«Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;»
(«Η τρελή ροδιά», από το «Προσανατολισμοί», Οδυσσέας Ελύτης)
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;»
(«Η τρελή ροδιά», από το «Προσανατολισμοί», Οδυσσέας Ελύτης)
του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Θυμούμαι από κείνα τα χρόνια τις θορυβώδεις συνάξεις στην αλάνα της γειτονιάς και στη μικρή αυλή του ζεστού σπιτιού στην επαρχία (οπού ζούσα), τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, όταν η ώρα του αποκαμού, σήμαινε τον ερχομό των γειτόνων, για να ιδωθούν σύντονα. Το σούρουπο ρόδιζε τον ορίζοντα και του παλμού η πνοή στοχαστικά κινούσε τις ψυχές, που παίρναν το σήμα για να βγουν στο κατόπι και να βρεθούν −συνεννοημένες θαρρείς− κάτω από τη μεγάλη ελιά της γειτονιάς. Αυτή ήταν το σύμβολο του τόπου, ήταν ο καθημερνός προορισμός των γειτόνων, στην κύρια από τις στρωτές συνήθειές τους στον κύκλο της ζωής: το συναπάντημα στην αυλή. Οι συναντήσεις κει, βρίσκαν νόημα στην ελιά, με ότι πρέσβευε και πρόσφερε, πώσπρωχνε υποσυνείδητα κι ευλαβητικά τους ανθρώπους στα θέμελα κι έκαμε αδήριτη ανάγκη το σμίξιμο γύρω από τη ρίζα.
Θυμούμαι από κείνα τα χρόνια τις θορυβώδεις συνάξεις στην αλάνα της γειτονιάς και στη μικρή αυλή του ζεστού σπιτιού στην επαρχία (οπού ζούσα), τα καλοκαιριάτικα απογεύματα, όταν η ώρα του αποκαμού, σήμαινε τον ερχομό των γειτόνων, για να ιδωθούν σύντονα. Το σούρουπο ρόδιζε τον ορίζοντα και του παλμού η πνοή στοχαστικά κινούσε τις ψυχές, που παίρναν το σήμα για να βγουν στο κατόπι και να βρεθούν −συνεννοημένες θαρρείς− κάτω από τη μεγάλη ελιά της γειτονιάς. Αυτή ήταν το σύμβολο του τόπου, ήταν ο καθημερνός προορισμός των γειτόνων, στην κύρια από τις στρωτές συνήθειές τους στον κύκλο της ζωής: το συναπάντημα στην αυλή. Οι συναντήσεις κει, βρίσκαν νόημα στην ελιά, με ότι πρέσβευε και πρόσφερε, πώσπρωχνε υποσυνείδητα κι ευλαβητικά τους ανθρώπους στα θέμελα κι έκαμε αδήριτη ανάγκη το σμίξιμο γύρω από τη ρίζα.
Η ελιά της γειτονιάς, ήταν το δένδρο της ζωής, κει οπού βρισκόντουσαν άνθρωποι κοινοί, για να πράξουν κοινά. Ήταν το δένδρο πώδινε απλοχωριά στο μικρό τόπο και τον έκαμε γκαρδιακό. Ήταν η προοπτική της αυλής, το έξω από το μέσα, π’ έκαμε προοπτικό το χώρο κι έπαφο το ξέχωρο. Χρέος της αυλής ήταν να εξυπηρετεί την ελιά, κι αυτή να παραστέκει, χωριογραφικά και πνευματικά, την κοινωνία των ανθρώπων. Η αυλή συνεπώς, είχε ρόλο στην ελιά, κι αυτή στην αυλή, στα πλαίσια της επικοινωνίας του μέσα με το έξω, στα πλαίσια λειτουργίας του ασύνορου χώρου, που απαιτείται για νάναι το σύστημα του οικισμού −της γειτονιάς− λειτουργικά ορθό και να δημιουργεί ολότητα. Τούτο γίνεται δυνατό όταν οι ανθρώπινες με τις φυσικές δυνάμεις σμίγουν και σύντονα πορεύονται, έχοντας το μέγα Αρχέτυπο, τη γη, πεδίο της ενέργειάς τους.
Η ελιά έσπρωχνε τη «φύση της» προς τα έσω, είσδυε ως πρόμαχος στα Ηλύσια του ανθρώπου, δημιουργώντας την ευλαβή μπασιά στο πεδίο του συλλείτουργου. Το όλον, ως δημιούργημα ευγενούς πράξεως του ανθρώπου, αποτελούσε τη φύση του τόπου −μιαν άλλη φύση από’ αυτή της υπαίθρου, δημιουργημένη εξ‘ ολοκλήρου από τον άνθρωπο και διεπόμενη από κανόνες κι αρχές, που διαμορφώνουν το αυτονόητο και φυσικό της καθημερινότητάς του, μια «μικροφύση» δηλαδή της πόλης. Διότι, οι μπουκαμβίλιες, οι κληματαριές, τα γιασεμιά, οι πασχαλιές, οι γαζίες, τα γιούλια, οι λεβάντες, τα δεντρολίβανα και τα τόσα άλλα φυτά της πρασιάς της αυλής, καθώς και οι μενεξέδες, οι βασιλικοί, οι τριανταφυλλιές, οι γαρυφαλλιές, οι γαρδένιες, οι καμέλιες, οι πανσέδες, τα γεράνια και τα τόσα άλλα ταπεινά λούλουδα της αλτάνας, των γλαστρών και των τενεκέδων της, ακόμη και τα μικρά καρποφόρα δεντράκια του γύρω χώρου (η λεμονιά, η κορομηλιά, η μουσμουλιά, η δαμασκηνιά, η βερυκοκιά κ.ά.), που σεμνά κάλυπταν γωνιές με τη διακριτική παρουσία τους, χωρίς να πιγκώνουν, ούτε να διεκδικούν σπάταλα τόπο, όλα αυτά ήταν το έμπα της «φύσης» της ελιάς του πεζοδρομίου στην εμπνοή του τόπου, στο χοροστάσι, στο αλώνι της ζωής. Η φύση της αυλής, η ταπεινή, του μέτρου και της συλλοής, ήτο η διαιώνια φύση του τόπου, η μεραστή κι ολόγιομη, που άχραντη έπρεπε ν’ αρμονίσει την πέτρα, το χώμα, τον ασβέστη, με την ψυχή των ανθρώπων, το άϋλο με το υλικό, και να του δώσει ζωή, να δώσει αποτέλεσμα σπουδαχτικό/δημιουργικό.
Θυμούμαι τη μάνα, που σε κάποιο απολογισμό της για τα έργα της στην αυλή, μου είχε εκμυστηρευθεί κάποτε όλο ζέση: «έχω πενήντα λούλουδα (έτσι αποκαλούσε τις φυτά της) εδώ, είναι τα δεύτερα παιδιά μου…» Η μάνα −η γεννήτρα κυρά, η αγία της ζωής− έδινε διάσταση ανθρωπινή στα δημιουργήματά της, τάβαζε πολύ ψηλά στην καρδιά, στο μυαλό, στην έγνοια της, μετά από μας −τα «πρώτα» παιδιά της… Τούτη η αντιμετώπιση δείχνει τη σημασία π’ αποδίδονταν στη βλάστηση της αυλής από τους ανθρώπους της, η οποία, μη συνειδητώς αλλά αυθόρμητα και με βεβαιότητα λογίζονταν ως πλάση. Ήταν η δημιουργημένη από τον άνθρωπο «φύση», οπού, αυτός κύρια είχε λόγο και παρουσία, ως πλάστης· αυτός μπορούσε να την κάμει ολύμπια, αυτός και χθόνια. Η απόλαψή της σήμαινε συμμετοχή, σήμαινε συνεργία στην πλάστρα ζωή, σήμαινε βίωση με το συνάνθρωπο, για νάχει νόημα η ζήση. Τα γεννήματα της μάνας λοιπόν, τα λούλουδά της, ήταν η προσφορά της, το δόσιμό της στο μικρό κόσμο της −το τόσο «λίγο» που μπορούσε!−, για να γένεται αυτός καλύτερος και ν’ απολαμβάνεται στα πλαίσια της κοινωνίας των ανθρώπων. Προσφέροντας το «λίγο της», ένοιωθε πληρότητα, αφού κοινωνούσε τον Ιχώρ της ζήσης στο μικρό της Σύμπαν, κι αυτό τής ήταν αρκετό. Η πληρότητα της επαφής με τα πρωτινά, τα θέμελα, στα διαιώνια του ανθρώπου πέλαα, απλοτέρα του προορισμού της έκαμαν τη ρίζα, κι αυτό οδηγούσε στις Ιθάκες της ζωής!
Είχε ρόλο υψηλό συνεπώς στο Σύμπαν της αυλής η «φύση της», ήτο θέμελη του σκοπού και του προορισμού του, και δεν ήτο απλά συνταφτιστή ενός συναισθήματος, μιας άποψης ή μιας ανάγκης (δεν είχε, π.χ., μόνον ρόλο κοσμητικό/αισθητικό). Γι’ αυτό κι έλεες ότι αν κάτι έλειπε από τούτα, ξένο θα ήταν το δημιούργημα, σαφώς φτωχότερο, μα κι αβέβαιο. Η ελιά με το πνέμα της λοιπόν, ως φλέβα αιμάτιζε το πεδίο, και η φύση της αυλής, με τις ευωδιές και τα χρώματά της, ροούσε κι έπνεε. Τούτη η εμφάνταστη, η λυρική απόδοση της αυλής, ήτο η αλήθεια της −ω πόσο μαγική τελικά μπορεί νάναι η ζωή αν τη δεις βαθιά!−, κι αυτό απεδείχθη όταν η ελιά εκόπη από τον αστόχαστο άνθρωπο, γιατί το απαιτούσε η διαπλάτυνση του δρόμου!, και ο κόσμος της αυλής συρρικνώθη, μαζεύθη, ρουφήχθη θαρρείς, κι άπνοος εσβήσθη…
Κοντά στα φυτά της αυλής, τη φύση της συμπλήρωνε η «πανίδα της»: το σαμιαμίδι, η αράχνη, ο τζίτζικας, η πεταλούδα, το χελιδόνι, ο πελαργός, το σπουργίτι, η κουκουβάγια κ.ά., ακόμη και το κανάρι στο κλουβί! Όλα είχαν χτυπόκαρδο ηχηρό, που συντονίζονταν με του ανθρώπου και δίναν παλμό στον τόπο. Ένοιωθες μια φυσική ζωή, παράλληλη με την ανθρώπινη να υπάρχει, σ’ έναν τόπο που έπαλλε. Η βουβή παρουσία του νιου χελιδονιού στη φωλιά του, το σούρσιμο της σαύρας, το ανέμελο και χωρίς προφυλάξεις πέταγμα του σπουργιτιού −πώλεγες σ’ εμπιστεύεται και δε φυλάγεται…−, το επαναλαμβανόμενο φώναγμα της κουκουβάγιας, το μονότονο τραγούδι του τζιτζικιού, το «βόσκημα» της πεταλούδας, το πλέξιμο του αραχνοϊστού, ήταν πράξεις της γης, που δήλωναν το ανάστημά της και φτιάχναν κόσμους φυσικούς, του μικροχώρου, στον οποίον −παρά την απλότητα και στενότητά του− χωρούσαν πράματα υψηλά: τα συναισθήματα και οι αλήθειες της ζωής, που δίναν πληρότητα και κάμαν Σύμπαν το μικρό πεδίο, και τον άνθρωπο πάγκοσμο −για όποιον, βέβαια, τάβλεπε και τάνοιωθε έτσι, και τέτοιος ήταν σίγουρα ο άνθρωπος της αυλής!..
Η εισβολή της «φύσης» στο χώρο, ήταν εισβολή του ανθρώπου σε αυτόν, αφού η φύση ήταν ανθρώπινο δημιούργημα. Εξάλλου ο χώρος κατελήφθη ως μέρος του φυσικού, και δεν απέβαλε αυτήν του την ιδιότητα όσο ο άνθρωπος εναρμόνιζε τα έργα και τις δραστηριότητές του με το πνέμα της φύσης, λειτουργώντας με την ιδέα ότι, και το τεχνητό γένεται φυσικό εάν η φύση το δεχτεί και το ενσωματώσει. Υπό αυτή την έννοια, δε θα ήτο δυνατό η «φύση» της αυλής να στεναχωρεί και να θίγει με την παρουσία της. Τουναντίον, ήτο επιθυμητή, προσφέροντας την πληρότητα που εντέλει επιδιωκόταν −ή επιζητούνταν αν θέλετε− για την κοινωνία των ανθρώπων. Το περιβάλλον της αυλής με τα στοιχεία του (τον περίβολο/μαντρότοιχο, που οριοθετούσε το έσω ανοικτό πεδίο και του έδιδε αξία· τον ασβέστη, που σκότωνε κάθε μικρόβιο της ζωής και παρέδιδε καθάριο τον τόπο στην προσφορά· τα φυτά και τα λούλουδα, που γέμιζαν μ’ ευωδιές και χρώματα το ανθρώπινο τοπίο και δίναν αίσθηση, διάθεση και πνοή· οι ζωικές παρουσίες του χώρου, που σκορπούσαν τρόγυρα ζωή, η οποία σιγόβοη «βροντούσε» το μικρό Σύμπαν), ήταν η προσφορά τής (δημιουργημένης) «φύσης» στον άνθρωπο, για να συναισθανθεί, να νοιώσει, να κοινωνήσει, κι ως συμμέτοχος και συμπράττης ν’ αναφανεί στον κόσμο του.
Λειτουργώντας έτσι ο άνθρωπος, ως κοινωνός, πονητής και συμπράττης στον τόπο, δεν ένοιωθε την (όποια) «κατάληψη» του χώρου ως κατάργηση της ιδιωτικότητάς του, παρά ως κάλεσμα για συμμέθεξη και κοινωνία, που βασιζόταν στην αρχή της συνεχούς προσφοράς και νοιάξης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, η χελιδονοφωλιά της αυλής προστατεύονταν ως κάτι ιερό, και θεωρούνταν «αμάρτημα» η καταστροφή της. Εάν δε κάτι τη χαλνούσε, υποβοηθούνταν με κάθε τρόπο η επισκευή της, έτσι ώστε το έργο των χελιδονιών να γίνεται ευκολότερο −θυμούμαι που βάζαμε ξυλάκια σε εμφανές σημείο της αυλής, για να τα χρησιμοποιήσουν τα χελιδόνια στις επισκευές που έκαμαν. Ενώ, οι ίδιοι οι άνθρωποι της αυλής στήναν ασπίδες προστασίας της φύσης της στον ενάντιο εαυτό τους. Βλέπουμε έτσι ότι, το σαμιαμίδι θεωρούνταν γούρι για το σπίτι και ήταν λάθος ο σκοτωμός του· μια γρουσουζιά!
Η φύση λοιπόν −η μικρή της αυλής− έθαλλε, και τούτο πνοούσε τη ζωή, η οποία, ακράτητη ήθελε ν’ απλωθεί και να δώσει, βρίσκοντας πεδίο έκφρασης στο συμμέτοχο, στο συλλείτουργο. Σ’ ένα τέτοιο πνέμα, δε χωρούσαν ματαιότητες, δε χωρούσαν μικρότητες κι εγωισμοί· δινόταν η ζωή κι έπρεπε απ’ όλους −τους συμμέτοχους− να προσληφθεί.
Η ελιά έσπρωχνε τη «φύση της» προς τα έσω, είσδυε ως πρόμαχος στα Ηλύσια του ανθρώπου, δημιουργώντας την ευλαβή μπασιά στο πεδίο του συλλείτουργου. Το όλον, ως δημιούργημα ευγενούς πράξεως του ανθρώπου, αποτελούσε τη φύση του τόπου −μιαν άλλη φύση από’ αυτή της υπαίθρου, δημιουργημένη εξ‘ ολοκλήρου από τον άνθρωπο και διεπόμενη από κανόνες κι αρχές, που διαμορφώνουν το αυτονόητο και φυσικό της καθημερινότητάς του, μια «μικροφύση» δηλαδή της πόλης. Διότι, οι μπουκαμβίλιες, οι κληματαριές, τα γιασεμιά, οι πασχαλιές, οι γαζίες, τα γιούλια, οι λεβάντες, τα δεντρολίβανα και τα τόσα άλλα φυτά της πρασιάς της αυλής, καθώς και οι μενεξέδες, οι βασιλικοί, οι τριανταφυλλιές, οι γαρυφαλλιές, οι γαρδένιες, οι καμέλιες, οι πανσέδες, τα γεράνια και τα τόσα άλλα ταπεινά λούλουδα της αλτάνας, των γλαστρών και των τενεκέδων της, ακόμη και τα μικρά καρποφόρα δεντράκια του γύρω χώρου (η λεμονιά, η κορομηλιά, η μουσμουλιά, η δαμασκηνιά, η βερυκοκιά κ.ά.), που σεμνά κάλυπταν γωνιές με τη διακριτική παρουσία τους, χωρίς να πιγκώνουν, ούτε να διεκδικούν σπάταλα τόπο, όλα αυτά ήταν το έμπα της «φύσης» της ελιάς του πεζοδρομίου στην εμπνοή του τόπου, στο χοροστάσι, στο αλώνι της ζωής. Η φύση της αυλής, η ταπεινή, του μέτρου και της συλλοής, ήτο η διαιώνια φύση του τόπου, η μεραστή κι ολόγιομη, που άχραντη έπρεπε ν’ αρμονίσει την πέτρα, το χώμα, τον ασβέστη, με την ψυχή των ανθρώπων, το άϋλο με το υλικό, και να του δώσει ζωή, να δώσει αποτέλεσμα σπουδαχτικό/δημιουργικό.
Θυμούμαι τη μάνα, που σε κάποιο απολογισμό της για τα έργα της στην αυλή, μου είχε εκμυστηρευθεί κάποτε όλο ζέση: «έχω πενήντα λούλουδα (έτσι αποκαλούσε τις φυτά της) εδώ, είναι τα δεύτερα παιδιά μου…» Η μάνα −η γεννήτρα κυρά, η αγία της ζωής− έδινε διάσταση ανθρωπινή στα δημιουργήματά της, τάβαζε πολύ ψηλά στην καρδιά, στο μυαλό, στην έγνοια της, μετά από μας −τα «πρώτα» παιδιά της… Τούτη η αντιμετώπιση δείχνει τη σημασία π’ αποδίδονταν στη βλάστηση της αυλής από τους ανθρώπους της, η οποία, μη συνειδητώς αλλά αυθόρμητα και με βεβαιότητα λογίζονταν ως πλάση. Ήταν η δημιουργημένη από τον άνθρωπο «φύση», οπού, αυτός κύρια είχε λόγο και παρουσία, ως πλάστης· αυτός μπορούσε να την κάμει ολύμπια, αυτός και χθόνια. Η απόλαψή της σήμαινε συμμετοχή, σήμαινε συνεργία στην πλάστρα ζωή, σήμαινε βίωση με το συνάνθρωπο, για νάχει νόημα η ζήση. Τα γεννήματα της μάνας λοιπόν, τα λούλουδά της, ήταν η προσφορά της, το δόσιμό της στο μικρό κόσμο της −το τόσο «λίγο» που μπορούσε!−, για να γένεται αυτός καλύτερος και ν’ απολαμβάνεται στα πλαίσια της κοινωνίας των ανθρώπων. Προσφέροντας το «λίγο της», ένοιωθε πληρότητα, αφού κοινωνούσε τον Ιχώρ της ζήσης στο μικρό της Σύμπαν, κι αυτό τής ήταν αρκετό. Η πληρότητα της επαφής με τα πρωτινά, τα θέμελα, στα διαιώνια του ανθρώπου πέλαα, απλοτέρα του προορισμού της έκαμαν τη ρίζα, κι αυτό οδηγούσε στις Ιθάκες της ζωής!
Είχε ρόλο υψηλό συνεπώς στο Σύμπαν της αυλής η «φύση της», ήτο θέμελη του σκοπού και του προορισμού του, και δεν ήτο απλά συνταφτιστή ενός συναισθήματος, μιας άποψης ή μιας ανάγκης (δεν είχε, π.χ., μόνον ρόλο κοσμητικό/αισθητικό). Γι’ αυτό κι έλεες ότι αν κάτι έλειπε από τούτα, ξένο θα ήταν το δημιούργημα, σαφώς φτωχότερο, μα κι αβέβαιο. Η ελιά με το πνέμα της λοιπόν, ως φλέβα αιμάτιζε το πεδίο, και η φύση της αυλής, με τις ευωδιές και τα χρώματά της, ροούσε κι έπνεε. Τούτη η εμφάνταστη, η λυρική απόδοση της αυλής, ήτο η αλήθεια της −ω πόσο μαγική τελικά μπορεί νάναι η ζωή αν τη δεις βαθιά!−, κι αυτό απεδείχθη όταν η ελιά εκόπη από τον αστόχαστο άνθρωπο, γιατί το απαιτούσε η διαπλάτυνση του δρόμου!, και ο κόσμος της αυλής συρρικνώθη, μαζεύθη, ρουφήχθη θαρρείς, κι άπνοος εσβήσθη…
Κοντά στα φυτά της αυλής, τη φύση της συμπλήρωνε η «πανίδα της»: το σαμιαμίδι, η αράχνη, ο τζίτζικας, η πεταλούδα, το χελιδόνι, ο πελαργός, το σπουργίτι, η κουκουβάγια κ.ά., ακόμη και το κανάρι στο κλουβί! Όλα είχαν χτυπόκαρδο ηχηρό, που συντονίζονταν με του ανθρώπου και δίναν παλμό στον τόπο. Ένοιωθες μια φυσική ζωή, παράλληλη με την ανθρώπινη να υπάρχει, σ’ έναν τόπο που έπαλλε. Η βουβή παρουσία του νιου χελιδονιού στη φωλιά του, το σούρσιμο της σαύρας, το ανέμελο και χωρίς προφυλάξεις πέταγμα του σπουργιτιού −πώλεγες σ’ εμπιστεύεται και δε φυλάγεται…−, το επαναλαμβανόμενο φώναγμα της κουκουβάγιας, το μονότονο τραγούδι του τζιτζικιού, το «βόσκημα» της πεταλούδας, το πλέξιμο του αραχνοϊστού, ήταν πράξεις της γης, που δήλωναν το ανάστημά της και φτιάχναν κόσμους φυσικούς, του μικροχώρου, στον οποίον −παρά την απλότητα και στενότητά του− χωρούσαν πράματα υψηλά: τα συναισθήματα και οι αλήθειες της ζωής, που δίναν πληρότητα και κάμαν Σύμπαν το μικρό πεδίο, και τον άνθρωπο πάγκοσμο −για όποιον, βέβαια, τάβλεπε και τάνοιωθε έτσι, και τέτοιος ήταν σίγουρα ο άνθρωπος της αυλής!..
Η εισβολή της «φύσης» στο χώρο, ήταν εισβολή του ανθρώπου σε αυτόν, αφού η φύση ήταν ανθρώπινο δημιούργημα. Εξάλλου ο χώρος κατελήφθη ως μέρος του φυσικού, και δεν απέβαλε αυτήν του την ιδιότητα όσο ο άνθρωπος εναρμόνιζε τα έργα και τις δραστηριότητές του με το πνέμα της φύσης, λειτουργώντας με την ιδέα ότι, και το τεχνητό γένεται φυσικό εάν η φύση το δεχτεί και το ενσωματώσει. Υπό αυτή την έννοια, δε θα ήτο δυνατό η «φύση» της αυλής να στεναχωρεί και να θίγει με την παρουσία της. Τουναντίον, ήτο επιθυμητή, προσφέροντας την πληρότητα που εντέλει επιδιωκόταν −ή επιζητούνταν αν θέλετε− για την κοινωνία των ανθρώπων. Το περιβάλλον της αυλής με τα στοιχεία του (τον περίβολο/μαντρότοιχο, που οριοθετούσε το έσω ανοικτό πεδίο και του έδιδε αξία· τον ασβέστη, που σκότωνε κάθε μικρόβιο της ζωής και παρέδιδε καθάριο τον τόπο στην προσφορά· τα φυτά και τα λούλουδα, που γέμιζαν μ’ ευωδιές και χρώματα το ανθρώπινο τοπίο και δίναν αίσθηση, διάθεση και πνοή· οι ζωικές παρουσίες του χώρου, που σκορπούσαν τρόγυρα ζωή, η οποία σιγόβοη «βροντούσε» το μικρό Σύμπαν), ήταν η προσφορά τής (δημιουργημένης) «φύσης» στον άνθρωπο, για να συναισθανθεί, να νοιώσει, να κοινωνήσει, κι ως συμμέτοχος και συμπράττης ν’ αναφανεί στον κόσμο του.
Λειτουργώντας έτσι ο άνθρωπος, ως κοινωνός, πονητής και συμπράττης στον τόπο, δεν ένοιωθε την (όποια) «κατάληψη» του χώρου ως κατάργηση της ιδιωτικότητάς του, παρά ως κάλεσμα για συμμέθεξη και κοινωνία, που βασιζόταν στην αρχή της συνεχούς προσφοράς και νοιάξης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, η χελιδονοφωλιά της αυλής προστατεύονταν ως κάτι ιερό, και θεωρούνταν «αμάρτημα» η καταστροφή της. Εάν δε κάτι τη χαλνούσε, υποβοηθούνταν με κάθε τρόπο η επισκευή της, έτσι ώστε το έργο των χελιδονιών να γίνεται ευκολότερο −θυμούμαι που βάζαμε ξυλάκια σε εμφανές σημείο της αυλής, για να τα χρησιμοποιήσουν τα χελιδόνια στις επισκευές που έκαμαν. Ενώ, οι ίδιοι οι άνθρωποι της αυλής στήναν ασπίδες προστασίας της φύσης της στον ενάντιο εαυτό τους. Βλέπουμε έτσι ότι, το σαμιαμίδι θεωρούνταν γούρι για το σπίτι και ήταν λάθος ο σκοτωμός του· μια γρουσουζιά!
Η φύση λοιπόν −η μικρή της αυλής− έθαλλε, και τούτο πνοούσε τη ζωή, η οποία, ακράτητη ήθελε ν’ απλωθεί και να δώσει, βρίσκοντας πεδίο έκφρασης στο συμμέτοχο, στο συλλείτουργο. Σ’ ένα τέτοιο πνέμα, δε χωρούσαν ματαιότητες, δε χωρούσαν μικρότητες κι εγωισμοί· δινόταν η ζωή κι έπρεπε απ’ όλους −τους συμμέτοχους− να προσληφθεί.
Σχόλιο στη φωτογραφία:
Το δένδρο, το κλήμα, τα λουλούδια στον τοίχο, οι κότες, οι δυο ανθρώπινες ψυχές -μια αθωότητα, μια γλυκύτητα, μια τρυφερότητα, ένα ευ σου αφήνουν εικόνες σαν αυτές, χθεσινές. Η ζωή, η φύση, η μαγεία, το ύψος της μικρής φτωχικής αυλής, είναι στοιχεία ικανά να σε συνεπάρουν και να σε κάμουν κοινωνό στο δέον -αν φυσικά θεωρός θέλεις να γενείς και να συναισθανθείς τα κείμενα ως πνοές κι ανάσες ζωής. Δέστε όμορφα συνταιριάσματα: το φτωχικό, αρμοστό του λιτού· το λίγο ως πλέον· το αθώο γέμει και πληροί το κενό κι άπληρο· η φύση ξέχυτη στο ολίγο της· το ισχνό και γλίσχρο ενάντιο στο στείρο κι ανεπαρκές -ένας πλούτος ανείδωτης, αθεώρητης ζωής, κει στη φτωχική αυλή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου