Οι εικόνες του χθες ταράζουν το νου, το μετάφρενο τις διαστέλλει και σε πάγει στον Όλυμπο της ψυχής, για να συλλογιστείς γλυκά. Για να ιδείς τι εχάθη από τη μεστωμένη ζωή, που δεν εκτίμησες γιατί η φρένα σου θαμπώθη κι «εσαλεύθη» από τα μάταια, που σε παρέσυραν μακρυά από τη ρίζα. Που σε κάμαν γρήγορον της ζωής κι ανάγυρτο της τέρψης. Δραπέτης νοιώθεις σαν αναπεύεις στα πρωτινά, σαν τα θέμελα ξεσκάφτεις για ν’ αποδράσεις και νάβρεις πηγή· κείνη που δεν βρίσκεις στη ξαίθρα τού σήμερα.Νοιώθεις τυχερός πώχεις τουλάχιστον τη μεγάλη τούτη ευτυχία, αλλά και θλιμμένος πώχασες κείνα που σε κινούσαν! Μακαρίζεις τον εαυτό σου που έστω το μπορείς να δραπετεύεις, ταυτόχρονα όμως σε πονεί το γεγονός του χαμού τους. Μεγάλη το λοιπόν η ευτυχία να τα ξαναφέρνεις στο νου, να τα βάνεις στην ψυχή και να τα ζεις στη σιωπή, κάτι που, αλί, οι σύγχρονοι −που δεν τα γεύτηκαν, γιατί παρήλθαν− δεν το μπορούν! −ιδού το κέρδος σου…
Τρία στοιχεία διακρίνω στις αυλές της ζήσης μου: το χρώμα τους (το άσπρο του ασβέστη και το έντονο των λουλουδιών), τις μυρωδιές τους (του θυμιάματος της μάνας και των ανθών στις γλάστρες), τις ζωές τους (των ανθρώπων, των φυτικών και των −μικρών «άφαντων»− ζωικών οργανισμών που τις γέμιζαν). Με τούτα πλερώνονταν το Σύμπαν της αυλής και γενόταν η ζήση θεριευτή. Ο ποιητής, όμορφα τ’ αποδίδει: «Μοσχοβολούν οι γειτονιές / βασιλικό κι ασβέστη / παίζουν τον έρωτα κρυφά / στις μάντρες τα παιδιά»(«Σαββατόβραδο», Τάσος Λειβαδίτης). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ποιητής ένοιωθε τις μυρωδιές ως μοσκοβολιές, γεγονός που παραμπέμπει σε αίσθηση υψηλότερη του αισθητηρίου της όσφρησης, παραμπέμπει σε ιερότητα των αισθήσεων −καθότι, ότι στην αυλή συντελείτο μιαν ιερουργία (στην εκκλησιά της αυλής)! Οι βασανιστικές, βυζαντινές ανθρώπινες μορφές, απηχούσαν την αγιότη του τόπου, που έκαμε το μικρό Σύμπαν μιαν εκκλησιά, αφιερωμένη στη ζωή. Όλα συναινούσαν σε αυτό, όλα στραμμένα στην αγιότη ήτο: το άσπρο του άσπιλου, το λούλουδο της προσφοράς και του σεβασμού, οι δεητικές ευωδιές, οι «αγιοί» της ζήσης. Και τούτα συμπλήρωνε το θυμίαμα της μάνας, πώδινε στην ιερουργία τόνο σεβαστικό. Η ιεροτελεστία της ζωής, έτσι απλά συντελούνταν, με τη γέψη των εγκόσμιων, που πλέρια δινόταν και δοξαστικά απολαμβανόταν. Και η κοινωνιά της ζωής, ήτο η κοινωνία των ανθρώπων, στο πεδίο του βίου τους…
Σημείωνε για την αυλή, μελετώντας την, ο στοχαστικός αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης: «Η αυλή, όπου γύρω της −ή προς το ένα μέρος της− αραδιάζονται οι κλειστοί χώροι, είναι πάντα ο βασικός πυρήνας. Δηλ. ο υπαίθριος χώρος, ο οργανωμένος και κατασκευασμένος έτσι ώστε να είναι και αυτός δοχείο ζωής και να προσφέρει άνεση, χαρά και υγεία. Ο ξέσκεπος χώρος για να δέχεται το φως και τον ήλιο και τη θέρμη της ελληνικής ατμόσφαιρας, πλακοστρωμένος και φυτεμένος και λουλουδιασμένος. Γιατί ο Έλληνας, όπου χτίζει, φυτεύει κιόλας, όπου ορθώνει κατασκευές τεχνητές, πάντα τις δένει και τις στερεώνει και με το φυσικό στοιχείο» (Άρης Κωνσταντινίδης, «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια», αυτοέκδοση, Αθήνα 1950, σελ. 35).
Για τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, με την αυλή τους, έλεε ο σημαντικός μελετητής της πόλης των Αθηνών Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου: «Το σπιτάκι των παλαιών Αθηνών ήτο μικρόν, αλλά η αυλή του ήτο πάντοτε περιποιημένη και ωραία. Είχε το πηγαδάκι της εις την θέσιν του αρχαίου βωμού, διά του οποίου εγίνετο επικοινωνία με τον μυστικόν κόσμον. Είχε λεμονόδενδρα −η μυρωδιά του ανθών των ενέπνευσεν εις τον Βύρωνα το ποίημα “Ζωή μου σ’ αγαπώ”− και στο πλατύσκαλον απάνω εκουνιώτανε καμαρωτός στο φύσημα του βοριά ο φουντωτός βασιλικός. Τι να τα κάμουν οι Αθηναίοι τα μέγαρα; Και ο Σωκράτης σπιτάκι είχε» (Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, «Το Ριζόκαστρον», Αθήνα 1920, σελ. 19).
Μα και κάτι άλλο δεν ξεχνώ: το φως, το φως το διάφαντο, το κρούσταλλο, το διαπεραστικό. Το φως της φύσης, που άπλετο διαπερνά τις δημιουργίες και τις δυναμώνει. Αυτό έκαμε την άσπρη αυλή να λάμπει και τα λούλουδα να σκορπούν διαχυτά χρώματα κι ευωδιές −τι πιο ταιριαστό στο λάμπος από το λευκό, που συγκεντρώνει τη λάμψη και αναγεννά, αναβαπτίζει, λυτρώνει! Αυτό έκαμε και τους ανθρώπους ζωντανούς, με ψυχή. Τους έβλεπες να θεριεύουν κει οπού όλα πλερούσαν και γέμιζαν με παλμό και πνοή το μικρό Σύμπαν. Στο φως χρωστιόνταν το συνταίριασμα, το ανάδωμα, το κρατινό της πλάσης, πώκαμε φύση και ψυχές ένα.
Είπεν γι΄ αυτό −εξυμνώντας το κι αναλύοντάς το ταυτόχρονα− ο διανοητής της γης, ο μεγάλος Έλληνας ρομαντικός, ο Περικλής Γιαννόπουλος: «Και εδώ (στην Ελλάδα) το Παν Φως: Ιδού η Ανάγκη της υψίστης φωτεινής χροϊκής κλίμακος. Φως: Ιδού η ανάγκη του φωτεινοτάτου χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη της ενότητος του χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη των ολίγων χρωμάτων. Φως: Ιδού η Ανάγκη του σχεδόν ενός χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη της ελαφροτάτης διαφοράς μεταξύ φωτός και σκιάς. Φως: Ιδού το δυνατόν της ελαφροτάτης διαφοράς μεταξύ δύο χρωμάτων. Φως: Ιδού το δυνατόν της εντελούς Ευγενείας δι’ ολίγων, ουρανικωτάτης αϋλότητος ηδονικότητος χρωματισμών» (Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή», εκδ. Γαλαξίας, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1961, σελ. 95, πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 1903 στο περιοδικό Ανατολή).
Και μια δεύτερη γνώμη κρατώ −από τις πολλές που έχουν εκφραστεί για το ελληνικό φως−, από τον σημαντικό (διανοητή αρχιτέκτονα) Κυριάκο Κρόκο: «Αυτό το φως αποκαλύπτει την αλήθεια που γεννάει την ομορφιά. Προσπαθώντας να πετύχουμε τη χρωματική και τονική παρουσία του κτίσματος, εκφράζουμε τη θέλησή μας να το φωτίσουμε σωστά, παίρνοντας κάτι από το φως που υπάρχει μέσα μας. Είναι το φως που πήραμε από τη φύση και σε αυτή το χρωστάμε. Είναι η ματιά του παιδιού που χάραξε στην ψυχή του την αληθινή εικόνα του κόσμου και που χωρίς αυτήν τα έργα μας δε μπορούν να φωτιστούν σωστά. Το φως, ως αποκαλυπτικό στοιχείο της φύσης και των μορφών της, γίνεται αυστηρός κριτής των έργων μας πάνω στη γη» (Κυριάκος Κρόκος, «Κυριάκος Κρόκος», «Αρχιτεκτονικά Θέματα» 23/1989, σελ. 120, από το «Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων», GRA εκδόσεις, σελ. 18, Αθήνα 2008).
Για τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, με την αυλή τους, έλεε ο σημαντικός μελετητής της πόλης των Αθηνών Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου: «Το σπιτάκι των παλαιών Αθηνών ήτο μικρόν, αλλά η αυλή του ήτο πάντοτε περιποιημένη και ωραία. Είχε το πηγαδάκι της εις την θέσιν του αρχαίου βωμού, διά του οποίου εγίνετο επικοινωνία με τον μυστικόν κόσμον. Είχε λεμονόδενδρα −η μυρωδιά του ανθών των ενέπνευσεν εις τον Βύρωνα το ποίημα “Ζωή μου σ’ αγαπώ”− και στο πλατύσκαλον απάνω εκουνιώτανε καμαρωτός στο φύσημα του βοριά ο φουντωτός βασιλικός. Τι να τα κάμουν οι Αθηναίοι τα μέγαρα; Και ο Σωκράτης σπιτάκι είχε» (Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλου, «Το Ριζόκαστρον», Αθήνα 1920, σελ. 19).
Μα και κάτι άλλο δεν ξεχνώ: το φως, το φως το διάφαντο, το κρούσταλλο, το διαπεραστικό. Το φως της φύσης, που άπλετο διαπερνά τις δημιουργίες και τις δυναμώνει. Αυτό έκαμε την άσπρη αυλή να λάμπει και τα λούλουδα να σκορπούν διαχυτά χρώματα κι ευωδιές −τι πιο ταιριαστό στο λάμπος από το λευκό, που συγκεντρώνει τη λάμψη και αναγεννά, αναβαπτίζει, λυτρώνει! Αυτό έκαμε και τους ανθρώπους ζωντανούς, με ψυχή. Τους έβλεπες να θεριεύουν κει οπού όλα πλερούσαν και γέμιζαν με παλμό και πνοή το μικρό Σύμπαν. Στο φως χρωστιόνταν το συνταίριασμα, το ανάδωμα, το κρατινό της πλάσης, πώκαμε φύση και ψυχές ένα.
Είπεν γι΄ αυτό −εξυμνώντας το κι αναλύοντάς το ταυτόχρονα− ο διανοητής της γης, ο μεγάλος Έλληνας ρομαντικός, ο Περικλής Γιαννόπουλος: «Και εδώ (στην Ελλάδα) το Παν Φως: Ιδού η Ανάγκη της υψίστης φωτεινής χροϊκής κλίμακος. Φως: Ιδού η ανάγκη του φωτεινοτάτου χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη της ενότητος του χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη των ολίγων χρωμάτων. Φως: Ιδού η Ανάγκη του σχεδόν ενός χρώματος. Φως: Ιδού η Ανάγκη της ελαφροτάτης διαφοράς μεταξύ φωτός και σκιάς. Φως: Ιδού το δυνατόν της ελαφροτάτης διαφοράς μεταξύ δύο χρωμάτων. Φως: Ιδού το δυνατόν της εντελούς Ευγενείας δι’ ολίγων, ουρανικωτάτης αϋλότητος ηδονικότητος χρωματισμών» (Περικλής Γιαννόπουλος, «Η ελληνική γραμμή», εκδ. Γαλαξίας, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1961, σελ. 95, πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 1903 στο περιοδικό Ανατολή).
Και μια δεύτερη γνώμη κρατώ −από τις πολλές που έχουν εκφραστεί για το ελληνικό φως−, από τον σημαντικό (διανοητή αρχιτέκτονα) Κυριάκο Κρόκο: «Αυτό το φως αποκαλύπτει την αλήθεια που γεννάει την ομορφιά. Προσπαθώντας να πετύχουμε τη χρωματική και τονική παρουσία του κτίσματος, εκφράζουμε τη θέλησή μας να το φωτίσουμε σωστά, παίρνοντας κάτι από το φως που υπάρχει μέσα μας. Είναι το φως που πήραμε από τη φύση και σε αυτή το χρωστάμε. Είναι η ματιά του παιδιού που χάραξε στην ψυχή του την αληθινή εικόνα του κόσμου και που χωρίς αυτήν τα έργα μας δε μπορούν να φωτιστούν σωστά. Το φως, ως αποκαλυπτικό στοιχείο της φύσης και των μορφών της, γίνεται αυστηρός κριτής των έργων μας πάνω στη γη» (Κυριάκος Κρόκος, «Κυριάκος Κρόκος», «Αρχιτεκτονικά Θέματα» 23/1989, σελ. 120, από το «Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων», GRA εκδόσεις, σελ. 18, Αθήνα 2008).
Στην αυλή με το σπίτι που δεν «προκαλεί», είδε το μέλλον της ελληνικής πρωτεύουσας ο Γάλλος δημοσιογράφος, ποιητής και πολιτικός Charles Maurras, που την επισκέφτηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (το 1896). Ιδού η εντύπωσή του: «Καλύβι, σπιτόπουλο ή σπίτι, εδώ προηγείται της κατοικίας μια αυλή, συχνά αρκετά φαρδιά. Στη μέση της αυλής, ένα σύδεντρο από χαμόδεντρα που ανάμεσά τους υψώνεται με θρησκευτική σχεδόν αξιοπρέπεια, γυμνό ως το ύψος του ανθρώπου, το κυπαρίσσι με το λευκό φλοιό, με τη σκοτεινή και πυκνή φυλλωσιά. Αυτή η μεριά της Αθήνας, όταν τη διακρίνεις από τον εξώστη του Θησείου, διάσπαρτη από λυγερά κυπαρίσσια, που τα πάνω φύλλα τους, καθώς τα διαπερνά ο ελαφρός άνεμος λυγίζουν ανεπαίσθητα, είναι γοητευτικά ποιητική. Πιστεύω ότι οι Αθηναίοι του επόμενου αιώνα θα βρουν εδώ, αν όχι το πρότυπο, τουλάχιστον μια σωστή ένδειξη για τη μέλλουσα πόλη τους. Διακριτικά σπίτια, με μέτρια επιφάνεια, με ελεύθερο χώρο στο μέσον, είναι, νομίζω, ότι ζητάνε το κλίμα και η ζωή της Αθήνας» (από τις «Ανταποκρίσεις από την Ελλάδα», σελ. 93-95).
Περιέγραφε την αυλή του αθηναϊκού σπιτιού ο Κώστας Μπίρης το 1940: «Η αυλή με τα λουλούδια της, με τη σκάλα και την άλλη αρχιτεκτονική διάταξη γύρω της, με την κίνησι της καθημερινής ζωής που συγκεντρώνει, χαρίζει το φως και τη χαρά σ’ όλο το σπίτι. Κανένα σπίτι δεν υπάρχει στην παλιά Αθήνα, που να μην έχει την αυλή του, αν και τα οικόπεδα είναι μάλλον μικρά. Και δεν μπορούσε να μην την έχει αφού απ’ αυτήν παίρνει τον αέρα και το φως. Αυτή είναι το κέντρο της ζωής του σπιτιού. Γι’ αυτό και δεν είναι ποτέ γυμνή και άχαρη. Στη μέση της είναι το πηγάδι −αν υπάρχει− και οσοδήποτε μικρή και αν είναι, πάντα έχει κάπου χώρο για μερικά δέντρα και για μια λουλουδιασμένη αλτάνα» («Το παλιό αθηναϊκό σπίτι», από το «Αθηναϊκαί Μελέται», τεύχος 3, Αθήναι 1940).
Στις άσπρες αυλές γλύκαινε η ματιά. Αλλιώς κοιτούσες τα γύρα: με συγκατάβαση. Δεν πολεμούσες τ’ άστοχα, τις κακές τύχες. Είχες μιαν επιείκια για τα υπαρκτά γιατί, μέρος τα θεωρούσες της πλέριας αγιότητας. Δεν αναλωνόσουν στο σκότος της στιγμής, σε ανούσιες παραδρομές. Είχες σκοπό ευγενικό να εκπληρώσεις: το συλλείτουργο στην εκκλησιά! Γι’ αυτό και ξεπερνούσες τ’ αχητά, τα βάσανα της ζωής −εξ ου και το χαμογέλιο σε κάθε βλέμμα− και στα μικρά δεν ξοδευόσουν παράμερα −είναι χαρακτηριστικό ότι, οι παρεξηγήσεις στην αυλή, δεν κρατούσαν παρά ελάχιστα. Θαρρείς ότι η ταπεινότητα του μικρού συνόλου σ’ έκαμε να στέκεσαι πάνω από τις στιγμές, να γένεσαι άνθρωπος του προορισμού (της ζωής). Κι αυτό συνέβαινε διότι η φιλοσοφία του τόπου, που οι άνθρωποι την ένοιωθαν χωρίς να την εξηγούν, ήτο υπερούσια, ξεπερνούσε τα διαβατικά, τα εφήμερα, κοιτώντας το σκοπό. Λες και λαγάριζε η σκέψη στην άσκηση της ζωής, και, απολυτρωμένος από τα περιττά, τα βέβηλα και τα οικτρά, κοιτούσες ψηλά −ολύμπιος θαρρείς!..
Στις άσπρες αυλές αντανακλούσε η καλοσύνη των απλών ανθρώπων που τις ζούσαν −γιατί οι άνθρωποι της αυλής, ζούσαν το όλον της δημιουργίας κει, και δεν ασκούνταν απλά στο πεδίο! Ήταν ο κόσμος αυτών που τις σκούπιζαν, που τις φύτευαν, που τις ασβέστωναν, που τις περιποιούνταν. Που τις κρατούσαν καθαρές, αμόλυντες από τα βρωμερά, τ’ «ακάθαρτα» της ζήσης −μεγάλο εφεύρημα ο ασβέστης, «καίγει» κάθε τι το βλαβερό, απολυμαίνει από το «μίασμα», αποκαθαίρει!..
Ο μύστης στις αυλές, ήτο χορηγός ζωής, έστω κι αν δε το ένοιωθε. Ζούσε το βίο στις φλέβες του, έσπαε με το σκιρτημό τα μιλίγγια του μυαλού του και ξεχειλούσε ζωή ωσάν ανάβρα. Αυτό τού αρκούσε, χωρίς να εξηγεί το δόσιμο, χωρίς να ερευνά το μεγάλο αρχέτυπο, που του (παρ)εδόθη για να συντελεί. Η τέτοια του αντιμετώπιση, δεν ήτο άγνοια, μήτε λιγοσύνη. Δεν ήτο αφέλεια, μήτε αργία. Ήτο η συμμετοχή του προσκυνητή στο εκκλησίασμα της ζωής, ήτο το ανάστημα του παντάρκη, που στο σκοπό στυλά και δεν σέρπει γυρευτά.
Ως τέτοιος λοιπόν εννοιώστηκα και συνειδητοποίησα την προσφορά του ταπεινού μου κόσμου στη ζωή, σα μακρυά του πήγα, για να «σπουδαχτώ» στα σύγχρονα, μ΄ αφορμή τη σπουδή μου στα γράμματα. Τότε διαπίστωσα τη σπουδαιότητα του τόπου μου. Η σύγκρισή του με τα «βοριανά», έδειξε τη διαφορά του, το τεράστιο μέγεθός του· που, φυσικά, δεν το καθόριζε το πλάτος του, αλλά τα πλάτη του! Και τώρα που τον νοσταγλώ −αφού εσβήστη στο γύρισμα των καιρών, χωρίς πιστρόφι−, δε ημπορώ παρά να λευτερώσω το συναίσθημα κι ανέμποδα στ’ αλλοτινά να στοχαστώ.
Όχι ότι μένω σε αυτά, πίσω δεν τα ζητώ, αφού είν’ αδύνατο να γυριστούν −είναι ως προς τούτο, χαρακτηριστική η παρατήρηση του καθηγητή αρχιτεκτονικής Pierre Pellegrino, ότι η αρχιτεκτονική αλλάζει κλίμακες, μ’ αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική οργάνωση του ανθρώπινου χώρου να μετατίθεται από την κλίμακα του σπιτιού, της γειτονιάς και της πόλης, σε αυτή των ευρύτερων περιοχών, μέσα στο πλαίσιο της αντίθεσης ανάμεσα στην εθνική νομιμότητα και τη διεθνή κινητικότητα (Pierre Pellegrino, «Το νόημα του χώρου. Η εποχή και ο τόπος», βιβλίο Ι, μετάφραση-επιμέλεια: Κυριακή Τσουκαλά, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 33). Ως πρωτοεικόνα τα ψάχνω και τις αξίες τους ερευνώ (πάλι ως προς αυτό, ο Pierre Pellegrino μίλησε για «αντήχηση των αξιών στο χώρο»). Γιατί, κοιτώντας τα παρόντα κι ανησυχώντας για τα μέλλοντα, γυρνώ στα πίσω για να βρω ένα σκοπό, για να προσδιορισθώ. Και κει βρίσκω τις πηγές, τα θέμελα, π’ απολησμονήθηκαν στον πυρετό −«…μένει ο αέρας της ερημιάς πάνω στο ασβεστωμένο πεζούλι», έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης («Ο κήπος με τις αυταπάτες», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1995, σελ. 49). Αναζητώ τα πλέρια κει, που στα σύγχρονα σβηστήκαν, καθώς άλλοι οι νέοι προορισμοί!.. Μα κι από κείνα, πιότερο αποζητώ, την κοινωνία των ανθρώπων, που στους μικρούς τόπους, τους ταπεινούς, βρήκε αγιό προορισμό…
Περιέγραφε την αυλή του αθηναϊκού σπιτιού ο Κώστας Μπίρης το 1940: «Η αυλή με τα λουλούδια της, με τη σκάλα και την άλλη αρχιτεκτονική διάταξη γύρω της, με την κίνησι της καθημερινής ζωής που συγκεντρώνει, χαρίζει το φως και τη χαρά σ’ όλο το σπίτι. Κανένα σπίτι δεν υπάρχει στην παλιά Αθήνα, που να μην έχει την αυλή του, αν και τα οικόπεδα είναι μάλλον μικρά. Και δεν μπορούσε να μην την έχει αφού απ’ αυτήν παίρνει τον αέρα και το φως. Αυτή είναι το κέντρο της ζωής του σπιτιού. Γι’ αυτό και δεν είναι ποτέ γυμνή και άχαρη. Στη μέση της είναι το πηγάδι −αν υπάρχει− και οσοδήποτε μικρή και αν είναι, πάντα έχει κάπου χώρο για μερικά δέντρα και για μια λουλουδιασμένη αλτάνα» («Το παλιό αθηναϊκό σπίτι», από το «Αθηναϊκαί Μελέται», τεύχος 3, Αθήναι 1940).
Στις άσπρες αυλές γλύκαινε η ματιά. Αλλιώς κοιτούσες τα γύρα: με συγκατάβαση. Δεν πολεμούσες τ’ άστοχα, τις κακές τύχες. Είχες μιαν επιείκια για τα υπαρκτά γιατί, μέρος τα θεωρούσες της πλέριας αγιότητας. Δεν αναλωνόσουν στο σκότος της στιγμής, σε ανούσιες παραδρομές. Είχες σκοπό ευγενικό να εκπληρώσεις: το συλλείτουργο στην εκκλησιά! Γι’ αυτό και ξεπερνούσες τ’ αχητά, τα βάσανα της ζωής −εξ ου και το χαμογέλιο σε κάθε βλέμμα− και στα μικρά δεν ξοδευόσουν παράμερα −είναι χαρακτηριστικό ότι, οι παρεξηγήσεις στην αυλή, δεν κρατούσαν παρά ελάχιστα. Θαρρείς ότι η ταπεινότητα του μικρού συνόλου σ’ έκαμε να στέκεσαι πάνω από τις στιγμές, να γένεσαι άνθρωπος του προορισμού (της ζωής). Κι αυτό συνέβαινε διότι η φιλοσοφία του τόπου, που οι άνθρωποι την ένοιωθαν χωρίς να την εξηγούν, ήτο υπερούσια, ξεπερνούσε τα διαβατικά, τα εφήμερα, κοιτώντας το σκοπό. Λες και λαγάριζε η σκέψη στην άσκηση της ζωής, και, απολυτρωμένος από τα περιττά, τα βέβηλα και τα οικτρά, κοιτούσες ψηλά −ολύμπιος θαρρείς!..
Στις άσπρες αυλές αντανακλούσε η καλοσύνη των απλών ανθρώπων που τις ζούσαν −γιατί οι άνθρωποι της αυλής, ζούσαν το όλον της δημιουργίας κει, και δεν ασκούνταν απλά στο πεδίο! Ήταν ο κόσμος αυτών που τις σκούπιζαν, που τις φύτευαν, που τις ασβέστωναν, που τις περιποιούνταν. Που τις κρατούσαν καθαρές, αμόλυντες από τα βρωμερά, τ’ «ακάθαρτα» της ζήσης −μεγάλο εφεύρημα ο ασβέστης, «καίγει» κάθε τι το βλαβερό, απολυμαίνει από το «μίασμα», αποκαθαίρει!..
Ο μύστης στις αυλές, ήτο χορηγός ζωής, έστω κι αν δε το ένοιωθε. Ζούσε το βίο στις φλέβες του, έσπαε με το σκιρτημό τα μιλίγγια του μυαλού του και ξεχειλούσε ζωή ωσάν ανάβρα. Αυτό τού αρκούσε, χωρίς να εξηγεί το δόσιμο, χωρίς να ερευνά το μεγάλο αρχέτυπο, που του (παρ)εδόθη για να συντελεί. Η τέτοια του αντιμετώπιση, δεν ήτο άγνοια, μήτε λιγοσύνη. Δεν ήτο αφέλεια, μήτε αργία. Ήτο η συμμετοχή του προσκυνητή στο εκκλησίασμα της ζωής, ήτο το ανάστημα του παντάρκη, που στο σκοπό στυλά και δεν σέρπει γυρευτά.
Ως τέτοιος λοιπόν εννοιώστηκα και συνειδητοποίησα την προσφορά του ταπεινού μου κόσμου στη ζωή, σα μακρυά του πήγα, για να «σπουδαχτώ» στα σύγχρονα, μ΄ αφορμή τη σπουδή μου στα γράμματα. Τότε διαπίστωσα τη σπουδαιότητα του τόπου μου. Η σύγκρισή του με τα «βοριανά», έδειξε τη διαφορά του, το τεράστιο μέγεθός του· που, φυσικά, δεν το καθόριζε το πλάτος του, αλλά τα πλάτη του! Και τώρα που τον νοσταγλώ −αφού εσβήστη στο γύρισμα των καιρών, χωρίς πιστρόφι−, δε ημπορώ παρά να λευτερώσω το συναίσθημα κι ανέμποδα στ’ αλλοτινά να στοχαστώ.
Όχι ότι μένω σε αυτά, πίσω δεν τα ζητώ, αφού είν’ αδύνατο να γυριστούν −είναι ως προς τούτο, χαρακτηριστική η παρατήρηση του καθηγητή αρχιτεκτονικής Pierre Pellegrino, ότι η αρχιτεκτονική αλλάζει κλίμακες, μ’ αποτέλεσμα, η αρχιτεκτονική οργάνωση του ανθρώπινου χώρου να μετατίθεται από την κλίμακα του σπιτιού, της γειτονιάς και της πόλης, σε αυτή των ευρύτερων περιοχών, μέσα στο πλαίσιο της αντίθεσης ανάμεσα στην εθνική νομιμότητα και τη διεθνή κινητικότητα (Pierre Pellegrino, «Το νόημα του χώρου. Η εποχή και ο τόπος», βιβλίο Ι, μετάφραση-επιμέλεια: Κυριακή Τσουκαλά, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα 2006, σελ. 33). Ως πρωτοεικόνα τα ψάχνω και τις αξίες τους ερευνώ (πάλι ως προς αυτό, ο Pierre Pellegrino μίλησε για «αντήχηση των αξιών στο χώρο»). Γιατί, κοιτώντας τα παρόντα κι ανησυχώντας για τα μέλλοντα, γυρνώ στα πίσω για να βρω ένα σκοπό, για να προσδιορισθώ. Και κει βρίσκω τις πηγές, τα θέμελα, π’ απολησμονήθηκαν στον πυρετό −«…μένει ο αέρας της ερημιάς πάνω στο ασβεστωμένο πεζούλι», έλεγε ο Οδυσσέας Ελύτης («Ο κήπος με τις αυταπάτες», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1995, σελ. 49). Αναζητώ τα πλέρια κει, που στα σύγχρονα σβηστήκαν, καθώς άλλοι οι νέοι προορισμοί!.. Μα κι από κείνα, πιότερο αποζητώ, την κοινωνία των ανθρώπων, που στους μικρούς τόπους, τους ταπεινούς, βρήκε αγιό προορισμό…
Πάνος Αραβαντινός, “Παιδιά στην αυλή” |
πηγή: www.kallitechnio.org , http://dasarxeio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου