Της χρωστούσαμε πολλά... γράφει ο Καράβας |
Πράγματι της χρωστούμε πολλά, ιδιαίτερα όλοι εκείνοι που ζήσαμε και πριν τη δεκαετία του 1960. Ήταν ο τροφέας που μας έδινε γάλα και κρέας αλλά και ο οργωτής των χωραφιών του νησιού από τις ακρογιαλιές ως και τα κακοτράχαλα βουνά.
Ως αρχή αυτών των «Ολίγων πολιτιστικών» στην ανανεωμένη ηλεκτρονική ΤΗΝΙΑΚΗ θέλησα να ξεκινήσω από την Τηνιακή Αγελάδα, ακριβώς, όπως είπα, επειδή της χρωστούμε πολλά. Αυτή μας έζησε και με ποικίλους τρόπους. Ο πολιτισμός ενός τόπου δεν είναι μόνο πνευματικής φύσεως, αλλά και υλικός. Θα έλεγα μάλιστα, πως πρώτα είναι υλικός και ύστερα πνευματικός, επειδή «πεινασμένο αρκούδι δεν χορεύει»… Ο άνθρωπος είναι και πνεύμα και ύλη.
Η τηνιακή αγελάδα συντήρησε γενναιόδωρα αυτή την ύλη… Τώρα, με την παγκοσμιοποίηση, μπορεί να υπάρχει η δυνατότητα να βρούμε για το τραπέζι μας κρέας μοσχαρίσιο από κάθε μέρος του κόσμου (Αργεντινής, Βραζιλίας κλπ). Φτάνει να μπορείς να πληρώσεις. Κι ίσως ορισμένα απ’ αυτά τα κρέατα να είναι και πιο φτηνά από τα δικά μας. Τέλος πάντων. Το θέμα μας δεν είναι αυτό. Κάποτε, όμως, στην Αθήνα τα κρεοπωλεία διαφήμιζαν με επιγραφές το ΤΗΝΙΑΚΟ ΜΟΣΧΑΡΙ. Ήταν το πιο νόστιμο μοσχαρίσιο κρέας στην ελληνική αγορά. Βέβαια, δεν έγιναν πλούσιοι οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι του νησιού, αλλά οι γνωστοί μεσάζοντες. τόσο για τα μοσχάρια, όσο και για τα κηπευτικά και τα αμπελοφάσουλα. Τα λιβιά… Έλεγαν πως χάλασαν στο καΐκι που τα πήγαινε Λαύριο, ή Ραφήνα και πως τα πέταξαν στη θάλασσα. Κι ο αγρότης δεν έπαιρνε δραχμή… Τι περισσότερες φορές, βέβαια, τα μοσχοπουλούσαν στις αγορές, ιδιαίτερα εκεί που ψώνιζε ο «καλός κόσμος».
Το τηνιακό μοσχάρι ήταν μια από τις σημαντικότερες πηγές εισοδήματος του αγρότη της Τήνου, επειδή ένα ή δύο μοσχάρια μπορούσαν να πουλήσει μέσα στο χρόνο. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού, βέβαια, πήγαινε στο σβήσιμο των βερεσέ που είχαν συσσωρευτεί στα μπακαλοτέφτερα για τσιγάρα, για καφέ, για ζάχαρη, ρύζι, μακαρόνια... Συχνά ήταν το ίδιο πρόσωπο ο έμπορος που αγόραζε το μοσχάρι με τον μπακάλη που πουλούσε τα εδώδιμα είδη. Οπότε…
Η κάθε οικογένεια είχε 1-2 αγελάδες. Κάποιοι που είχαν περισσότερα χωράφια μπορούσαν να έχουν και 3 ή 4. Το νησί ήταν ακόμα γεμάτο κόσμο και δεν άφηναν ακαλλιέργητο ούτε τετραγωνικό μέτρο. Έτσι με τα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη άρχιζαν τα οργώματα της γης για τη σπορά. Πρώτα όργωναν, μετά σβάρνιζαν ή σανίδωναν. Το αλέτρι ξύλινο, όπως εκείνο που περιγράφει στο 800 π. Χ. ο Ησίοδος. Προς το τέλος του ’50 άρχισαν οι “Χιάνιδες” να κατασκευάζουν και σιδερένια. Λίγο ακριβά φάνηκαν στην αρχή, αλλά κρατούσαν περισσότερο από τα ξύλινα… Πάντως και τα μεν και τα δε οι αγελάδες τα έσερναν. Σπανιότατα χρησιμοποιούσαν γαϊδούρια ή μουλάρια γι’ αυτή τη δουλειά.
Αυτά τα ζώα δεν είχαν ούτε την υπομονή ούτε το αργό βήμα της αγελάδας, προκειμένου ο οργωτής να μπορεί να σπρώχνει με δύναμη το υνί βαθιά στο χώμα και να το αναποδογυρίζει για όλη εκείνη τη διαδικασία που ήξεραν πολύ καλά οι γεωργοί μας, αλλά δε γνώριζαν να την εξηγήσουν. Έριχναν και κοπριά και όταν πια είχε οργωθεί όλο το χωράφι, με μια μεγάλη σανίδα (σαν σχεδία με μεταλλικές λάμες στο κάτω μέρος) ξαναπερνούσαν όλη την έκτασή του για να σπάσουν οι βώλοι και να ανακατευτεί καλύτερα το χώμα, να ταφούν τα ξερά χόρτα (κι αυτά ήταν για λίπασμα).
Και τη σανίδα αυτή την έσερναν και πάλι οι αγελάδες με υπομονή και με… ξύλο. Τώρα δε χρειαζόταν αργό και υπομονετικό βήμα, αλλά γρήγορο για να τελειώνει. Κι έτσι το ραβδί τις χτυπούσε στα καπούλια για να τρέχουν. Πόσο να τρέχει ένα ζώο τόσων οκάδων… Κι ο αγρότης κρατώντας τα σχοινιά και το ραβδί καμάρωνε πάνω στη «σανίδα» σα Μεγαλέξαντρος πάνω στο πολεμικό του άρμα…
πηγή: http://www.tiniaki.gr/
Ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή