Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Μορφές παραδοσιακής αγροτικής οικονομίας σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, κοινωνικό κεφάλαιο και αειφόρος ανάπτυξη

 
 
 

 
#Γ. Φραγκόττουλος, #Ε. Καραχαλιου, #Ρ. Γιορντανοβα, #Ο. Ραχιώτης
Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ

 
 
Η περίπτωση μιας ορεινής κοινότητας στην Περιφέρεια Θεσσαλίας
 
Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε τις μορφές παραδοσιακής οικονομίας (κτηνοτροφία) μιας ορεινής κοινότητας της Θεσσαλίας, που αναβιώνουν κάτω από το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον σε συνάρτηση με το τοπικό ανθρώπινο κεφάλαιο και δρουν ως παράγοντες τοπικής ανάπτυξης. Η περίπτωση της κοινότητας της Ανάβρας στην Περιφέρεια Θεσσαλίας που στις αρχές του 1990 ήταν μια εγκαταλελειμμένη κοινότητα με γερασμένο πληθυσμό, μηδενικές παραγωγικές δραστηριότητες και μη ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης.
Η αναστροφή της υπανάπτυξης δρομολογήθηκε από μια ομαδική προσπάθεια ανθρώπων που συντάχθηκαν με έναν πρωτοποριακό πρόεδρο κοινότητας που εκλεγόταν για πολλαπλές τετραετίες. Η επιστροφή στη γενέτειρά του από την πρωτεύουσα (Αθήνα), η επανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινότητας και η συνεχής συνεργασία με τους κατοίκους μετέτρεψε σταδιακά τον οικισμό σε βιώσιμο πόλο ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη έγινε αφενός με την κτηνοτροφία και αφετέρου με την πρωτοποριακή αξιοποίηση των περιβαλλοντικών πηγών (άνεμος, ύδατα) ώστε να παράγουν ένα πρότυπο αειφόρου ανάπτυξης με ταυτόχρονη δημογραφική αναζωογόνηση του πληθυσμού.
 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΘΕΩΡΙΑ - ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Στο παρόν άρθρο επιχειρείται η εξέταση των κοινωνικο-πολιτισμικών διαστάσεων της αειφορικής ανάπτυξης που συνδυάζουν τρόπους παραδοσιακής οικονομίας (κτηνοτροφία) με σύγχρονες αειφορικές μορφές παραγωγής ενέργειας (αιολικό πάρκο, περιβαλλοντικό πάρκο) όπως αυτές αναδύονται σε μια τοπική κοινότητα χάρη στην δραστηριοποίηση των τοπικών παραγόντων (ατόμων και ομάδων της).
Η θεωρητική διερεύνηση των παραγόντων χωρικής διακυβέρνησης και αειφορικής ανάπτυξης εξετάζεται αρχικά κάτω από τις έννοιες των πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων όπως το κοινωνικό κεφάλαιο, τα τοπικά δίκτυα ομάδων, θεσμών και πολιτιστικών σχέσεων (Χατζημιχάλης, 2007), της κοινωνικής και πολιτικής συνδιαλλαγής των ομάδων (Remy et al., 1978), αλλά και της ίδιας της έννοιας της Αειφορίας (Παπαδόπουλος & Πατρώνης, 2003) μέσα σε συνθήκες γενικευμένης κρίσης της ελληνικής αγροτικής οικονομίας (Δαμιανάκος, 2003).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ανάβρα ήταν μια εγκαταλελειμμένη κοινότητα με γερασμένο πληθυσμό, μηδενικές παραγωγικές δραστηριότητες περιορισμένη να επιβιώνει από τις λιγοστές συντάξεις των ηλικιωμένων και την λιγοστή κτηνοτροφία. Η αναστροφή της υπανάπτυξης δρομολογήθηκε από μια ομαδική προσπάθεια ανθρώπων που συντάχθηκαν με έναν πρωτοποριακό πρόεδρο κοινότητας που εκλεγόταν για πολλαπλές τετραετίες. Η επιστροφή στη γενέτειρά του από την πρωτεύουσα (Αθήνα), η επανάκτηση της εμπιστοσύνης της κοινότητας και η συνεχής συνεργασία με του κατοίκους μετέτρεψε σταδιακά τον οικισμό σε βιώσιμο πόλο ανάπτυξης. Η ανάπτυξη έγινε αφενός με την κτηνοτροφία και αφετέρου με την πρωτοποριακή αξιοποίηση των περιβαλλοντικών πηγών (άνεμος, ύδατα) ώστε να παράγουν ένα πρότυπο αειφόρου ανάπτυξης αξιοποιώντας πόρους από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Η πολιτισμική και κοινωνική διάσταση της νέας ανάπτυξης και αξιοποίησης των φυσικών πηγών έφερε θετικά αποτελέσματα και παρόλη την κριτική κάποιων τοπικών πολιτικών δυνάμεων έγινε γνωστό σε όλη την Ελλάδα. Ένα νέο διακύβευμα (enjeux) στην τοπική και περιφερειακή πολιτική δομή των σχέσεων εμφανίστηκε ιδιαίτερα με την νέα διοικητική διαίρεση των Δήμων της χώρας (Καλλικράτης) που υπήγαγε την Ανάβρα σε ένα μεγαλύτερο Δήμο στον οποίο οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πλέον όπως πριν, στο δημοτικό συμβούλιο της κοινότητας.

Η εμπειρική έρευνα ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 2010 στα πλαίσια, του εργαστηρίου Κοινωνιολογίας του Χώρου στο τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η σχετική με το θέμα βιβλιογραφία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η έρευνα βασίστηκε σε ημι-δομημένα ερωτηματολόγια με τοπικούς φορείς, οπτικοακουστικό και φωτογραφικό υλικό της κοινότητας, συνεντεύξεις μεμονωμένες και ομαδικές από τους κατοίκους, δευτερογενή στοιχεία σχετικά με τη θεσμική πλευρά των δράσεων, με τα αναπτυξιακά προγράμματα και τις πολιτικές σχεδιασμού που εφαρμόστηκαν στην περιοχή (Ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης). Χρησιμοποιήθηκαν επίσης χαρτογραφικά υπόβαθρα για την αποτύπωση των κοινωνικο-χωρικών μεταβολών της περιοχής.



2. ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΝΑΒΡΑΣ

Ο σημερινός οικισμός της Ανάβρας (παλαιά ονομασία Γούρα) χρονολογείται από τον 6ο αι. μ. Χ.
Από το 1882 μέχρι το 1914 υπήρξε Δήμος με την ονομασία «Δήμος Όθρυος» με πρωτεύουσα τη Γούρα. Από το 1914 μέχρι το 1928 μετατράπηκε σε «Κοινότητα Γούρας» και τέλος από το 1928 μέχρι σήμερα φέρει την ονομασία «Κοινότητα Ανάβρας».

Τη μεγάλη της ακμή η Ανάβρα (Γούρα) απέκτησε κατά την Οθωμανική κυριαρχία τον 17ο-18ο αι. Την εποχή αυτή αναπτύσσει αξιόλογη δράση σε όλους τους τομείς (ισχυρή Τοπική Αυτοδιοίκηση, έδρα του Επισκόπου Θαυμακού με επισκοπικό μέγαρο, ισχυρή οικονομία που στηρίζεται στην οικοτεχνία της υφαντικής, τη βυρσοδεψία, τη χαλκοτεχνία, τη μεταξουργία, την αμπελουργία κ.α.).

Η Ανάβρα αποτελούσε ανέκαθεν το κεφαλοχώρι της Όθρυος, θέση που κατέχει μέχρι και σήμερα. το κύριο επάγγελμα της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία. Σε αυτήν οφείλονται και οι δευτερεύουσες ασχολίες των κατοίκων που είχαν ως αντικείμενο την επεξεργασία του μαλλιού και των δερμάτων (παπούτσια, τσαρουχάδικα), καθώς επίσης και η ύπαρξη πολλών εργαστηρίων που είχαν ως κινητήρια δύναμη το νερό (μντάνι, ντριστέλες, νερόμυλοι). Έτσι αναπτύχθηκε μια εμπορική κίνηση που είχε ως προορισμούς πόλεις της Μακεδονίας και την Ερμούπολη Σύρου, αλλά και το εξωτερικό (Τεργέστη, Βοσνία, Βλαχία).

Απόρροια αυτής της ακμής αποτέλεσε η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού ο οποίος έφτασε τις 10.000 κατοίκους. Εντούτοις, το 1815 και μέχρι το 1821 (προεπαναστατική περίοδος) υπήρξε μια μεγάλη φυγή κατοίκων λόγω επιδημίας πανώλης που ενέσκηψε και λόγω των συνεχών αναταραχών στη περιοχή.
Στα μετέπειτα ειρηνικά χρόνια οι Γουριώτες ανασυντάσσονται και επαναδραστηριοποιούνται και πάλι στην κτηνοτροφία και τις συναφείς ασχολίες (γεωργία, υφαντική, βυρσοδεψία κ.α.).

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου, στις 23 Απριλίου 1943 οι Ιταλοί καίνε το χωριό προκαλώντας την καταστροφή σχεδόν όλων των παλιών πετρόκτιστων αρχοντικών κατοικιών.

Την τελειωτική καταστροφή της παλιάς εικόνας της Ανάβρας επέφεραν οι δύο σεισμοί (1954 και 1980). Έτσι αυτά που βλέπει ο σημερινός επισκέπτης είναι σύγχρονα κτίσματα, τα περισσότερα μετά το 1881, που αδυνατούν να συγκροτήσουν μια αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του οικισμού.

Με την είσοδο της Ελλάδας στη Ε.Ε. και χάρις στις επιδοτήσεις της κτηνοτροφίας, η Ανάβρα κατάφερε να ανακάμψει. Ιδιαίτερα μετά το 1990 ο οικισμός παρουσιάζει μια συνεχή εξέλιξη και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς (οικονομία, κοινωνική πρόνοια, εκπαίδευση, αναπτυξιακά έργα, έργα πολιτισμού κ.α..), τέτοια που να καθιστούν την Ανάβρα χωριό - φαινόμενο για την ελληνική ύπαιθρο. Σήμερα ο πληθυσμός της κοινότητας ανέρχεται στους 500 μόνιμους κατοίκους οι οποίοι σχεδόν σε ποσοστό 100% ασχολούνται με την κτηνοτροφία.

Το 1998 ο νόμος «Καποδίστριας», για τη συνένωση των δήμων και κοινοτήτων της Ελλάδας, εξαίρεσε την Ανάβρα ως απομακρυσμένη από τα αστικά κέντρα, με ομοιογένεια γεωλογικού αναγλύφου, πληθυσμού και απασχόλησης των κατοίκων. Εντούτοις, το 2011 ο νόμος «Καλλικράτης» κατήργησε την κοινότητα και η Ανάβρα ενσωματώθηκε στο Δήμο Αλμυρού (Ανάβρα - Ζω). Αυτή η ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα, η πρώην κοινότητα πλέον να μην μπορεί να αποφασίζει η ίδια για την πορεία της αλλά να εξαρτάται από τις αποφάσεις του υπερκείμενου τοπικού κέντρου (Αλμυρός) με συνέπεια να ανακοπεί η πολλά υποσχόμενη ανάπτυξή της.

 
3. ΈΡΓΑ ΚΑΙ ΦΑΣΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ



Η κοινότητα της Ανάβρας, όπως φαίνεται και από την ιστορική αναδρομή, υπέστη καταστροφές 3 φορές μέσα σε 40 χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από την τελευταία καταστροφή το 1980 μέχρι το 1990 να αποτελεί έναν οικισμό 300 κατοίκων, εγκαταλελειμμένο και αποκομμένο από τα γύρω αστικά κέντρα. Ανύπαρκτη οδοποιία, χωματόδρομοι, απουσία δημόσιων χώρων, συμβίωση των ανθρώπων μαζί με τα ζώα, ελλείψεις σε ηλεκτρικό-τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και απουσία συστήματος αποκομιδής σκουπιδιών ήταν η εικόνα που παρουσίαζε ο οικισμός.

Το 1991 ο εκλεγμένος πρόεδρος της κοινότητας σε συνεργασία με μία ομάδα ανθρώπων που κατάγονταν από την Ανάβρα και οι οποίοι είχαν τη διάθεση να προσφέρουν στον τόπο τους, ξεκινούν μία προσπάθεια με στόχο να καταστήσουν τον οικισμό αρχικά βιώσιμο και να χρησιμοποιήσουν τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα (κτηνοτροφία και περιβάλλον) για να τον οδηγήσουν σε μία πρωτοφανή ανάπτυξη για τα ελληνικά δεδομένα.

Επρόκειτο για μία προσπάθεια που γινόταν σε συνεργασία με τους κατοίκους αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν συνολικά 23 λαϊκές συνελεύσεις τα 2 πρώτα χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των συνελεύσεων ήταν η προσπάθεια να γίνει αντιληπτό στους ανθρώπους του χωριού ότι έπρεπε να γίνει μετεγκατάσταση των κοπαδιών σε χώρους εκτός του βασικού ιστού του οικισμού. Έπειτα, ακολούθησε η καταγραφή, η διαβάθμιση και ιεράρχηση των προβλημάτων για την ορθότερη αντιμετώπιση τους.


Αρχικά, αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην κτηνοτροφία. Τα ζώα απομακρύνθηκαν από τον οικισμό και οργανώθηκαν σε σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες που χωροθετήθηκαν σε 3 κτηνοτροφικά πάρκα, που βρίσκονται γύρω από το χωριό, σε απόσταση 1-1,5 χλμ στις θέσεις Βασιλιαρού, Λούτσα και Άγιος Παντελεήμονας. Τα κτηνοτροφικά αυτά πάρκα δημιουργήθηκαν με επιδοτήσεις από ευρωπαϊκά προγράμματα (Β' και Γ Κ.Π.Σ.) και καθένα είναι χωρισμένο σε οικόπεδα των 4 στρεμμάτων, διαθέτει οδικό δίκτυο που συντηρείται συνεχώς, πλήρες ηλεκτρικό δίκτυο, καθώς και υδροδότηση σε όλα τα ποιμνιοστάσια. Κάθε στρέμμα παραχωρήθηκε στην συμβολική τιμή των 30 ευρώ και έτσι έδωσε τη δυνατότητα στους κτηνοτρόφους να βγάλουν άδεια για κτηνοτροφική μονάδα. Τα ποιμνιοστάσια είναι σύγχρονα κτήρια από οπλισμένο σκυρόδεμα ή σιδηρο-κατασκευή. Αποτελούνται από το χώρο όπου σταβλίζονται τα ζώα και μια αποθήκη για τις ζωοτροφές, ενώ διαθέτουν και μεγάλο αύλειο χώρο για την ανάπαυση των ζώων.

Επίσης, το διάστημα που τα ζώα δεν είναι απαραίτητο να σταβλίζονται (π.χ. περίοδοι εκτός του δύσκολου χειμώνα), αυτά βόσκουν σε 130.000 στρ. βοσκοτόπων που διαθέτει η Κοινότητα Ανάβρας και τα οποία δεν λιπαίνονται ούτε ρυπαίνονται. Επομένως, τα εκτρεφόμενα από τους κατοίκους της Ανάβρας ζώα εντάχθηκαν στην βιολογική κτηνοτροφία παίρνοντας έτσι και τις ανάλογες επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και αυξάνοντας τα εισοδήματα των κτηνοτρόφων τα οποία έφτασαν μέχρι και τα 100.000 ευρώ ετησίως.

Ακολούθησε η δημιουργία των Κοινοτικών Σφαγείων τα οποία σήμερα στεγάζονται σε ένα κτήριο επιφάνειας περίπου 400m2. Μετά την αποπεράτωση του έργου και την τελική έγκριση τα Κοινοτικά Σφαγεία απέκτησαν στις 8-3-2002 κωδικό αριθμό (S64) κτηνιατρικής έγκρισης και από το 2007 εφαρμόζονται τα συστήματα HACCP και ISO, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα του κρέατος με συνεχείς ελέγχους σε νερό, θερμοκρασίες αποστειρωτών και κρέατος, και γενικότερα στις συνθήκες υγιεινής.

Λειτουργούν δυο γραμμές σφαγής, μια για μεγάλα ζώα (μοσχάρια, γελάδια) και μια για μικρά (αιγοπρόβατα, χοιρινά), η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως βιολογική μετά από καθαρισμό και απολύμανση. Υπάρχει διάκριση σε «καθαρή» και «ακάθαρτη» ζώνη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό χώρο.

Με το κλείσιμο του κύκλου της κτηνοτροφίας, σειρά έχουν οι υποδομές ανάπτυξης. Αυτές περιλαμβάνουν τόσο αναπτυξιακά έργα όσο και έργα υποδομής όπως επαρχιακή οδοποιία, εσωτερική οδοποιία, αναπλάσεις χώρων, χάραξη νέων δρόμων μέσα στην κοινότητα για τη σωστή λειτουργικότητα, διώροφος χώρος στάθμευσης, δημόσια κτίρια, τσιμεντοστρώσεις-ασφαλτοστρώσεις, δίκτυο ύδρευσης.

Στον τομέα της παιδείας, κατασκευάστηκαν σχολικά κτίρια για να στεγάσουν το δημοτικό και το νηπιαγωγείο (γυμνάσιο στον Αλμυρό ή Δομοκό - μεταφορά με έξοδα που καλύπτει το κράτος). Παρέχεται επίσης, η υπηρεσία του ολοημέρου σχολείου και παράλληλα η κοινότητα μεριμνά για τη δωρεάν στέγαση του δασκάλου.

Για την κάλυψη των αναγκών στον τομέα της υγείας, δημιουργήθηκε αγροτικό ιατρείο το οποίο χαρακτηρίστηκε άγονο (γεγονός που αποδίδει στον γιατρό επιπλέον εισόδημα). Και στην περίπτωση του γιατρού παρέχεται δωρεάν στέγαση. Σημαντικό στοιχείο που δείχνει για ακόμη μια φορά τον εκσυγχρονισμό της κοινότητας είναι η δυνατότητα λειτουργίας του κοινοτικού ιατρείου με τηλεϊατρική μέσω της οποίας συνδέεται με την Αθήνα ώστε να λαμβάνει τις απαντήσεις των εξετάσεων των ασθενών. Πραγματοποιείται ακόμα προληπτική ιατρική και λειτουργεί και το πρόγραμμα "Βοήθεια στο σπίτι". Η συνθήκες υγιεινής διαφυλάσσονται με την ύπαρξη οργανωμένου συστήματος αποκομιδής σκουπιδιών (το 1994 υπήρχε και ΧΥΤΑ το οποίο σήμερα δεν είναι πλέον σε λειτουργία).

Από την προσπάθεια ανασυγκρότησης της κοινότητας, δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί ο πολιτισμός. Αρχικά, έγινε μία προσπάθεια να καταγραφεί η ιστορία της κοινότητας μέσα από την πραγματοποίηση το 1994 ενός συνεδρίου στο οποίο παρουσιάστηκαν 21 εισηγήσεις οι οποίες αφορούσαν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της. Στη συνέχεια ιδρύθηκε το Λαογραφικό μουσείο και παράλληλα συνεχίστηκε η διοργάνωση ημερίδων για την ιστορία της Ανάβρας με τελευταίο γεγονός το συνέδριο του 2010 στο οποίο έγινε αποτίμηση της υπάρχουσας κατάστασης και προτάθηκαν νέες ιδέες.

Τα έργα ανάπτυξης συνδέονται με την πράσινη ανάπτυξη και είναι φιλικά προς το περιβάλλον. Από τα πιο σημαντικά είναι η δημιουργία του αιολικού πάρκου με 20 ανεμογεννήτριες και ανάδοχο την ισπανική εταιρεία Gamesa. Το ρεύμα που παράγεται, το αγοράζει η ΔΕΗ, ενώ η κοινότητα για τη χρήση του χώρου, που της ανήκει, εισπράττει έως και 100.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης, με το νέο νόμο το 1/3 των εσόδων από το αιολικό πάρκο θα παρακρατείται και θα εκπίπτει από τα τιμολόγια των δημοτών ενώ με την ολοκλήρωση και τη λειτουργία των δύο νέων αιολικών πάρκων οι κάτοικοι δεν θα πληρώνουν καθόλου ρεύμα και θα είναι και μειωμένα τα έξοδα θέρμανσης το χειμώνα.

Με βάση το ιδιαίτερο φυσικό κάλλος του τοπίου της (στην κοιλάδα που σχημάτισε με την πάροδο των αιώνων ο Ενιππέας ποταμός), η Κοινότητα δημιούργησε το Περιβαλλοντικό και Πολιτισμικό Πάρκο, το οποίο αναδεικνύει όλα τα φυσικά χαρίσματα της κοιλάδας, καθώς επίσης και τις προσεκτικές ανθρώπινες παρεμβάσεις του παρελθόντος. Το έργο κατασκευάστηκε με βάση μελέτη που συντάχθηκε από μεγάλη ομάδα επιστημόνων (αρχιτέκτονες, τοπογράφος, μουσειολόγος, γεωλόγος, δασολόγοι, ιχθυολόγοι). Με χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση (Ο.Π.Α.Α.Χ.) έχει δημιουργηθεί ένας περιφραγμένος χώρος τόσο γύρω από τις πηγές όσο και στο παρόχθιο τμήμα του Ενιπέα μήκους 2 χλμ. περίπου, συνολικής έκτασης περίπου 200 στρ. Σε εξέλιξη βρίσκονται δύο ακόμα πολύ σημαντικά έργα όπως είναι τα φωτοβολταϊκά και η τηλεθέρμανση. Η τελευταία αποτελεί ένα μοναδικό, πρωτοποριακό και καινοτόμο έργο που θα χρησιμοποιεί ως καύσιμη ύλη τη βιομάζα.

Ο παρακάτω χάρτης απεικονίζει τα έργα που έγιναν στην Κοινότητα της Ανάβρας δημιουργήθηκε με τη χρήση του προγράμματος ArcGIS 10 της ESRI (Σχήμα 1). Σ' αυτόν απεικονίζεται η χωρική κατανομή των τριών κτηνοτροφικών πάρκων έξω από τον οικισμό και παρουσιάζεται η θέση και η έκταση του περιβαλλοντικού και πολιτισμικού πάρκου Ανάβρας - Γούρας. Επίσης, διακρίνονται οι δρόμοι που δημιουργήθηκαν τόσο εντός του οικισμού (δεδομένου ότι εσωτερική οδοποιία δεν υπήρχε) αλλά και προς τις κτηνοτροφικές μονάδες όσο και εκτός αυτού, διασφαλίζοντας τη σύνδεση και την επικοινωνία με το Δήμο Αλμυρού και τις γύρω κοινότητες. Ακόμα, σημειώνονται και κάποια από τα έργα που έγιναν και τα οποία αφορούν τον αθλητισμό, τον πολιτισμό και την υγεία.

 


                                  Σχήμα 1: Κοινότητα Ανάβρας


4. ΑΕΙΦΟΡΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ, ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΙΣΗΣ


Η άτυπη εξέλιξη της ελληνικής αγροτικής οικονομίας έχει ήδη επαρκώς αναλυθεί, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος της παγκοσμιοποίησης είτε ως «αγροτική οικονομική ενσωμάτωση» είτε ως «καπιταλιστική διείσδυση» (Δαμιανάκος, 2003). Ιδιαίτερα για τις ορεινές κοινότητες οι λύσεις επιβίωσης δεν ήταν προφανείς. Το ίδιο ίσχυε και για την τοπική κοινότητα που εξετάζουμε. Η κοινωνική συνδιαλλαγή ως δυναμική των κοινωνικών πεδίων (οικονομικό, πολιτισμικό, πολιτικό) αφορά τους κοινωνικούς φορείς (acteurs) και τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα (agents) που αλληλεπιδρούν και διαπραγματεύονται στα πλάισια της συγκρουσιακής δυναμικής των κοινωνικών σχέσεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της τοπικής κοινότητας (Remy et al., 1978). Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η δυναμική του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου, των κοινωνικών δικτύων, της εμπιστοσύνης και της αμοιβαιότητας μεταξύ επιχειρηματιών, εργαζομένων και τοπικών θεσμών (Χατζημιχάλης, 2007). Η συγκυριακή θεσμική απομόνωση της Ανάβρας και η διατήρησή της ως Κοινότητας στα πλαίσια της αναδιάρθρωσης της διοικητικής διαίρεσης Καποδίστριας, ενεργοποίησε το κοινωνικό κεφάλαιο και τα τοπικά δίκτυα που λειτούργησαν ως πλαίσιο διακυβέρνησης του αγροτικού χώρου (rural governance) με μια εμβληματική φιγούρα του Προέδρου Κοινότητας, συνταξιούχου μετανάστη στην Αθήνα που είχε ένα όραμα για τον τόπο καταγωγής του.

Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκε αυτό που πρεσβεύει η αγροτική ανάπτυξη, δηλαδή, ανάπτυξη του αγροτικού τομέα και αναγωγή του σε επικρατέστερο τομέα οικονομικής δράσης (στην περίπτωση της Ανάβρας - κτηνοτροφία), μέσα από την ευρύτερη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη. Η κτηνοτροφία αξιοποιώντας το φυσικό περιβάλλον, το αγροτικό τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά της Ανάβρας άνθισε και συνδέθηκε με τους υπόλοιπους τομείς της τοπικής οικονομίας αποτελώντας την κινητήριο δύναμη για την ενεργοποίηση του ντόπιου πληθυσμού, τη θεμελίωση της αναπτυξιακής λογικής στα άτομα της αγροτικής κοινότητας, την οργάνωση αναπτυξιακών μηχανισμών και την εφαρμογή ολοκληρωμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων. Παρατηρείται, λοιπόν, σύνδεση της αειφορίας με την πολυλειτουργικότητα της γεωργίας για την παραγωγή εμπορευματικών και μη εμπορευματικών αγαθών (Παπαδόπουλος & Πατρώνης, 2003).

H Ανάβρα, λοιπόν, αποτελεί αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ανθρώπινου δυναμικού και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του τόπου, τα οποία στηριζόμενα στις αρχές της αγροτικής ανάπτυξης, δημιούργησαν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επίτευξη ενός άριστου επιπέδου βιώσιμης ανάπτυξης.


5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η εξέταση της ορεινής κοινότητας της Ανάβρας, κυρίως κατά την τελευταία εικοσαετία υπό το πρίσμα της αειφορικής ανάπτυξης και των κοινωνικο-πολιτισμικών παραμέτρων της έδειξαν τα εξής:

Η παραδοσιακή μορφή της κτηνοτροφίας και η γνώση των κατοίκων για τον συγκεκριμένο κλάδο, ο εύστοχος συνδυασμός τους από μία ομάδα ντόπιων που είχαν την κατάλληλη επιστημονική γνώση και η εμπιστοσύνη και η αμοιβαιότητα που αναπτύχθηκε ύστερα από προσπάθεια μεταξύ των μελών της κοινωνίας και της πρωτοποριακής ηγετικής αρχής οδήγησαν στη σημερινή βιώσιμη ανάπτυξη.

Η πολιτισμική και κοινωνική διάσταση της νέας ανάπτυξης και αξιοποίησης των φυσικών πηγών έφερνε θετικά αποτελέσματα τουλάχιστον ως την εφαρμογή της διοικητικής αναδιάρθρωσης Δήμων της Ελλάδας με το όνομα Καλλικράτης το 2010. Η υπαγωγή της Κοινότητας στον Δήμο Αλμυρού υπήγαγαν την μέχρι τούδε πρωτότυπη διακυβέρνηση του αγροτικού χώρου σε θεσμικά όργανα και (Δ. Συμβούλιο Αλμυρού) πρόσωπα (Δήμαρχος Αλμυρού) και ομάδες που αδυνατούν να διαχειριστούν το κοινωνικό κεφάλαιο, τα δίκτυα και τις δυναμικές της μικρής αλλά προοδευμένης πρώην Κοινότητας Ανάβρας. Τα έργα στην κοινότητα παρουσίασαν ύφεση, οι τοπικές ταυτότητες λειτούργησαν ανταγωνιστικά με το κλασικό σχήμα «κέντρου» και «περιφέρειας».

Έτσι η θεσμική υπαγωγή που παράγει ανάσχεση της αναπτυξιακής δυναμικής λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα με την υπαγωγή σε ένα Δήμο με μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις, κεντρική διαχείριση και μάλλον εχθρικές σχέσεις με την τοπική υποδειγματική και προβεβλημένη από τα ΜΜΕ αναπτυξιακή πορεία μιας μικρής κοινότητας, προτάσσει καθαρά την συνθετότητα της χωρικής διακυβέρνησης ιδιαίτερα στον ύπαιθρο χώρο της Ελλάδας και το μάλλον λάθος δίπολο τοπική ή κεντρική οργάνωση της ανάπτυξης.

Σε κάθε περίπτωση και άλλες κοινότητες στην Ελλάδα μέσα στο περιβάλλον της κλιμακούμενης κρίσης θα πρέπει να αξιοποιήσουν το παραδοσιακό - πολιτισμικό κεφάλαιο της αγροτικής οικονομίας αφενός και αφετέρου τον σύγχρονο τρόπο αξιοποίησης των περιβαλλοντικών πηγών ενέργειας κάτω από νέες συνθέσεις τοπικών και υπερτοπικών θεσμών και δυναμικών.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Remy, J., Voye, L., & Servais, E. (1978). Produire ou reproduire ? I. Conflits et transaction sociale. Bruxelles: Vie Ouvriere.
Ανάβρα - Ζω. (n.d.). Ανάκτηση 5 25, 2011, από http://www.anavra-zo.gr/index.php/el/our-action_el
Άρθρα από την τοπική εφημερίδα. (Απρίλιος 1999 - Ιανουάριος 2006). Φωνή της Ανάβρας.
Δαμιανάκος, Σ. (2003). Από τον χωρικό στον αγρότη. Η ελληνική αγροτική κοινωνία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: ΕΚΚΕ/Εξάντας.
Καραλή, Μ. (2002). Κοινότητα Ανάβρας Αλμυρού Μαγνησίας. Ένα πείραμα τοπικής ανάπτυξης με πρωτοβουλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Μπογάτσος, Κ. (2008). Ελεύθερος τύπος της Κυριακής. Ανάκτηση 5 25, 2011, από Ανάβρα τόπος να ζείς: http://greenwaystructure.files.wordpress.com/2008/10/ceb1.pdf
Παπαδόπουλος, Α., & Πατρώνης, Β. (2003). Αειφορική αγροτική ανάπτυξη: αγροτική πολυλειτουργικότητα και κοινωνική οικονομία. Στο Περιβάλλον και αγροτική ανάπτυξη (σσ. 181 - 202). Μπεριάτος Ψαλτόπουλος.
Χατζημιχάλης, Κ. (2007). Πολιτισμική στροφή και μη οικονομικές παράμετροι στην οικονομική γεωγραφία και στην περιφερειακή ανάπτυξη. Στο Θ. Τερκενλή, Θ.Ιωσηφίδης, & Ι. Χωριανόπουλος (Επιμ.), Αθρωπογεωγραφία. Άνθρωπος, κοινωνία και χώρος. Αθήνα: Κριτική.


@ Ομιλία στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Βόλο, Σεπτέμβριος 2012
 

 

 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου