του Τρύφωνα Τσομπάνη
Ο κάθε τόπος, όπως κι ο κάθε άνθρωπος, έχει το «άρωμά του», τη δική του γοητεία και τις δικές του ευφραντικές μυρωδιές, αυτές που σε κάνουν να μη ξεχνάς ούτε στο πέρασμα των χρόνων την γοητεία του αρώματός του. Ακούς συχνά τους συγγραφείς να μιλούν για τη μυροβόλο Χίο, ή τον Πόρο που το ξακουστό λεμονοδάσος του, σου αφήνει τη σφραγίδα του στην αίσθηση της όσφρησης. Οι Αϊβαλιώτες της Μικρασίας, όταν είχαν στα χέρια τους έναν ανθό και σου τον πρόσφεραν έλεγαν «άκου πως μυρίζει;», εμείς λέμε «μύρισε να δείς», δηλαδή η ευωδία απασχολούσε κι άλλες αισθήσεις πέρα από την όσφρηση. ʼρωμα έχει και η μουσική, αρκεί βέβαια να έχεις τη δυνατότητα να οσφρανθείς την ευωδιά της, άρωμα έχει η άνοιξη και μάλιστα τέτοιο μεθυστικό, που ακόμα και ο υμνογράφος το καταγράφει στην υμνολογική του ποίηση: «σήμερον έαρ μυρίζει».
Η κάθε πόλη λοιπόν και τ΄άρωμά της, άλλη βιομηχανική ευωδία, άλλη θαλασσινή αλμύρα, άλλη πεύκο και θυμάρι και η δική μας πόλη τη δική της αρωματική πανδαισία. Βέβαια για να ‘μαστε ειλικρινείς, όσο πιο παλιά, τόσο το άρωμα της πόλης μας ήταν μεθυστικότερο, παρά τις κατά καιρούς προσμίξεις ευωδιών από τα βουστάσια της περιοχής, όμως ποιος από τους παλιούς δεν θυμάται τις ευωδιαστές αυλές του Λαγκαδά, από τα γεμάτα παρτέρια με γιασεμιά και αγιόκλημα, φυτά μυριστικά και μεθυστικά, βασιλικά στον ασπρισμένο τενεκέ, ρίγανη και δυόσμο, λουίζα και λεμονιές, οι ντάλιες και οι ζήνες να χρωματίζουν την αυλή, οι τζιτζιφιές στον κεντρικό δρόμο στην Παναγία σ’ έπνιγαν με το άρωμα της ανθοφορίας τους, και οι φλαμουριές όταν βράδιαζε σκόρπιζαν παντού το λεπτό άρωμά τους.
Ολη η περίφραξη από το «Αηδονάκι» στην πλατεία, ήταν πνιγμένη στο γιασεμί και την αγράμπελη και οι μυρωδιές του μαγαζιού σου τρύπαγαν τη μύτη σαδιστικά. Δεν υπήρχε αυλή που να μην είχε μια ακακία, ή μια αμυγδαλιά ή βερικοκιά. Φέρτε στο νου σας εκείνες τις ανθισμένες ακακίες του Μαΐου και του Ιουνίου που φιλοξενούσαν στις σκιές τους τα φεγγαρόφωτα, όλες τις παρέες της παλιάς καλής γειτονιάς και γίνονταν μάρτυρες όλης της ενημέρωσης αλλά και της «κοινωνικής κριτικής» της παρέας.
Έφτανες προς την Αγιά-Παρασκευή και η πρώτη επίθεση αρωμάτων ερχόταν από του Παπαχρήστου, λίγο πιο κάτω στου Γαΐτη, οι αγριομπιζελιές σε έπνιγαν κυριολεκτικά, ενώ η γεμάτη τριανταφυλλιές αυλή του Αμερικάνου με τα αιωνόβια δέντρα, έδινε το δικό της ρεσιτάλ ευωδίας. Στου Ζλατάνου οι γλάστρες με τα βασιλικά κύκλωναν το μπαλκόνι μαζί με τις κόκκινες μολόχες, ενώ η αυλή της Λενκούδας πνιγόταν από τις μυρωδιές της πίσας καθώς ο μπαρμπα-Βενιώτης πισάριζε τις λαγκαδιανές ψαρόβαρκες.
Η παραδίπλα μυρωδιά δεν είχε σχέση με τα λουλούδια αλλά με τις σπιτικιές μυρωδιές του φαγητού και του ψωμιού που ψήνονταν στον φούρνο του Στέργιου του «Ασου», ο φούρνος λειτουργούσε και τις Κυριακές «μόνο δια φαγητά». Εκεί να δεις ευωδία γεύσεων, να ανακατεύεται με την μυρωδιά από το κερί και το λιβάνι της εκκλησιάς, ή το υπόγειο κηροπλαστείο της εκκλησίας όπου κυρ-Τάκης έκαμνε το μελισσοκέρι για την ανάγκη του ναού. Η αγράμπελη αγκάλιαζε την σιδερένια εξώπορτα της εκκλησίας και οι δάφνες με τις πασχαλιές συναγωνίζονταν σε ρυθμούς μεθυστικούς.
Αρώματα από τα πρόσφορα των εσπερινών, με γλυκάνισο και ανθόνερο, ανακατεμένα με τα λουλούδια και τις γαρδένιες που στόλιζαν το εικόνισμα της Αγίας και της Παναγιάς και στο θυμιατό θυμίαμα αγιορείτικο, από γιασεμί, να σου δημιουργεί ευφορία και κατάνυξη. Και γύρω χαρά, αγαλλίαση, ανθρώπινες σχέσεις, νεανικές αγάπες που ξεδιπλώνονταν αθώα μεσ΄ την αυλή της εκκλησιάς, σημαιάκια της πανηγύρεως καρφιτσωμένα στο πέτο του πουκάμισου, και οι κυρίες με την κολόνια λεμόνι ή φουζέρ, να προσπαθούν να ανταγωνιστούν τις μυρωδιές της φύσης, ενώ οι άνδρες που ακόμα δεν είχαν ανακαλύψει τις κολόνιες ξυρίσματος, αρκούνταν σε καμιά κολόνια τριαντάφυλλο, από τον κουρέα, ή όσοι είχαν ενασχόληση και με τα ζώα του στάβλου τους, έβαζαν κάτι πιο βαρύ ως άρωμα για να παραπλανά τις μύτες, άλλοι έβαζαν ένα κλωνί βασιλικού στην μπουτουνιέρα τους καθώς δεν είχαν τη δυνατότητα να έχουν πάντα ένα μικρό αγριοτριαντάφυλλο, όπως ο κύριος Ευάγγελος ο δικηγόρος.
Στο τραπεζάκι του καφενείου του Κυράνου, άρωμα τσίπουρου, ούζου και ρετσίνας βαρελίσιας, σε συνδυασμό με τον φτωχικό συνήθως μεζέ, κάποιο τηγανιτό ψαράκι της Κορώνειας, ή χτυπητή μυρωδιά του σπασμένου με τη γροθιά κρεμμυδιού και το τυρί με τις ελιές πνιγμένες στο λάδι και τη ρίγανη, αγάπη, χαρά και δόξα τω Θεώ κι ο μπαρμπα-Διαμαντής ο Σμυρνιός με το μπενεβρέκι, να χορεύει έναν μικρασιάτικο αργό καρσιλαμά στους σκοπούς του γραμμόφωνου, «η Σμύρνη κι αν εκάηκε κι αν γένηκε ρημάδι, ας ειν΄καλά μια Σμυρνιά, πάλι την ξαναφκειάνει».
Πιο πέρα, σπίτια παλιά κι αρχοντικά με τα ψηλά μπαλκόνια, να κρέμονται στα ξύλινα παρμάκια των μπαλκονιών οι μαστιχιές κι οι γαρυφαλλιές ή να αναρριχώνται αγιοκλήματα και γιασεμιά, έδιναν όχι μόνο ευωδία αλλά και πανδαισία χρωμάτων στο Λαγκαδά. Άσπρα καθαρά σπίτια, βαμμένα κόκκινα ή γκρίζα ζωνάρια, γλάστρες χρωματισμένες από τα περισσεύματα των χρωμάτων των σπιτιών, γλυκός κι αψύς σγουρός βασιλικός, καφές ευωδιαστός στο τραπεζάκι της αυλής και γλυκό σύκο με κρύο νερό από την τουλούμπα, συμπλήρωναν της ομορφιάς τον πίνακα.
Στη σκιά του δέντρου στην αυλή, το καζάνι έβραζε αργά τις μαρμελάδες, γλυκό καρπούζι και ροδάκινο και η κυρά Μαρίκα Γεωργουδάκη η γειτόνισσά μου, τρυπούσε τις μύτες μας με τα ρετσέλια που έφτιαχνε κάθε χρονιά, ενώ ο μανάβης που πέρναγε με τα καρπούζια και τα πεπόνια του, σκόρπιζε γύρω την μυρωδιά των φρεσκοκομμένων πεπονιών καθώς η φωνή του συναγωνιζόταν τις ασταμάτητες συναυλίες των τζιτζικιών.
Κι όταν πια έπιανε να βραδιάζει και σιγά- σιγά χαμήλωνε ο κόπος της ημέρας και χαλάρωναν τα βλέφαρα, άκουγες με την πρώτη βραδινή δροσιά στο δέντρο της αυλής σου, να σου κρατά συντροφιά ένα ζευγάρι αηδονιών ή κάποιο τριζόνι κι έλεγες πως στα ΄στελνε ο Θεός να σε παρηγορήσουν για τον κάματο της ημέρας που έφυγε, μαζί με την ευωδιά του νυχτολούλουδου που τρύπωνε στο δωμάτιό σου από το ανοιχτό παράθυρο, αντάμα με το φως του φεγγαριού κι έλεγες …σ΄ευχαριστώ Θεέ μου, καληνύχτα.
πηγή: http://www.lagadas.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου