέλλον μας· αντίς να το έχουμε απτό και, γιατί όχι, ζωντανό!
 
Ελευσίνα, αρχές 20ου αιώνα. Άποψη των ερειπίων
του Τελεστηρίου.

Θεώρηση του αρχαίου τοπίου

Το αρχαίο τοπίο είναι κατά πρώτον τοπίο της ιστορικής μνήμης, της ιδέας και του πολιτισμού και κατά δεύτερον τοπίο της εικόνας. Σε αυτό πέμπεσαι εν ενεργεία ψυχική στο υπαρκτικό μυστήριο της επαφής με το παρελθόν και της αίστησής του. Σκοπείς στην ενάσκησή σου στις πηγές, στη μήτρα της φυλής, και στην υπερβατική σου εμβάθυνση στα έργα των προπατόρων, παίρνοντας νου για το παρόν και ορμή για το μέλλον. Είναι πράξη διανοητική η επαφή με τους αρχαίους τόπους, που συντελείται στα πλαίσια μιας ακατάγραφτης ιεροτελεστίας, κατά την οποία νοείς και πράττεις σεβαστικά, με ησυχία, με ταπεινότητα, με ιεροσύνη, λες και μπαίνεις σ’ εκκλησιά. Και τούτο το διαπιστώνεις όταν ασυναίσθητα νοιώθεις νάχεις τα χέρια σου ευλαβητικά σταυρώσει, σα νάσουν μπρος σε εικόνισμα, όταν υψώνεσαι από το δέος της στιγμής, όταν τον Παρθενώνα θωρείς, όταν το ναό του Επικούρειου Απόλλωνα αντικρύζεις, όταν στον αρχαίο χώρο της Δήλου μπαίνεις. Είναι η αγιοσύνη του προγόνου και η μεγαλοσύνη του έργου του που σε κάμουν λατρευτικά να βλέπεις τον αρχαίο τόπο, λόγω της πανταχού πνευματικότητάς του και της ηθικής του αγερωχίας.
 
Ο υποβλητικός ναός του Επικουρείου Απόλλωνος στη Φιγαλεία το 1963,
φωτογραφημένος από τον Γιώργο Σεφέρη (αριστερά) και το
1902 κατά την πρώτη φάση αναστήλωσής του από ομάδα
αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον Π. Καββαδία (δεξιά).

Συλλαμβάνεσαι το λοιπόν να προσκυνάς τον τόπο, να τον νοιώθεις υπαρκτικά, ως μέρος του παρελθόντος σου, μα έχεις κι ένα ακόμα πράξιμο στην εκζήτησή σου εκεί: να πνοηθείς από τη δημιουργία και να γιομίσεις το πνέμα σου από πλέριο σκόπο. Κοντολογίς: να μεταμορφωθείς πνοούμενος, να κραταιωθείς από τη δημιουργία του προγόνου και όλβιος να βγεις, αναβαπτισμένος από την ανατατική ενέργεια του τόπου. Βέβαια, όλη σου η πράξη είναι αποτέλεσμα της σπουδής σου στην ιστορία σου και της συνείδησης πώχεις πάρει από τη μελέτη της, ούτως ώστε υπεύθυνα, με μεστή γνώση και κρατινή προσπάθεια να προχωρήσεις ομπρός. Γι’ αυτό λέμε ότι η θεώρηση του τόπου είναι κατά πρώτον πράξη διανοητική, διότι δι’ αυτής φτιάχνεις πνέμα και συνείδηση για την πορεία σου στα μέλλοντα. Είναι σημαντικό να νοείς στον τόπο και να κατανοείς τα ενεργήματα εν αυτώ, που έδωσαν τα γεννήματα που μας κινούν, για την εμπνοή στο πράξιμό σου, για το στέρεο πάτημά σου στα μπροστά[2].

Γένεται όμως και κάτι άλλο στον αρχαίο τόπο. Συντελείται μια κοσμική μέθεξη, της προγονικής ενέργειας που μεταβιβάζεται και προσλαβάνεται μεθεκτικά από όποιον νοητικά σταθεί στον τόπο, και τον νοιώσει ως συγκλόνισμα ζωής. Έτσι, η αντήχηση του παρελθόντος λαμβάνεται κατά πρώτον από τον απόγονο (του αρχαίου προγόνου), που έχει και την ευθύνη της πρόσληψης ως μνημοσύνη, αλλά ακόμη και από τον παγκόσμιο πολίτη, που βρίσκει κει τις πηγές της ανθρωπότης. Στην κάρπιμη κοιλάδα της αναζωής, το γάλα του προγόνου είναι κοσμογονικό, για τη θρέψη της παγκόσμιας φυλής. Γι’ αυτό και βλέπουμε τον ξένο να επισκέπτεται το αρχαίο μνημείο ως πολίτης της γης και να ζητεί στα ρείπια ανάσες, φυσήματα ζωής. Γεύεται μια ολοένα Ελλάδα και ανατάται αναθεωρούμενος -για όποιον βέβαια έχει βαθύνοη του σκοπού αίσθηση και όχι περιηγητική/τουριστική και μόνο διάθεση. Επιζητεί την πνοή της μητρικής Ελλάδας κι όχι το εκτόπλασμα της συνέχειάς της, που ήταν αποτέλεσμα των δυστυχιών του έθνους, αλλά και της παράκρουσης (και παρακμής) των νεοελλήνων.
 
Όχι μόνο να ιδείς, αλλά και να πάρεις, να στοχαστείς και να εννοήσεις
στον αρχαίο τόπο…
Η συμμετοχή συνεπώς στα δρώμενα και τα εννοούμενα του αρχαίου τόπου είναι δικαίωμα όλων. Ο τόπος καλεί τους πολίτες του κόσμου να τον «ακούσουν», να τον νοιώσουν, ν’ αισθανθούν τη δόνηση που δίνει, το δέος του. Να τον νοιώσουν ως τόπο ζωντανό, που πάλλει, που ανασαίνει, που μιλεί. Δέστε πώς όμορφα τ’ αποδίδει αυτό ο Χρήστος Ζαλοκώστας: «Το ερείπιο της Φιγαλίας, για να κάνει τόση εντύπωση δεν μπορεί να είναι ολότελα πεθαμένο. Ζει μόλις, ίσως λιγώτερο από ότι ανασαίνει ένα δέντρο. Αλλά ζει. Πώς αλλιώς θάτρεφε τα κίτρινα λουλουδάκια που βγαίνουν από τις σχισμές των μαρμάρων του αν ήταν στείρο;» (Ζαλοκώστας Χρ., «Γύρω από την Ελλάδα», τέταρτη έκδοσις, εκδόσεις Ν. Τιλπέρογλου, Αθήναι 1947, σελ. 55). Λέγει δε ο Οδυσσέας Ελύτης για την αίσθηση μπρος την τέχνη και το αρχαίο μνημείο:Λέγει επί τούτου ο Οδυσσέας Ελύτης: «Προσωπικά, δε θυμάμαι ποτέ να δοκίμασα συγκίνηση απέναντι στον Παρθενώνα ή την Ιλιάδα, στις ψηφιδογραφίες της Ραβέννας ή τον Σολωμό. Δόνηση, ναι. Δέος, ναι, αν όχι και απορία: πως γίνεται, πως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος τόσο από τη φύση του υπό, να φτάνει σ’ ένα τέτοιο υπέρ» («Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990). Η μελέτη του πνεύματος, η σπουδή του αρχαίου παρελθόντος, η πρόσληψη της ενέργειας του αρχαίου τόπου, δεν είναι αποκλειστικότητα κανενός απογόνου, ούτε αποτελεί κλήρα ατομική. Κληρονομείται ο αρχαίος τόπος από όποιον τον εννοεί και τον αισθάνεται, αν και φύσει κληρονόμος του είναι ο Έλληνας -βέβαια, ο νεοέλληνας, με την εν γένει συμπεριφορά του προς τις αρχαιότητες, θα υποστηρίζετο ότι καθίσταται ανοίκειος και μη αρμόζων τής, βάσει κληρονομικώ δικαίω, προγονικής κατοχής, όμως τούτο δεν πρέπει να ενοχοποιεί τη φυλή και να την αποσυναρτά από το παρελθόν της.
 
Ελληνική λιτή, ασκητική μορφή και αρχαίο μνημείο: μια ταιριαστή παρουσία
-υπάρχει και δεύτερη ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία η αρχαία κολώνα
έχει την ίδια πορεία ζωής με τη βασανισμένη μάνα
(περιοδικό LIFE, Φεβρ. 1948).
Το αρχαίο μνημείο θεωρείται στο χώρο οπού δημιουργήθηκε. Αλλού «δε χωρεί». Τ’ αρχαία τοπία, εξαρτημένα με τον τόπο δημιουργίας τους, αποτελούν τις διασυνδετικές πηγές του ανθρώπου με το παρελθόν του, με την ιστορία του. Και, δεν είναι τυχαία η επιλογή της θέσης τους. Ας δούμε το παράδειγμα της αττικής γης. Είναι στεγνή γη, λεπτοφυής, άγονη (αν εξαιρέσεις τον κάμπο των Μεσογείων). Κι όμως, εδώ στήθηκε ένας υψηλός πολιτισμός. Γιατί; Γιατί εδώ συνταιριάζονται μοναδικά το λιτό και το διαρκές, το λίγο και το πλησιφαές. Εδώ το φως μεταμορφώνει και κάμει τη δημιουργία σα θάμα ν’ αναδεικνύεται («χρυσωπό μάρμαρο, που καναλίζεις από χορευτικό φως», έλεγε ο Παύλος Βάντερμπορτ). Εδώ, το πεύκο και η ελιά που φυτρώνουν πα στο ξερό βράχο -φύση λιτή, όπως λιτή είναι και η δημιουργία του μνημείου-, σφιχταγκαλιάζουν με δύναμη ψυχής το μνημείο και του παραστέκονται ως σύντροφοι πιστοί. Φύση και πολιτισμός, λοιπόν, συντεριασμένα απόλυτα. Κάτι δείχνουν όλα αυτά. Κάτι ξεχωριστό, φιλοσοφημένο. Δεν είναι τυχαία, εξάλλου, η αναφώνηση που πάντα χρησιμοποιούσε στους επίσημους λόγους του ο Δημοσθένης: «Ω γη και θεοί!». Υποδήλωνε ακριβώς, αυτή την άρρηκτη σχέση της γης με το θεϊκό στοιχείο, το οποίο αποτυπωνόταν στα μνημεία τιμής που κατασκευάστηκαν από τους αρχαίους Έλληνες για τους θεούς τους.

Για την επίδραση του φυσικού περιβάλλοντος στην ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων και στον τρόπο δημιουργίας τους, αναφέρει ο Χρήστος Ζαλοκώστας: «Η ξεραΐλα του κλίματος φέρνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας και μαθαίνει στους Έλληνες την ακρίβεια. Στον ορίζοντα διαγράφονται βουνά με λεπτότητα μοναδική, σαν αρχιτεκτονικά μνημεία. Έτσι, χωρίς να θέλουν, μόνο με το να βλέπουν, διδάχτηκαν οι ντόπιοι το μέτρο. Σε καμιά ώρα της ημέρας δεν υπάρχει ομίχλη ή ασάφεια, όλα είναι καθαρά και απλά. Ο πρώτος Αθηναίος γλύπτης, ο καλύτερος δάσκαλος του Φειδία, είν’ ο Θεός, που χάραξε εδώ γραμμές κλασικές» (Ζαλοκώστας Χρ., «Γύρω από την Ελλάδα», τέταρτη έκδοσις, εκδόσεις Ν. Τιλπέρογλου, Αθήναι 1947, σελ. 69). «Αττικώς ζην», έλεγαν για τον λιτό τρόπο ζωής των Αθηναίων στο λιτό φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζούσαν. Σε αυτό ο χαρακτήρας τους διαμορφώθηκε κι έπαιρναν τα διδάγματα από τον τρόπο του να στέργει. Οι Αθηναίοι δεν είχαν ποτέ καλά σπίτια, είχαν όμως όμορφα δημόσια κτήρια και θαυμάσιους δημόσιους χώρους. Πρόσεχαν τα κοινά και όχι το εγώ. Πρόσεχαν το περιβάλλον όπου ζούσαν, για να μπορούν να ζουν.

Συμπληρώνει ο Ζαλοκώστας αναφερόμενος στον Παρθενώνα: «Ο Παρθενών μας δείχνει σε ανθρώπινες αναλογίες το παγκόσμιο που έχει η πλάση. Είναι “απολιθωμένο ιδανικό”, όπως λέει ο Ρενάν, ολόκληρη η αρχαία Ελλάδα μαζεμένη σ’ ένα περήφανο κομμάτι. Δε ζητά να καταπλήξει ούτε με τον όγκο, ούτε με τα στολίδια, παρά με την καθαρώτατη ομορφιά του. Δεν καταδέχεται τον εύκολο θαυμασμό, φυλάει τα μυστικά του σα να ζητά πρώτα να τον αγαπήσεις αυθόρμητα κι ύστερα να σου φανερωθεί, να σ’ οδηγήσει πέρα της γης. Απ’ τη στιγμή που γίνηκε, ήταν αμέσως παμπάλαιος, γιατί αντιπροσώπευε την κοσμική αρμονία και τόσο νέος ώστε να μας αρέσει και σήμερα και αύριο και πάντα. Οποιαδήποτε οικοδομή θα έχανε την ομορφιά αν μια έκρηξη την τίναζε στον αέρα. Ο ναός της Παλλάδος δεν έπαθε τίποτα. είναι τόσο μεγαλοδύναμος ώστε δε ζημίωσε όταν γκρεμίστηκε η στέγη του -πήρε τον ουρανό και τον έβαλε να παίζει αρχιτεκτονικό ρόλο σκεπής. Η αξία του συνίσταται εις τ’ ότι δεν είναι έργο μιας μεγαλοφυίας, παρά δημιούργημα ολόκληρης φυλής, υπέρτατη έκφραση ενός μεγάλου πολιτισμού. Γι’ αυτό δε μπόρεσαν να τον κατασκευάσουν ξανά. όσες απομιμήσεις του έγιναν σ’ ευρωπαϊκές πόλεις απότυχαν, μοιάζουν άψυχες, αν και τον αντίγραψαν με μεγάλη ακρίβεια. Τους λείπει η ευγένεια της εργασίας του Παρθενώνα, όπου κάθε εργάτης ήταν στο ύψος του συντελουμένου θαύματος, ένοιωθε και μετέδιδε στο μάρμαρο ατόφια την πνοή του Ικτίνου. Η μοναδική τελειότητα της χειρωνακτικής εργασίας του φαίνεται ως και στα κρυφά εκείνα μέρη, όπως το εσωτερικό της στέγης ή τους αρμούς των σπονδύλων, που δεν προορίζονταν να είναι ορατά» (ο.π. σελ. 70-71).

Μέσα στο αττικό τοπίο αναδεικνύεται το αρχαίο μνημείο, ακριβώς διότι έχει σχέση συνοχής μαζί του και μιαν αρμονία στη λιτότητα. Το λιτό δεν είναι φτωχό, είναι πλούσιο όταν αρμοστούν και «δέσουν» τα στοιχεία του. Φανταστείτε, λέει, να έλειπε ο Υμηττός από την Αττική. Πόσο αδειανό θα ήταν το κάδρο της Ακρόπολης… Ή αν έλειπε ο λόφος του Φιλοππάπου. Πόσο μόνη θα έμοιαζε η Πνύκα, χωρίς τον μακρύκορμο αυτό λόφο συντροφιά της… Διότι, όλα εδώ αποτελούν ένα σύνολο, μια παρουσία, μια ιδέα… Εύστοχα, λοιπόν, ο Φρανσουά Μωριάκ παρατηρεί: «…η υπόσχεση διάρκειας που δέχτηκε η ελληνική τέχνη μόλις γεννήθηκε, οφείλεται κυρίως στο ότι βγήκε μέσα από το τοπίο, ότι ενσωματώθηκε σε αυτό…» («Joyrnal II», Fayard, 1952). Όπως και ο Σατωμπριάν: «…πρέπει να θαυμάσωμεν την γενικήν των ελληνικών μνημείων αρμονίαν και την σχέσιν των προς την περικυκλούσαν φύσιν…» (Σατωβριάνδου, «Οδοιπορικόν εκ Παρισίων εις Ιεροσόλυμα και εξ Ιεροσολύμων εις Παρισίους», τόμος Α΄, μετάφραση Εμμανουήλ Δ. Ροίδη, εκ τυπογραφείου της Αυγής, Αθήνα 1860). Μα και ο Γάλλος διανούμενος Εντγκάρ Κινέ κάνει λόγο για τη μεγαλοπρέπεια του αττικού τοπίου: «Τοπίο (το αττικό) λουσμένο στο φως, που οι κανονικές και ήρεμες γραμμές του, του δίνουν περισσότερη μεγαλοπρέπεια παρά δύναμη» (Κινέ Εντγκ., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση Λίλας Γκινάκα, πρόλογος Τάσου Βουρνά, εκδόσεις «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1988).
 
Στο αττικό τοπίο ενσωματώθηκε ιδανικά το αρχαίο μνημείο,
μέσα από τη σχέση συνοχής κι αρμονίας στη λιτότητα.

Ο Γάλλος διανοούμενος Ραιμόν Κενώ ερμηνεύει τη σχέση της αττικής γης/φύσης με το μνημείο ως εξής: «Όταν καθίσεις στις μαρμάρινες κερκίδες του θεάτρου του Διονύσου, εκείνο το χλιαρό και γλυκό μάρμαρο που μοιάζει να πάλλεται, βλέπεις τη φύση να συμπράττει στο ανθρώπινο έργο, γιατί διαπιστώνεις ότι τα βουνά ολόγυρα κι ο ίδιος ο ουρανός έρχονται να δώσουν στο έργο το τέλειο νόημά του και να μεγαλύνουν την ύπαρξή του μέσα από την οποία έγιναν πράξη οι αριθμητικές αρμονίες της αρχιτεκτονικής. Ο Έλληνας δε συντρίβεται μέσα στη φύση, ούτε την υποδουλώνει. Σε πλήρη αρμονία μαζί της, κρατάει τη δική του αυτονομία και πραγματώνει την ολοκλήρωση του είναι του» («Le voyage en Grece», Gallimard, 1973).

Λιγότερο ποιητικός, αλλά εξίσου διεισδυτικός ο Άγγλος περιηγητής του 19ου αιώνα Christopher Wordsworth: «Η Αθήνα στέκεται στη βάση ενός πελώριου ασβεστολιθικού βράχου, που καλύπτεται από ορισμένα μόνο σημεία από λεπτό και άγονο στρώμα χώματος… Σ’ ετούτη εδώ τη βραχώδη γη, τείχη υψώθηκαν, πεζοδρόμια στρώθηκαν, σκαλοπάτια και καθίσματα λαξεύτηκαν, δεξαμενές σκάφτηκαν και κόγχες ανοίχτηκαν. Σχεδόν κάθε αντικείμενο, το οποίο σε μια απλούστερη κοινωνία θα ήταν κατ’ ανάγκην δημόσια ή ιδιωτική κατασκευή, είχε λαξευτεί μέσα από το έδαφος της ίδιας της πόλης. Ήταν επομένως, η ίδια η πόλη αυτόχθων, ιθαγενής, όπως υποτίθεται ότι ήταν και οι παλαιότεροι κάτοικοί της. Για τον ίδιο λόγο μπορεί επίσης να υποστηρίξει κανείς ότι τα παλαιότερα κτίριά της, ήταν δημιουργήματα μάλλον του γλύπτη παρά του αρχιτέκτονα» (Wordsworth Chr., «Αθήνα-Αττική. Το ημερολόγιο ενός οδοιπορικού», εκδ. «Εκάτη», Αθήνα 1999)
[3].

Και πάλι χρησιμοποιούμε τις όμορφα βγαλμένες σκέψεις του Χρήστου Ζαλοκώστα για ν’ αποδώσουμε το αττικό τοπίο: «Ο διαυγής αιθέρας και το φως και η θάλασσα κι οι μακρυνές καμπύλες των βουνών που κυκλώνουν την Αθήνα, δημιουργούν ένα μοναδικό κάδρο ανάμεσα στο οποίο στήνεται, όχι σα χωριστό κομμάτι, αλλά σαν μέρος συνόλου, ο ιερός βράχος. Παρ’ όλα τ’ αθηναϊκά κακόσπιτα, η Αττική είναι σφιχτά ενωμένη με την Ακρόπολη, την εμποδίζει να πέσει σε λήθαργο ερειπίου. Αν ήταν πιο εύφορη η χώρα, θα είχε ύφος υλιστικό, δε θα βαστούσε γύρω τού Παρθενώνα αυτή την ιδανική ατμόσφαιρα, την εξαϋλωμένη, που έχει τώρα. Όσο πιο στεγνή η Αττική, τόσο πιο πλούσια φαίνεται η Ακρόπολη την ώρα του δειλινού, που την απολαμβάνω τώρα» (Ζαλοκώστας Χρ., «Γύρω από την Ελλάδα», τέταρτη έκδοσις, εκδόσεις Ν. Τιλπέρογλου, Αθήναι 1947, σελ. 79-80).
 
Η αρχαία Αθήνα και η φύση της (by design-arch in blenderunderground.com/forums/viewtopic).
Το παλάτι της Κνωσού και οι κήποι του σε ψηφιακή αναπαράσταση.
 
Φύση και μνημείο λοιπόν, και δέσιμο, ρίζα στη γη τού μνημείου, αποτελούν τα στοιχεία που διαμορφώνουν τ’ αρχαία τοπία, τα οποία αποκτούν την αισθητική τους τελειότητα μέσα από τη σύνθεση των στοιχείων της τέχνης, του πνεύματος, της επιστήμης και του περιβάλλοντος οπού δημιουργούνται. Κάποτε ο ωραίος κείνος ελληνολάτρης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, είχε πει μια σοφή κουβέντα: «Η γη δεν ταξιδεύει». Τι εννοούσε με αυτό; Ότι το κάθε τοπίο ανήκει στο χώρο του, δεν μπορεί να τοποθετηθεί αλλού. Αντιπροσωπεύει ένα χώρο, εκεί υφίσταται, εκεί αναδεικνύεται. Εάν ξεφύγει από αυτόν κι εγκατασταθεί αλλού, τότε δε θάναι το τοπίο που ξέρουμε. Θάναι ένα τοπίο ξένο, ένα αλλιώτικο, διαφορετικό, ίσως και κακό (αισθητικά κι οργανικά) τοπίο. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό στ’ αρχαία τοπία, από οπουδήποτε. Θα μπορούσε άραγε να φανταστεί κανείς την Ακρόπολη αλλού; Αυτήν, χωρίς το πεύκο και το κυπαρίσσι, χωρίς το θάμνο; Τους Δελφούς χωρίς τον ελαιώνα της Άμφισσας μπροστά του; Την Ολυμπία χωρίς τα άλση της; -κάηκαν το 2007 και αλλόφρονες μες την παγκόσμια κατακραυγή σπεύσαμε να τ’ αποκαταστήσουμε! Το θέατρο της Επιδαύρου χωρίς τα πεύκα να το κυκλώνουν; Το Σούνιο χωρίς τα φρύγανά του;

Κάποτε στην Άσκρα των Θηβών, κει οπού λατρεύονταν ο ποιητής Ησίοδος, το τέκνο της γης αυτής, διαπίστωσαν οι κάτοικοί της ότι ο ποιητής τους δεν έχει το κατάλληλο περιβάλλον για να εκφραστεί. Κι αποφάσισαν να του δημιουργήσουν ένα τέτοιο περιβάλλον, για να μπορεί, ανυπηρέαστος από τα γύρα κι εμπνευσμένος σε αυτό, να φτιάξει έργα σημαντικά. Τι έκαμαν λοιπόν; Του δημιούργησαν ένα άλσος, το Άλσος των Μουσών, για να περιδιαβάζει και να συνευρίσκεται με τις μούσες, που αυτός ο ίδιος, από τις άγριες θεότητες των δασών, τις ανέβασε στον Ελικώνα να εφορεύουν την καλλιτεχνία. Τέτοια ήταν η αίσθηση των (απλών) αρχαίων Ελλήνων για την τέχνη, και για τη σχέση της με τη φύση.
 
Φύση και μνημείο.
Τα ιερά άλση των αρχαίων, που αποτέλεσαν τις πρώτες αναδασώσεις που πραγματοποιήθηκαν στον κόσμο (!), δημιουργήθηκαν για να συνοδεύσουν το αρχαίο μνημείο και να φτιάξουν ένα αισθητικά υψηλό τοπίο. Τοπίο ειδυλλιακό και συνάμα λατρευτικό, για τη δόξαση του αρχαίου θεού (ή της θεότητας) και την απόδοση της πρέπουσας τιμής· αυτό ήταν το αρχαίο τοπίο. Κει, σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν δυνατό να συντελεστεί η ενόραση, η μυσταγωγία, η ιεροτελεστία, η θεία εξύψωση. -δες τε αντίστοιχα τις εκκλησιές σήμερα, με το κατάφυτο προαύλιο χώρο τους, καθώς και τα ξωκκλήσια, με το δέντρο να τα συνοδεύει ή το άλσος να τα περικλείει. Κει η τέχνη η φτιαχτή βρήκε την τέχνη τη φυσική -λέγει ως προς αυτό ο Κωνσταντίνος Τσάτσος: «Οι ναοί των Ελλήνων όσο είναι τέχνη, τόσο είναι και φύση. Φυτρώνουν όπως τα δέντρα. Υπαγορεύει στον καλλιτέχνη τη μορφή τους ο νόμος του μέτρου και του φωτός που διέπει την ελληνική φύση» (Τσάτσος Κ., «Η ελληνική φύση», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος τεσσαρακοστός, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1983). Τοπία τέτοια ήταν και οι νεκρουπόλεις των αρχαίων, όπως ο Κεραμικός στην Αθήνα, που ήταν κατάφυτος, ωσάν άλσος, με δέντρα και άνθη, και με τις γυναίκες να περπατούν ανάμεσά τους και ν’ απολαμβάνουν το θεσπέσιο (ω, ναι!..) τοπίο, καθώς τούτη ήταν μια από τις ελάχιστες απολαύσεις τους κείνη την εποχή: να βγαίνουν από το σπίτι για να εκτελέσουν μνημόσυνα στους νεκρούς (είναι χαρακτηριστικές οι πολλές τέτοιες απεικονίσεις στ’ αττικά αγγεία) -δες τε αντίστοιχα τα χριστιανικά νεκροταφεία· πόσο κατάφυτα είναι! Το αρχαίο αυτό τοπίο, το λατρευτικό, όπως και το οικιστικό των αρχαίων πόλεων και χωριών, ήταν διασυνδεδεμένα με τα φυσικά στοιχεία του χώρου (με τη βλάστηση, με το νερό, με τα ζώα, με τις λοφοσειρές, με τον ορίζοντα κ.ά.), κάτι που τ’ ανήγαγε, μέσα από την τέτοια τους σχέση, σε φυσικά τοπία. Είχε το λοιπόν το αρχαίο μνημείο σχέση ουσιαστική με την ελληνική φύση, με τη γη, με το ελληνικό περιβάλλον, καθώς δημιουργήθηκε εν αυτώ, σύμφωνα με το σκοπό και τον προορισμό του, συγκροτημένο αρμοστά στο φυσικό σύνολο.
 
Τα ιερά άλση των αρχαίων δημιουργήθηκαν για να συνοδεύσουν το αρχαίο
μνημείο και να φτιάξουν ένα αισθητικά υψηλό τοπίο. Αναπαράσταση του
Ασκληπιείου της Κω, από τον K. Keneryi το 1964 στο βιβλίο του
«Der Goltliche Arzt».
 Το άλσος της Αρχαίας Ολυμπίας το 1937.
Ο ναός του Ηφαίστου χωρίς τον κήπο του Θησείου το 1870 (φωτ. Πέτρος Μωραΐτης) -πόσο γυμνός και κατάμονος ήταν χωρίς τη βλάστησή του! (αριστερά), και με το λιτό αττικό πράσινο να τον συνοδεύει και να τον πλουταίνει (δεξιά).

Σημειώσεις

[1] Στην ελληνική νομοθεσία (νόμος 3028/2002) υφίσταται ο όρος αρχαιολογικοί χώροι και ο όρος ιστορικοί τόποι. Στους αρχαιολογικούς χώρους περιλαμβάνονται τ’ αρχαία μνημεία ή οι χώροι όπου υπάρχουν ενδείξεις ότι αποτέλεσαν αυτοί από τους αρχαιοτάτους χρόνους έως και του έτους 1830 μνημειακά, οικιστικά ή ταφικά σύνολα. Στους εν λόγω χώρους περιλαμβάνεται και το ελεύθερο περιβάλλον που επιτρέπει στ’ αρχαία μνημεία να συντίθενται σε ιστορική, αισθητική και λειτουργική ενότητα (σχετική η περίπτωση γ άρθρου 2 νόμου 3028/2002). Στην περίπτωση των ιστορικών τόπων, υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτοί αποτέλεσαν το χώρο εξαίρετων ιστορικών ή μυθικών γεγονότων, ή ότι περιέχουν, καθώς και ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι περιέχουν, μνημεία μεταγενέστερα του έτους 1830, είτε σύνθετα έργα του ανθρώπου και της φύσης μεταγενέστερα του 1830. Συνιστούν χαρακτηριστικούς και ομοιογενείς χώρους, που είναι δυνατόν να οριοθετηθούν τοπογραφικά, και των οποίων επιβάλλεται η προστασία λόγω της λαογραφικής, εθνολογικής, κοινωνικής, τεχνικής, αρχιτεκτονικής, βιομηχανικής ή εν γενεί ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής σημασίας τους. [2] Λέγει ο Σατωμπριάν: «Μπροστά στην πολιτεία του Σόλωνα, νιώθεις τη γοητεία που αποπνέει το θαύμα της μεγαλοφυίας. Αποχτάς το μέτρο της τελειότητας του ανθρώπου, που αποτελεί διάνοια, μαζί και αθανασία. Τα υψηλά ανθρώπινα αισθήματα, έπαιρναν στην Αθήνα μία κομψότητα…» Ο, δε, Γάλλος διανοούμενος Ελί Φωρ, δίνει την εξής διάσταση: «Η επίδραση της Αθήνας, το έχω ξαναπεί, είναι ακόμη βαθύτερη (σε σχέση με αυτή της Ρώμης) και πιο γενικευμένη, αφού δεν περιορίστηκε στη διάδοση μιας γλώσσας, ενός συστήματος διακυβέρνησης και διαχείρισης και στην αναγωγή, μέσω της αρχιτεκτονικής και του νόμου, των φυσικών στοιχείων και των παθών σε ένα κοινό μέτρο, εκείνο που δημιούργησε είναι μια αυστηρή μέθοδος του σκέπτεσθαι» («Decouverte de l’ Archipel», First, 1931).[3] Ο Γερμανός Bernhard Guttmann αναφέρεται το έτος 1924 στη σχέση αττικής φύσης και αρχαίου μνημείου ως εξής: «…στην περίπτωση αυτή έχουμε το πάντρεμα μιας καταπληκτικής φύσης και μεγαλόπρεπων ανθρώπινων έργων, όπου η φωτεινότητα της ηλιόλουστης μέρας, μετριάζεται από το πνευματικό φως των αναμνήσεων» (Guttmann B., «Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Φύλλα από ένα ταξίδι, το 1924», εκδόσεις «Ιστορητής», Αθήνα 1997).


Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, «Αισθητική», θεώρηση: Μάρκος Αυγέρης, Μετάφραση: Νώντας Μουρούζης, εκδόσεις Φιλοσοφική Σκέψη, Αθήνα 1962.
Ακαδημία Αθηνών, «Διαμαρτυρία για την εξαγωγή αρχαιοτήτων»,
www.academyofathens.gr, Αθήνα 2009.
Αποστολίδης Ανδρ., «Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων», εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2006.
Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: «Voyage en Grece – Trois anees en Grece» (Paris 1881), Μέρος Α΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή – σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1993.
Βιτρούβιος, «Περί Αρχιτεκτονικής», βιβλία I-V, μετάφραση: Παύλος Λέφας, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1997.
Γεννάδιος Ι., «Ο λόρδος Έλγιν», τίτλος πρωτοτύπου: «Lord Elgin and previous archaeological invasions of Greece, especially Athens 1440-1837», μετάφραση: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2006.
Γιαννόπουλος Ι. Ε., «Ο ελληνικός ορίζοντας», περιοδικό «H Ευτέρπη», φυλλάδιο 32ο, 15 Δεκεμβρίου 1848.
Ελευθεριάδης Ν., «Αισθητική τοπίου», Photo/Graphs Studio O.E., Δράμα 2006.
Ελύτης Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
Ευαγγελίδου Τρ. Ε., «Νέα Ελλάς», Τύποις Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δελή, Αθήναι 1913.
Garland R., «Daily life of the Ancient Greeks», Greenwood Publishing Group, London 1998.
Guttmann B., «Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Φύλλα από ένα ταξίδι, το 1924», εκδόσεις «Ιστορητής», Αθήνα 1997.
Hanson V. D., Heath J., «Who killed Homer?», The Demise of Classical Education and the Recovery of Greek Wisdom, 1999.
Hayden D., «The power of place», Massachusetts: The MIT Press, 1995.
Θεοδωρακόπουλος Ν. Ι., «Μαθήματα Ιστορίας φιλοσοφίας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1978.
Καμπούρογλου Δ. Γ., «Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων», τόμοι τρεις, εκδόσεις Καραβία Δ. Ν. – αναστατικές εκδόσεις, Αθήνα 1993.
Καμπούρογλου Δ. Γ., «Ιστορία των Αθηναίων», τόμοι τρεις, εκδόσεις Παλμός, Αθήνα 1995.
Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει…», εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
Keneryi K, «Der Goltliche Arzt», 1964.α
Κεραμόπουλος Αντ. Λ., «Η αρπαγή του αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, τόμος 6ος, Αριθ. 6, έτος 1927.
Κεφαλληναίου Μ., «Τα μάρμαρα του Παρθενώνα και το “κατηγορώ” του Μπάυρον», εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 2003.
Κινέ Εντγκ., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση Λίλας Γκινάκα, πρόλογος Τάσου Βουρνά, εκδόσεις «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1988.
Κόκκου Αγγ., «Οι περιπέτειες των αρχαιοτήτων πριν και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και τα πρώτα μέτρα προστασίας», εφημερίδα «Η Καθημερινή», φύλλο 18ης-5-1997.
Κοραής Αδ., «Άπαντα», τόμοι 1ος & 2ος, εκδόσεις Μπίρη Αθήνα 1970.
Κουρουνιώτης Κ., «Πώς έκτιζαν οι αρχαίοι τα μνημεία», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, τόμος 15ος, Αριθ. 15, έτος 1936.
Leak M. N., «Travels in Northern Greece II», Amsterdam 1967.
Λεκάκης Γ., «Αρχαιοκαπηλίες των Γερμανών στην Ελλάδα της Κατοχής», εκδόσεις Κάδμος, Αθήνα 2012.
Mordaunt-Crook J., «The Greek Revival», London 1972.
Νίσμπετ-Έλγιν Μ., «Πώς λεηλατήθηκαν τα γλυπτά από τις μετόπες του Παρθενώνα. Γράμματα της γυναίκας του Έλγιν προς τη μητέρα της και άλλα», πρόλογος: Ελένη Γαρίδη, Μετάφραση – σημειώσεις: Έφη Ματθαίου, Αξιολόγηση: Μελίνα Μερκούρη, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1989.
Πάλλης Γ., «Τοπογραφία του αθηναϊκού πεδίου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο», εκδοτικός οργανισμός Π. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2009.
Παναγιωτόπουλος Μ.Ι., «Σπουδή του ελληνικού τοπίου», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
Παπακωνσταντίνου Β. Σ., «Εγχειρίδιο αρχαιοκαπηλίας», εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2003.
Παπανούτσος Ευάγ. (πρόλογος και επιμέλεια), «Νεοελληνική Φιλοσοφία», Βασική Βιβλιοθήκη 35-36, τόμοι Α΄ & Β΄, εκδόσεις Αετός, Αθήναι 1956.
Πολίτης Ν., Γ., «Το βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες», ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1982.
Πουκεβίλ Φραγκίσκος-Κάρολος-Ούγγος-Λαυρέντιος, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Πελοπόννησος», μετάφραση: Νίκη Μολφέτα, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1997.
Proust Α., «Χειμερινή διατριβή εν Αθήναις», περιοδικό «Χρυσαλλίς», φυλλάδιον 1ο, 1η Ιανουαρίου 1863.
Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», τίτλος πρωτοτύπου: «Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863)», μετάφραση: Α. Σπήλιος, πρόλογος – επιμέλεια – σχολιασμός: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976.
Ρωμαίος Κ., «Κοντά στις ρίζες», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
Saint Clair W. «Lord Elgin and the Marbles», London 1967.
Saint Clair W., «Ο λόρδος Έλγιν και τα μάρμαρα», πρόλογος: Κωνσταντίνος Δάλλας, μετάφραση: Περραντάκου-Κουκ Μαίρη, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
Sherrard Rh., «Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό», εκδόσεις Αθηνά (σειρά “Σύνορο”, διευθύνει: Χρήστος Γιανναράς), Αθήνα 1971.
Σιμόπουλος Κ., «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21», τόμοι πέντε, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.
Σιμόπουλος Κ., «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων», εκδόσεις Στάχυ, τέταρτη έκδοση, Αθήνα 2003.
Σιμόπουλος Κ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι έξι, εκδόσεις Στάχυ, δέκατη έκδοση, Αθήνα 2003.
Συλλογικό, «Ο πυρετός των μαρμάρων, 1800-1820», επιμέλεια – εισαγωγή: Γιώργος Τόλιας, μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας – Βούλα Λούβρου, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1996.
Συλλογικό, «Φιλολογικές διαδρομές στην Ελλάδα», επιμέλεια: Ρίτσαρντ Στόουνμαν, μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1998.
Συλλογικό, «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη», πρακτικά επιστημονικής συνάντησης την 6η & 7ηφ Μαρτίου 1998, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.
Σφυρόερας Βλ., Β., «Οι Έλληνες επί τουρκοκρατίας», πανεπιστημιακαί παραδόσεις, Αθήναι 1971.
Τριγάζης Π., «Μπάϊρον εναντίον Έλγιν», πρόλογος: Ζυλ Ντασσέν, εκδόσεις Ταξιδευτής, Αθήνα 2004.
Τσάτσος Κ., «Δοκίμια αισθητικής και παιδείας», εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1960.
Τσελεμπί Εβλιά, «Ταξίδι στην Ελλάδα», εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1991.
Τωμαδάκης Ν., «Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν», Πουρνάρας Π. Σ., Θεσσαλονίκη 1993.
Vrettos Th., «The Elgin affair», Arcade publishing, New York 1997.
Wiebenson D., «Sources of greek revival architecture», London 1969.
WWF & Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Σχολή Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος), «Οικολογικός απολογισμός των καταστροφικών πυρκαγιών του Αυγούστου 2007 στην Πελοπόννησο», Αθήνα, Σεπτέμβριος 2007.
Wylie, J., «Landscape», Routledge, London 2007.
Φωτιάδης Δ., «Όθωνας, η μοναρχία», εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978.
Χόφμανσταλ Ο., «Στιγμές στην Ελλάδα», μετάφραση: Έλενα Νούσια, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2007.
 
 

*Δημοσιεύτηκε στη στήλη Γαίας Ανάγνωσμα του e-περιοδικού για την αρχιτεκτονική www.greekarchitects.gr
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου