Με αφορμή απόφαση που έλαβε το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) πριν λίγους μήνες, να μην επιβάλει το λευκό χρώμα σε συγκρότημα κατοικιών στον κηρυγμένο παραδοσιακό οικισμό του Ακρωτηρίου Θήρας, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για το λευκό των Κυκλάδων. Νωρίτερα, το 2005, το ΚΑΣ είχε λάβει ανάλογη απόφαση για τη Θήρα, και επ’ αφορμής τούτου είχε γραφτεί το παρόν κείμενο, το οποίο περιελήφθη στον τόμο του συγγραφέα για το ελληνικό τοπίο, με τον τίτλο «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…» (εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009). Λόγω του ενδιαφέροντος που επανεκινήθη για το λευκό των νησιών του Αιγαίου, παραθέτουμε το σχετικό κείμενο.
Άσπρα νησιά*
«Νάτα, νάτα της Ελλάδας τα νησιά, νάτην η γη
που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
οπού εφανερώθη ο Φοίβος κι οπού η Δήλος έχει βγει
κι οπού κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
ένα αιώνιο καλοκαίρι, λες κι ως τώρα τα χρυσώνει».
που η πυρρή Σαπφώ κι αγάπες και τραγούδια έχει σκορπίσει,
οπού εφανερώθη ο Φοίβος κι οπού η Δήλος έχει βγει
κι οπού κάθε τέχνη ειρήνης και πολέμου έχει βλαστήσει,
ένα αιώνιο καλοκαίρι, λες κι ως τώρα τα χρυσώνει».
Μπάϋρον
* Τίτλος παρμένος από το ομώνυμο «κλασικό» βιβλίο της Αθηνάς Ταρσούλη (τύποις Μυρτίδη, Αθήναι 1939).
Αρμόζει το άσπρο χρώμα στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά μας;
Το ζήτημα απασχόλησε πολύ (κι εξακολουθεί ν’ απασχολεί). Μεγάλη η συζήτηση που γίνηκε… Γιατί θα πρέπει να επιβάλλεται στο νησιώτη (ιδία στον κάτοικο των Κυκλάδων) το άσπρο στους οικισμούς του; Είναι το χρώμα που αρμόζει στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά μας;
Ο «μύθος» του λευκού καθιερώθηκε από τον γαλλοελβετό αρχιτέκτονα Le Corbusier τη δεκαετία του ’30, θεωρώντας το ως το χρώμα των οικισμών της Μεσογείου. Ο Le Corbusier το υποστήριζε αυτό, παρόλο που ο ίδιος προτιμούσε την πολυχρωμία στις δημιουργίες, σύμφωνα με τούτα τα λόγια του: «…το χρώμα είναι η ίδια η έκφραση της ζωής. (…) Ο άνθρωπος που ζει πραγματικά, χρησιμοποιεί χρώματα» (αποσπάσματα από κείμενο με τίτλο «Αέρας-ήχος-φως», δημοσιευμένο στο 2ο τεύχος του περιοδικού 20ος Αιώνας το έτος 1933). Αυτός όμως, όπως και οι Ισπανοί αρχιτέκτονες, είχαν με έμφαση υποστηρίξει ότι «κείνο που ενώνει τη Μεσόγειο, είναι οι λευκοί της οικισμοί»[1]. Ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς θεώρησε τούτο σημαντικό για την τάξη και αρμονία του χώρου, και το θεσμοθέτησε, κι έκτοτε τα νησιά μας (τα Κυκλαδονήσια κατά βάσιν και νησιά των Δωδεκανήσων) απέκτησαν το χρώμα τους. Έγιναν «με τη βούλα» άσπρα και στην αισθητική όλων μας καθιερώθηκαν έτσι, χωρίς να είναι δυνατό να τα φανταστούμε διαφορετικά.
Ήλθε όμως το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.) το έτος 2005, για ν’ αμφισβητήσει σε παραδοσιακό οικισμό της Θήρας το λευκό, ως στοιχείο της αισθητικής του, και ν’ ανοίξει έτσι πάλι η συζήτηση περί του αρμόζοντος χρώματος στα νησιά μας. Γιατί το άσπρο κι όχι η πολυχρωμία, που κάποτε κυριαρχούσε (όπως υποστηρίζεται) και διακόπηκε διά της «επιβολής» που προαναφέρθηκε; Γιατί το άσπρο κι όχι η πέτρα, η οποία επιτυγχάνει αρμονία, ενσωμάτωση του οικισμού στο γήινο περιβάλλον, χωρίς την κυριαρχία διά της επιβολής του λευκού;
Από τους υποστηρικτές του λευκού διατυπώνεται η άποψη ότι αυτό και μόνον αρμόζει στο κλασικό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Το λευκό ανακλά, σκορπά ιδανικά το έντονο φως της Μεσογείου, το φως το ελληνικό, και το αναδεικνύει. «Ένα τοπίο οπού το πιο πλούσιο στοιχείο είναι το αθώο φως του ήλιου, είναι ένα δυνατό τοπίο» (λόγια του Αμερικανού νατουραλιστή φιλοσόφου Henry David Thoreau). Τι πιο ωραίο από έναν οικισμό που λάμπει; Από έναν οικισμό που εκπέμπει; Οικισμός αιχμάλωτος στο φως: Τι πιο τολμηρό κι όμορφο μπορεί να φανταστεί κανείς!..
Θα θέλαμε την πολυχρωμία και την πολυμορφία, που απορροφά το φως και το φυλακίζει στις ανθρώπινες κατασκευές; Θα θέλαμε το φως εγκλωβισμένο στο χρώμα; Ορθότερο δεν είναι το φως να «φωτίζει» τον οικισμό και να σκορπά τη λάμψη του; Να μη δαπανάται κι αναλώνεται σε «περιηγήσεις» που το φθείρουν και το αποδυναμώνουν;
Διερωτώνται οι υποστηρικτές του άσπρου για την πέτρα, που πολλοί τη θέλουν να χαρακτηρίζει τους νησιωτικούς οικισμούς: Θέλουμε χαμένο, μη διακριτό τον οικισμό στο τοπίο, χωρίς την ανάδειξή του από το φως, που το λευκό χρώμα θα του προσφέρει; Η πέτρα θ’ απορροφήσει το φως, θα το αφομοιώσει και θα το σβήσει, θα το πάψει μες στη συνέχεια του τοπίου, θα το αδικήσει. Θα θέλαμε μια τέτοια αντιμετώπιση του φωτός, μια τέτοια «καταδίκη του»; Το λευκό είναι συνυφασμένο με το ασκητικό, με το απλό, με το λιτό και το απέριττο, ταυτόχρονα με το λαμπερό και το παστρικό. Γι’ αυτό και το «άσπρισμα» των σπιτιών και των αυλών, αποτελούσε συνήθεια στα νησιά μας, ήταν η παράδοση, κάτι που συνδυαζόταν με την παστρικότητα και τη νοικοκυροσύνη. Το νησιώτικο σπίτι ασβεστωνόταν τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο, στο εσωτερικό και το εξωτερικό του.
Ας δούμε όμως, ποια η φιλοσοφία δημιουργίας άσπρων οικισμών από τους νησιώτες μας. Πρακτικοί ήταν κατά βάσιν οι λόγοι. Δεν ήθελαν το σκούρο, το μουντό, το γκρίζο, ό,τι τραβούσε τον ήλιο και τους πύρωνε. Ήθελαν τον ασβέστη, να διώχνει τις ακτίνες του ήλιου κατά τις καυτές καλοκαιρινές ημέρες και να διατηρείται έτσι μιαν ανεκτή θερμοκρασία στο εσωτερικό της οικίας (ο αδρός σοβάς και το ασβέστωμα στις εξωτερικές επιφάνειες των σπιτιών, βοηθούν στην αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου και στην απορρόφηση λιγότερης θερμότητας). Ήθελαν την υγεία του ασβέστη -να «καίει τα μικρόβια»-, ήθελαν το φως του. Να λάμπει το νησιώτικο σπίτι στο εσωτερικό του, άπλετο το φως να πέφτει πάνω του, να το φωτίζει (οι λευκές επιφάνειες ενισχύουν το λιγοστό φως στο εσωτερικό των σπιτιών). Όμως και λόγοι ψυχολογικοί έστρεψαν τους νησιώτες μας στο να δημιουργήσουν άσπρους οικισμούς. Ήθελαν την αισιοδοξία που το φως προσφέρει, το ξάνοιγμα της καρδιάς, την απλωσιά· στοιχεία συνυφασμένα με τη θάλασσα, που μπροστά τους απλωνόταν. Και για την επίτευξη τούτων, το άσπρο ήταν το ιδανικό χρώμα. Ήθελαν το φως να διεισδύει και να διαχέεται στους οικισμούς τους, δεν τους ήθελαν μουντούς και σκοτεινούς, κάτι που θα επηρέαζε αρνητικά και την ψυχολογία τους −η οποία δεν ήταν και η καλύτερη στα χρόνια των πολέμων, των επιδρομών και των δηώσεων, τότε που ο νησιώτης ζούσε σε απομόνωση, μόνος στο μικρό του κόσμο. Εξάλλου, στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά ο ασβέστης ήταν άφθονος –εκμεταλλεύονταν συνεπώς οι νησιώτες τη δυνατότητα αξιοποίησής του.
Αλλά, ήταν η πολυχρωμία στοιχείο που κάποτε χαρακτήριζε τους ελληνικούς νησιώτικους οικισμούς, όπως υποστηρίζεται; Ήταν το έντονο χρώμα -της ώχρας, του κόκκινου της γης και του λουλακί- αγαπητό στους νησιώτες μας και κάποια στιγμή επιβλήθηκε το άσπρο, ανατρέποντας κανόνες αισθητικής αιώνων;
Ο ισχυρισμός εκείνων που αμφισβητούν την καθιέρωση του λευκού, εστιάζεται στο γεγονός ότι η πολυχρωμία ιστορικά αντιπροσώπευε τους νησιώτικους οικισμούς, δηλοποιώντας μιαν αισθητική που εχάθη. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία του Αιγαίου, θα δούμε ότι συνηθίζονταν τα έντονα χρώματα στους τοίχους των κτισμάτων και σε στοιχεία των αρχαίων οικισμών -οι πολυάριθμες κυκλαδίτικες τοιχογραφίες, όπως αυτές της Θήρας, χαρακτηρίζονταν από πολυχρωμία. Στα επόμενα χρόνια όμως, το άσπρο φαίνεται πως άρμοσε κι επικράτησε στους αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς. Ιστορικές και περιηγητικές αναφορές του 18ου και 19ου για τους οικισμούς των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, μιλούν για το λαμπερό λευκό τους[2].
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εμβληματικός Έλληνας αρχιτέκτονας του Μεταπολέμου Άρης Κωνσταντινίδης, αν και διακήρυττε την αισθητική της πολυχρωμίας στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, εντούτοις είχε αποδεχτεί το λευκό των ασβεστωμένων σπιτιών της Μυκόνου, θεωρώντας τα «τόσο άσπρα, σαν αφρικάνικα…» Μα και ένας σημαντικός αισθητικός του προηγούμενου αιώνα, ο Τζούλιο Καΐμη, λέγει για τούτο: «Στα νησιά δεν έχουνε κουρτίνες στα παράθυρα, μήτε εξοχή στη στέγη. Ο όγκος του νησιώτικου σπιτιού παίρνει κάτι το κυβικό, που στο φως του ήλιου έχει όλη την ομορφιά του, ενώ το χειμώνα όταν βρέχει χάνεται» (από κείμενο στην εφημερίδα «Ο Δημότης», φύλλο 8ης-5-1960). Ο δε καθηγητής Δημήτριος Πικιώνης, ο υποστηρικτής της λαϊκότητας και της παράδοσης στην αρχιτεκτονική, αναφέρεται στα σπιτάκια του Αιγαίου με βαθύ σεβασμό, αποδεχόμενος την αισθητική τους: «Και αυτά τα σπιτάκια λες ότι μοιάζουν με κάτι ανόργανα πλάσματα, σαν τα κρύσταλλα και τα κοράλλια, που κάθε τμήμα τους σχηματίζεται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, ενώ το σύνολο αποτελεί μια ζηλευτή αρμονία» (από κείμενο στην «Ηώ» στο τεύχος 16ο, 25η-5-1939).
Η φυσιογνωμική παρουσία των νησιών μας και η αισθητική τους όπως καθιερώθηκε, είναι παράγωγο λογικών απλών, που το σύνθετο της εξήγησης που επιδιώκεται, μας απομακρύνει από τη διατύπωση συμπερασμάτων ουσιαστικών. Το λευκό καθιερώθηκε από τους νησιώτες μας, από κάποια στιγμή της ιστορικής τους πορείας κι ύστερα, επειδή επιδιώχθηκε κι όχι επειδή επιβλήθηκε, και κατόπιν θεσμοθετήθηκε η καθιέρωση αυτή (άλλοι την επικρίνουν κι άλλοι την επικροτούν), για τη δημιουργία μιας ομοιομορφίας και για τη διατήρηση του παραδοσιακού χαρακτήρα των συγκεκριμένων οικισμών. Κατά την ταπεινή μας άποψη, δεν έβλαψε η καθιέρωση του λευκού, διότι χάρισε στον οικισμό μια ζωογόνα απλότητα, μια χάρη και μια λάμψη, που κάθε άλλο χρώμα δε θα μπορούσε να προσφέρει. Πιστεύουμε ότι το άσπρο είναι το χρώμα (γιατί το άσπρο είναι χρώμα –κάτι που συνήθως αγνοείται!) που αρμόζει να σταθεί ανάμεσα στο γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας, δημιουργώντας ένα συνδυασμό ιδιαίτερης –μοναδικής θα λέγαμε– αισθητικής (ας σκεφτούμε ότι ο παραπάνω συνδυασμός παραπέμπει σε συμβολισμούς που δηλοποιούν ή χαρακτηρίζουν την Ελλάδα –αυτοί οι συμβολισμοί μάς απωθούν μήπως;)
Μερικά πράματα, μέσα από την τριβή των χρόνων, ίσως τελικά να είναι αυτονόητα. Πώς θα φανταζόμασταν την αυλή του αιγαιοπελαγίτικου νησιού, εξόν από κάτασπρη; Ας ανατρέξουμε στον Οδυσσέα Ελύτη: «Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς / σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά / που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της / με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά / που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο / ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;» (Ελύτη Οδ., «Ποίηση», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 70).
Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, με το βαθύ λυρικό του λόγο, ερμηνεύει τη γοητεία του λευκού νησιώτικου τοπίου ως εξής (το νησί στο οποίο αναφέρεται είναι η Άνδρος): «Τ’ άσπρα σπιτάκια, οι λουλακιές εκκλησιές, είναι μια μορφή αφθαρσίας. Είναι ακίνητα, καθώς η αιωνιότητα. Η δική μας αιωνιότητα είναι πολυσάλευτη πάντα. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο αιωνιότητες, η “εντύπωση” γίνεται ”θύμηση”. Μια πολύτιμη θύμηση. Να την παίρνουμε μαζί μας για την ώρα του απαυδημού, για την ώρα της νοσταλγίας. Άσπρο και πράσινο και σταχτί είναι το ονειρεμένο νησί…» Αναφερόμενος δε στα στοιχεία του κυκλαδίτικου τοπίου, υπογραμμίζει: «Άσπρο, χρυσό και γαλάζιο –αυτό είναι η Μύκονος…» (Παναγιωτόπουλου Ι. Μ., «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου», έκδοση Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, Αθήνα 1953, σελ. 21).
Ο Αντρέας Καραντώνης, νησιώτης ο ίδιος, θεωρεί ότι οι Κυκλάδες γοητεύουν και για τη «λευκή, μικροσκοπική αρχιτεκτονική τους», την οποία δεν μπορεί ν’ αποσυνδέσει από το όλο σκηνικό, που χαρακτηρίζει την αισθητική του Αρχιπελάγους (άποψη διατυπωμένη σε κείμενο με τίτλο «Στα ελληνικά νησιά», από το συλλογικό έργο «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965, σελ. 197).
Ενώ ο ταξιδευτής-αισθητικός Κυριάκος Μητσοτάκης, εξηγεί γιατί οι Κυκλάδες υποβάλλουν: «Στην κορφή του νησιού είναι σκαρφαλωμένο τούτο το λευκό, το κατάλευκο ησυχαστήρι που θυμίζει περιστερεώνα Κυκλαδίτικο (σημείωση: εννοεί το μοναστήρι της Παναγιάς στην Τήνο). Όλο τούτο το περίγραμμα των γαλανών νησιών, είναι μια ευτυχισμένη ώρα της δημιουργίας. Το φως έχει εδώ τον πρώτο λόγο. Είπε ο θεός –Γεννηθήτω φως! Και έγινε το φως των Κυκλάδων. Ένα φως παράξενο, ξερό, ατίθασο, μυστηριακό, που γεμίζει τα μάτια σου και την ψυχή σου με θάμπος. Αν σε ρωτήσουν τι είδες στα νησιά τού Αρχιπελάγους, θα τους πεις: Ένα φως, ένα απότομο φως που έκαψε τα ματόφυλλά μου, που ξαστέριωσε την ψυχή μου, και της έδωσε φως. (…) Όλα εδώ στις Κυκλάδες αναπνέουν ένα φως πνευματικό. Οι περιστεροφωλιές, τα γλυκά σήμαντρα που σπαθίζουν τον αέρα και η θάλασσα ολάκερη. Το κυκλαδίτικο φως χτυπά πάνω στα ολόλευκα αρχιτεκτονικά ευρήματα που θυμίζουν γιασεμί. Το φως ξερό, διαπεραστικό, γεμάτο άφταστη γλύκα, με φόντο τη θάλασσα και τα θαλασσοπούλια που ζυγιάζονται στις θαλασσοσπηλιές στο μελιχρό ηλιοβασίλεμα» (Μητσοτάκη Κ., «Ταξιδιωτικά», Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα 1970, σελ. 88-89).
Όχι, δεν πρέπει να θεωρήσουμε το λευκό ως επιβολή για τη δημιουργία τουριστικού χρώματος στα νησιά μας. Καμιά «καταπίεση» του τοπίου, με τη δημιουργία ανούσιας ομοιομορφίας, καμιά σκηνογραφία εκλαϊκευμένη, καμιά αρχιτεκτονική κατεστραμμένη, αιχμάλωτη διαταγμάτων και αποφάσεων (από απόψεις-ενστάσεις, που κατά καιρούς διατυπώθηκαν, για την «επιβολή» του λευκού στους νησιώτικους οικισμούς μας)[3]. Το θέλησε το άσπρο ο νησιώτης μας, άρμοσε με το κυκλαδίτικο τοπίο το συγκεκριμένο χρώμα −η αισθητική που παράχθηκε και η αρχιτεκτονική που καθιερώθηκε, δηλοποίησε και χαρακτήρισε το συγκεκριμένο χώρο (κάτι που θεωρούμε ότι παρέχει πλεονέκτημα και δεν αποτελεί μειονέκτημά του).
Ιδού πώς εννοεί τη λευκή αισθητική των νησιών του Αρχιπελάγους η ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά:
«Σπίτια του νησιού μου κάτασπρα
λουσμένα στο φως του Αιγαίου
όλα κατάντικρυ στον ήλιο
με τη ράχη στηριγμένη για σιγουριά στο βουνό
τίποτα τίποτα δεν κρύβει το μέτωπό σας
κανένας άνεμος ποτέ δε σας σύντριψε
όσο μικρούλα κι εύπλαστη κι αν είναι η ύπαρξή σας
όσο κι αν είσαστε έργα ταπεινά
χεριών που τα ‘σπρωξε η ανάγκη να ζυμώσουν τη λάσπη.
Πάνω σας των προγόνων μου πλανιώνται οι σκιές…»
λουσμένα στο φως του Αιγαίου
όλα κατάντικρυ στον ήλιο
με τη ράχη στηριγμένη για σιγουριά στο βουνό
τίποτα τίποτα δεν κρύβει το μέτωπό σας
κανένας άνεμος ποτέ δε σας σύντριψε
όσο μικρούλα κι εύπλαστη κι αν είναι η ύπαρξή σας
όσο κι αν είσαστε έργα ταπεινά
χεριών που τα ‘σπρωξε η ανάγκη να ζυμώσουν τη λάσπη.
Πάνω σας των προγόνων μου πλανιώνται οι σκιές…»
(«Πορεία ενός άστρου», Ρίτα Μπούμη-Παπά)
Τα διάφορα χρώματα, εξάλλου, δεν απορρίπτονται στους άσπρους οικισμούς. Το άσπρο αποτελεί το υπόβαθρο, στο οποίο επικάθεται το μπλε, το πράσινο, το κίτρινο, σε παραθυρόφυλλα, σε πόρτες, σε σκαλιά, στο εσωτερικό των σπιτιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται για τα σπίτια του Αιγαίου: «…πέρα από άσπρο, μαζί με το άσπρο, υπάρχουν όλα τα χρώματα. Γιατί μόνο πάνω στο άσπρο αποκτούν αυτή τη λάμψη τη μοναδική, που τα κάνει να φαντάζουν τόσο καθαρά και διάφανα, κάπου εκεί, δυτικά της Ανατολής και ανατολικά της Δύσης, μέρα και νύχτα…» (από το βιβλίο των Γιώργου Καψάλη και Γιώργη Πετράκη «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα», εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985).
Η ένστασή μας μόνο, διατυπώνεται ως προς το χρησιμοποιούμενο σήμερα λευκό στους αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς. Διότι αυτό παράγεται από ακρυλικά πλαστικά, που πνίγουν τον οικισμό και τον καταπιέζουν. Ας σκεφτούμε τούτο: Ο κάτοικος της Θήρας χρησιμοποιούσε κάποτε χρώματα φτιαγμένα από τη γη, από ασβέστη και χώμα, με την ανάμιξη φυσικών χρωστικών. Τούτο έδινε γήινη μορφή στις επιφάνειες, δεν τις αποξένωνε από το φυσικό τους χώρο. Δημιουργούσε κρούστες ζεστές στην όψη και την αφή. Οι επιφάνειες «ανάσαιναν», δεν τις έπνιγε το χρώμα. Αυτό ίσχυσε και μετέπειτα, στους άσπρους οικισμούς, με τη χρήση αποκλειστικά του ασβέστη στην επικάλυψη των επιφανειών. Σήμερα, με τη χρήση ακρυλικών πλαστικών στους εξωτερικούς χρωματισμούς των παραδοσιακών οικισμών των νησιών μας, γεννάται ζήτημα ακόμη και για τη χρησιμοποίηση του λευκού. Διότι, το ακρυλικό πλαστικό παρέχει ομοιόμορφη και πλήρη επικάλυψη των επιφανειών, προσφέροντας την αίσθηση της επιτηδευμένης τελειότητας, που απομακρύνει από την αίσθηση της καλλιτεχνίας που παρείχαν οι παραδοσιακές βαφές. Το ακρυλικό πλαστικό «εκπέμπει» μιαν αποκρουστική γυαλάδα και στιλπνότητα, που καταστρέφει το ελληνικό φως, το οποίο χάνεται στη «μεταλλική» λάμψη του οικισμού. Το κτίσμα, έτσι, δεν αναπνέει, πνίγεται κάτω από το «βαρύ» χρώμα. Μήπως τελικά θα έπρεπε να επιβληθεί ο ασβέστης, ως μόνο υλικό επικάλυψης των εξωτερικών επιφανειών των κτισμάτων στα νησιά μας, για να έχει κάποια ουσία η θεώρηση του οικισμού ως παραδοσιακού; Υπάρχουν βέβαια σήμερα και χρώματα απαλά, διαπνέοντα, οικολογικά και με αντοχή, των οποίων η χρήση ενδείκνυται για να μην αλλοιώνεται η φυσιογνωμία και η σημασία του οικισμού.
Σημειώνει, σε σχέση με τα παραπάνω, ο καθηγητής-αρχιτέκτονας Τάσης Παπαϊωάννου: «…ο ασβέστης δίνει ένα φωτεινό χρώμα, έχει μια διαφάνεια μοναδική, που προσδίδει βάθος και ποτέ δεν καλύπτει την επιφάνεια του τοίχου ομοιόμορφα. Μοιάζει με ζωγραφική. Ζωγραφίζανε τα σπίτια τους τότε, δεν τα βάφανε…» (Παπαϊωάννου Τ., «Αρχιτεκτονική και χρώμα», εφημερίδα «Τα Νέα», φύλλο 14ης-10-2003). Πολύ πολύ νωρίτερα, το έτος 1904, έλεγε στο «Ελληνικόν χρώμα», για τη χρήση του χρώματος στην Ελλάδα, ο Περικλής Γιαννόπουλος: «Το Ελληνικό Φως διαπερνά κάθε χρωματιστό γυαλί και κάθε χαρτί και κάθε πανί, διακωμωδώντας και αποδεικνύοντας την αλήθεια των πραγμάτων. Κι όμως, οι νεοέλληνες χρησιμοποιούν μπογιά σαν ζαχαροπλαστικό υλικό, και τα έργα τους έχουν αίσθηση ζαχαροπλαστικής πάστας. Έτσι, τα νεοελληνικά έργα δίνουν την τελική εντύπωση του σώματος της μπογιάς. Λείπει η ευγένεια. Κυριαρχεί πλήθος χρωμάτων, πλήθος χονδροτάτων, αξεστάτων, θηριοδεστάτων αντιθέσεων. Λείπει η χαρά, η λαμπρότης, ο Γέλως, η Ηδονή».
Εν κατακλείδι, η άποψή μας συνοψίζεται στα εξής: Θα ήταν καταστροφικό για τους αιγαιοπελαγίτικους οικισμούς (στους οποίους καθιερώθηκε το λευκό) να τους θεωρήσουμε με έντονα χρώματα, οπού η ανομοιομορφία, το κιτς και το προκλητικό (σ’ ότι αφορά στη χρωματική έμπνευση) μπορεί να επικρατήσουν, αφού δε θα είναι δυνατός ο έλεγχος (ποιος θα ήταν δυνατό να χαλιναγωγήσει, να διαπαιδαγωγήσει και να κατευθύνει ανάλογα τον Νεοέλληνα ως προς τούτο;)[4] Ένας τέτοιος παραδοσιακός (;) οικισμός, θα ήταν χαμένος στην απόγνωσή του, θα ήταν μακριά από εκείνα που όφειλε ν’ αντιπροσωπεύει κι ότι από τον χαρακτηρισμό του ως παραδοσιακού επιδιώκεται. Από την απλότητα δηλαδή, και την ανεπιτήδευτη χάρη, από την ομορφιά του απέριττου, από την προσαρμογή στο μέτρο και την αρμονία, από την ανάδειξη εντέλει του ελληνικού φωτός…
Παραπομπές
[1] Η πρόποση του κοσμήτορα της αρχιτεκτονικής σχολής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Αναστασίου Ορλάνδου την 3η Αυγούστου 1933 προς τους συμμετέχοντες αρχιτέκτονες στο 4ο Διεθνές Συνέδριο Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM), που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, περιελάμβανε έναν ύμνο στο λευκό των Κυκλαδονησιών, αφού προέτρεπε αυτούς να επισκεφτούν «τας λευκάς αυτάς οπτασίας που πλέουν μεταξύ του κυανού της θαλάσσης και του ουρανού. (…) …τους λευκούς, αυστηρώς γεωμετρικούς όγκους προβαλλόμενους εις το διάστημα κατά τρόπον αρμονικόν άμα και γραφικόν…» Για να καταλήξει, δικαιολογώντας τη λιτότητά τους, ότι η ολική απουσία κοσμήματος στις προσόψεις των κτιρίων, αποτελεί υψηλό ρεαλισμό, βάσει του οποίου θυσιάζεται η λεπτομέρεια για το ουσιώδες («Η πρόποσις του Α. Ορλάνδου», Τεχνικά Χρονικά, op. cit., σελ. 1002-1003).
[2] Σταχυολογούμε μερικές μόνον τέτοιες αναφορές. Το έτος 1840, η Αγγλίδα περιηγήτρια Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ μάς πληροφορεί ότι «…τα σπίτια της Σύρου είναι όλα λευκά και το μέρος έμοιαζε απελπιστικά ζεστό, χωρίς ούτε ένα θάμνο σχεδόν» (από το βιβλίο των Κολοκοτρώνη Β., Μήτση Ευτ., «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σελ. 85). Το ίδιο λέγει και ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ το έτος 1843 στο Ταξίδι του στην Ανατολή: «Ανάμεσα στα βουνά της Σύρου ξεχωρίζει το κομμάτι του τοπίου με τα κάτασπρα, ασβεστωμένα σπίτια. Η αίσθηση του διαφορετικού αποτυπώνεται στο βλέμμα, καθώς πλανιέται πάνω σ’ αυτό ένα τοπίο τόσο ξεχωριστό» (Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2000, σελ. 64). Την ίδια περίπου εποχή με τον Νερβάλ, ο Αλέξιος Ντε Βαλόν αναφερόταν στους λευκούς οικισμούς της Τήνου, οι οποίοι, όπως έλεγε, «υπό τον ήλιον απήστραπτον ως αδάμαντες μικροί» (βλέπε σχετικά: Αλεξίου Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 2007, σελ. 141). Και ο Γάλλος λογοτέχνης Θεόφιλος Γκωτιέ το έτος 1852 «θαμπώνεται» από την απράδα της Σερίφου («Σέρφο» την αποκαλεί): «Με τα κυάλια διακρίνουμε κάτι μικρούς πέτρινους τοίχους, κάποιες μαυριδερές κηλίδες που θα πρέπει να είναι μαντριά ή καλλιέργειες· πάνω δε σ’ έναν βράχο απλώνεται αμφιθεατρικά κι φαντάζει με την ασπράδα της μια πόλη, ή μάλλον μια πολίχνη, η Σέρφος» (από τον τόμο «Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα», επιμέλεια: Παναγιώτης Μουλλάς, μετάφραση: Βάσω Μέντζου, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1990, σελ. 157). Ο, δε, Γάλλος αρχαιολόγος-περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν το έτος 1890 (που έγραψε το οδοιπορικό του για την Ελλάδα), θεωρεί φυσιολογική την παρουσία των λευκών στπιτιών της Αμοργού στα βράχια της, χαρακτηρίζοντάς τα «λευκά μπουκετάκια (Deschamps G., «Η Ελλάδα σήμερα», μετάφραση: Α. Δαούτη, πρόλογος-σχόλια: Α. Νικολοπούλου, εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1992, σελ. 282). Ο Λιντάου το έτος 1898 περιγράφει τον οικισμό της Άνω Πόλης της Πάτμου: «Πολύ κοντά στην ακτή, πάνω στο σταχτί βραχώδες έδαφος, βλέπει κανείς σκορπισμένα εδώ κι εκεί σπιτάκια, ολόλευκα ασβεστωμένα, όλα μ’ επίπεδες σκεπές, τα περισσότερα μονόροφα με τρία παράθυρα και μια στενή πόρτα –αστόλιστοι, άσπροι κύβοι». Ο ίδιος αναφέρεται και στη Λέρο: «Αστραφτερά άσπρα σπίτια σαν κύβοι, π’ ανεβαίνουν από την ακτή ψηλά προς τα πάνω» (από το βιβλίο του Ενεπεκίδη Κ. Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1997, σελ. 330). Ο δε Αυστριακός Anton Prokesch von Osten, αναφέρεται το έτος 1824 στ’ άσπρα σπίτια της Σύρου: «Τα σπίτια είναι από πέτρα, ασπρισμένα, χωρίς σκεπή, σκεπασμένα επίπεδα με κοπανιστή γη…» (από το βιβλίο του Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη «Γράμματα προς τη Βιέννη (1824-1843). Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2007, σελ. 38). Ο ίδιος περιγράφει τα σπίτια της Σκύρου ως εξής: «…τα σπίτια ίδια με της Σύρου, τετράγωνα, χωρίς στέγη, άσπρα, χωρίς τάξη παράλληλη ή επάλληλη, που τα ξεπερνούν μονάχα οι λευκοί θόλοι που υψώνουν δυο μικρές εκκλησιές» (από το βιβλίο του Ξενοφώντος Α. Αντωνιάδη «Η Σκύρος στους περιηγητές και γεωγράφους (1400-1900)», Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1977, σελ. 169-170).
[3] Μια αντιπροσωπευτική τέτοια θέση, διατυπώνεται από την αρχιτεκτόνισσα Κατερίνα Τσιγαρίδα: «Όσο περισσότερο το χρώμα απομακρύνεται από το λευκό, τόσο λιγότερες είναι οι τομές στο τοπίο. Σήμερα το συνεχές τοπίο διακόπτεται από τα άσπρα κυβάκια, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι όμορφα, δεν έχουν αρμονία με το τοπίο, γιατί δε μιλάμε για το παραδοσιακό λευκό του ασβέστη, αλλά για μπετόν βαμμένο άσπρο. (…) Το λευκό με τα μπλε παράθυρα πουλάει, αλλά ας μην κάνουμε έκπτωση στην ελληνική ανώνυμη αρχιτεκτονική. Δεν είναι αυτή η Ελλάδα. Αυτό το στερεότυπο είναι μια σκηνογραφία, που μειώνει την πολυπλοκότητα, το γούστο και την αισθητική του ελληνικού τοπίου. Είναι μια σκηνογραφία εκλαϊκευμένη. Συμφωνώ ότι θα πρέπει να πουλήσουμε τουρισμό, αλλά πρέπει να πουλήσουμε και πολιτισμό…» (από σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» με τίτλο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε σπιτάκια στο Αιγαίο», στο φύλλο της 13ης-12-2005). Στην ίδια λογική κινείται και η άποψη της αρχιτεκτόνισσας Αγνής Κουβελά-Παναγιωτάκου, για την αισθητική των σύγχρονων νησιώτικων οικιών: «Με ταχύ ρυθμό αναπαράγεται μια βάρβαρη μονοτονία, στο όνομα μάλιστα της διατήρησης της παράδοσης και κάτω από τη δέσμευση αυστηρών οικοδομικών περιορισμών. Σχεδόν ο ίδιος τύπος κτιρίου εφαρμόζεται με το ίδιο λεξιλόγιο μορφών, που περιορίζεται στην επανάληψη του θόλου, της καμάρας και των μακρόστενων ανοιγμάτων στις όψεις. Εδώ βλέπει κανείς σε όλο τους το μεγαλείο τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι μηχανιστικές εφαρμογές μορφολογικών κανόνων σε ένα τόσο υποβαθμισμένο σύστημα παραγωγής κτιρίων» (Κουβελά-Παναγιωτάτου Αγν., «Φύση, γεωμετρία, αρχιτεκτονική. Ένα παράδειγμα κατοικίας στη Σαντορίνη», http://www.ntua.gr/arch/geometry/tnw/agnes/keimena.htm, τελευταία ενημέρωση: 28-2-2006).
[4] Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού, η άποψη του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Τουρνικιώτη: «…Αν κατέβει η βιομηχανία χρωμάτων στη Σαντορίνη, αλίμονο! Αν βαφτούν οι οικισμοί με αυτά, το αποτέλεσμα θα ανήκει στο χώρο της ζαχαροπλαστικής και όχι της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής!..» (από σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», με τίτλο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε σπιτάκια στο Αιγαίο», φύλλο 13ης-12-2005).
[2] Σταχυολογούμε μερικές μόνον τέτοιες αναφορές. Το έτος 1840, η Αγγλίδα περιηγήτρια Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ μάς πληροφορεί ότι «…τα σπίτια της Σύρου είναι όλα λευκά και το μέρος έμοιαζε απελπιστικά ζεστό, χωρίς ούτε ένα θάμνο σχεδόν» (από το βιβλίο των Κολοκοτρώνη Β., Μήτση Ευτ., «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σελ. 85). Το ίδιο λέγει και ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ το έτος 1843 στο Ταξίδι του στην Ανατολή: «Ανάμεσα στα βουνά της Σύρου ξεχωρίζει το κομμάτι του τοπίου με τα κάτασπρα, ασβεστωμένα σπίτια. Η αίσθηση του διαφορετικού αποτυπώνεται στο βλέμμα, καθώς πλανιέται πάνω σ’ αυτό ένα τοπίο τόσο ξεχωριστό» (Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2000, σελ. 64). Την ίδια περίπου εποχή με τον Νερβάλ, ο Αλέξιος Ντε Βαλόν αναφερόταν στους λευκούς οικισμούς της Τήνου, οι οποίοι, όπως έλεγε, «υπό τον ήλιον απήστραπτον ως αδάμαντες μικροί» (βλέπε σχετικά: Αλεξίου Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου-Τσαπαρέλη, εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 2007, σελ. 141). Και ο Γάλλος λογοτέχνης Θεόφιλος Γκωτιέ το έτος 1852 «θαμπώνεται» από την απράδα της Σερίφου («Σέρφο» την αποκαλεί): «Με τα κυάλια διακρίνουμε κάτι μικρούς πέτρινους τοίχους, κάποιες μαυριδερές κηλίδες που θα πρέπει να είναι μαντριά ή καλλιέργειες· πάνω δε σ’ έναν βράχο απλώνεται αμφιθεατρικά κι φαντάζει με την ασπράδα της μια πόλη, ή μάλλον μια πολίχνη, η Σέρφος» (από τον τόμο «Τρεις Γάλλοι ρομαντικοί στην Ελλάδα», επιμέλεια: Παναγιώτης Μουλλάς, μετάφραση: Βάσω Μέντζου, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1990, σελ. 157). Ο, δε, Γάλλος αρχαιολόγος-περιηγητής Γκαστόν Ντεσάν το έτος 1890 (που έγραψε το οδοιπορικό του για την Ελλάδα), θεωρεί φυσιολογική την παρουσία των λευκών στπιτιών της Αμοργού στα βράχια της, χαρακτηρίζοντάς τα «λευκά μπουκετάκια (Deschamps G., «Η Ελλάδα σήμερα», μετάφραση: Α. Δαούτη, πρόλογος-σχόλια: Α. Νικολοπούλου, εκδόσεις Τροχαλία, Αθήνα 1992, σελ. 282). Ο Λιντάου το έτος 1898 περιγράφει τον οικισμό της Άνω Πόλης της Πάτμου: «Πολύ κοντά στην ακτή, πάνω στο σταχτί βραχώδες έδαφος, βλέπει κανείς σκορπισμένα εδώ κι εκεί σπιτάκια, ολόλευκα ασβεστωμένα, όλα μ’ επίπεδες σκεπές, τα περισσότερα μονόροφα με τρία παράθυρα και μια στενή πόρτα –αστόλιστοι, άσπροι κύβοι». Ο ίδιος αναφέρεται και στη Λέρο: «Αστραφτερά άσπρα σπίτια σαν κύβοι, π’ ανεβαίνουν από την ακτή ψηλά προς τα πάνω» (από το βιβλίο του Ενεπεκίδη Κ. Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1997, σελ. 330). Ο δε Αυστριακός Anton Prokesch von Osten, αναφέρεται το έτος 1824 στ’ άσπρα σπίτια της Σύρου: «Τα σπίτια είναι από πέτρα, ασπρισμένα, χωρίς σκεπή, σκεπασμένα επίπεδα με κοπανιστή γη…» (από το βιβλίο του Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη «Γράμματα προς τη Βιέννη (1824-1843). Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2007, σελ. 38). Ο ίδιος περιγράφει τα σπίτια της Σκύρου ως εξής: «…τα σπίτια ίδια με της Σύρου, τετράγωνα, χωρίς στέγη, άσπρα, χωρίς τάξη παράλληλη ή επάλληλη, που τα ξεπερνούν μονάχα οι λευκοί θόλοι που υψώνουν δυο μικρές εκκλησιές» (από το βιβλίο του Ξενοφώντος Α. Αντωνιάδη «Η Σκύρος στους περιηγητές και γεωγράφους (1400-1900)», Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1977, σελ. 169-170).
[3] Μια αντιπροσωπευτική τέτοια θέση, διατυπώνεται από την αρχιτεκτόνισσα Κατερίνα Τσιγαρίδα: «Όσο περισσότερο το χρώμα απομακρύνεται από το λευκό, τόσο λιγότερες είναι οι τομές στο τοπίο. Σήμερα το συνεχές τοπίο διακόπτεται από τα άσπρα κυβάκια, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι όμορφα, δεν έχουν αρμονία με το τοπίο, γιατί δε μιλάμε για το παραδοσιακό λευκό του ασβέστη, αλλά για μπετόν βαμμένο άσπρο. (…) Το λευκό με τα μπλε παράθυρα πουλάει, αλλά ας μην κάνουμε έκπτωση στην ελληνική ανώνυμη αρχιτεκτονική. Δεν είναι αυτή η Ελλάδα. Αυτό το στερεότυπο είναι μια σκηνογραφία, που μειώνει την πολυπλοκότητα, το γούστο και την αισθητική του ελληνικού τοπίου. Είναι μια σκηνογραφία εκλαϊκευμένη. Συμφωνώ ότι θα πρέπει να πουλήσουμε τουρισμό, αλλά πρέπει να πουλήσουμε και πολιτισμό…» (από σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» με τίτλο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε σπιτάκια στο Αιγαίο», στο φύλλο της 13ης-12-2005). Στην ίδια λογική κινείται και η άποψη της αρχιτεκτόνισσας Αγνής Κουβελά-Παναγιωτάκου, για την αισθητική των σύγχρονων νησιώτικων οικιών: «Με ταχύ ρυθμό αναπαράγεται μια βάρβαρη μονοτονία, στο όνομα μάλιστα της διατήρησης της παράδοσης και κάτω από τη δέσμευση αυστηρών οικοδομικών περιορισμών. Σχεδόν ο ίδιος τύπος κτιρίου εφαρμόζεται με το ίδιο λεξιλόγιο μορφών, που περιορίζεται στην επανάληψη του θόλου, της καμάρας και των μακρόστενων ανοιγμάτων στις όψεις. Εδώ βλέπει κανείς σε όλο τους το μεγαλείο τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν οι μηχανιστικές εφαρμογές μορφολογικών κανόνων σε ένα τόσο υποβαθμισμένο σύστημα παραγωγής κτιρίων» (Κουβελά-Παναγιωτάτου Αγν., «Φύση, γεωμετρία, αρχιτεκτονική. Ένα παράδειγμα κατοικίας στη Σαντορίνη», http://www.ntua.gr/arch/geometry/tnw/agnes/keimena.htm, τελευταία ενημέρωση: 28-2-2006).
[4] Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού, η άποψη του αρχιτέκτονα Παναγιώτη Τουρνικιώτη: «…Αν κατέβει η βιομηχανία χρωμάτων στη Σαντορίνη, αλίμονο! Αν βαφτούν οι οικισμοί με αυτά, το αποτέλεσμα θα ανήκει στο χώρο της ζαχαροπλαστικής και όχι της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής!..» (από σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», με τίτλο «Άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε σπιτάκια στο Αιγαίο», φύλλο 13ης-12-2005).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου