Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Να καεί η δασική μας νομοθεσία;


Δασική οδοποιία στον Λαϊλιά Σερρών, 1950
(από το αρχείο του συγγραφέα).
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
(Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου)

   
Είναι ν’ αναρωτιέται κανείς πόσο διαχρονικά −και καταπώς φαίνεται, ανυπέρβλητα!− φαντάζουν κάποια ζητήματα που απασχολούν τη λειτουργία ενός αντικειμένου τόσο σημαντικού για την κοινωνία, όπως είναι του δασικού. Ενός αντικειμένου αγνοημένου από την ίδια αυτή κοινωνία που την αφορά, το οποίο ανασύρεται με κάποια αφορμή και χρησιμοποιείται −στις περισσότερες των περιπτώσεων− για λόγους προσωπικούς, επαγγελματικούς, πολιτικούς κ.λπ. Ο προκείμενος συλλογισμός προέκυψε από το πλήθος των αναφορών που τον τελευταίο καιρό είδαν το φως της δημοσιότητας για τη δασική νομοθεσία, ως προς το τι εν κατακλείδει επιδιώκεται και τι πρέπει να ισχύσει για την προστασία και τη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, αναφορές που, κατά το μάλλον ή ήττον, εκφράστηκαν και παλαιότερα, κατά το σχολιασμό δασικών νόμων, οι οποίοι, σε κάποιες περιπτώσεις, επικρίθηκαν σφόδρα, παρόλα αυτά όμως παρέμειναν κι εφαρμόζονται επί πολλά-πολλά έτη, συνιστώντας τον κορμό της δασικής νομοθεσίας −όπως ο νόμος 998/1979.
    Ανατρέχουμε στο παρελθόν, κάνοντας τη διασύνδεση με το παρόν, για να δείξουμε −σε σχέση με τη διαχρονικότητα των ζητημάτων που αναφέραμε− ότι η κατάσταση, αν κι έχει μεταβληθεί σημαντικά, εντούτοις παραμένουν ουσιαστικά ζητήματα ν’ απασχολούν το δασικό χώρο, τα ίδια με παλιά. Αυτά τα ζητήματα επανέρχονται, όπως προκύπτει από τις αναφορές σήμερα. Κι επειδή, η κάθε νομοθεσία μπορεί να λύσει ζητήματα ή να δημιουργήσει νέα (!), η δασική εν προκειμένω στοχοποιείται σε σχέση με την αντιμετώπιση του δασικού προβλήματος. Ως βάση αναφοράς με το παρελθόν λαμβάνεται ένα «αιρετικό» κείμενο του 1960, με τον αιχμηρό τίτλο «Να καεί η δασική μας νομοθεσία…», του δασολόγου Αναστάσιου Στεφάνου, το οποίο δημοσιεύτηκε στα «Δασικά Χρονικά» (Φεβρουάριος 1960, τεύχος 16ο).
 
 
Δασική οδοποιία στον Λαϊλιά Σερρών, 1950 (από το αρχείο του συγγραφέα).
  
Να ληφθεί υπόψη, ως προς τη σημασία −ή την αξία, αν θέλετε− του παραπάνω κειμένου, ότι δημοσιεύθηκε σε καιρούς που το «απαγορεύομεν» ή το «επιτρέπομεν» του δασικού υπαλλήλου στον ελληνικό λαό, που, όπως θα δούμε παρακάτω, καυτηριάζει ο Στεφάνου, ίσχυε και για τον ίδιο τον δασικό υπάλληλο στα πλαίσια τη διοίκησης, αφού η αυστηρότητά της ήταν χαρακτηριστική, γεγονός που αναδεικνύει το κείμενο και για την τολμηρότητά του ως πράξη, πέραν των τολμηρών θέσεων (σε σχέση με την κρατούσα κατάσταση) που διατυπώνονται σε αυτό. Και, ως προς τούτο, διακρίνουμε μια στάση στον Στεφάνου, αντιπαράθεσής του με το διοικητικό κατεστημένο της εποχής του. Ακόμη, για τη ορθή εκτίμηση του κειμένου, πρέπει να λάβουμε υπόψη την πάγια θέση του Στεφάνου, ότι η δασική πολιτική της χώρας διαμορφώνεται από τη σωστή Διοίκηση σε συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του λαού και τη δασολογική επιστήμη, και δεν διαμορφώνεται από άλλα κέντρα εξουσιών και κυρίως από το πανεπιστημιακό κατεστημένο (βλέπε: Πέτρος Κοντός), προς το οποίο αντιτάχθηκε, ιδίως όταν αυτό είχε τον κυρίαρχο ρόλο την εποχή του Μεταξά. Το πανεπιστήμιο οφείλει να συνεισφέρει στα ζητήματα δασικής πολιτικής κατά το μέρος που αφορά την επιστήμη και μόνον.
    Πρέπει ακόμη να επισημάνουμε, σε σχέση με τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του λειτουργείν του Στεφάνου, ότι πίστευε στη δύναμη και τις δυνατότητες του δασικού κλάδου, ο οποίος, όπως έλεγε, μπορούσε να πείσει για την εφαρμογή μιας σωστής κι ολοκληρωμένης δασικής πολιτικής, αρκεί να έχει πρόταση ως προς αυτό και την κατάλληλη πολιτική προώθησής της. Αναφέρουμε το εξής περιστατικό, με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον Στεφάνου, για να δείξουμε πώς στην πράξη τούτα τα εννοούσε: Το Φλεβάρη του 1936, επισκέφτηκε τον Υπουργό Γεωργίας Αντώνιο Μπενάκη ο Ευρυτάνας πολιτικός (πρώην πρωθυπουργός) Γεώργιος Καφαντάρης, μαζί με τον β΄ αντιπρόεδρο της βουλής (προσκείμενο πολιτικά στον Καφαντάρη) Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, για να διαμαρτυρηθούν για τον αυστηρό αναγκαστικό νόμο που απαγόρευε στις αίγες να βόσκουν στα ελατοδάση της χώρας (στον Καφαντάρη είχαν καταφύγει οι Ευρυτάνες ψηφοφόροι, που τους έθιγε το μέτρο της απαγόρευσης). Ο προικισμένος με το χάρισμα της ευγλωττίας Καφαντάρης κόντεψε να πείσει τον Μπενάκη για τη χρησιμότητα της βοσκής της αίγας στα ελατοδάση της χώρας και για το μέγα λάθος που με το συγκεκριμένο νομοθέτημα διεπράχθη, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα του τύπου: «Εκεί που βόσκουν τα γίδια κ. Υπουργέ, τα έλατα είναι σα νυφάδες…, είναι τουφωτά και περιποιημένα…, τα γίδια χαϊδεύουν τα έλατα…, ο εισηγητής σας (σημ.: ο Αναστάσιος Στεφάνου) κατάγεται ίσως από πεδινές περιοχές και δεν ξεύρει καλά το ζήτημα… κ.ά.» Ο Μπενάκης κάλεσε τότε τον εισηγητή του, τον Στεφάνου, κι αναρωτήθηκε μήπως είχαν κάνει λάθος με τη νομοθέτηση τόσο αυστηρών μέτρων κατά των αιγών, ζητώντας να επανεξεταστεί το ζήτημα. Τον πήρε τότε ο Στεφάνου κι ανέβηκαν στην Πάρνηθα, σε μια περιοχή που βόσκονταν. Του υπέδειξε δύο έλατα που είχε επισημάνει, το ένα ύψους δύο μέτρων περίπου και διαμέτρου βάσης οκτώ εκατοστών, απ’ εκείνα τα τουφωτά και περιποιημένα που έλεγε ο Καφαντάρης, που είχε αναπτυχθεί σε ελεύθερο χώρο και το είχε «βασανίσει» η αιγοβοσκή, και το άλλο ύψους οκτώ μέτρων και διαμέτρου βάσης είκοσι εκατοστών, το οποίο προστατευόταν από πυκνή συστάδα κέδρων και δεν είχε υποφέρει από την αιγοβοσκή. Έβαλε τον δασοφύλακα και τα έκοψε και μέτρησε μπροστά στον Υπουργό τους ετησίους δακτυλίους τους. Το ένα είχε 36 και το άλλο 38 δακτυλίους. Δηλαδή τα δένδρα είχαν περίπου την ίδια ηλικία! Είπε τότε ο Στεφάνου: «Αυτά Υπουργέ μου είναι τ’ αποτελέσματα από την κατάρα της αίγας. Το δένδρο καταπιέστηκε τόσο πολύ από το ζώο, που κατάντησε νάνος! Θέλετε να κάνουμε τη φύση μας νανώδη και καχεκτική; Θέλετε να δημιουργήσουμε ερήμους;» Ο Υπουργός σιώπησε, αναγνωρίζοντας, προφανώς, την ορθότητα των ισχυρισμών του εισηγητή του και δεν πείραξε το νομοθέτημα.
 
 
Φωτογραφία του Αναστάσιου Στεφάνου στο Μικρασιατικό μέτωπο (πηγή: ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 8 Σεπτεμβρίου 2002).
Φωτογραφία του Αναστάσιου Στεφάνου στο Μικρασιατικό
μέτωπο (πηγή: ένθετο «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας
«Καθημερινή» στις 8 Σεπτεμβρίου 2002).
 
Πριν συνεχίσουμε την αναφορά μας στη δασική νομοθεσία, σε σχέση με το δασικό ζήτημα, ας παρουσιάσουμε τον Αναστάσιο Στεφάνου, τον οποίο ελάχιστα γνωρίζουμε, αν και θα έπρεπε, καθότι αποτελεί μιαν εμβληματική προσωπικότητα του δασικού κλάδου, που προσέφερε πολλά στο δάσος και στη δασική υπηρεσία, καθώς και στην ελληνική πολιτεία, τόσο με την επιστημονική του κατάρτιση και τη διοικητική του πορεία, όσο και με τη συνδικαλιστική και πολιτική του δράση. Ο Αναστάσιος Στεφάνου γεννήθηκε το 1893 στην Κερασιά (πρώην Αρβανιτοκερασιά) της Αρκαδίας και ήταν γόνος πολυμελούς φτωχής αγροτικής οικογένειας. Πέθανε το 1984. Αποφοίτησε το 1912 από το Γυμνάσιο Τριπόλεως και την ίδια χρονιά εστάλη ως υπότροφος του ελληνικού κράτους στη Γερμανία, όπου σπούδασε στη Δασολογική Ακαδημία του Tharandt στη Σαξωνία. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αυστρία, απ’ όπου πήρε το πτυχίο της Δασολογικής Σχολής του Bruck a.d. Muhr. Επέστρεψε στην Ελλάδα κι ανέλαβε Δασάρχης Θεσσαλίας, με καθήκοντα τη διαχείριση για πρώτη φορά των ορεινών όγκων Πίνδου, Ολύμπου, Όσσας και Πιερίων, την οποία οργάνωσε και διεύθυνε, καθώς και διευθυντής της νεοσύστατης Δασικής Σχολής Αγυιάς. Στρατεύτηκε στο Μικρασιατικό μέτωπο όπου υπηρέτησε, λόγω των σπουδών του, στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Στρατηγείου στην Προύσα, ενώ ταυτόχρονα τού ανατίθεται η φωτογράφηση του στρατιωτικού μετώπου, με διαταγή του Αρχηγείου. Το φωτογραφικό Αρχείο του Στεφάνου από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μικρασία είναι πολυτιμότατο κι ανέκδοτο. Μόνο 38 από τις φωτογραφίες του δημοσιεύτηκαν, τις οποίες παραχώρησε ο ίδιος ο Στεφάνου στον Σπύρο Μαρκεζίνη, για να τις χρησιμοποιήσει στην Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος που συνέγραφε, κι ένα άλλο μέρος του περιελήφθη στην έκδοση των «Επτά Ημερών» της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 8 Σεπτεμβρίου 2002, σε σχετικό αφιέρωμα που υπήρξε για τον Αναστάσιο Στεφάνου.
   
Μετά την αποστράτευσή του, ο Στεφάνου τοποθετείται Επιθεωρητής Δασών Πελοποννήσου και στη συνέχεια Διευθυντής της Γενικής Διοίκησης Θράκης και Ανατολικής Μακεδονίας. Το 1927, με δική του πρωτοβουλία εισάγεται από τη Γαλλία η καναδική λεύκη, την οποία προωθεί με ευρύ πρόγραμμα αναδασώσεων στις περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας. Το 1930 τοποθετείται διευθυντής της νεοσύστατης Υπηρεσίας Αναδασώσεων του Υπουργείου Γεωργίας, και προωθεί, πέραν των συνήθων αναδασώσεων, ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα δημιουργίας πάρκων, αλσών και περιαστικών δασών σε όλη τη χώρα, ιδία όμως στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Τη διετία 1937-1940 αναλαμβάνει προϊστάμενος των παραγωγικών έργων Μακεδονίας. Το 1950 πολιτεύεται ανεπιτυχώς με το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου στο νομό Ροδόπης, ενώ τον ίδιο χρόνο αναλαμβάνει Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γεωργίας. Το 1951-1952 εκλέγεται βουλευτής Ροδόπης-Ξάνθης με την ΕΠΕΚ. Το 1959 ιδρύει την Ομοσπονδία Δασοπόνων Ελλάδας και εκδίδει το −ιστορικά πια− περιοδικό «Δασικά Χρονικά», το οποίο διευθύνει επί σειρά ετών. Συντελεί στην επαναδημιουργία του καταστραφέντος αρχαίου δρυμού της Σκιρίτιδος στον τόπο καταγωγής του, σε έκταση 50.000 στρ. περίπου, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα τεχνητώς δημιουργημένα δάση στην Ευρώπη. Εξέδωσε περισσότερες από 300 μελέτες δασικού χαρακτήρα κι αρκετές ιστορικού χαρακτήρα, ενώ συνέγραψε 8 βιβλία, τέσσερα εκ των οποίων βραβεύτηκαν από την Ακαδημία Αθηνών. Μεταξύ αυτών είναι και το μνημειώδες έργο του −δυσεύρετο πια−, άνω των 800 σελίδων βιβλίο, «Το δάσος που λαχτάριζες» (αυτοέκδοση του 1974).
 
Ανδριάντας του Αναστάσιου Στεφάνου στις Κολλίνες Αρκαδίας, μπροστά από το δάσος της Σκιρίτιδας, που δημιούργησε. Προτομή του βρίσκεται και στην Πάρνηθα, φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Νικόλα.
Ανδριάντας του Αναστάσιου Στεφάνου στις Κολλίνες
Αρκαδίας, μπροστά από το δάσος της Σκιρίτιδας, που
δημιούργησε. Προτομή του βρίσκεται και στην Πάρνηθα,
φιλοτεχνημένη από τον γλύπτη Νικόλα.
 
Πηγαίνοντας στο κείμενο του Στεφάνου για τη δασική νομοθεσία στα «Δασικά Χρονικά», το οποίο είναι εκτενέστατο, στεκόμαστε σε αποσπάσματά του, τα οποία έχουν ανταπόκριση σήμερα κι αναδεικνύουν τη θεώρησή μας για τη διαχρονικότητα ύπαρξης των δασικών ζητημάτων, τα οποία ανακυκλώνονται στη δασική νομοθεσία χωρίς να επιλύονται. Λέγει ο Στεφάνου: «Άμα η Πολιτεία δεν κατόρθωσε, εκατόν τριάντα χρόνια τώρα, να βάλει στην ψυχή του Λαού το δάσος, είναι πλάνη να πιστεύει ότι θα το επιτύχει στην εποχή των Σπούντικ και των Λούνικ, με την ίδια τακτική που ακολουθάει! Η Πολιτεία ως σήμερα, με το συνεχές “απαγορεύομεν”, τις δίκες και τα πρωτόκολλα, κράτησε τον άνθρωπο μακρυά από το δάσος. Δεν έσκυψε να ιδεί τις ανάγκες του, να τον ρωτήσει πώς τα περνάει με τόσες στερήσεις επάνω στο βουνό. Και ο άνθρωπος έβγαλε τα συμπεράσματά του, είπε: “Να ξεχερσώσω μοναχός μου λίγο τόπο, να κόψω μοναχός μου λίγα ξύλα και αφού το Κράτος δε με ρώτησε ποτέ, τι τρώω εδώ στην ερημιά και όχι μόνον αυτό, αλλά με πάει κάθε λίγο και τόσο στα δικαστήρια, θα κάψω κι εγώ το δάσος για να το εκδικηθώ…” Είπε και τώκαμε. Διακόσιες χιλιάδες στρέμματα δάσους καίγονται κάθε χρόνο στη χώρα μας (σημ.: πού σήμερα, που καίγονται κατά μέσο όρο 500.000 στρ. κάθε χρόνο!) γιατί δεν κατορθώσαμε  ακόμα να συμφιλιώσουμε το λαό με το δάσος! Γιατί, με τη σφαλερή βάση της δασικής μας πολιτικής, τοποθετείται ο Άνθρωπος στον εξωτερικό περίγυρο του δάσους».
    Λέγει στη συνέχεια: «Στην εποχή λοιπόν του διαστήματος και του αυτοματισμού, η δασική μας υπηρεσία προχωρεί με τη γοργότητα της γκαμήλας και του αραμπά! Από της εποχής του Όθωνος, 1836, ως τα 1920 περίπου, την πορεία των δασικών μας πραγμάτων νομοθετικώς ερρύθμιζαν τα τέσσαρα νομοθετικά διατάγματα των Βαυαρών. Και όμως, τα κατηγορούμενα πολλάκις και υπό των δασικών τέσσαρα νομοθετικά διατάγματα της Οθωνικής περιόδου του 1836, διήποντο από εσωτερικήν ενότητα, είχον γραμμήν επιστημονικήν και γραμμήν πολιτικήν, διά τούτο δε και δεν εκλονίσθησαν επί μιαν ολόκληρον εκατονταετίαν, διά να αντικατασταθούν τέλος κατά την τελευταίαν τριακονταετίαν από σωρείαν νέων ετεροκλήτων διατάξεων και συρραφών άλλων και να δημιουργθεί το σημερινόν ασυγχρόνιστον και δυσνόητον μωσαϊκόν (σημ.: μήπως τούτα θυμίζουν την αντιμετώπιση του νόμου 998/1979;). Και τούτο διότι οι σκοποί της δασικής πολιτικής και η έκφρασις τούτων εν τη Δασική Νομοθεσία σχεδιάζεται ως επί το πολύ από δύο ή τρεις παράγοντες του Υπουργείου εν κλειστώ και παραβύστω, ερήμην όλων των άλλων ενδιαφερομένων διά το δάσος τάξεων, ορεινού πληθυσμού, δασοπαραγωγών, δασικών συνεταιρισμών, δασοκτημόνων κ.λπ. Έτσι καταλήξαμε σήμερα εις μίαν δαιδαλώδη, τραγελαφικήν και εν πολλοίς τυραννικήν Δασικήν Νομοθεσίαν, εξ επτακοσίων σελίδων (σημ.: σήμερα αυτή ξεπερνά τις 2.000 σελίδες!), την οποίαν ουδείς δύναται να ερμηνεύσει και ουδείς δύναται να παρακολουθήσει… Η κείμενη Δασική μας Νομοθεσία, ενώ κατά κόρον ομιλεί περί προστασίας και διατηρήσεως του δάσους, σπανίως ενθυμείται τον παράγοντα άνθρωπον, ο οποίος όμως διά την αμνημοσύνην αυτήν των συντακτών της, λεηλατεί και καταστρέφει τα δάση!»

 
Στύλοι ΔΕΗ στην Πίνδο, 1960 (από το αρχείο του συγγραφέα).
Στύλοι ΔΕΗ στην Πίνδο, 1960
(από το αρχείο του συγγραφέα).
 
 
Προτείνει λοιπόν: «Επιβάλλεται, κατά πρώτον, να καεί πάραυτα η ισχύουσα Δασική Νομοθεσία των 700 σελίδων και εκ της τέφρας αυτής να αναπηδήσει η νέα Δασική Νομοθεσία, ολιγοσέλιδος, γραμμένη εις γλώσσαν απλοελληνικήν, καταληπτήν και από τους απλοϊκούς ανθρώπους του δάσους, συγχρονισμένη και με κεντρικόν άξονα, τον παράγοντα “Άνθρωπος” και την δημιουργίαν αγαθών σχέσεων Ανθρώπου και δάσους. Εμβαλωματική βελτίωσις επί του σκελετού της ισχυούσης Νομοθεσίας, ως πιθανολογείται, δε θα διαφέρει από χάλκινον Κολοσσόν με πόδας εξ αργίλλου! (…) Δεύτερον, οι φορείς της δασικής πολιτικής να κάμουν μίαν απότομον στροφήν 180 μοιρών διά να είναι εις θέσιν να ενστερνισθούν και υλοποιήσουν το υλικόν της νέας Νομοθεσίας. Πρέπει να αναπτυχθεί μια νέα παιδεία. Το σημείον αυτόν πιστεύομεν ότι θα παρουσιάσει και τας μεγαλυτέρας δυσχερείας διά την χώραν μας. Πώς είναι δυνατόν να εγκαταλειφθούν τόσα ιερά σύμβολα; “Παραγγέλλομεν – αναποφασίστως – Ημείς ο Δασάρχης Κ. ιδόντες… αποφασίζομεν – απαγορεύομεν εις το διηνεκές την ξύλευσιν, απαγορεύομεν την βοσκήν, την εκχέρσωσιν… και ουδέν επιτρέπομεν”».
    Διερωτάται σε σχέση με τα προηγούμενα ο Στεφάνου: «Τι επετεύχθη μέχρι σήμερον ωφέλιμον διά το Ελληνικόν Δάσος με τους 220 Δασολόγους και το λοιπόν δασικόν προσωπικόν και τη Νομοθεσίαν των 700 σελίδων; Ελύθη μέχρι σήμερον κανέν από τα βασικώτερα ζητήματα της Ελληνικής Δασοπονίας, όπως είναι το μέγα ζήτημα της καυσοξυλεύσεως, των πυρκαϊών των δασών, της οροθεσίας αυτών, της βοσκής και της ορεινής εν γένει οικονομίας, την οποίαν εις όλα τα Κράτη του κόσμου κατευθύνουν οι δασοπόνοι με συνεργασίαν και άλλων επιστημόνων;» Και συνεχίζει: «Από απόψεως Δασοπονικής εξελίξεως και προόδου η Ελλάς δεν είναι δυνατόν να συγκριθεί με καμμίαν άλλην εξελιγμένην δασικήν χώραν, ούτε καν με τας πλείστους των υπαναπτύκτων τοιούτων. Αυτός ακόμη ο πρόεδρος της Τυνισιακής Δημοκρατίας κ. Μπουργκιμπά, προ τινών ημερών, ομιλών επί της συνυπάρξεως γίδας και δάσους υπεγράμμισεν εις την ομιλίαν του ότι “οι κατσίκες κατήντησαν την Ελλάδα πραγματικήν έρημον”. Το ελληνικόν δάσος εν τη ολότητί του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, διαρκώς καταρρέει και μαζί μ’ αυτό θα καταρρεύσει και η δασική υπηρεσία και ο ορεινός χώρος, αλλά και πολλαί πεδιναί περιοχαί και πολλές πόλεις, λόγω άστοχων χειρισμών, κακής δασικής πολιτικής και επεμβάσεως της πολιτικής εις θεμελιώδη ζητήματα αφορώντα αυτήν την ζωήν του Ελληνικού λαού. (…) Στην επιλογή του προσωπικού των νέων δασικών υπηρεσιών δεν χωρεί, ούτε το τετριμμένον σύστημα της αρχαιότητος, ούτε τα πολιτικά μέσα που εσκωρίασαν την Κρατικήν μηχανήν! Εδώ χρειάζεται τάξις. Κάθε άλλη ρύθμισις επιλογής προσωπικού είναι νοθεία και οδηγεί εις όλεθρον δάσους, δασικής υπηρεσίας και ορεινού πληθυσμού. Αν αυτοί δεν είναι κατάλληλοι να ενστερνισθούν ολοψύχως τας νέας κατευθύνσεις της δασικής πολιτικής και δεν την κατευθύνουν με στοργήν και αγάπην και αν η νέα δασική πολιτική ευνουχισθεί από τον κομματάρχην και τον πολιτικόν, η υπόθεσις έχει χαθεί».
    Αναφέρεται κατόπιν (ο Στεφάνου) στο ουσιαστικό δασικό πρόβλημα, της μη άσκησης δασοπονίας από τους δασικούς υπαλλήλους, αλλά της απασχόλησής τους σε αλλότρια καθήκοντα: «Οι δασικοί υπάλληλοι», λέγει, «έχουσι παρεκκλίνει του προορισμού των ασχολούνται με αλλότρια καθήκοντα. Ούτοι κατατρίβονται με την έκδοσιν των αδειών υλοτομίας, με την ενέργειαν καταμετρήσεων, εξελέγξεων και την σύνταξιν απειραρίθμων πρωτοκόλλων εξελέγξεων, μακροσκελών βεβαιωτικών καταστάσεων, με ελέγχους εις τας εισόδους των πόλεων και τα εργοστάσια, με ελέγχους εις τους λιμένας και τας παραλίας, και δεν έχουσι τον καιρόν να ασχοληθώσι με το δάσος και με την διαχείρισίν του, αφού επισκέπτονται τούτο εν βία και μόνον διά την ενέργειαν των απαιτουμένων σχολαστικών διατυπώσεων (σημ.: σκεφτείτε ότι εργασίες τέτοιες που αναφέρονται, σήμερα θεωρούνται αυτονόητες για τους δασικούς υπαλλήλους, ενώ τότε επιδιώκονταν οι δασικοί ν’ απαλλαχθούν από αυτές, για ν’ ασχοληθούν με την ενεργό δασοπονία!) (…) Παρά τας εξαντλητικάς και αναχρονιστικάς ταύτας διατυπώσεις των υφισταμένων διατάξεων της Νομοθεσίας, όχι μόνον η φοροδιαφυγή δεν εξέλιπε ποτέ, αλλά ούτε και η μη υπέρβασις του λήμματος εν τη πραγματικότητι και ουχί εις τα βιβλία υλοτομιών, δεν απεφεύχθη ποτέ, αφού αύτη είναι συνέπεια των μη προβλεπομένων παρανόμων μεταφορών. (…) Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι οι δασικοί εργάζονται εκτός του δάσους (σημ.: πού σήμερα, που −κατά το πλείστον− οι δασικοί υπάλληλοι βλέπουν περισσότερο το γραφείο τους, παρά το δάσος!..), δεν προλαμβάνουν τας παρανομίας εις το δάσος, αλλά στήνουν καρτέρια εις τας εισόδους των πόλεων και τας παραλίας, εισέρχονται εις τα εργοστάσια, εις τας αυλάς, ακόμη και εις τας οικίας και επιβάλλουν κυρώσεις εκ των υστέρων, μετά την τέλεσιν δηλαδή του αδικήματος… Κανέν άλλο προϊόν πρωτογενούς παραγωγής, ουδέ αυτά ακόμη τα ψύγματα του χρυσού, δεν παρακολουθούνται μέχρι του εργαστασίου και της εστίας, όπως τα δασικά προϊόντα! Καμμιά χώρα της Ευρώπης δεν διατηρεί από πολλών δεκαετηρίδων τοιαύτας αναχρονιστικάς και αντιδασικάς διατάξεις, αι οποίαι εδημιούργησαν αγεφύρωτον χάος μεταξύ ορεινού πληθυσμού και δάσους, εις βάρος αμφοτέρων».
 
 
 
Παραγωγή στρωτήρων για σιδηρόδρομο στο δυτικό Ταΰγετο, 1938 (από το αρχείο του συγγραφέα).
Παραγωγή στρωτήρων για σιδηρόδρομο στο δυτικό
Ταΰγετο, 1938 (από το αρχείο του συγγραφέα).
 
Σχολιάζει με πίκρα, ως ένα ξέσπασμα θαρρείς: «Πρέπει επιτέλους η αδικημένη ύπαιθρος, της οποίας το κατά κεφαλήν εισόδημα κατά μήνα δεν ξεπερνά τας 85 δραχμάς, η στερημένη και του ψωμιού ακόμη, η έξω των Αθηνών, που δίνει στο Έθνος τας πρώτας δυνάμεις του, στην πολιτική, στις επιστήμες, στην εκκλησία και στη δικαιοσύνη, να τύχει κάποιας στοργής. Από τα φτωχοκάλυβα των βουνών και από τα χωράφια και τις στάνες ξεκινάνε τα ξυπόλυτα παιδιά του λαού και με ξερό ψωμί μαθαίνουν γράμματα και κυβερνούν την Ελλάδα!»
    Και καταλήγει, αφού πρώτα προτείνει −πολύ μπροστά, προφανώς, κοιτώντας− την εισαγωγή των ελευθέρων επαγγελματιών δασολόγων στις δασικές μελέτες και τις δασικές εργασίες (κάτι που έχει γίνει από ετών, πλην όμως τότε ήταν αδιανόητο): «Η ελληνική δασοπονία, πλην των παραφυάδων τας οποίας αναφέραμεν έχει εισέλθει από ετών τώρα εις τον δρόμον της στασιμότητος, και αν η κατάστασις αυτή συνεχισθεί θα καταντήσει εντός ολίγων ετών η Ελλάς, από δασοπονικής απόψεως, δευτερευούσης σημασίας χώρα, ακόμη και από πολλάς Ασιατικάς τοιαύτας. Η ελληνική δασοπονία σήμερον είναι εκτός τόπου και χρόνου. Το πρώτιστον μέλημα της Πολιτείας είναι η αναδιοργάνωσις της δασικής υπηρεσίας. Η δασική υπηρεσία θα έχει επιτελέσει έργον άξιον της πατρίδος, αν επιτύχει να διατηρήσει το εναπομείναν μικρόν ποσοστόν δασοκαλύψεως διά χώραν ορεινήν ως η Ελλάς (σημ.: παρά την απαισιοδοξία του Στεφάνου, η δασική υπηρεσία πέτυχε ως προς αυτό το στόχο της, αφού, όχι μόνο διατήρησε τη δασοκάλυψη της χώρας, αλλά την επαύξησε!), αν επιτύχει εις τον αγώνα κατά της διαβρώσεως των εδαφών (σημ.: κάτι που δε θα ισχυρόμασταν ότι το πέτυχε, αφού η μεγαλειώδης προηγούμενη προσπάθεια της δασικής υπηρεσίας, για την αντιδιαβρωτική θωράκιση της χώρας, εγκαταλείφθηκε από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα), αν κατορθώσει να ρυθμίσει επιτυχώς το μέγα θέμα της καυσοξυλέυσεως (σημ.: κάτι που το είχε κατορθωτό όσο η θέρμανση με πετρέλαιο υποκαθιστούσε τη θέρμανση με καυσόξυλα), αν κατορθώσει να ρυθμίσει το θέμα των πυρκαγιών των δασών, της αξιοποιήσεως των ορεινών βοσκοτόπων και της συγκρατήσεως του ορεινού πληθυσμού εις την πατρώαν γην (σημ.: τομείς στους οποίους η δασική πολιτική παταγωδώς απέτυχε). Πρέπει απαραιτήτως η δασική μας πολιτική να θεμελιωθεί επί ενός πλήρως μελετημένου βασικού σχεδίου οικονομικής πολιτικής του ορεινού χώρου, στηριγμένου στην επιστημονική διαχείριση των δασικών μας εδαφών. Η ταξινόμησις των εδαφών και η πλήρης εδαφοπονική ανάπτυξις θα είναι οι περαιτέρω ρεαλιστικοί σκοποί διά την σύμμετρον ανάπτυξιν δασοπονίας, γεωργίας και κτηνοτροφίας (σημ.: βλέπουμε ότι προτείνονταν τότε δράσεις που σήμερα υλοποιούνται, όπως η ταξινόμηση των εδαφών, ενώ κυριαρχούσε η αντίληψη της ολιστικής διαχείρισης των δασών, με τις χρήσεις εν αυτώ να μη συγκρούονται, αλλά να συμπλέκονται εν αρμονία −κάτι οπωσδήποτε ριζοσπαστικό για τότε, αλλά και για τώρα!)»
    Όπως ήταν φυσικό, στο αιρετικό παραπάνω κείμενο του Στεφάνου υπήρξε σφόδρα αντίδραση, κυρίως από το διοικητικό κατεστημένο της εποχής, που δε μπορούσε να δεχθεί την αλλαγή των συνθηκών που το εδραίωσε, και που οδήγησαν στη διαμόρφωση και μεγέθυνση των προβλημάτων της ελληνικής δασοπονίας. Σημειώνουμε την πιο ήπια και πεπολιτισμένη από τις αντιδράσεις που υπήρξαν, του Δασάρχη Λάρισας Βασιλείου Μπλατσούκα: «Νομίζομεν ότι η αδράνεια και η αδιαφορία των κατά καιρούς αρμοδίων, δια την κατανόησιν της επιλύσεως των προβλημάτων της ελληνικής δασοπονίας, εδημιούργησεν εις τον κ. Στεφάνου το αίσθημα της αγανακτήσεως εις βαθμόν ώστε, διά του καταχωρησθέντος εις τας στήλας του περιοδικού “Δασικά Χρονικά” άρθρου του να φθάσει μέχρι του σημείου να προτείνει το κάψιμο της ισχυούσης δασικής νομοθεσίας, και την αντικατάστασίν της δι‘ άλλης συγχρονισμένης και προοδευτικής. Προφανώς η πρότασις αυτή του κ. Στεφάνου θα είχεν ευρυτάτην απήχησιν και πολλούς εκ των αρμοδίων και μη θα επηρέασεν. Πολλούς αναγνώστας του άρθρου του κ. Στεφάνου θα επηρέασεν ο τίτλος και η τελικήν πρότασις “Να καεί η δασική νομοθεσία”, και εις αρκετούς θα εδημιουργήθη η εντύπωσις ότι κάτι σάπιο θα υπάρχει εις την προκειμένην περίπτωσιν, που θα πρέπει να εξοβελισθεί και ν’ αντικατασταθεί. Αλλά διά τους Δασολόγους και Δασοπόνους που έχουν μακροχρόνιον διακονίαν εις την Δασικήν Υπηρεσίαν, η πρότασις του κ. Στεφάνου εθεωρήθη και εχαρακτηρίσθη ως λίαν τολμηρά και επαναστατική, δυναμένη, εις περίπτωσιν υιοθετήσεώς της, να ανάγει εις αποτελέσματα όχι ευνοϊκά και ενδεικνυόμενα. (…) Η δασική μας νομοθεσία αποτελεί έργον με συμπεπυκνωμένην σοφίαν και άξιον εξάρσεως, τιμά δε τους εμπνευστάς και συντάκτας αυτού. Και ως τοιούτο κρινόμενον, δεν δύναται να θεωρηθεί σήμερον άχρηστον και απορριπτέον, ώστε να γίνει αποδεκτή η πρότασις του κ. Στεφάνου “Να καεί η δασική νομοθεσία”» («Δασικά Χρονικά», Απρίλιος-Μάιος 1960, τεύχος 18ο-19ο).
    Ο Αναστάσιος Στεφάνου δεν κάμπτεται από τις αντιδράσεις και επανέρχεται υπερασπιζόμενος τις θέσεις του, τελειώνοντας με τα λόγια του αυτά τη δημιουργηθείσα αντιπαράθεση: «Η δημοσίευσις του άρθρου μου “Να καεί η δασική μας νομοθεσία…” εξένισεν, ως ήτο επόμενον, ολίγους εκ των συναδέλφων του Κέντρου κυρίως. Όμως εγώ δεν ανέξεσα ουδεμίαν παλαιάν ή νέαν πληγήν, απλώς εξέθεσα την γνώμην μου ελευθέρως, ότι πρέπει το συντομότερον να αλλάξει η αποτυχούσα δασική μας πολιτική, αν πράγματι ενδιαφερόμεθα να σωθεί ότι απέμεινεν εισέτι από το δασικόν μας κεφάλαιον. Και αν μεν ορθώς και αληθώς ελάλησα προς τι η αναταραχή και ο ξενισμός; Αν δε μη ορθώς, είμαι πρόθυμος να δεχθώ κάθε καλόπιστον συζήτησιν αντίθετον προς τας υπ’ εμού εκτεθείσας απόψεις. (…) Διά τον δε χτυπητον τίτλον “Να καεί η δασική μας νομοθεσία…”, έπρεπε οι συνάδελφοι να χαρούν αντί να στεναχωρηθούν. Ο τίτλος αυτός, που είναι περισσότερον σχήμα λόγου, ετέθη εξεπίτηδες για να σπάσει τον πάγον της αδιαφορίας, ή αν θέλετε, να κινήσει περισσότερον το ενδιαφέρον των αρμοδίων, που συνεχώς αναβάλλουν τη λύσιν των δασικών προβλημάτων. Είναι κακόν λοιπόν το ότι ηθελήσαμεν να εφοδιάσωμεν τους ταγούς της δασικής υπηρεσίας με μίαν θρυαλλίδα; Επί πλέον δεν νομίζω ότι το να τηρούμεν πολιτικήν στρουθοκαμήλου είναι περισσότερον εποικοδομητικόν από του να λέγωμεν την αλήθειαν και προς τα άνω και προς τα κάτω. (…) Διότι η δασική νομοθεσία κατά 90% είναι έργον των δασικών, και οφείλωμεν να αποδίδομεν την πραγματικήν κατάστασιν. Οι ολίγοι λοιπόν πικραθέντες εκ της εν λόγω δημοσιεύσεώς μου συνάδελφοι, σκόπιμον θα ήτο να μη ζουν εκτός της πραγματικότητος. Καλόν θα ήτο επομένως να προσέχουν περισσότερον πάσαν υπόδειξιν προερχόμενην από ανθρώπους πονούντας το δάσος και την δασικήν υπηρεσίαν, με ειλικρινή διάθεσιν συμπαραστάσεως εις το δύσκολον πράγματι έργον των. Προ ολίγων ετών ο κλάδος εώρτασε την απολύτρωσίν του από τη δεσποτείαν της δασικής σήψεως με την κρυφήν ελπίδα ότι σύντομα θα πνεύσει ο άνεμος της αισιοδοξίας που θα χαϊδέψει το δασικό μας οικοδόμημα. Ας μη δυσκολεύομεν λοιπόν τη λεωφόρον της δασικής μας εξελίξεως, όταν γύρω μας τα πάντα κινούνται προς τα εμπρός, με στενόκαρδες και μουχλιασμένες αντιλήψεις! Ένας ζωντανός κλάδος θα δημιουργήσει μόνος του το μέλλον του…» («Δασικά Χρονικά», Απρίλιος-Μάιος 1960, τεύχος 18ο-19ο).
 
 
Ο δασοφύλακας Κορωπίου επί το έργον, 1966 (από το αρχείο του συγγραφέα)
Ο δασοφύλακας Κορωπίου επί το έργον, 1966
(από το αρχείο του συγγραφέα)
 
Να καεί η δασική μας νομοθεσία λοιπόν; Η αιχμηρή διαπίστωση του Στεφάνου κατά το παρελθόν, που αποτέλεσε αντικείμενο του παρόντος κειμένου, επανέρχεται σήμερα, εξήντα και πλέον χρόνια μετά (!), εναγωνίως πλέον διατυπωμένη, μ’ ένα ερώτημα –αυτό της αρχής της παραγράφου– αμήχανα ρητορικό. Και τούτο διότι διαπιστώνεται ότι, παρόλο που οι εποχές άλλαξαν και είναι άλλα τα ενδιαφέροντα και οι απαιτήσεις από τα δασικά οικοσυστήματα σήμερα, σε σχέση με το παρελθόν, εντούτοις κείνα τα σημαντικά για την παρελθοντική εποχή δασικά ζητήματα, που βασάνιζαν ανθρώπους απαιτητικούς του κλάδου, όπως τον Στεφάνου, εξακολουθούν να υφίστανται, μεγεθυμένα πια και διαστρεβλωμένα. Αρκεί να κοιτάξεις το κείμενο του Στεφάνου για να τα δεις. Φτάνεις έτσι σήμερα, απέλπιδα να διερωτάσαι: Εάν κάψω τη δασική νομοθεσία θα μπορέσω να φτιάξω άλλην; Έχω άραγε το όραμα για το διαφορετικό, και αν ναι, μπορώ να το υλοποιήσω; Διλήμματα σαν αυτά, των νέων καιρών, φοβικά και οπωσδήποτε στερητικά, είναι χαρακτηριστικά των αδιεξόδων, νοοτροπιών και συμπεριφορών της κοινωνίας μας, που κάμουν τον άνθρωπο μικρό του βίου του, τον κάμουν να σέρνει το πρόβλημά του και να γεμίζει με φόρτο…
     Ας σκεφτούμε μόνο ότι, σε σχέση με την κατάστασή μας τούτη, η δασική μας νομοθεσία δεν ανανεώνεται αλλά συμπληρώνεται από το 1979 και εντεύθεν, ενώ αντικείμενά της έχουν αφεθεί στη «σκόνη του παρελθόντος», όπως η διαχείριση των δασών, που ασκείται με Προεδρικό Διάταγμα του 1928 (το Π.Δ/μα της 19ης-11-1928, ΦΕΚ 252/Α΄)!..
 
 
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
(Δασολόγου-Περιβαλλοντολόγου)
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου