ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΚΑΛΑΒΕΣΙΟΥ: Το Ελληνικό τοπίο |
#Α. Βλαντού
Το τοπίο στην Ελλάδα έχει αναγνωριστεί ως αγαθό δημοσίου συμφέροντος, με σημαντικό ρόλο στο περιβάλλον - φυσικό και πολιτιστικό - στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου. Έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, στο βαθμό που δεν αφορά μόνο το οικοσύστημα, το σκηνικό, τις ιστορικές ή συναισθηματικές μνήμες, αλλά όλα αυτά μαζί. Το ελληνικό δίκαιο μερίμνησε έγκαιρα για την προστασία και αειφορική διαχείριση του τοπίου, όχι μόνο υπό την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για λόγους πολιτιστικούς, αισθητικής, εθνικής οικονομίας και ποιότητας της κοινωνικής ζωής. Τα θεσμικά μέτρα συμπληρώθηκαν σταδιακά, από το 1938 έως σήμερα, με την κύρωση, το 2010, της «Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου» ή «Σύμβασης της Φλωρεντίας» (στο εξής «Σύμβαση»).
Στην πράξη οι θεσμοί απαξιώθηκαν. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, ωθούμενες από τη λογική της «ανάπτυξης» αποστέρησαν το χωρικό σχεδιασμό από κάθε κριτήριο συνεκτίμησης άυλων αγαθών και άφησαν τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό ουσιαστικά μακράν από τα χωρικά δρώμενα. Θλιβερό επακόλουθο η αλλοίωση πολύτιμου πλούτου της ταυτότητας και αναγνωρισημότητας του ελληνικού χώρου. Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η αναζήτηση των αιτίων που ευθύνονται για την εγκατάλειψη του τοπίου, η αξιολόγηση των μέτρων που προωθεί σήμερα η Πολιτεία, η εκτίμηση των προοπτικών που ανοίγονται και η διατύπωση προτάσεων για την εφαρμογή ρεαλιστικής και αποτελεσματικής πολιτικής αντιμετώπισης της παθογένειας.
1.ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Για την Ελλάδα το τοπίο συνιστά αξία διαχρονική, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μοναδικότητα του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με ευεργετικές επιρροές σε κρίσιμους τομείς κοινωνικούς, οικονομικούς, αναπτυξιακούς. Ωστόσο, στο χώρο που ζούμε, η όψη του τοπίου σηματοδοτεί το πλέον εμφανές χαρακτηριστικό υποβάθμισης του περιβάλλοντος από αλόγιστες ανθρώπινες επεμβάσεις, αντίθετες με όσα η νομοθεσία προβλέπει.
Πρόσφατα η Πολιτεία ενέταξε, για πρώτη φορά, στο χωρικό σχεδιασμό την εξειδίκευση μέτρων προστασίας του τοπίου, υπό την επήρεια προφανώς κύρωσης της «Σύμβασης», έκφραση της εθελούσιας συμφωνίας των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αειφορική διαχείριση και προστασία του τοπίου στον Ευρωπαϊκό χώρο. Επιδίωξη της εισήγησης είναι η συμβολή στην αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν Πολιτεία και πολίτες να πληγώσουν το τοπίο, αγνοώντας ή αψηφώντας θεσμικές υποχρεώσεις, η αξιολόγηση των πρόσφατων βημάτων με τα οποία η Πολιτεία επιχειρεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, η εκτίμηση των νέων προοπτικών και η προσέγγιση κατάλληλων μέτρων και πολιτικών αναφοράς.
Ίσως, στις τρέχουσες συγκυρίες οικονομικής κρίσης, φαντάζει ως πολυτέλεια ένα τέτοιο εγχείρημα. Όμως η κρίση δεν είναι απλώς οικονομική. Είναι πρωτίστως κρίση πολιτισμική, κρίση αξιών. Γι'αυτό και μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης αφύπνισης από τη μακαριότητα με την οποία συνηθίσαμε να ατενίζουμε τη βάναυση προσβολή του χώρου, ως αναλώσιμου αγαθού. Να αλλάξουμε πορεία, να στραφούμε σε πολιτικές ουσιαστικές, όχι πλασματικές, ικανές να καλύπτουν την αναπτυξιακή διάσταση, χωρίς να εξοστρακίζουν αξίες και άυλα πολιτισμικά αγαθά.
2. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΣ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
2.1. Σημειολογία του τοπίου
Εννοιολογικά η προσέγγιση του τοπίου είναι ιδιαίτερα σύνθετη, πολυδιάστατη και ως εκ τούτου ασαφής. Δεν αφορά μόνο το οικοσύστημα, το σκηνικό, ή τις μνήμες και συναισθηματικές επιρροές στον άνθρωπο. Είναι συγχρόνως όλα αυτά μαζί. Χαρακτηριστικός ο καινοτόμος, συνοπτικός και περιεκτικός ορισμός της «Σύμβασης»: Τοπίο είναι η περιοχή που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ως «αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης φυσικών και /ή ανθρωπογενών παραγόντων». Συντίθεται συνεπώς από το φυσικό περιβάλλον και την επέμβαση του ανθρώπου σ'αυτό, με έντονο το στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης και υπερκεράζει τις τομεακές περιβαλλοντικές προσεγγίσεις, αποτελώντας ενοποιητικό κρίκο περιβαλλοντικών και χωρικών συνιστωσών (Μπεριάτος, 2007). Πάντα κατά τη «Σύμβαση», αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγων της ποιότητας ζωής στις αστικές περιοχές, στην ύπαιθρο, σε περιοχές υψηλής ποιότητας ή υποβαθμισμένες, ως «σημείο-κλειδί για την ατομική και κοινωνική ευημερία». Η συνθετότητα και οι πολλαπλές εκφάνσεις του χαρακτήρα του (φυσική, πολιτιστική, οικονομική, κ.λπ.), η διαχρονική εξέλιξή του συνδεδεμένη με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές μεταβολές, τις συνθήκες ζωής, τις ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες, προσδίδουν στο τοπίο τη δυναμική διεπιστημονικής θεώρησής του (Μαριά, 2009).
Ας σημειωθεί ότι, σε διεθνές επίπεδο, πριν από την κινητοποίηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το τοπίο είχε αναχθεί σε προστατευόμενο αγαθό από το 1972 έτος υπογραφής, στο πλαίσιο της UNESCO, της «Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς».
Αφορμή για την ενεργοποίηση της διεθνούς Κοινότητας στάθηκε τότε η καταστροφή που υπέστησαν οι πολιτιστικοί θησαυροί των λαών της Ευρώπης κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το επίκεντρο εστιάστηκε στα πολιτιστικά αγαθά και τα τοπία εξετάσθηκαν από την άποψη της πολιτιστικής αξίας, ως έργα ανθρώπου ή ως συνδυασμός έργων ανθρώπου και φύσης.
2.2. Το ελληνικό Δίκαιο
2.1. Σημειολογία του τοπίου
Εννοιολογικά η προσέγγιση του τοπίου είναι ιδιαίτερα σύνθετη, πολυδιάστατη και ως εκ τούτου ασαφής. Δεν αφορά μόνο το οικοσύστημα, το σκηνικό, ή τις μνήμες και συναισθηματικές επιρροές στον άνθρωπο. Είναι συγχρόνως όλα αυτά μαζί. Χαρακτηριστικός ο καινοτόμος, συνοπτικός και περιεκτικός ορισμός της «Σύμβασης»: Τοπίο είναι η περιοχή που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ως «αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης φυσικών και /ή ανθρωπογενών παραγόντων». Συντίθεται συνεπώς από το φυσικό περιβάλλον και την επέμβαση του ανθρώπου σ'αυτό, με έντονο το στοιχείο της ιστορικής εξέλιξης και υπερκεράζει τις τομεακές περιβαλλοντικές προσεγγίσεις, αποτελώντας ενοποιητικό κρίκο περιβαλλοντικών και χωρικών συνιστωσών (Μπεριάτος, 2007). Πάντα κατά τη «Σύμβαση», αναγνωρίζεται ως σημαντικός παράγων της ποιότητας ζωής στις αστικές περιοχές, στην ύπαιθρο, σε περιοχές υψηλής ποιότητας ή υποβαθμισμένες, ως «σημείο-κλειδί για την ατομική και κοινωνική ευημερία». Η συνθετότητα και οι πολλαπλές εκφάνσεις του χαρακτήρα του (φυσική, πολιτιστική, οικονομική, κ.λπ.), η διαχρονική εξέλιξή του συνδεδεμένη με τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές μεταβολές, τις συνθήκες ζωής, τις ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες, προσδίδουν στο τοπίο τη δυναμική διεπιστημονικής θεώρησής του (Μαριά, 2009).
Ας σημειωθεί ότι, σε διεθνές επίπεδο, πριν από την κινητοποίηση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το τοπίο είχε αναχθεί σε προστατευόμενο αγαθό από το 1972 έτος υπογραφής, στο πλαίσιο της UNESCO, της «Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς».
Αφορμή για την ενεργοποίηση της διεθνούς Κοινότητας στάθηκε τότε η καταστροφή που υπέστησαν οι πολιτιστικοί θησαυροί των λαών της Ευρώπης κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το επίκεντρο εστιάστηκε στα πολιτιστικά αγαθά και τα τοπία εξετάσθηκαν από την άποψη της πολιτιστικής αξίας, ως έργα ανθρώπου ή ως συνδυασμός έργων ανθρώπου και φύσης.
2.2. Το ελληνικό Δίκαιο
Ζερόμ Σφαέλλο |
Η χώρα μας κύρωσε τη «Σύμβαση» με καθυστέρηση δεκαετίας, για προφανείς λόγους παγιωμένους στην ελληνική πραγματικότητα: Έλλειψη νομικής υποχρέωσης, δεδομένου του μη δεσμευτικού χαρακτήρα της, εγγενείς διοικητικές αγκυλώσεις, γραφειοκρατικές εμπλοκές, πιέσεις ανταπόκρισης έναντι άλλων επιτακτικών αναγκών και υποχρεώσεων. Η κύρωση επισφραγίζει, μάλιστα, μια εποχή που η συνειδητοποίηση και ευαισθησία για τα προβλήματα του βιοφυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος διευρύνονται, ενώ η ανησυχία για τα μικρά ή μεγάλα περιβαλλοντικά εγκλήματα που διαπράττονται οξύνεται. Ένα νέο νομικό κείμενο προστίθεται έτσι σε όσα ήδη ρυθμίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις Πολιτείας και πολιτών έναντι της προστασίας του τοπίου.
Η ελληνική έννομη τάξη είχε από μακρόν ανταποκριθεί στην αναγκαιότητα σεβασμού της φύσης, όχι μόνον υπό την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος (πανίδα, χλωρίδα, δασική βλάστηση, γεωμορφολογικοί σχηματισμοί), αλλά και για λόγους αισθητικούς (αισθητική, ψυχική υγιεινή, απόλαυση και ανάπαυση), πολιτιστικούς, εθνικής οικονομίας (τουρισμός). Η προστασία ανάγεται τόσο σε επίπεδο Συντάγματος, όσο και κοινής νομοθεσίας, με έτος εκκίνησης το 1938 (α.ν.856). Θα ακολουθήσουν ο ν.1469/1950, που εισήγαγε την έννοια των τόπων ή έργων «χαρακτηριζομένων ως ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» (ΤΙΦΚ), και προέβλεψε γι'αυτά καθεστώς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρχαιολογικού Κώδικα (κ.ν.5351/1932). Η αρμοδιότητα χαρακτηρισμού, υπαγόμενη αρχικά στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως, μεταφέρθηκε το 1984 στο τότε ΥΠΕΧΩΔΕ, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ότι το περιβάλλον (φυσικό και πολιτιστικό) συνιστά ενιαίο έννομο αγαθό, εκφάνσεις του οποίου αποτελούν οι εν λόγω τόποι.
Έπονται τα ν.δ.8/1969 και 996/1971 που υιοθετούν δύο νέες κατηγορίες προστατευόμενων περιοχών: α) Τα «αισθητικά δάση», δάση «αναψυχής, υγείας και περιπάτου ή τοπία ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους» με ενδιαφέρον από άποψη αισθητική, υγιεινή και τουριστική και β) Τα «διατηρητέα μνημεία της φύσεως», εκτάσεις «με ιδιαιτέραν παλαιοντολογικήν, γεωμορφολογικήν και ιστορικήν σημασίαν», καθώς και τα μεμονωμένα στοιχεία της φύσης με αντίστοιχα χαρακτηριστικά.
Το Σύνταγμα του 1975-1986/2001 εμφύσησε νέα πνοή στην προστασία του περιβάλλοντος, την οποίαν ανήγαγε σε Συνταγματικά προστατευόμενη αξία και υποχρέωση του κράτους. Σε αρμονία με τις Συνταγματικές επιταγές και νέες αντιλήψεις, ο ν.1650/1986 προσέγγισε την έννοια «περιβάλλον» ως «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων, τα οποία ευρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες». Αναγνώρισε την προστασία του περιβάλλοντος ως «θεμελιώδες και αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας και πολιτικής» και θέσπισε ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς. Αντικείμενο προστασίας αποτελούν περιοχές, μεμονωμένα στοιχεία ή σύνολα της φύσης και του τοπίου «λόγω της οικολογικής, γεωμορφολογικής, βιολογικής, επιστημονικής ή αισθητικής σημασίας τους». Οι διατάξεις, εμφορούμενες από την προσέγγιση του διεθνούς και κοινοτικού δικαίου, αναγνώρισαν την αμοιβαία αλληλεξάρτηση και επίδραση των στοιχείων του περιβάλλοντος και υιοθέτησαν την προστασία της φύσης και του τοπίου κατά τρόπο συνολικό, χωρίς διάκριση στα επί μέρους χαρακτηριστικά τους. Η βούληση του νομοθέτη ενισχύθηκε με την εισαγωγή της έννοιας του» «οικοσυστήματος» (σύνολο βιοτικών και μη βιοτικών παραγόντων), η προστασία του οποίου απαιτείται να είναι συνολική και συγχρόνως εξατομικευμένη στη βάση των, κατά περίπτωση, ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του (Καράκωστας, 2000).
Ο νόμος, με βάση «κριτήρια χαρακτηρισμού και αρχές προστασίας», κατέταξε τα αντικείμενα προστασίας και διατήρησης της φύσης και του τοπίου σε κατηγορίες, μεταξύ των οποίων οι «προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί, προστατευόμενα τοπία ή στοιχεία του τοπίου». Με Π.Δ/γμα χαρακτηρίζεται το αντικείμενο προστασίας και διατήρησης και ορίζονται οι αναγκαίοι προς τούτο γενικοί όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις. Με κοινή Υπουργική Απόφαση εγκρίνεται ο κανονισμός διοίκησης και λειτουργίας, που διέπει την οργάνωση και λειτουργία του προστατευόμενου αντικειμένου και εξειδικεύονται οι όροι άσκησης έργων και δραστηριοτήτων. Στην ίδια κατεύθυνση ο ν.3937/2011 θεσμοθετεί τα «Προστατευόμενα τοπία ή προστατευόμενους φυσικούς σχηματισμούς», βάση των φυσικών ή ανθρωπογενών χαρακτηριστικών τους, της οικολογικής, αισθητικής ή πολιτισμικής αξίας, της προσφοράς για αναψυχή του κοινού.
Η νομική προστασία του τοπίου, ως πολιτιστικού αγαθού, ισχυροποιείται με το ν.3028/2002, που διευρύνει την έννοια των πολιτιστικών αγαθών και θεωρεί αυτά ως μαρτυρίες των ατομικών και συλλογικών ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ενώ ως μνημεία ορίζει τα πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου η πολιτιστική κληρονομιά προσλαμβάνει τριπλή έννοια: Στοιχείο διαμόρφωσης της ιστορικής μνήμης, συνιστώσα του ευ ζην, διαχρονικός παράγοντας εμπλουτισμού της ανθρώπινης ζωής. Οι διατάξεις του νόμου δεν περιέχουν ρητή αναφορά στο τοπίο. Πλην όμως τούτο, προϊόν της διαχρονικής αλληλεπίδρασης και των συγκρούσεων ανθρώπου και φύσης, εντάσσεται στα πολιτιστικά αγαθά, συνεπώς και στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σημαντική η συνεισφορά του Σ.τ.Ε., που προσέδωσε στις διατάξεις για την προστασία της φύσης και του τοπίου ιδιαίτερη βαρύτητα, προσφεύγοντας, προς τούτο, στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Κατά την κρατούσα νομολογιακή άποψη, «επιβάλλεται ειδική προστασία και των περιοχών των οποίων τα οικοσυστήματα έχουν ιδιαίτερη αισθητική αξία συνδυαζόμενη, μάλιστα, και με πολιτιστικά ανθρωπογενή χαρακτηριστικά με τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο». Συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας αποτελεί, κατά τη νομολογία, και η διάσωση εις το διηνεκές και προστασία των στοιχείων που αποτελούν προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική, πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, συμβάλλοντας στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.
3.ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΟΜΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
3.1. Ατελέσφορη εφαρμογή δικαίου και αίτια
Μεταξύ θεσμικού πλαισίου και πράξης ανοίγεται χάσμα. Πολλά ελληνικά τοπία έχουν ήδη πληγεί βάναυσα. Το 1998 σε ερευνητικό έργο του Ε.Μ.Π. διαπιστώθηκε ότι από τα 507 κηρυγμένα ΤΙΦΚ τα 309 είχαν πληγεί, σε βαθμό συχνά μη αναστρέψιμο, από πυρκαγιές, έντονα οχλούσες δραστηριότητες, καθώς και από την «αξιοποίηση» του φυσικού κάλλους που αυτά διέθεταν, προς όφελος της «ανάπτυξης» που καταστρέφει όσα ακριβώς στοιχεία τη στηρίζουν και την τρέφουν. Πρόσφατο ερευνητικό πρόγραμμα του Χαρακοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών κατέγραψε περί τα 150 τοπία, ως έχουν σήμερα, και έφερε στο φως την πικρή αλήθεια: «ορισμένα από το πάλαι ποτέ ωραιότερα τοπία της χώρας είναι πλέον μη αναγνωρίσιμα». Τα ελληνικά τοπία αφέθηκαν στην τύχη τους, πληγώθηκαν, σταδιακά εξαφανίστηκαν και έφθειραν τις αισθητικές ιδιαιτερότητες, την ταυτότητα και διαφορετικότητα του ελληνικού περιβάλλοντος, συμπαρασύροντας δεσμούς, μνήμες και παραδόσεις, άυλα πολιτιστικά αγαθά. Η εξαφάνιση κάθε αισθητής πραγματικότητας του χώρου, η αλλοίωση, συχνά βάναυση, της απειρίας των μεταμορφώσεων και της ενότητας στην ποικιλία του ελληνικού τοπίου αποτελούν γεγονός.
Την ευθύνη για τη βεβήλωση του ελληνικού τοπίου δεν τη φέρει η έλλειψη νομικής προστασίας. Αντίθετα η νομική αντίληψη εκφράστηκε μέσα από ποικίλες, σταδιακά διευρυνόμενες και εμπλουτιζόμενες ρυθμίσεις. Αρχικά το αντικείμενο προστασίας περιορίστηκε μόνο στα ΤΙΦΚ, χωρίς εξειδίκευση του βαθμού προστασίας, χωρίς κριτήρια επιλογής του χαρακτηρισμού. Ωστόσο, ως ΤΙΦΚ χαρακτηρίστηκαν πέραν των 400 τόποι, για τους οποίους, κατά κανόνα, η προστασία περιορίστηκε στα χαρτιά, ενώ η αδιαφορία και η ατιμωρησία για τις βλαπτικές επεμβάσεις επεκράτησαν ως καθεστώς. Αλλά και για τις προστατευόμενες περιοχές που διέπονται από το εξειδικευμένο πλαίσιο προστασίας της δασικής νομοθεσίας, η κατάσταση είναι απογοητευτική. Ακολούθησαν και αυτές την εξελικτική πορεία την οποίαν ασυνείδητα, σφαλερά ή επιπόλαια χαράξαμε, με οδηγό την καρτεσιανή λογική που θέλει τον άνθρωπο εξουσιαστή της φύσης και αυτήν υπηρέτη του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό δείγμα η αλλοίωση των λόφων της Αθήνας - Λυκαβηττός, Στρέφη, Φιλοπάππου - και των ορεινών συμπλεγμάτων της Αττικής (Παπαγεωργίου-Βενέτας, 2004). Παράγοντες αρνητικοί και πρακτικές ευθέως αντίθετες με την έννοια της προστασίας κέρδισαν έδαφος. Η αλόγιστη χρήση, εκμετάλλευση και κατασπατάληση των φυσικών πόρων για πρόσκαιρα οφέλη, η κερδοσκοπία επί της αστικής γης, η αδυναμία της Πολιτείας να ελέγξει την εφαρμογή των μέτρων που η ίδια θέσπισε, η ανάπτυξε που αμβλύνει την ευαισθησία για το περιβάλλον και η ατιμωρησία έδρασαν ανενόχλητα. Ανάλογες πρακτικές και αντιλήψεις συνεχίζουν να κυριαρχούν και μετά το ν.1650/1986 και το ν.3028/2002, παρά το γεγονός ότι η προστασία του τοπίου οργανώθηκε πληρέστερα, υπό την ευρεία έννοια, ως φυσικού πόρου και αγαθού προσφοράς υπηρεσιών στην παραγωγική διαδικασία και τις κοινωνικές δομές και ως στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ ενισχύθηκε περαιτέρω και εδραιώθηκε με τη συμβολή της νομολογίας.
Αν το θεσμικό πλαίσιο είχε τύχει ορθής εφαρμογής, υποκείμενης σε ουσιαστικό έλεγχο των υπεύθυνων υπηρεσιών, οι ανθρώπινες επεμβάσεις θα όφειλαν να σέβονται το τοπίο, να χωρούν αρμονικά σ' αυτό, να συμβιώνουν με αυτό ισότιμα και όχι ανταγωνιστικά. Ωστόσο ο χώρος τον οποίον βιώνουμε άλλα μαρτυρεί. Στην πράξη οι διατάξεις ελάχιστα αξιοποιήθηκαν, έμειναν ανενεργές, καταστρατηγήθηκαν, ή εφαρμόστηκαν κατά περίπτωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο σύνολο των περιβαλλοντικών μελετών, που έχουν εκπονηθεί μέχρι σήμερα, ο χαρακτηρισμός τόπων ως προστατευόμενων τοπίων σπανίζει. Για το αποτέλεσμα η επίκληση επιχειρημάτων δεν λείπει: Επικέντρωση του ενδιαφέροντος της Πολιτείας στην προστασία και διαχείριση του γεωφυσικού και βιολογικού περιβάλλοντος (περιοχές Ramsar, Δίκτυο Natura, κ.ά), οικονομικές συγκυρίες, αδυναμία διοικητικών δομών, κατακερματισμός αρμοδιοτήτων. Καθοριστικά επέδρασε και το γεγονός ότι τα μέτρα προστασίας του τοπίου, ως περιβαλλοντικά, αποτελούν προϊόν πολιτικών επιλογών που τελούν υπό την πίεση κοινωνικών απαιτήσεων και συνεπώς συνδέονται, αναπόφευκτα, με τη στάθμιση διιστάμενων απόψεων και αντιφατικών συμφερόντων. Η προστασία της φύσης είναι ο τομέας για τον οποίο η αφύπνιση των πολιτών, ατομικά και συλλογικά, έγινε αντιληπτή πολύ πιο έντονα απ'ότι η ευαισθητοποίηση σε άλλα ζητήματα. Ο φυσικός χώρος είναι αυτός της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας και η συνειδητοποίηση της έντασης των προβλημάτων της οικολογικής καταστροφής αναπτύσσεται πιο άμεσα και απτά, επηρεάζοντας αντίστοιχα τις δράσεις της Πολιτείας. Αντίθετα, η αναγνώριση και προστασία του τοπίου ως πολύτιμου πόρου για το περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία δεν έχει ακόμα κατακτηθεί, δεν αποτελεί «κοινό αίσθημα», ούτε προβάλλεται ως κοινωνική αναγκαιότητα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις μέχρι τώρα πολιτικές επιλογές.
Τα ανωτέρω δεν μπορούν να παρέχουν άλλοθι στην έλλειψη πολιτικής, στην ασυνειδησία με την οποίαν τα ελληνικά τοπία αφέθηκαν στην τύχη τους, πληγώθηκαν ή και εξαφανίστηκαν υπό την πίεση των αναγκών «οικονομικής μεγέθυνσης». Τα αίτια είναι ουσιαστικότερα και βαθύτερα. Το τοπίο εντάχθηκε στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό χωρίς καμία διασύνδεση με τα χωρικά δρώμενα. Αγνοήθηκε το γεγονός ότι τα χωρικά σχέδια και προγράμματα είναι αυτά που επηρεάζουν άμεσα πλήθος ποσοτικών και ποιοτικών παραγόντων του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Η Πολιτεία επέλεξε, για τις περιβαλλοντικές συνιστώσες, την υιοθέτηση ενός αυτόνομου πλαισίου εργαλείων και δράσεων, κατ' ουσίαν ανεξάρτητου από αυτό των χωρικών συνιστωσών, χωρίς άμεση, αμοιβαία διασύνδεση και αλληλεξάρτηση. Αρκέστηκε απλώς στην, κατά περίπτωση, συνεργασία των υπεύθυνων για το περιβάλλον και τη χωρική οργάνωση αρχών. Αντίθετη λογική επικρατεί στο ν.3208/2002 που προβλέπει ότι η προστασία μνημείων, αρχαιολογικών χώρων, ιστορικών τόπων, περιλαμβάνεται στους στόχους κάθε επιπέδου χωροταξικού, πολεοδομικού, περιβαλλοντικού σχεδιασμού ή άλλου υποκατάστατου, διασυνδέοντας έτσι την έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς με αυτήν του χώρου, χωρίς, έως τώρα, ορατά, ουσιώδη αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση οι επιλογές ως προς τις σχέσεις «περιβάλλον-χώρος» στάθηκαν μοιραίες για την αλλοίωση του τοπίου, και όχι μόνον (Βλαντού, 2010). Αναπόφευκτο επακόλουθο, η αναποτελεσματικότητα των όποιων μέτρων, το χάσμα ανάμεσα στην υιοθέτηση νομικών δεσμεύσεων και στην εφαρμογή τους. Αλλά και οσάκις επιχειρήθηκε η λήψη μέτρων ακολούθησαν η καταστρατήγηση, η αδυναμία παρακολούθησης και ελέγχου εφαρμογής. Αν εδώ προστεθούν η έλλειψη συνέπειας των πολιτικών επιλογών, το αποτέλεσμα δεν εκπλήσσει.
3.2. Πρόσφατες ρυθμίσεις, νέες υποχρεώσεις και προοπτικές
To 2008 εγκρίθηκε το Γενικό Πλαίσιο ΧΣΑΑ. Σύμφωνα με τις αρχές του ν.2742/1999, βάσει των οποίων το τοπίο συνιστά διακριτή παράμετρο των χωροταξικών σχεδίων, το Γ.Π. ενέταξε στους στόχους του «Την ανάδειξη των, μοναδικής αξίας φυσικών και πολιτιστικών πόρων...» και θέσπισε κατευθύνσεις για τη «Διαχείριση φυσικού και πολιτιστικού πλούτου», καθώς και «για την προστασία του τοπίου και της υπαίθρου από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη». Το σύνολο των κατευθύνσεων, εντυπωσιακών σε φιλόδοξες προοπτικές, αναλώνεται σε καλές προθέσεις, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση κριτηρίων και μέσων στρατηγικής εμβέλειας. Με μισή καρδιά εξαγγέλλονται γενικόλογες ρυθμίσεις βελτίωσης του θεσμικού πλαισίου, με περιορισμό της αυθαίρετης δόμησης (Βασενχόβεν,2008). Η επιχειρησιακή διάσταση απουσιάζει, γεγονός που, σε συνδυασμό με την έλλειψη χρονικού προγραμματισμού και προτεραιοτήτων, οδήγησε σε πλήρη αδράνεια το σύνολο των διατάξεων. Αναφορά στο τοπίο γίνεται και στα Ειδικά Πλαίσια Χ.Σ.Α.Α. για κλάδους παραγωγικών δραστηριοτήτων - ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιομηχανία, τουρισμός - χωρίς όμως, με εξαίρεση αυτό των Α.Π.Ε., καμία ειδικότερη συνεισφορά στην προσέγγιση του θέματος «τοπίο».
Ήδη ωστόσο η Ελλάδα κύρωσε τη «Σύμβαση», ένα σύγχρονο, κατευθυντήριο, νομοθετικό πλαίσιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε υποχρεώσεις έναντι της διεθνούς κοινότητας. Το πεδίο εφαρμογής της «Σύμβασης» είναι ευρύτατο. Εμπεριέχει όλα τα είδη τοπίων φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος (αστικά, περιαστικά, αγροτικά, φυσικά), σε κάθε εδαφική επιφάνεια (ξηρά, υδάτινες περιοχές, παράκτια ζώνη, θάλασσα), τόσο τα εξαίρετου κάλλους, όσο και αυτά που έχουν υποβαθμιστεί από ανθρώπινες επεμβάσεις, ή φυσικές χωρικές μεταβολές. Οι πολιτικές προστασίας οφείλουν να αναγνωρίζουν και να συνάδουν με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τοπίου, όπως και να εξειδικεύονται σε μέτρα διαφύλαξης, αποκατάστασης, διαχείρισης, διαφοροποιούμενα σε ένταση και υφή. Τα εθνικά κράτη διατηρούν τη διακριτική ευχέρεια επιλογής των μέτρων και μέσων παρέμβασης, πλην όμως θα πρέπει να ανταποκριθούν στην κάλυψη των Γενικών Μέτρων της «Σύμβασης» : Νομική αναγνώριση του τοπίου, εφαρμογή πολιτικών προστασίας, διαχείρισης και σχεδιασμού, ενσωμάτωση του τοπίου στη χωρική, περιβαλλοντική, πολιτιστική, οικονομική πολιτική και σε κάθε τομέα που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζει το περιβάλλον, θεσμοθέτηση συμμετοχικών διαδικασιών στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων. Ομοίως οφείλουν να ανταποκριθούν στα Ειδικά Μέτρα της «Σύμβασης»: Ενημέρωση - ευαισθητοποίηση των πολιτών, εκπαίδευση, αναγνώριση και αξιολόγηση των τοπίων, υιοθέτηση στόχων, εφαρμογή. Σκοπός η ενίσχυση της νομικής θέσης του τοπίου στην περιβαλλοντική πολιτική και η διαμόρφωση σύγχρονων πολιτικών που αντιστοιχούν στην ενότητα «προστασία, διαχείριση, σχεδιασμός». Το πώς η Πολιτεία εξέλαβε όλα όσα τα ανωτέρω συνεπάγονται φαίνεται από τα όσα ακολούθησαν.
Το 2011, εν μέσω παραγωγής θεσμικών ρυθμίσεων βλαπτικών για το περιβάλλον, είδε το φώς και μια ευχάριστη έκπληξη. Το ΥΠΕΚΑ κατήρτισε νέες «Προδιαγραφές Αναθεώρησης των Περιφερειακών Πλαισίων Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης» (ΠΠΧΣΑΑ), εντάσσοντας στα παραδοτέα ζητήματα αξιολόγησης και διαχείρισης του τοπίου. Πώς όμως επιχειρείται το διακύβευμα; Σε τί στοχεύει; Πού θα οδηγήσει;
Το ΥΠΕΚΑ ωθήθηκε στο εγχείρημα προφανώς υπό την επήρεια της «Σύμβασης», ίσως και ως αντιστάθμισμα άλλων αντιπεριβαλλοντικών δρώμενων. Στις προδιαγραφές το τοπίο κατέχει πρωτεύουσα θέση, ισοδύναμη με τα λοιπά στοιχεία της μελέτης, δηλαδή με όλα όσα ο οικείος ν.2742/1999 απαιτεί. Το επτασέλιδο, μεστό περιεχομένου, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I «Μεθοδολογία για μελέτη του τοπίου...», επαναλαμβάνει αποσπάσματα της «Σύμβασης», όπως και του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου, ως εάν οι μελετητές να αδυνατούν να ανατρέξουν σ'αυτά. Περιέχει νεοεισαγόμενους ορισμούς ευρέος φάσματος και εντάσσει στη μελέτη σειρά στοιχείων που ο μελετητής οφείλει να καταγράψει «με έρευνα πεδίου, δημοσιοποίηση και ενσωμάτωση των πορισμάτων διαβούλευσης»! Κατ'ουσίαν, ζητείται η παραγωγή πρωτογενούς έργου θεώρησης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και αυτοτελούς μελέτης «αναγνώρισης, καταγραφής, τυπολόγησης του τοπίου», με προτάσεις για δράσεις προστασίας και διαχείρισης, χωρίς ειδικότερα κριτήρια αναγνώρισης και τυπολόγησης, θεωρώντας πως οι επιλογές συνιστούν αντικείμενο υποκειμενικής κρίσης και αισθητηρίου κάθε μελετητή. Το ήδη υποβαθμισμένο τοπίο δεν αποτελεί εξαίρεση της έρευνας. Ζητείται μάλιστα και «περιγραφή των αιτίων»! που προκάλεσαν την υποβάθμισή του. Η ουτοπία δεν περιορίζεται εδώ. Το αντικείμενο μελέτης εμπλουτίζεται με την «εξειδίκευση ειδικών κατευθύνσεων για την ενσωμάτωση του τοπίου στις λοιπές πολιτικές κατευθύνσεις του ΠΠΧΣΑΑ»! Συμπερασματικά, οι προδιαγραφές επεκτείνουν το προϊόν μελέτης σε ουσιώδη ζητήματα διασύνδεσης περιβαλλοντικής, πολιτιστικής και χωρικής πολιτικής, καθώς και ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών πτυχών στις άλλες πολιτικές, με τα οποία η Πολιτεία όφειλε να έχει ασχοληθεί, εμβριθώς, από καιρό, και να έχει ορίσει το πλαίσιο κατευθύνσεων, μέτρων και μέσων προσέγγισής τους. Άγνωστο, προς το παρόν, το αποτέλεσμα του εγχειρήματος. Η εμπειρία πάντως της μέχρι τώρα πορείας μας, αλλά και η άντληση εμπειρίας από άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Αντίθετα συγκλίνουν στην άποψη έλλειψης ρεαλιστικότητας και αποτελεσματικότητας των νέων ρυθμίσεων που, ως φαίνεται, θα καταλήξουν σε ασκήσεις επί χάρτου.
Ενδεικτικά θα αναφερθούμε στην ασκούμενη πολιτική της Γαλλίας. Τα πρώτα μέτρα για την προστασία του τοπίου και των φυσικών μνημείων ανάγονται στο έτος 1906. Σήμερα η πολιτική διαρθρώνεται με βάση το νόμο «Τοπία» του 1993 και τη «Σύμβαση» του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι αρμοδιότητες υπάγονται στο «Υπουργείο Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης». Τα θεσμικά εργαλεία έχουν κωδικοποιηθεί και ενταχθεί στους τέσσερις βασικούς κώδικες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας (περιβάλλον, πολεοδομία, αγροτική ανάπτυξη, δάση). Τα τοπία αξιολογούνται βάση συγκεκριμένων αρχών και κριτηρίων, κατηγοριοποιούνται και, αναλόγως, κηρύσσονται ως προστατευόμενα ή υπόκεινται σε παρακολούθηση, με στόχο την πρόληψη τυχόν υποβάθμισής τους. Κάθε εργασία η οποία ενδέχεται να επηρεάσει, άμεσα ή έμμεσα, κηρυγμένο τοπίο προϋποθέτει την έκδοση ειδικής άδειας που χορηγεί το αρμόδιο Υπουργείο, μετά από γνώμη της οικείας Περιφερειακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος και της Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου και Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Χωρικού Διαμερίσματος. Γενικότερα, στον ευρωπαϊκό χώρο, η προστασία και αποκατάσταση των τοπίων εντάσσονται στα θέματα που, κατόπιν μακράς διεργασίας, απασχολούν το χωρικό και περιβαλλοντικό σχεδιασμό, μέσω θεσμών δικαίου και πολιτικών που εφαρμόζονται με συνέπεια και συνέχεια.
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ηλία Νίκα «Το Ελληνικό Τοπίο» |
Η Ελλάδα στερείται μιας ολοκληρωμένης πολιτικής, κατάλληλης για τα ελληνικά δεδομένα, πολύ δε περισσότερο στερείται της οποιασδήποτε μέριμνας για την αποκατάσταση του τραυματισμένου τοπίου. Είναι αναγκαία η προώθηση και εφαρμογή μέτρων για την «ένταξη του τοπίου στις αστικές και περιφερειακές πολιτικές σχεδιασμού, στις πολιτιστικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές», όπως και σε άλλες πολιτικές με πιθανό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στο τοπίο (Καράκωστας, 2011), σύμφωνα με όσα και η «Σύμβαση» ορίζει. Ο χωρικός σχεδιασμός συνδέεται άρρηκτα με την προστασία του περιβάλλοντος και στην αλληλεξάρτηση αυτή το τοπίο, σηματοδότης της ενιαίας οντότητας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, κατέχει σημαίνουσα θέση. Είναι καιρός η μέριμνα για το τοπίο να αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο κάθε επιπέδου του ιεραρχημένου συστήματος χωρικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, με συνεκτίμηση, ανάλογα με το επίπεδο, αρχών και στοιχείων περιβάλλοντος, με τρόπο συστηματικό και οριζόντιο, όχι αποσπασματικό, εγκάρσιο, περιπτωσιακό και ατελέσφορο.
Προϋπόθεση η υιοθέτηση αρχών και κριτηρίων αναγνώρισης-αξιολόγησης των τοπίων. Ερευνητικά προγράμματα δεν λείπουν. Παρέχουν πρόσφορο υλικό που μπορεί να συμπληρωθεί και επικαιροποιηθεί. Αναγκαία η εξειδίκευση μέσων και μέτρων προστασίας, αποκατάστασης, διαχείρισης, ανάλογα με το επίπεδο χωρικής παρέμβασης. Απαιτείται ο έλεγχος, η παρακολούθηση εφαρμογής, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των όποιων ληπτέων μέτρων, ζήτημα καίριο, κλειδί της μέχρι τώρα παθογένειας του χωρικού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού της χώρας. Στόχος η σύγκλιση περιβάλλοντος και ανάπτυξης, σύμφωνα με την αρχή της αειφορίας. Αναγκαία κρίνεται και η βελτίωση του θεσμικού πλαισίου. Προέχει η επικαιροποίηση των αρχών του ν.2742/1999 ώστε, πέραν των τόπων που διαθέτουν στοιχεία φυσικής, πολιτιστικής, αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, να αγκαλιάσουν και τα πληγέντα ή «άσχημα» τοπία, που ρητά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της «Σύμβασης» (Μαριά 2009). Σκόπιμη επίσης η επανεξέταση θεμάτων διαδικαστικών και κατανομής αρμοδιοτήτων, τόσο στο στάδιο μελέτης όσο και εφαρμογής, ώστε, το θεσμικό σύστημα να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, να καταστεί λιγότερο γραφειοκρατικό, συγκεντρωτικό και άκαμπτο, επιτρέποντας μεγαλύτερη ευελιξία, μείωση χρόνου και αποφυγή επαναλήψεων.
Τα κριτήρια χαρακτηρισμού και κατηγοριοποίησης μπορούν να εξειδικευτούν περαιτέρω, προκειμένου να παύσει το τοπίο - ουσιαστικά, όχι μόνο τυπικά - να θεωρείται αντικείμενο αισθητικής, έννοια αφηρημένη και, εν πολλοίς, υποκειμενική. Μπορούν ακόμα να διευρυνθούν, να εμπλουτιστούν σταδιακά με νέες αξίες, όπως οι μεταβολές στον κύκλο των εποχών και στο πέρασμα του χρόνου, η αίσθηση της διαχρονικότητας (σχέσεις ανθρώπου με το παρόν, αναμνήσεις του παρελθόντος, οραματισμός του αύριο), της προσφοράς στις αισθήσεις, όχι μόνο της όρασης, αλλά και της όσφρησης, της ακοής, της αφής (Στεφάνου, 2004). Και γιατί όχι; Να συνεκτιμηθούν παράγοντες ψυχολογικών επιρροών που αφορούν τις νοητικές επιδράσεις του τοπίου, τη συγκινησιακή δράση, το συμβολικό περιεχόμενο, τους συνειρμούς, τη δημιουργία ατμόσφαιρας. Έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η αναγνώριση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας κάθε τόπου, έκφραση της ποικιλότητας των χαρακτηριστικών του.
Μια πολιτική ωστόσο δεν εκφράζεται μόνο με θεσμικές δεσμεύσεις και καλές προθέσεις. Η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης αποτελεί προϋπόθεση. Τόσο γιατί θα λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης προς τα όργανα της Πολιτείας, όσο και γιατί η συνεργασία των πολιτών συνιστά καταλύτη για τη θετική έκβαση των μέτρων. Χρειάζεται να αποδεχτούμε την συνύπαρξή μας με το τοπίο, την αρμονική συνδιαλλαγή μ'αυτό, όχι ως «άνωθεν» προερχόμενη νομική επιταγή, αλλά ως παράγοντα της ποιότητας ζωής, της ταυτότητας, ιδιαιτερότητας και διαφορετικότητας του πολιτισμού μας. Τότε μόνο θα εκτιμήσουμε και κατανοήσουμε ποιά στοιχεία του τοπίου πρέπει να διατηρήσουμε (Στεφάνου, 2004), ώστε μέσα στην πορεία του χρόνου και της αναπόφευκτης αλλαγής που χαρακτηρίζει τα πάντα, να υπάρξει ανέλιξη, ένταξη στα νέα δεδομένα των καιρών και όχι αλλοίωση, παραμόρφωση, εξαφάνιση. Ελλείψει αυτών, συνηθίσαμε να βλέπουμε χωρίς να βλέπουμε, χωρίς να αισθανόμαστε τα πολυδιάστατα επίπεδα του τόπου (γεωγραφικά, ιστορικά, πολιτισμικά...), αδιαφορώντας αν οι επεμβάσεις μας παραμορφώνουν το χαρακτήρα και την ταυτότητα φυσιογνωμίας του. Η κοντόφθαλμη λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους δεν αρμόζει να εδραιώσει τη δική της κυρίαρχη αισθητική. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση της Πολιτείας, απαγκιστρωμένη από αντιλήψεις της κακώς νοούμενης ανάπτυξης.
Για την ελληνική πραγματικότητα το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο, δεδομένων μάλιστα των καθυστερήσεων, της απειρίας, της έλλειψης παράδοσης, του βαθμού υποκειμενικότητας που αναπόφευκτα υπεισέρχεται στην καταγραφή και αξιολόγηση του τοπίου. Όμως η κύρωση της «Σύμβασης» συνιστά πρόκληση για την Ελλάδα, η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά της οποίας αποτελούν κεφάλαιο για την οικονομία και την ποιότητα ζωής. Οι τρέχουσες οικονομικές συγκυρίες προσδίδουν στην πρόκληση χαρακτήρα επείγοντος. Πιστεύουμε πως η κύρωση μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για προβληματισμό, ευαισθητοποίηση των πολιτών, συνεργασία, ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών με τους εταίρους μας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Έτσι ώστε να αξιολογήσουμε και επανακαθορίσουμε με αντικειμενικότητα τη στάση μας. Να εντάξουμε στον περιβαλλοντικό και χωρικό σχεδιασμό, βάσει εξειδικευμένων αρχών και κριτηρίων, την προστασία και ορθολογική διαχείριση των τοπίων, ανεκτίμητων πόρων ζωής, μοναδικών σε βιολογικό πλούτο, γεωμορφολογικά στοιχεία, πολιτισμικές αξίες και αισθητική.
5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ν.3827/2010 (Α30) Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης του Τοπίου. Ημερομηνία σύνταξης «Σύμβασης» 20.10.2000, έναρξη ισχύος 01.03.2004, διαθ.από www.coe.int
ν.1126/1981 (Α32) Κύρωση Σύμβασης για την προστασία της παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής κληρονομιάς/UNESCO, διαθ.από www.unesco.org
α.ν.856/1938, ν.δ.8/1969 (Α7) Δασικός Κώδικας, άρ.78 Εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση και διατηρητέα μνημεία της φύσης και ν.δ.996/1971.
ν1469/1950 (Α169) άρ.1 και κ.ν.5351/1932 περί αρχαιοτήτων.
ν.1650/1986 (Α160) για την προστασία του περιβάλλοντος άρ.1,2,18,19.21.
ν.3937/2011(Α60) Διατήρηση της βιοποικιλότητας.
ν.3028/2002 (Α153) Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς άρ.1, 2, 3 και αιτιολογική έκθεση.
Σ.τ.Ε.2557/1994, 2164/1994, 163/2000, 2801/1991 ολομ., 3279/2003 ολομ., 886/2008.
Βουλή των Ελλήνων, Αριθ.6876/4871/2008 (Α128) Έγκριση του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης.
Απόφαση 10106/2011 (ΑΑΠ45) Προδιαγραφές Μελετών Αξιολόγησης-Αναθεώρησης και Εξειδίκευσης θεσμοθετημένων Περιφερειακών Πλαισίων ΧΣΑΑ.
Ministere de i'Ecoiogie, de i'Energie, du Deveioppement Durable et de la Mer/en charge des Technologies vertes et des Negotiations sur ie ciimat, στοιχεία διαθ.από www.developpement-durable.gouv.fr και www.ifen.fr
ΕΜΠ/Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών/Τομέας Υδατικών Πόρων, Υδραυλικών και Θαλασσίων Έργων,1998. Ερευνητικό έργο Οριοθέτηση και καθορισμός μέτρων προστασίας Τοπίων Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους, επιστημ. υπεύθυνος Κ.Χατζημπίρος.
Χαρακόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών,2010. Ερευνητικό πρόγραμμα Greeks capes- Αεροφωτογραφικός άτλαντας ελληνικών τοπίων, επιστημ. υπεύθυνος Κ.Χατζημιχάλης.
Βασενχόβεν Λ, 2008. Εθνικός Χωροταξικός Σχεδιασμός; Περιεχόμενο, διαδικασία, σχέδια και προγράμματα. Νόμος+Φύση/Βιβλιοθήκη Περιβαλλοντικού Δικαίου-24,Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην Ελλάδα. Νομικό πλαίσιο και εφαρμογή στην πράξη, Γ.Γιαννακούρου-Κ. Μενιουδάκος-Λ. Βασενχόβεν, 51-78.
Βλαντού Α., 2010. Το τοπίο ως αντικείμενο νομικής προστασίας. Νόμος+Φύση, διαθ. από www.nomoQphysis.org.gr
Καράκωστας I., 2000. Περιβάλλον και Δίκαιο, εκδόσεις Α.Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή.Κεφάλαιο Δεύτερο Προστασία της φύσης και του τοπίου, 59 επ.
Καράκωστας I., 2011. Περιβάλλον και Δίκαιο/ Δίκαιο διαχείρισης και προστασίας των περιβαλλοντικών αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη,173-178.
Μαριά Ε-Α., 2009. Η νομική προστασία του τοπίου στο Διεθνές, Κοινοτικό και Εθνικό Δίκαιο, εκδόσεις Α. Σάκκουλα Αθήνα-Κομοτηνή. Μέρος Πρώτο Η έννοια του τοπίου/Η διεπιστημονική διάσταση του τοπίου, 36-87 και Μέρος Δεύτερο Το καθεστώς της Νομικής Προστασίας του Τοπίου/Η προστασία του τοπίου στη νομοθεσία για το σχεδιασμό, 277-357
Μπεριάτος Η. και Ballesta J., 2007.Θεωρία και Πολιτική του Τοπίου .Ελληνικές και Γαλλικές Εμπειρίες. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ Τμήμα μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης.
Παπαγεωργίου-Βενέτας Α.,2004. Το ιστορικό τοπίο των Αθηνών. Ε.Μ.Π./Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ΣΕΠΟΧ Πόλη και χώρος από τον 20 στον 21 αιώνα, 413-437.
Στεφάνου Ι.,(1ουλία και Ιωσήφ), 2004 Η εικόνα γνώση της φυσιογνωμίας ενός τόπου. Ο ρόλος του τοπίου ως συνολική αντίληψη. Ε.Μ.Π./Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/ΣΕΠΟΧ Πόλη και χώρος από τον 20 στον 21 αιώνα, 513-527.
Στεφάνου I. και Συνεργάτες, 2000. Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21 αιώνα. Εργαστήριο πολεοδομικής σύνθεσης ΕΜΠ.
πηγή: http://www.citybranding.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου