Είναι αρκετά δύσκολο το εγχείρημα να βρει και να δώσει διαστάσεις κανείς για το τοπίο. Το τοπίο, που αν το θέταμε σε μια κοινωνική διαβούλευση το τι είναι και τι σημαίνει θα συγκεντρώναμε τόσους διαφορετικούς ορισμούς και παραδοχές όσες θα ήταν και οι απαντήσεις που θα παίρναμε. Ο λόγος είναι απλός. Και είναι απλός, γιατί τοπίο σημαίνει και ερμηνεύεται από τον καθένα από μας σύμφωνα με την ηλικία του, τη μόρφωσή του, τις εμπειρίες του, τον ψυχισμό του, τη στιγμιαία διάθεσή του, την εποχικότητα, την ώρα της ημέρας ή νύχτας, τη θέση που βρίσκεται, την αισθητική του, τη φόρμα του, ενώ συχνά υποκρύπτεται στον ορισμό και κάποια ιδιοτέλεια. Ιδιοτέλεια που τελευταία μαστίζει τη χώρα μας στην εκτίμηση και αποδοχή των τοπίων με την έκφραση απαξίωσης «έλα καημένε.. ένας ξερότοπος ή ξεροβούνι είναι το τοπίο αυτό»!
Μέσα λοιπόν από αυτόν τον κυκεώνα των προϋποθέσεων που διαπλέκουν τον ορισμό του τοπίου θα επιχειρήσουμε να βρούμε έναν κοινό τόπο «αντικειμενοστραφούς» -όπως θα το παραφράζαμε πληροφορικά- αποδοχής για μια διαστασιολόγηση–μέτρηση και εκτίμηση του Τοπίου επιχειρώντας έτσι την ακτινογράφησή του. Η προσπάθειά μας αυτή αποσκοπεί στο να δούμε τι «μέλλει γενέσθαι» στο ελληνικό άμοιρο τοπίο από τα αναμενόμενα και πολλά υποσχόμενα ενεργειακά και αναπτυξιακά προγράμματα της θρυλούμενης «Πράσινης ανάπτυξης».
Όταν λέμε λοιπόν ότι ένα τοπίο στην εκτίμησή μας φαίνεται ότι είναι ωραίο, κοινό ή άσχημο, διακρίνουμε εδώ τον υποκειμενικό ανθρώπινο παράγοντα που σαφώς και δεν θα πρέπει να αγνοείται. Εντούτοις όμως διαχρονικές επιστημονικές προσεγγίσεις εντόπισαν μερικά στοιχεία που να οδηγούν σε τεχνικές εκτίμησης της ποιότητας του τοπίου. Η προσπάθεια από όλους τους ερευνητές μέχρι τώρα καταβλήθηκε στον εντοπισμό και προσδιορισμό στοιχείων ή μεταβλητών του τοπίου που να είναι κοινά, αναγνωρίσιμα και αποδεκτά σε όλους τους τύπους και κατηγορίες των τοπίων. Στο ΕΜΠ σε μια διατμηματική ερευνητική προσπάθεια για την αντικειμενική εκτίμηση της ποιότητας του τοπίου αναπτύχθηκε ένα λογισμικό όργανο που ονομάστηκε Scapeviewer και απομένει τώρα να δοκιμαστεί σε εφαρμογές εκτίμησης των τοπίων.
Ένα λοιπόν πρώτο βήμα στη δική μας παρούσα προσπάθεια ακτινοσκόπησης του τοπίου θα ήταν να επιχειρήσουμε μια πρώτη κατηγοριοποίηση στους τύπους των τοπίων που συναντάμε στον πλανήτη μας. Βασικό κριτήριο για την κατάταξή μας θα θεωρήσουμε το βαθμό και την ένταση της παρουσίας του ανθρώπου και των δραστηριοτήτων του στο τοπίο.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι διακρίσεις σε ωραίο τοπίο ή άσχημο τοπίο κ.λπ. είναι σαφώς ανθρώπινες επιλογές και εκτιμήσεις δεδομένου ότι η φύση δεν διακρίνει ωραίο ή άσχημο, μικρό ή μεγάλο. Εργάζεται με τους δικούς της νομοτελειακούς κανόνες και ρυθμούς και είμαστε εμείς οι άνθρωποι που δίνουμε τους χαρακτηρισμούς μας αυτούς. Έχει δειχτεί μάλιστα ότι συχνά εμείς οι άνθρωποι συμφωνούμε στο τι μπορεί να είναι το ωραίο, ενώ αναπτύσσουμε τις διαφωνίες μας στο τι είναι το άσχημο!
Αξίζει λοιπόν στην παρούσα κατάταξη να χρησιμοποιήσουμε σαν μέτρο το βαθμό και έκταση της παρουσίας των ανθρωπίνων παρεμβάσεων.
Διακρίνουμε λοιπόν με το κριτήριο αυτό τις εξής κατηγορίες τοπίων: 1. Φυσικά τοπία, δηλαδή τοπία όπου η φύση και τα στοιχεία της κυριαρχούν και επικρατούν στην όλη εκτιμώμενη επιφάνεια χωρίς την εμφανή ανθρώπινη παρέμβαση, όπως φυσικά πάρκα, δάση κ.λπ. 2. Μικτά τοπία, δηλαδή τοπία όπου φύση και ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα μόνιμη ή προσωρινή εμφανίζονται σε μια ισορροπημένη μορφή, όπως δασικά χωριά, δρόμοι σε δασικά τοπία κ.λπ. 3. Ανθρωποποίητα τοπία, δηλαδή τοπία όπου στο σύνολό τους κυριαρχούν τα ανθρωπογενή στοιχεία με το φυσικό χώρο σε περιορισμένη επιφάνεια, όπως πόλεις, οικισμοί, εργοστάσια, λιμάνια κ.λπ.
Και στις τρεις όμως ανωτέρω κατηγορίες τοπίων, η συστηματική ψυχομετρική, στατιστική και μετρική διερεύνηση διέκρινε κοινά χαρακτηριστικά που η σειρά της αναφοράς τους αποδίδεται ανάλογα με τη σημαντικότητά τους στη σύνθεση των τοπιακών χαρακτηριστικών.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία που διακρίνονται στο τοπίο είναι:
1. Η μορφή (φόρμα) και σχήμα στο Τοπίο 2. Η γραμμή 3. Το χρώμα και 4. Η υφή
Τα χαρακτηριστικά αυτά στοιχεία αναγνωρίζονται σε όλα τα τοπία, ενώ συχνά μπορεί να επικρατεί το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό στην εκτίμηση ανάλογα με τις συνθήκες εκτίμησης που επικρατούν.
Το πρώτο λοιπόν στοιχείο το σχήμα αποδίδεται με τη δισδιάστατη μορφή των τοπιακών αντικειμένων όπως παρατίθενται, ενώ η μορφή αποτελεί την τριών διαστάσεων εμφάνιση του τοπίου. Η σημαντικότητα του χαρακτηριστικού αυτού στοιχείου βρίσκεται στο γεγονός ότι επεμβάσεις ανθρώπινες και δράσεις τόσο στο σχήμα αλλά κυρίως στη μορφή ή και φόρμα αλλοιώνουν βαθύτατα και μη αναστρεπτά το τοπιακό σύνολο, ιδιαίτερα δε στα τοπία της κατηγορίας των φυσικών τοπίων. Το σχήμα επιδέχεται κάποιες βελτιωτικές παρεμβάσεις αν το μεταβάλλει η ανθρώπινη δραστηριότητα αλλά με χρονική απαίτηση και διαχειριστική δεξιότητα. Τη μορφή όμως π.χ. ενός λόφου ή ενός ορεινού όγκου από τη στιγμή που κατασκευαστεί ένας δρόμος ή λατομείο δεν είναι εύκολη η αποκατάσταση και επαναφορά στη προτεραία κατάσταση. Γι’ αυτό λοιπόν τα στοιχεία σχήματος και μορφής συνιστούν μεγάλης σπουδαιότητας τοπιακά στοιχεία και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη διαχείρισή τους.
Το δεύτερο κυρίαρχο στοιχείο στο τοπίο είναι η γραμμή. Η γραμμή ανεξάρτητα από τη διαδρομή της είναι ένα έντονο τοπιακό στοιχείο. Ιδιαίτερα τα γραμμικά εκείνα στοιχεία που δημιουργούνται στα διαχωριστικά πεδία διαφορετικών γήινων ενοτήτων όπως στις περιπτώσεις της ξηράς με τη θάλασσα ή του ουρανού με την κορυφογραμμή συνιστούν σοβαρές μεταβλητές στη διαχείριση του τοπίου και που απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των δραστηριοτήτων που θα προταθούν ή αναπτυχθούν.
Το τρίτο στοιχείο του τοπίου είναι το χρώμα. Το χρώμα συνιστά ένα στοιχείο σημαντικό στην αναγνώριση του τοπίου και το συναντάμε σε όλα τα τοπία. Τα χρώματα τα διακρίνουμε ανάλογα με το ποιά χρώματα κατά προτεραιότητα το ανθρώπινο μάτι τα αναγνωρίζει πρώτα σε θερμά (κίτρινο, κόκκινο, καφέ), κατόπιν σε ψυχρά (μπλε, πράσινο) και σε ουδέτερα (λευκό, γκρι). Έτσι άλλωστε εξηγείται και το γεγονός ότι τα σήματα της τροχαίας είναι κατεξοχήν χρώματος κίτρινου για να είναι άμεσα αναγνώσιμα από το ανθρώπινο μάτι.
Η διάκριση όμως ενός χρώματος από το άλλο γίνεται από τα χαρακτηριστικά του που είναι η απόχρωση, ο βαθμός κόρου και η φωτεινότητα. Όλα τα ανωτέρω περί χρώματος μας είναι σημαντικά ιδιαίτερα όχι τόσο κατά την εκτίμηση ενός τοπίου όσο στις περιπτώσεις εκείνες που κληθούμε να αποκαταστήσουμε ένα θιγέν ή αλλοιωμένο τοπίο και που θα πρέπει να προσεχθεί το χρώμα της επεμβάσεώς μας.
Το τέταρτο στοιχείο που διακρίνουμε σε όλα τα τοπία αλλά με μικρότερη έναντι των άλλων χαρακτηριστικών σπουδαιότητα αλλά και συχνότητα είναι η υφή του τοπίου. Είναι δε η υφή η ανάγλυφη αντίληψη των αντικειμένων και του τοπίου ως αδρομερής, ήπια, ομαλή, κ.λπ. εμφάνιση ανάλογα με το βαθμό που σκιάσεις δημιουργούνται στο τοπίο. Η υφή στο τοπίο είναι ένα πολύ δυναμικό στοιχείο που υφίσταται την επίδραση των ημερήσιων και εποχικών διακυμάνσεων του ηλιασμού αλλά και της απόστασης που κανείς παρατηρεί το τοπίο. Μπορεί δε να χαρακτηρισθεί και ως ποιοτικό τοπιακό στοιχείο.
Συνεχίζοντας την ακτινοσκόπησή μας στο τοπίο αξίζει να αναφερθούμε και σε δύο άλλες μεταβλητές που επηρεάζουν τον άνθρωπο στην τοπιακή του εκτίμηση. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι ο άνθρωπος είναι εκείνος που εκτιμά ένα τοπίο και του προσάπτει όπως προαναφέραμε τους χαρακτηρισμούς του ωραίου, του μέτριου ή του άσχημου. Για τη φύση όλα της τα τοπία είναι παιδιά της και της είναι όλα αρεστά και τα αγαπάει!
Η απόσταση λοιπόν που γίνεται η αναγνώριση ή η εκτίμηση ενός τοπίου είναι μια ακόμα σοβαρή μεταβλητή που προσμετράει στο αποτέλεσμα. Διακρίνουμε τρεις κύρια οπτικές ζώνες απόστασης. Η πρώτη είναι η κοντινή απόσταση μέχρι περίπου τα 1000 μέτρα. Στην απόσταση αυτή και τα τέσσερα προαναφερθέντα τοπιακά στοιχεία είναι αναγνωρίσιμα με την προηγούμενη ιεράρχηση σε σπουδαιότητα. Στην οπτική αυτή ζώνη η υφή είναι σαφώς ένα διακρινόμενο τοπιακό στοιχείο. Η δεύτερη οπτική ζώνη είναι η μεσαία οπτική ζώνη με απόσταση από 1000 έως 4000 μέτρα. Στη ζώνη αυτή το σχήμα και η μορφή όπως και η γραμμή είναι έντονα διακρινόμενα ενώ το χρώμα χάνει το βαθμό κόρου και κυριαρχούν η απόχρωση (τόνοι του λευκού) και η φωτεινότητα. Η υφή γίνεται πλέον μη διακρινόμενο στοιχείο. Τέλος είναι η μακρινή ζώνη με βάθος από 4000 και πάνω. Στη ζώνη αυτή επικρατούν οπτικά η μορφή σαν κυρίαρχο στοιχείο, ακολουθεί το σχήμα, ενώ η γραμμή λιγότερο. Το χρώμα και η υφή δεν μπορούν να αναγνωριστούν στην οπτική αυτή ζώνη.
Τέλος η θέση όπου βρισκόμαστε για θέαση ή εκτίμηση ενός τοπίου συμβάλλει στην οπτική αντίληψη τόσο του μεγέθους ενός τοπίου στο σύνολό του όσο και των ανθρωπίνων παρεμβάσεων που υπάρχουν σε αυτό. Μία θέση είναι η ψηλή θέση από όπου το τοπίο το εκτιμούμε με θετική οπτική γωνία και συνήθως έχουμε μια ευρύτερη απεικόνιση του πραγματικού μεγέθους και συχνά η θέση αυτή προσφέρει μια πανοραμική θέαση. Η άλλη θέση είναι η ίση δηλαδή που ο θεατής βρίσκεται στο ίδιο οπτικό επίπεδο με το τοπίο. Εδώ μας δίδεται μια ίσως πραγματική εικόνα του μεγέθους του τοπίου. Τέλος υπάρχει και η κατώτερη θέση όπου βλέπουμε το τοπίο από χαμηλότερη θέση και υπό αρνητική οπτική γωνία. Στην περίπτωση αυτή το τοπίο μάς προσφέρεται με μια παραμόρφωση των σχημάτων.
Συνοψίζοντας την προηγηθείσα ανάλυση-ακτινογραφία του τοπίου αξίζει τώρα να εστιάσουμε την προσοχή μας επιλεκτικά στις επιπτώσεις που αναμένονται να υπάρξουν στα διάφορα στοιχεία και χαρακτηριστικά των τοπίων όλων των κατηγοριών από μια γενική και μια τομεακή ανθρώπινη δραστηριότητα όπως είναι αυτή των αναπτυξιακών και των ενεργειακών παρεμβάσεων.
Στον τόπο μας η λέξη ανάπτυξη δυστυχώς είναι συνυφασμένη με την κατασκευή, την οικοδόμηση, τη βίαιη συχνά παρέμβαση στο φυσικό χώρο, αντί του σωστού όρου ανάδειξη, που σημαίνει σπουδή του περιβάλλοντος, επιλογή των κατάλληλων μεταβλητών και πόρων και αειφορική διαχείρισή τους. Οι ενεργειακές παρεμβάσεις συνιστούν ειδικές τομεακές δράσεις που εντάσσονται στο πλέγμα της αποκαλούμενης ανάπτυξης. Πεδίο εκτόνωσης των ποικίλων αναπτυξιακών παρεμβάσεων και των αντίστοιχων ενεργειακών είναι το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα το τμήμα που υφίσταται την μεγαλύτερη καταπόνηση είναι το τοπίο.
Η δυστυχία για τον τόπο μας είναι η απουσία ολοκληρωμένης σπουδής, καταγραφής, κατάταξης και αξιολόγησης της σπουδαιότητας των τοπιακών ενοτήτων. Δεν υφίσταται ένας χάρτης π.χ. με την κατάταξη των τοπίων και προπάντων με τον εντοπισμό των σπάνιων και μοναδικών τοπιακών συνόλων. Ούτε βέβαια υπάρχουν κατευθύνσεις και οδηγίες προκειμένου να ελέγχεται πριν από κάθε αναπτυξιακή ή ενεργειακή παρέμβαση στο τοπίο η φέρουσα ικανότητά του για να δεχθεί την ανθρώπινη δραστηριότητα πριν ανεπανόρθωτα πληγωθεί και απολέσει τις μοναδικές αρετές του.
Η θεσμική καθιέρωση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) μόνο επιδερμικά θίγουν το αντικείμενο που αναφέρεται στο τοπίο χωρίς εφαρμογή λόγω άγνοιας τεχνικών και μεθόδων για την εκτίμηση των επιπτώσεων των έργων και προγραμμάτων στο τοπίο.
Η απουσία δε ακόμα και σήμερα στον τόπο μας εκπαίδευσης πανεπιστημιακού επιπέδου για την έρευνα, μελέτη, διαχείριση και αποκατάσταση του τοπίου αποδεικνύει το πόσο αγνοημένο ως φυσικός και οικονομικός πόρος είναι.
Ας δούμε όμως ποιες είναι εκείνες οι επιπτώσεις και σε ποιο βαθμό αυτές αλλοιώνουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία που προαναφέραμε στο τοπίο και τι προληπτικά και απαγορευτικά μέτρα ή δράσεις προσαρμογής θα πρέπει να ληφθούν εστιάζοντας κυρίως στα ενεργειακά προγράμματα. Και όχι συλλήβδην για όλα τα ενεργειακά προγράμματα, γιατί για τα θερμικά ενεργειακά προγράμματα και έργα των λιγνιτικών εκμεταλλεύσεων οι αλλοιώσεις και καταστροφές στο τοπίο είναι και γνωστές από πολλών δεκαετιών και συνεχίζονται χωρίς τελειωμό. Θα επικεντρωθούμε στα άμεσα, τρέχοντα αναπτυξιακά ενεργειακά όπως είναι αυτά της αιολικής και ηλιακής ενέργειας αλλά και σε μερικά προγράμματα του νέου όρου fast truck!
Στις αιολικές λοιπόν ενεργειακές μονάδες ή πάρκα όπου αυτά είτε σχεδιάζονται είτε έχουν εγκατασταθεί, το τοπίο φυσικό ή μικτό είναι αυτό, όπως περιγράφτηκε παραπάνω, δέχεται μια σοβαρή και έντονη αλλοίωση σε βασικά στοιχεία που το συνθέτουν.
Επιβεβλημένη από τη φύση της λειτουργίας των αιολικών μονάδων είναι η εγκατάστασή τους σε θέσεις με τη μεγαλύτερη σε ένταση και συχνότητα πνοή των ανέμων. Έτσι oι πλέον συνήθεις θέσεις είναι οι κορυφογραμμές (υδατοκρίτες) των ορεινών συνόλων. Συνέπεια της εγκατάστασης των ανεμογεννητριών είναι η κατασκευή δικτύου δρόμων προσπέλασης στις θέσεις εγκατάστασης και υποδοχής της παραγομένης ενέργειας δηλαδή με νέες κολώνες μεταφοράς. Παρατηρούμε λοιπόν:
1. Ότι οι πυλώνες των ανεμογεννητριών αλλοιώνουν το ισχυρό στοιχείο του τοπίου δηλαδή τη γραμμή του ορίζοντα (skyline), στοιχείο που δύσκολα αποκαθίσταται ακόμα και με την επιχειρούμενη χρωματική προσαρμογή των πυλώνων αφού προβάλλονται μόνιμα στον ορίζοντα και δημιουργούνται ισχυρά στοιχεία αντίθεσης. Οι θέσεις δε αυτές των πυλώνων στη γραμμή του ορίζοντα είναι ορατές από όλες τις οπτικές αποστάσεις θέασης που αναφέραμε αλλά και από όλες τις θέσεις παρατήρησης. Συνιστούν συνεπώς μόνιμη αλλοίωση με τη φόρμα τους ενός σημαντικού στοιχείου του τοπίου. 2. Ότι οι δρόμοι προσπέλασης ιδιαίτερα στους ορεινούς όγκους που συχνά στερούνται ψηλής δενδρώδους βλαστήσεως για να απορροφήσουν την επίπτωση καταστρέφουν μόνιμα με τα πληγώματα των εκσκαφών το στοιχείο της μορφής του τοπίου δηλαδή του πλέον σημαντικού στοιχείου. Σημαντικού λόγω της αδυναμίας μας για αποκατάστασή του. Ιδιαίτερα δε στο νησιωτικό τοπίο οι δρόμοι αυτοί αλλά και οι γραμμές μεταφοράς λόγω της φρυγανώδους βλάστησης που αδυνατεί να απορροφήσει την επίπτωση αλλοιώνουν βαθειά και ανεπανόρθωτα την αισθητική αξία των τοπίων αυτών. Όπου δε έχει επιχειρηθεί η εγκατάσταση βλάστησης με τεχνητές φυτεύσεις για την αποκατάσταση, τα αποτελέσματα είναι εξίσου για το τοπίο αρνητικά δεδομένου ότι η νέα βλάστηση ουδέποτε αφομοιώνεται με τη φυσική και γίνεται χρωματικά και γραμμικά μη αποδεκτή από το τοπίο. 3. Ότι εγκαταστάσεις σε τοπία πεδινά-αγροτικά η εμφάνισή των ανεμογεννητριών μαζί με τα δίκτυα μεταφοράς μεταβάλλουν πλήρως το ήρεμο αγροτικό τοπίο με τα πολλαπλά γραμμικά σύνολα που προσθέτουν ξεπερνώντας τη φέρουσα ικανότητα του τοπίου δημιουργώντας μια οπτική σύγχυση. 4. Ότι επειδή τα δυναμικά στοιχεία στο τοπίο τα συνιστούν πέραν της χλωρίδας και η πανίδα (πτερωτή και τριχωτή) που διαβιεί σε αυτά, η παρουσία των ανεμογεννητριών με τις κινήσεις και το θόρυβο των πτερύγων απειλούν και απομακρύνουν την πτηνική πανίδα αλλά και τα άλλα είδη στερώντας έτσι την ευρύτερη περιοχή από βιολογικούς καταπολεμιστές εντόμων και επιβλαβών. Την επόμενη προς διερεύνηση κατηγορία ενεργειακών εγκαταστάσεων συνιστούν οι ηλιακές ενεργειακές μονάδες γνωστές και ως «φωτοβολταϊκά».
Τα φωτοβολταϊά επηρεάζουν και δημιουργούν επιπτώσεις στο τοπίο που ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθος της επιφάνειας εδάφους που καλύπτουν, αλλά και με την πυκνότητα και συχνότητα που εμφανίζονται ιδιαίτερα όταν εγκαθίστανται στα φυσικά τοπία. Στα μικτά και ανθρωποποίητα τοπία η επίπτωσή τους είναι ηπιότερη και υφίσταται κυρίως στα στοιχεία του τοπίου που προαναφέραμε αυτά του χρώματος και της υφής.
Στα φυσικά όμως τοπία τα φωτοβολταικά με τη γεωμετρική τους τοποθέτηση, τις περιφράξεις, αλλά και τη χρωματική τους αντίθεση και αντανάκλαση δημιουργούν διακοπή της συνοχής του τοπίου. Επηρεάζουν το στοιχείο του σχήματος στο τοπίο με τις σκληρές γεωμετρικές τους γραμμές που ακολουθούν, ενώ η ανάγκη να μη υπάρχει σκίαση στα «πανελ» συντείνουν στην αποψίλωση από βλάστηση ευρύτερων ζωνών στο τοπίο.
Σε αγροτικά δε τοπία, όπου πλέον επιτρέπεται η εγκατάσταση ακόμα και σε εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας και σε δενδροκαλλιέργειες ο κίνδυνος είναι ορατός να αλλοτριωθεί και μεταβληθεί ανεπανόρθωτα η εικόνα της ελληνικής αγροτικής υπαίθρου. Η μόνιμη χρωματική διακοπή της συνέχειας των γεωργικών καλλιεργειών όλες τις εποχές, η ανάγκη κατασκευής στεγασμένων χώρων, η εγκατάσταση ενεργειακών δικτύων μεταφοράς θα αλλοιώσουν βαθύτατα τα μέχρι πρότινος ήρεμα γεωργικά τοπία και σύνολα.
Το ερώτημα είναι πλέον προφανές. Τι μέλλει γενέσθαι; Θα πρέπει να απεμπολήσουμε την εκμετάλλευση του άφθονου για τη χώρα μας, φτηνού ενεργειακού πλούτου του αέρα και του ήλιου για την προστασία του τοπίου και μάλιστα τώρα σε εποχές οικολογικών πιέσεων για την κλιματική αλλαγή για μείωση της ρυπογόνου θερμικής ενέργειας αλλά και την οικονομική δυσπραγία που διέρχεται η χώρα;
Η απάντηση δεν είναι μαύρο ή άσπρο. Υπάρχει η χρυσή τομή στην απάντηση. Και αυτή περιλαμβάνει τις εξής στοχευμένες δράσεις: 1. Για την αποφυγή της καταστροφής και αλλοίωσης των τοπιακών συνόλων και των στοιχείων του τοπίου από ενεργειακού τύπου παρεμβάσεις θα πρέπει να προηγηθεί ο εντοπισμός και συστηματική καταγραφή και κατάταξη των τοπίων της χώρας. Σήμερα υπάρχουν αρκετή τεχνογνωσία και μέσα προς την κατεύθυνση αυτή προκειμένου να συνταχθούν και για κάθε Περιφέρεια Στρατηγικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΠΕ) για αναπτυξιακά και ενεργειακά έργα. 2. Να απαιτείται και για κάθε προτεινόμενη νέα περίπτωση εγκατάστασης ενεργειακού έργου και στα πλαίσια των υποχρεωτικών, ούτως ή άλλως, ΜΠΕ να γίνεται ανάλυση και εκτίμηση του τοπίου και διερεύνηση της φέρουσας ικανότητάς του λαμβάνοντας υπόψη και την αθροιστική από άλλες δράσεις κατάστασης του τοπίου. Αν δε το τοπίο δεν μπορεί να ανεχθεί παρεμβάσεις που να είναι ανεκτές τότε τα τοπία αυτά να προστατεύονται άμεσα και να μην επιτρέπεται καμία πλέον νέα επιβάρυνσή του. 3. Για τα τοπία και περιβάλλοντα που έχουν συμβεί αλλοιώσεις και καταστροφές από ενεργειακά έργα να γίνει άμεσα η αποκατάστασή τους μέσα από ειδικές μελέτες εφαρμογών και να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι και παρακολούθηση των έργων εκεί που έχουν εγκριθεί περιβαλλοντικοί όροι και ιδιαίτερα για τα τοπία αν εφαρμόζονται.
Κλείνοντας αυτή την ακτινοσκόπηση του τοπίου και σε σχέση με τα ενεργειακά προγράμματα και έργα απομένει να διατυπωθεί η ευχή, μήπως και στον τόπο μας όπου κυριαρχούν τα μεσογειακά νησιωτικά, παραλιακά, ορεινά, γεωλογικά και γεωμορφολογικά τοπία, σε μια χώρα που το κλίμα, η φύση, αλλά και ο πολιτισμός αρμονικά τα έφτιαξαν να μπουν σε καθεστώς ουσιαστικής προστασίας μέσα από μελέτη και καταγραφή ώστε να γίνει πραγματικότητα η ρήση του Bacon “nature should be obeyed than commanded”.
|
Τετάρτη 1 Μαΐου 2013
Ακτινογραφώντας το Τοπίο στα αναπτυξιακά και ενεργειακά προγράμματα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου