Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Προστασία προτύπου δόμησης παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου

 
StE
 
(Δικηγόρος, sofiap@nb.org)
 
Σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 2888/2014 (Τμήμα Ε΄), οι παραδοσιακοί οικισμοί αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, η δε προστασία τους περιλαμβάνει την καταγραφή, αξιολόγηση και οριοθέτησή τους με προεδρικό διάταγμα, τον χαρακτηρισμό τους καθώς επίσης και τον καθορισμό ειδικών όρων και περιορισμών δόμησης σε αυτούς. Οι όροι και περιορισμοί δόμησης που καθορίζονται κατά τα ανωτέρω, αποσκοπούν στη διατήρηση και ανάδειξη των παραδοσιακών οικισμών χωρίς ν΄ αλλοιώνεται ή να υποβαθμίζεται ο χαρακτήρας τους, δεν επιτρέπεται δε να είναι δυσμενέστεροι από εκείνους που ίσχυαν προηγουμένως. Η προστασία αυτή γίνεται δεκτό ότι εκτείνεται και στην περιμετρική ζώνη των οικισμών, η οποία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη και ανάδειξη της φυσιογνωμίας τους.

Η διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος απευθύνει, κατά το σκεπτικό της απόφασης, στον κοινό και κανονιστικό νομοθέτη επιταγές να ρυθμίσει την εξέλιξη των οικισμών βάσει ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού, δηλαδή σχεδιασμού, ο οποίος τελείται σύμφωνα με τις αρχές της πολεοδομικής επιστήμης και διαφυλάσσει την ιδιομορφία και εν γένει φυσιογνωμία κάθε περιοχής, ώστε να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι όροι διαβίωσης εντός των οικισμών. Νέα κτήρια ανεγειρόμενα εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων, σύμφωνα με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτήριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον.

Εν προκειμένω, σχετικά με τους οικισμούς του Πηλίου, με την απόφαση 10977/16.5.1967 του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως (Β΄ 352), η οποία εκδόθηκε βάσει του κν 5351/1932 και του ν. 1469/1950, οι οικισμοί Τσαγκαράδα και Τρίκερι και τμήματα άλλων έξι οικισμών του Πηλίου χαρακτηρίσθηκαν ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία και τόποι παρουσιάζοντες ιδιαίτερο φυσικό κάλλος ή ενδιαφέροντες από αρχιτεκτονική ή ιστορική άποψη. Εν συνεχεία, με την απόφαση Φ.31/24512/1858/3.5.1976 του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών (Β΄ 652), η οποία εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του ν. 1469/1950, το όρος Πήλιο, μαζί με τους οικισμούς του, χαρακτηρίσθηκε ως τόπος ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους «διά την ιδιαιτέραν φυσιογνωμίαν του, την αφάνταστον ποικιλίαν χρωματικών εναλλαγών και τον έξοχον συνδυασμόν πυκνής βλαστήσεως και θέας προς την θάλασσαν» (παρ. 1), οι δε οικισμοί του Πηλίου χαρακτηρίσθηκαν ως «τόπ(οι) χρήζοντ(ες) ειδικής κρατικής προστασίας, καθ΄ ότι διατηρηθέντες αναλλοίωτοι από της εποχής της Τουρκοκρατίας, με τον μεγάλον αριθμόν αρχοντικών και παραδοσιακών οικιών, γραφικωτάτων πλατειών και δρομίσκων, συνθέτουν μοναδικήν εικόνα, ενθυμίζουν δε το πλούσιον εις ιστορίαν παρελθόν» (παρ. 2).

Το θεσπισθέν με την ανωτέρω υπουργική απόφαση προστατευτικό καθεστώς διατηρήθηκε με το άρθρο 31 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160), σύμφωνα με την παρ. 9 του οποίου ό,τι έχει κηρυχθεί και προστατεύεται, μεταξύ άλλων, ως τοπίο ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1469/1950, εντάσσεται με προεδρικό διάταγμα στις κατηγορίες του άρθρου 18 παρ. 3 του ιδίου νόμου (ήτοι, όπως ο ν. 1650/1986 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως των ανακληθεισών αδειών, σε περιοχές απόλυτης προστασίας ή προστασίας της φύσης, εθνικά πάρκα, προστατευόμενους σχηματισμούς, τοπία και στοιχεία του τοπίου και περιοχές οικοανάπτυξης), σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρυ 19 του ιδίου νόμου, ενώ σύμφωνα με την παρ. 10 του ιδίου άρθρου 31, μέχρι την έκδοση του σχετικού διατάγματος και των οικείων κανονισμών λειτουργίας και διαχείρισης, τα αντικείμενα προστασίας της προηγουμένης παραγράφου εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του ν. 1469/1950.

Περαιτέρω, με το πδ της 10.3-1.4.1977 (Δ΄ 94), το οποίο εκδόθηκε βάσει των διατάξεων του νδ της 17.7-16.8.1923 και του ΓΟΚ/1973 (νδ 8/1973, Α΄ 124), θεσπίσθηκαν ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης για δεκαοκτώ προϋφισταμένους του 1923 οικισμούς του Πηλίου και στη συνέχεια, κατ΄ εξουσιοδότηση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 9 του νδ της 17.7-16.8.1923 και του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 (άρθρο 4 παρ. 1 ν. 622/1977, Α΄ 171), εκδόθηκε το πδ της 19.10-13.11.1978 (Δ΄ 594), με το οποίο χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί και υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς όρων δόμησης πλείονες οικισμοί της χώρας, μεταξύ των οποίων είκοσι οικισμοί του Πηλίου, συμπεριλαμβανομένων των ανωτέρω δεκαοκτώ. Τέλος, με το πδ της 11.6-4.7.1980 (Δ΄ 374), το οποίο εκδόθηκε βάσει των αυτών εξουσιοδοτικών διατάξεων, χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί, ομαδοποιήθηκαν ανάλογα με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους και εντάχθηκαν σε ειδικό καθεστώς προστασίας οι ανωτέρω είκοσι και επιπλέον σαράντα τέσσερις οικισμοί του Πηλίου, μεταξύ των οποίων οι οικισμοί Αγίου Δημητρίου και Αγίου Ιωάννη Πηλίου (άρθρο 1 παρ. 2 ομάδα ΙΙ στοιχ. 3 και ομάδα ΙΙΙ στοιχ. 12 του πδ της 11.6-4.7.1980, αντιστοίχως), οι οποίοι κατά το πδ της 2.2.1929 (Α΄ 40) αποτελούσαν την πρώην Κοινότητα Αγ. Δημητρίου, που συγχωνεύθηκε στη συνέχεια στον Δήμο Μουρεσίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 35.10 ν. 2539/1997. Ο εν λόγω οικισμός οριοθετήθηκε -μη νομίμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην απόφαση- με την απόφαση 6344/3.6.1986 του Νομάρχη Μαγνησίας (Δ΄ 788). Εξ άλλου, με την Απόφαση 2006/613/ΕΚ της 19.7.2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 259/21.9.2006), το όρος Πήλιο και η παράκτια θαλάσσια ζώνη εντάχθηκαν στο Ευρωπαϊκό δίκτυο Natura 2000 με κωδ. αριθμό GR1430001, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ (ΕΕ L 206), η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με την κυα 33318/3028/28.12.1998 (Β΄ 1289), στην ως άνω δε οριοθετημένη περιοχή Natura εμπίπτει, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και δεν αμφισβητείται, ολόκληρη η εδαφική περιφέρεια του Δήμου Μουρεσίου.

Στην προκειμένη περίπτωση, προέκυψε ότι με την απόφαση 172710/5.3.2004 του Γενικού Γραμματέα ΥΠΕΧΩΔΕ εγκρίθηκε η ένταξη της μελέτης ΣΧΟΟΑΠ Δήμου Μουρεσίου στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα «Περιβάλλον 2000-2006» και η χρηματοδότησή της από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους, στη συνέχεια δε ο παρεμβαίνων Δήμος με την από 8.10.2004 σχετική σύμβαση ανέθεσε σε εταιρεία την εκπόνηση μελέτης ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου. Κατά την εκπόνηση της μελέτης διαπιστώθηκε από φορείς του Ν. Μαγνησίας και τον Δήμο Μουρεσίου ότι η αυξανόμενη ανέγερση «συγκροτημάτων» εξοχικών κατοικιών στην περιοχή του Πηλίου αλλοιώνει το φυσικό και δομημένο περιβάλλον του, το οποίο υπάγεται σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς.

Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την ένδικη απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου Μαγνησίας και σχετική, από 6.9.2005, υπηρεσιακή εισήγηση, που υιοθετήθηκε με την απόφαση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι στην περιοχή του Πηλίου παρατηρείται τελευταία το ανησυχητικό φαινόμενο της ανέγερσης από εργολάβους, με το σύστημα της αντιπαροχής, οργανωμένων συγκροτημάτων κατοικιών εντός των παραδοσιακών οικισμών. Τα εν λόγω συγκροτήματα, λόγω της μεγάλης εκμετάλλευσης του ακινήτου που επιτυγχάνεται κατά το νομαρχιακό συμβούλιο με την αξιοποίηση δυνατοτήτων που παρέχει το ισχύον καθεστώς (κατάτμηση οικοπέδων, δόμηση περισσοτέρων κτιρίων στο κάθε οικόπεδο, εφαρμογή παρεκκλίσεων κ.λπ.) και της ακολουθουμένης πρακτικής (αυθαίρετη μετατροπή υπογείων χώρων σε ισόγειους κ.λπ.), καταλήγουν στη δημιουργία πυκνοδομημένων μονάδων, οι οποίες, με τον όγκο, τη μορφολογία και τη δυναμική τους δεν εντάσσονται στο περιβάλλον, αλλ΄ αποτελούν νησίδες στο σώμα του οικισμού και αλλοιώνουν τη φυσιογνωμία του, για τον λόγο δε αυτό κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση του ισχύοντος πδ της 11.6-4.7.1980, το οποίο, κατά την αντίληψη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, δεν απαγορεύει την ανέγερση παρόμοιων συγκροτημάτων.

Ομοίως, με απόφαση της 5.3.2007 του Δημοτικού Συμβουλίου Μουρεσίου διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλη πίεση για την έκδοση οικοδομικών αδειών συγκροτημάτων εξοχικών κατοικιών, τα οποία δημιουργούν προβλήματα και αλλοιώνουν το φυσικό και δομημένο περιβάλλον της περιοχής και ότι είναι αναγκαία η κίνηση της διαδικασίας αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών για την ανέγερση παρόμοιων μονάδων εντός και εκτός των οικισμών του Δήμου μέχρι την οριστικοποίηση του ΣΧΟΟΑΠ. Στη συνέχεια, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφ. Θεσσαλίας αποφασίσθηκε η κίνηση της διαδικασίας εκπονήσεως του ΣΧΟΟΑΠ του παρεμβαίνοντος Δήμου. Κατόπιν τούτου, το Περιφερειακό ΣΧΟΠ Θεσσαλίας, στο οποίο διαβιβάσθηκε το αίτημα του παρεμβαίνοντος Δήμου για την επιβολή αναστολής, αφού έλαβε υπ΄ όψη το γεγονός ότι στις 12.6.2007 παραδόθηκε το δεύτερο στάδιο της μελέτης του ΣΧΟΟΑΠ, ότι η μελέτη προβλέπει μείωση του συντελεστή δομήσεως για τους οριοθετημένους οικισμούς, κατάργηση των παρεκκλίσεων για την εκτός σχεδίου δόμηση και τη δόμηση α΄ και β΄ κατοικίας μόνο προς ιδία χρήση και όχι προς εκμετάλλευση και ότι η ανέγερση συγκροτημάτων κατοικιών προς εκμετάλλευση με το σύστημα της αντιπαροχής θα δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στην εξέλιξη του εκπονούμενου ΣΧΟΟΑΠ, γνωμοδότησε υπέρ της επιβολής αναστολής χορήγησης οικοδομικών αδειών για χρήση «κατοικίας», διότι θεώρησε ότι η χρήση «συγκρότημα κατοικιών» δεν απαντάται στην κείμενη νομοθεσία.

Εν όψει της γνωμοδοτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία απαγορεύθηκε για ένα εξάμηνο από τη δημοσίευση της πράξεως στην ΕτΚ η έκδοση οικοδομικών αδειών κτιρίων με χρήση κατοικίας σε όλη την περιοχή που καλύπτει το ΣΧΟΟΑΠ του Δήμου Μουρεσίου, με εξαίρεση τη χορήγηση αδειών και την εκτέλεση εργασιών επισκευής, αποκατάστασης και συντήρησης κτιρίων για λόγους υγιεινής και ασφάλειας. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως της χρησιμοποιούμενης ορολογίας, η απαγόρευση που θεσπίζεται με την απόφαση αυτή αφορά την ανέγερση «συγκροτημάτων κατοικιών», δηλ. περισσοτέρων της μιας αυτοτελών κατοικιών εντός του αυτού γηπέδου στην περιοχή του υπό κατάρτιση ΣΧΟΟΑΠ.

Το Δικαστήριο δέχθηκε εν προκειμένω ότι οι όροι και περιορισμοί δόμησης, οι οποίοι διέπουν τους χαρακτηρισθέντες με το ως άνω πδ της 19.10-13.11.1978 ως παραδοσιακούς οικισμούς, αποτελούν το ελάχιστο πλαίσιο προστασίας όλων των παραδοσιακών οικισμών, τυχόν δε προγενέστεροι ειδικοί όροι δόμησης κατισχύουν μόνον εφόσον κατατείνουν σε αποτελεσματικότερη προστασία του οικισμού [2]. Στην κρινομένη περίπτωση, ο οικισμός Μούρεσι, περιλαμβάνεται στην ομάδα ΙΙ του άρθ. 2 παρ. 1 του πδ της 11.6-4.7.1980. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει σαράντα εννέα οικισμούς του Πηλίου, οι οποίοι, όπως αναφέρεται στη σχετική διάταξη του εν λόγω πδ/τος «διατηρούν τον παραδοσιακόν των χαρακτήρα με μικράς μόνον αλλοιώσεις», στο ίδιο δε πδ/γμα περιλαμβάνονται όλοι οι οικισμοί που είχαν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακοί με το πδ/γμα της 19.10-13.11.1978 και οι οικισμοί, τους οποίους αφορά το πδ της 10.3-1.4.1977. Εφ΄ όσον λοιπόν με το πδ της 11.6-4.7.1980 ο οικισμός Μούρεσι εντάχθηκε στη ίδια ομάδα με τους οικισμούς που χαρακτηρίσθηκαν ως παραδοσιακοί με το πδ της 19.10-13.11.1978 και δεδομένου ότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι ο χώρος του Πηλίου είναι κατ΄ ουσίαν ενιαίος [3], έπεται ότι και επί του οικισμού του Μουρεσίου εφαρμόζονται συμπληρωματικά, για θέματα που δεν ρυθμίζονται με το πδ/γμα αυτό, οι διατάξεις του δ/τος – πλαισίου των παραδοσιακών οικισμών της 19.10-13.11.1978 καθώς επίσης, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση και οι διατάξεις του ΠΔ της 10.3-1.4.1977, σύμφωνα με το άρθ. 8 παρ. 2 του ΠΔ της 19.10-13.11.1978.

Σύμφωνα περαιτέρω με την απόφαση, από τις διατάξεις των διαδοχικώς ισχυσάντων διαταγμάτων περί προστασίας των οικισμών του Πηλίου, προκύπτει ότι νέα κτίρια που ανεγείρονται εντός χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού πρέπει να εντάσσονται στο οικιστικό περιβάλλον και ειδικότερα η ογκοπλαστική μορφή τους πρέπει να συνάδει με τα παραδοσιακά πρότυπα ως προς τη σύνθεση, την κλίμακα και τις αναλογίες των όγκων (άρθρο 3 παρ. 1 πδ της 11.6-4.7.1980 και 3 παρ. 1, 2 και 3 πδ της 19.10-13.11.1978), σύμφωνα άλλωστε με γενικό κανόνα του πολεοδομικού δικαίου, κατά τον οποίο κάθε νέο κτίριο πρέπει να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αισθητικής και να εντάσσεται αρμονικά στο φυσικό και οικιστικό περιβάλλον (βλ. άρθρο 3 παρ. 1-2 του ΓΟΚ/1985, ν. 1577/1985 (Α΄ 210) – άρθρο 327 παρ. 1-2 ΚΒΠΝ).

Εξ άλλου από τα διαδοχικά νομοθετήματα περί προστασίας του Πηλίου και τα στοιχεία του φακέλου συνάγεται ότι στους χαρακτηρισμένους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου το παραδοσιακό πρότυπο δόμησης συνίσταται στην ανέγερση σε κάθε ιδιοκτησία ενός κτιρίου κύριας κατοικίας και των τυχόν βοηθητικών κτιρίων αυτής (αποθήκη, παράσπιτο, φούρνος κ.λπ.), όχι δε περισσότερων αυτοτελών κτιρίων κατοικίας με το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, το οποίο είναι ξένο και ασύμβατο με τα παραδοσιακά πρότυπα της περιοχής. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται: α) εκ του ότι για την εκτός σχεδίου και οικισμών περιοχή του Πηλίου, η οποία αποτελεί ενιαίο χώρο με τους οικισμούς, το άρθρο 8 παρ. 1 του πδ της 11.6-4.7.1980 παραπέμπει στο άρθρο 10 του πδ της 6.10.1978 περί εκτός σχεδίου δομήσεως (Δ΄ 538), όπως είχε αρχικά, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται μόνο μία οικοδομή κατοικίας ανά γήπεδο εκτός σχεδίου, όπως κρίθηκε με την απόφαση ΣτΕ 2887/2014 7μ. επί συναφούς υποθέσεως που εκδικάσθηκε κατά την ίδια δικάσιμο και β) εκ του ότι για το Πήλιο καθιερώθηκε σταδιακά, από το 1977 και εφ΄ εξής, ανώτατο όριο συνολικής καλύψεως κύριων και βοηθητικών κτισμάτων ανά οικόπεδο [ανώτατο όριο «εκμεταλλεύσεως»], μικρού σχετικά ύψους, το οποίο προϋποθέτει και συνεπάγεται την ανέγερση μίας κύριας οικοδομής και των τυχόν βοηθητικών κτισμάτων αυτής και όχι «συγκροτημάτων» περισσότερων κατοικιών.

Ειδικότερα έκρινε το Δικαστήριο ότι με το άρθρο 1 παρ. 2 του ως άνω πδ της 10.3-1.4.1977 ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες με το δ/γμα αυτό παραδοσιακούς οικισμούς η καλυπτόμενη επιφάνεια δεν δύναται να υπερβεί τα 200 τ.μ. και η συνολική καλυπτόμενη επιφάνεια ορόφων ανά οικόπεδο τα 300 τ.μ. Στη συνέχεια, με το άρθρο 9 παρ. 4 του πδ της 24.4-3.5.1985 (Δ΄ 181) ορίσθηκε ότι στους χαρακτηρισθέντες παραδοσιακούς οικισμούς με το πδ της 19.10-13.11.1978 (το οποίο εφαρμόζεται και για τον οικισμό Μουρεσίου), εφαρμόζονται οι καθοριζόμενοι στην παρ. 2 του άρθρου 5 αυτού (δ/τος 1985) όροι δομήσεως, μεταξύ των οποίων και ανώτατο όριο συνολικής καλύψεως ορόφων κύριων και βοηθητικών κτιρίων ανά ιδιοκτησία ανερχόμενο σε 300 τ.μ. (ήτοι 260 τ.μ. για κύριους και 60 τ.μ. για βοηθητικούς χώρους), το οποίο στη συνέχεια, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άνω άρθρου 5 με το άρθ. 1 παρ. 2β΄ του πδ της 14-23.2.1987 (Δ΄ 133), ορίσθηκε σε 400 τ.μ. συνολικά, δηλ. για κύρια και βοηθητικά κτίσματα.

Εξ άλλου τα ανωτέρω διαδοχικώς ισχύσαντα ανώτατα όρια εκμεταλλεύσεως οικοπέδων, ανεξαρτήτως ποσοστού καλύψεως και συντελεστή δομήσεως, ανταποκρίνονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε πραγματική κατάσταση επικρατούσα στους παραδοσιακούς οικισμούς του Πηλίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των οικείων συλλογικών γνωμοδοτικών οργάνων του Υπουργείου ΠΕΧΩΔΕ, οι οποίες ερείδονται σε συστηματικές μελέτες «αναγνώρισης της πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας» των οικισμών [4]. Για τον λόγο αυτό, τα εν λόγω θεσμικά συλλογικά όργανα πρότειναν παγίως τη ρητή καθιέρωση ανωτάτου ορίου συνολικής καλύψεως 400-450 τ.μ. για χρήση κατοικίας ανά οικόπεδο [5] σχετική διάταξη όμως δεν περιελήφθη στο κείμενο πδ/τος, ενδεχομένως λόγω αντιδράσεων τοπικών παραγόντων.

Και ναι μεν, όπως αναφέρεται στην απόφαση, το άρθρο 2 παρ. 3 του πδ της 11.6-4.7.1980 προβλέπει διάσπαση της οικοδομής, όταν η κάλυψη υπερβαίνει τα 150 τ.μ., εξ αυτού όμως δεν συνάγεται ότι το δ/γμα αυτό επιτρέπει την κατασκευή περισσοτέρων αυτοτελών κατοικιών στο ίδιο οικόπεδο (συγκροτημάτων κατοικιών), διότι ερμηνευομένη στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος προστασίας των οικισμών του Πηλίου, που εισάγεται με το πλέγμα των προαναφερομένων νομοθετημάτων, αφορά προδήλως τη διάσπαση του όγκου μίας αυτοτελούς οικοδομής κατοικίας, η ανέγερση της οποίας επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις και όχι την ανέγερση περισσοτέρων αυτοτελών κατοικιών. Τέλος, το γεγονός ότι με το πδ της 11.6-4.7.1980 δεν καθιερώθηκε ρητώς ανώτατο όριο εκμεταλλεύσεως οικοπέδων, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των οικείων συλλογικών οργάνων, δεν ασκεί επιρροή, προεχόντως διότι ανώτατο όριο εκμεταλλεύσεως επεβλήθη με το πδ της 24.4-3.5.1985.

Δέχθηκε ακόμα το Δικαστήριο ότι με τα διατάγματα που εκδίδονται βάσει του άρθρου 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973 (νδ 7/1973) και του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 622/1977, όπως τα πδ/γματα της 19.10-13.11.1978, της 24.4-3.5.1985 και της 11.6-4.7.1980, μπορούν να επιβάλλονται όροι και περιορισμοί δομήσεως και να καθορίζονται χρήσεις των ακινήτων, διαφορετικοί από αυτούς που προβλέπει ο ΓΟΚ, σε οικισμούς ή τμήματα οικισμών που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακοί. Οι επιβαλλόμενοι αυτοί ειδικοί όροι και περιορισμοί δόμησης καθώς και οι χρήσεις πρέπει να τελούν σε άμεση συνάρτηση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και τη διατήρηση και ανάδειξη του ιδιαιτέρου πολεοδομικού, αισθητικού, ιστορικού, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των παραδοσιακών οικισμών και να δικαιολογούνται ως προς την αναγκαιότητα επιβολής τους για την προστασία του χαρακτήρα αυτού, με συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να προκύπτουν από τα στοιχεία, στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση του οικείου διατάγματος. [6]

Εν προκειμένω, όπως αναφέρει η απόφαση, η επίμαχη αναστολή εκδόσεως αδειών για την ανέγερση «συγκροτημάτων κατοικιών» εντός των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου, αποβλέπει στην προστασία της παραδοσιακής μορφής των οικισμών αυτών και στην αποτροπή της υποβάθμισής τους με την εισαγωγή μορφής δομήσεως, που είναι ξένη προς τα τοπικά παραδοσιακά πρότυπα και αλλοιώνει τον χαρακτήρα της προστατευομένης περιοχής. Εν όψει τούτων η επίμαχη αναστολή συνάδει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με τις επιταγές του άρθρου 24 του Συντάγματος, παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την εξυπηρέτηση του επιδιωκομένου σκοπού και δεν περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία και την οικονομική ελευθερία, διότι δεν καθιστά αδόμητα τα οικόπεδα εντός των οικισμών, αλλ΄ επιτρέπει τη λελογισμένη εκμετάλλευσή τους βάσει κανόνων και προτύπων που ίσχυαν ανέκαθεν στην προστατευόμενη περιοχή. Επομένως, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 17 του Συντάγματος περί προστασίας της ιδιοκτησίας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η οποία κυρώθηκε με το νδ 53/1974 (Α΄ 256), ούτε παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας [7].

Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η επιβληθείσα με την προσβαλλομένη κανονιστική απόφαση αναστολή εκδόσεως αδειών ανέγερσης συγκροτημάτων κατοικιών εντός των παραδοσιακών οικισμών του Πηλίου είναι νόμιμη και δεν αντίκειται σε καμία διάταξη υπέρτερης τυπικής ισχύος, αντιστοιχεί δε μάλιστα προς τους πάγιους κανόνες του καθεστώτος προστασίας του Πηλίου. Ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλονταν τ΄ αντίθετα, απερρίφθησαν ως αβάσιμοι.



πηγή: http://dasarxeio.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου