Η αγορά βιολογικών προϊόντων στη Γερμανία αποκτά όλο και μεγαλύτερη δυναμική. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει μια σπουδαία ευκαιρία και για το ελληνικό ελαιόλαδο. Το παράδειγμα της Λέσβου είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει η ιστοσελίδα της Deutsche Welle.
Η Λέσβος διαθέτει γύρω στα 11 εκατομ. ελαιόδενδρα και παράγει ετησίως μεταξύ 10 με 12 χιλιάδες τόνους ελαιόλαδο. Βάσει των στοιχείων του εμπορικού επιμελητηρίου της περιοχής το 30% της παραγωγής καταναλώνεται από τους ίδιους τους παραγωγούς, το 60% πωλείται χύμα και το 10% διακινείται τυποποιημένο. Αυτό σημαίνει ότι μόλις το ένα δέκατο της ετήσιας παραγωγής της Λέσβου είναι αναγνωρίσιμο στην αγορά ως προϊόν του νησιού. Με άλλα λόγια οι ελαιοπαραγωγοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία επιλέγουν τον εύκολο δρόμο της πώλησης του προϊόντος τους χύμα στις αγορές της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ο άλλος δρόμος, δηλαδή η πώληση ενός τυποποιημένου προϊόντος, θα απαιτούσε συσκευασία, έρευνα αγοράς, προώθηση και διάθεση του προϊόντος στην αγορά, διαφήμιση. Πρόκειται για διαδικασίες που κάνουν τους καλλιεργητές να διστάζουν, επειδή κατά κανόνα διαθέτουν μικρό «κλήρο». Αυτή είναι μάλλον η βασική αιτία που μόλις το 3% της ετήσιας παραγωγής της Λέσβου είναι βιολογικό λάδι, το οποίο συνήθως πωλείται τυποποιημένο.
Αντίστοιχα ζητήματα, ξεκινώντας από το παράδειγμα της Λέσβου, αποτέλεσαν πρόσφατα αντικείμενο ενός συνεδρίου του γερμανικού ιδρύματος Χανς Ζάιντελ στη Μυτιλήνη.
Μεγάλη ζήτηση για βιολογικά προϊόντα στη γερμανική αγορά
Ο συνολικός τζίρος βιολογικών προϊόντων στη Γερμανία ανερχόταν το 1994 στα 800 εκατομ. ευρώ, ενώ πέρυσι κυμάνθηκε στα 7 δισ. ευρώ. Ειδικοί του κλάδου εκτιμούν ότι τα επόμενα χρόνια ο αριθμός αυτός θα τριπλασιασθεί. Με άλλα λόγια, οι ευκαιρίες για τη διοχέτευση ελληνικών προϊόντων από βιοκαλλιέργειες στη γερμανική αγορά είναι ρεαλιστικές. Αυτός είναι και λόγος που η Κατερίνα Κουρουνάκου από τον Οργανισμό Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων ΔΗΩ εκφράζεται με σιγουριά: «Tο βιολογικό λάδι μπορεί να αντέξει στην κρίση και είναι η μοναδική απάντηση»
Όπως επισήμανε ο Έριχ Μάργκραντερ, αρχισυντάκτης του περιοδικού Biopress, υπάρχει ένας βασικός κανόνας που θα πρέπει να προσέξει ο καθένας που διαθέτει βιολογικά προϊόντα στην αγορά: «Θα πρέπει να παρουσιάσει το σήμα αλλά και την ιστορία του προϊόντος. Και στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο αυτή της Λέσβου. Η ιστορία του νησιού θα να είναι απλώς ένα είδος "σκεπής" για το μάρκετινγκ. Αυτό που θα πρέπει να προβάλλεται είναι η ιστορία του παραγωγού και του ελαιώνα του, δηλαδή ποιος παράγει και από ποια ελαιόδενδρα το συγκεκριμένο λάδι. Αυτού του είδους τη διαφάνεια βλέπουν με καλό μάτι οι καταναλωτές στη Γερμανία».
Εάν η ποιότητα ενός προϊόντος είναι υψηλή και αν πεισθούν οι καταναλωτές για τους λόγους που καθιστούν ένα προϊόν ακριβότερο, τότε, υποστηρίζει ο Έριχ Μάργκραντερ, είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν την τιμή του. Αν πχ. έχουν την ενημέρωση ότι, εκτός από το ότι η Λέσβος είναι αναγνωρισμένη ως «γεωπάρκο» της UNESCO, το υψηλότερο κόστος σχετίζεται με το γεγονός ότι οι ελαιώνες βρίσκονται, σε μεγάλο ποσοστό, σε ορεινές περιοχές, όπου το μάζεμα της ελιάς γίνεται με παραδοσιακό τρόπο επειδή δεν μπορεί να γίνει με μηχανές.
Η βιοκαλλιέργεια στηρίζεται από την ΕΕ
Όλα αυτά απαιτούν βέβαια από τον καλλιεργητή που θέλει να προσανατολιστεί προς τις βιοκαλλιέργειες να αλλάξει συνήθειες και πρακτικές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα πρέπει να καταβάλει αυτές τις προσπάθειες μόνος του χωρίς βοήθεια. Ο Γιώργος Πλακoτάρης, προϊστάμενος στην υπηρεσία που χειρίζεται τα προγράμματα ΕΣΠΑ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου λέει: «Στην καλλιέργεια χρηματοδοτούμε τον παραγωγό ώστε να μπορεί να ταξιδέψει για να δει πως γίνεται η παραγωγή του λαδιού σε ένα βιολογικό αγρόκτημα. Αυτή είναι η μία ενότητα, να φέρουμε εμπειρίες, να φέρουμε αγρότες σε άλλα κτήματα. Η δεύτερη είναι τα ερευνητικά προγράμματα με το πανεπιστήμιο. Και το τρίτο είναι οι επενδύσεις στο χωράφι ώστε να γίνουν περισσότερα και πιο παραγωγικά τα κτήματα των βιολογικών καλλιεργειών».
Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετέχουν στην προσπάθεια αυτή αλλαγής προσανατολισμού είναι οι καλλιεργητές της μη κυβερνητικής οργάνωσης «Συν τοις άλλοις» από το Γέρας της Λέσβου. Οι πολυετείς κοινές προσπάθειες είχαν ως αποτέλεσμα να φτάσουν σήμερα στο σημείο να διαθέτουν πιστοποιημένα από βιολογικούς οργανισμούς τυποποιημένα λάδια και ελιές, να επισκέπτονται εκθέσεις, να έχουν συνάψει σχέσεις με το εμπόριο και να έχουν σχεδόν έτοιμη τη δική τους ιστοσελίδα.
Ο διευθυντής του «Συν τοις άλλοις» Στρατής Κουτηρής ανέφερε: «Αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο έχοντας ως σκοπό τα έξοδα που θα προκύψουν να επιστραφούν στον τόπο αλλά και να δώσουμε ένα καλό παράδειγμα συνεργασίας και εξασφάλισης της ποιότητας. Ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στην αρχή και ότι μας περιμένει πάρα πολύ δουλειά. Παρ΄ όλα αυτά νομίζω ότι αυτό το τόλμημα έχει την αξία και σημασία του, διότι σε αλλάζει και σαν άνθρωπο ότι αφορά τον κοινωνικό σου ρόλο».
πηγή: http://www.paseges.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου