Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Το ελληνικό τοπίο: από την εθνο-ανθρωπολογική ανάγνω(ρι)ση στη διαχειριστική πρακτική

 

Η φωτογραφία δεν είναι μέρος του κειμένου
 


της Δρ Ανδρομάχης Οικονόμου,
κύρια ερευνήτρια, Κέντρο Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών

 

Την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα το τοπίο, ως έννοια και ως πρακτική διαχείρισης, βρίσκεται έντονα και επιτακτικά στο προσκήνιο τόσο των διαφόρων επιστημονικών πεδίων (αρχιτεκτονική, πολιτισμική γεωγραφία, εθνολογία, ανθρωπολογία, ιστορία κ.ά.) όσο και των φορέων διαχείρισης (ΥΠΕΚΑ, Τοπικοί πολιτιστικοί και περιβαλλοντικοί φορείς κ.ά.). Η πρόσφατη επικύρωση της Ευρωπαϊκής Συνθήκης του Τοπίου, τον Φεβρουάριο 2010, από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, επαναφέρει τα ζητήματα της παραγωγής, προστασίας και διαχείρισης του ελληνικού τοπίου. Ο μέχρι σήμερα λόγος για τα ζητήματα του τοπίου υπήρξε αποσπασματικός και κατακερματισμένος και η πρακτική του ελλειμματική και ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Πριν όμως αποφασίσουμε να επέμβουμε και να διαχειριστούμε το τοπίο θα πρέπει να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τους τρόπους μέσα από τους οποίους αυτό παράγεται, αναπαράγεται, προσλαμβάνεται και αναπαριστάται. Σε αυτό οι μέχρι σήμερα επιστημονικές θεωρητικές και εθνογραφικές προσεγγίσεις έχουν πολλά να συνεισφέρουν.

Εφόσον η παραγωγή, αναπαραγωγή του χώρου (space) ως ανθρωπογενούς δημιουργημένου τόπου (place) αποτέλεσε επί μακρόν αντικείμενο θεωρητικής και εφαρμοσμένης προσέγγισης, το τοπίο έρχεται σαν φυσική συνέπεια να απασχολήσει σήμερα τους επιστήμονες καθώς συνδέεται στενά με τον τόπο, αλλά δεν ταυτίζεται απαραίτητα με αυτόν.

Ως σημαντική και πολύσημη έννοια το τοπίο έλαβε πολλούς ορισμούς οι οποίοι αναδεικνύουν την πολλαπλότητα της ανάγνωσης και της διαχείρισής του. Ως τοπίο μπορούμε γενικά να προσδι-ορίσουμε: «το αισθητικά (οπτικά, γευστικά, οσφρητικά, ακουστικά κ.λπ.) προσλαμβανόμενο αποτέλεσμα μιας σύνθετης διεργασίας στο οποίο εγγράφονται οι ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές».

Το τοπίο δεν είναι στατικό καθώς σε αυτό αποτυπώνονται οι ανθρώπινες δράσεις στην παράμετρο του χρόνου. Το τοπίο αναπαράγεται μέσα από τις αφηγήσεις, διηγήσεις οι οποίες ενεργοποιούν τη μνήμη για τον τόπο όπως αυτός διαμορφώνεται από τα γεγονότα και τις πρακτικές και προσλαμβάνεται από τους χρήστες του.

Έτσι το τοπίο γίνεται «κτήμα» πολλών και διαφορετικών υποκειμένων με ποικίλους τρόπους, οι οποίοι το προσλαμβάνουν και το αναπαράγουν μέσα από τη βιωματική σχέση, τη μνήμη και την αφήγηση, τη δράση και την πρακτική, την απ-εικονιστική αναπαράστασή του (ζωγραφική, τοπιογραφία, φωτογραφία, διαδίκτυο κ.ά), την εμπορευματοποίηση και τη διαφήμισή του μέσω του τουρισμού κ.λπ.

Για τις παραδοσιακές, προβιομηχανικές κοινωνίες το τοπίο συνιστούσε μια έννοια δύσκολα προσδιορίσιμη, μάλλον αναπόσπαστη από αυτή καθαυτή την έννοια του τόπου, καθώς τα κοινωνικά υποκείμενα ήταν τα ίδια δράστες και αποδέκτες/χρήστες των πρακτικών τους και του αποτελέσματος τους στον χώρο. Η έλευση του τουρισμού και η διάδοση των τεχνολογικών μέσων απεικόνισης και αναπαραγωγής του τοπίου έδωσε σε αυτό τη δυνατότητα να κοινοποιηθεί και να συμβολοποιηθεί έξω από τα στενά τοπικά του πλαίσια. Αυτό δεν έγινε παρά επιλεκτικά με αποτέλεσμα κάποια τοπία να πριμοδοτηθούν έναντι άλλων με κριτήρια όπως η «αντιπροσωπευτικότητα» η «αυθεντικότητα», το «αναλλοίωτο», η «γνήσια ταυτότητα» κ.ά.
Στην Ελλάδα τέτοια τοπία είναι αυτά των κυκλαδίτικων νησιών, το ευρύτερα γνωστό παγκοσμίως ως αιγαιακό ή αιγαιοπελαγίτικο τοπίο και ειδικότερα ως κυκλαδίτικο τοπίο το οποίο εξιδανικεύτηκε, αποκόπηκε από τα συμφραζόμενά του και επανασημασιοδοτήθηκε κάτω από νέες συνθήκες και ανάγκες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η επιλεκτική προβολή ενός «κυκλαδίτικου τοπίου», το οποίο επικράτησε ως γενικευμένη (και γενικευτική) εικόνα επιβάλλοντας το επιμέρους ως όλον. Ακολούθησε η πρακτική της διάσωσης και ανάδειξης των όψεων του «κυκλαδικού τοπίου» ωραιοποιημένου και εξιδανικευμένου αφήνοντας στο παρασκήνιο/στην αφάνεια όψεις του κυκλαδικού τοπίου, οι οποίες σχετίζονται π.χ. με τόπους και τρόπους παραγωγικής επεξεργασίας (π.χ. μεταλλεία), παραμερίζοντας τις ενσωματωμένες μνήμες, τις αφηγήσεις και τα βιώματα των ανθρώπων. Αυτή η επιλεκτική, μερική πρακτική ανάδειξης του τοπίου οδήγησε σε επιμερισμένες δράσεις, άλλες μονοδιάστατες άλλες πάλι πολυδιάστατες, άλλες μινιμαλιστικές άλλες μαξιμαλιστικές οι οποίες επαναπροσδιόρισαν τις νέες χρήσεις και τους σκοπούς του κυκλαδίτικου τοπίου στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και ορατά στους σημερινούς επισκέπτες των Κυκλάδων.

Ωστόσο οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύονται από σκέψεις, προτάσεις και, στις λιγότερες περιπτώσεις, σε πρακτικές οι οποίες στοχεύουν σε μια πιο ολιστική προσέγγιση του κυκλαδίτικου τοπίου και αυτή αφορά την ανάδειξη παραγωγικών χώρων και οικιστικών συνόλων ως τόπων με νέες χρήσεις (π.χ. την αποκατάσταση και μετατροπή μεταλλευτικών χώρων σε μουσειακούς χώρους, όπως οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις στο Μ. Λειβάδι της Σερίφου, των σμυριδορυχείων της Νάξου, των μεταλλείων αντιμονίου της Χίου κ.ά).

Οι προτάσεις/προσπάθειες αυτές οι οποίες έχουν κυρίως, και σχεδόν αποκλειστικά, τη σφραγίδα των αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων/ χωροτακτών είναι σημαντικό να συνοδεύονται από μια διεπιστημονική προσέγγιση από την πλευρά της εθνολογίας/ανθρωπολογίας, ιστορίας, πολιτισμικής γεωγραφίας κ.ά. σε μια πλουραλιστική ανάγνωση και επέμβαση στο τοπίο.

Όπως ο τόπος έτσι και το τοπίο δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές και είναι ενσωματωμένα/ εμπεδωμένα στον συλλογικό και ατομικό χρόνο της μνήμης και με αυτό τον τρόπο αποτελούν αντικείμενο της ανθρωπολογίας, της εθνολογίας. Η αφήγηση συνιστά τον συνδετικό ιστό, το νήμα (το μέσον, τον τρόπο) μέσα από τον οποίο περιγράφεται και γίνεται αντιληπτή η σχέση με το παραγόμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι μια απλή, ανώδυνη περιγραφή, παράθεση γεγονότων αλλά συμβάλλει στην οργάνωση και αναπαράσταση του χώρου, είναι προϊόν του τοπικού πολιτισμού και μετατρέπει έναν ουδέτερο και αφηρημένο χώρο σε έναν συγκεκριμένο και ομογενοποιημένο τόπο. Η αφήγηση μπορεί να συνδέει ετερογενή, εκ πρώτης όψεως φαινόμενα και γεγονότα, αναδημιουργεί όμως δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους και στο τοπίο, σε μια αλληλένδετη, διαδραστική, διαλεκτική σχέση, προσανατολίζει και υποβοηθά οδηγούς δράσης και πρακτικές επέμβασης. Η πρόσληψη και η αναπαράσταση του τοπίου, εν προκειμένου του κυκλαδίτικου τοπίου μέσα από τον βιωμένο και αφηγηματικό λόγο των ντόπιων (παραδόσεις, βιοϊστορίες, παραμύθια, τραγούδια κ.λπ.) τα τοπωνύμια και οι ερμηνείες τους που τα συνοδεύουν, θα πρέπει να αποτελέσουν το πρώτο βήμα της αναγνώρισης, της κατανόησης και της επέμβασης σε αυτό. Το τοπίο θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα τοπίο-αφήγηση, τοπίο αδιάσπαστο, ενιαίο (μυθολογικό, αρχαιολογικό, ιστορικό, θρησκευτικό, εορταστικό, καθημερινό, παραγωγικό, τουριστικό) εντέλει, που εμπεριέχει ταυτόχρονα το μακρινό ιστορικό παρελθόν με το πρόσφατο και εγγράφεται έκδηλα στο παρόν αναδεικνύοντας την «χρονικότητα και το παλίμψηστο του τοπίου».

Οι όποιες προγραμματισμένες επεμβάσεις στο τοπίο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ότι αυτό είναι όχι πολιτισμικά κενό αλλά γεμάτο με γεγονότα, δράσεις, σημασίες, αφηγήσεις του παρελθόντος και του παρόντος. Απομένει να αναδειχθεί τι μας «λέει», μέσα από αυτό, τι «κάνει», και να μας προβληματίσει τι σκεφτόμαστε και τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό.

Το τοπίο δεν θα πρέπει να το δούμε ξεχωριστά από τον βιωμένο και βιωματικό τόπο, και δεν μπορούμε παρά να το προσεγγίσουμε «εκ των έσω», να ακούσουμε προσεκτικά τις αφηγήσεις, τις βιοϊστορίες για αυτό, να το διαβάσουμε, να το αποδελτιώσουμε, να το αφουγκραστούμε, πριν αποφασίσουμε να επέμβουμε.

Γιατί το τοπίο θα πρέπει να αναδεικνύει, να «ομολογεί» την ιστορία του τόπου και οι όποιες επεμβάσεις θα πρέπει να αναδεικνύουν τις ιστορικές στιγμές και διαδικασίες που εγγράφονται σε αυτό. Για να είναι, εντέλει, το τοπίο αυτό, και μετά τις οποιεσδήποτε επεμβάσεις, αποδεκτό και αναγνωρίσιμο από τους δημιουργούς και τους χρήστες του.

Η διάχυση του επιστημονικού λόγου στις τοπικές κοινωνίες και η ζύμωσή του με τον παραγόμενο τοπικό προβληματισμό είναι, νομίζουμε, ο προσφορότερος τρόπος για την επιλογή και ενδυνάμωση ορθών πρακτικών για την προστασία και τη διαχείρισή του, τόσο πολύπαθου και ευπαθούς, τοπίου.

 

 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  • Δουκέλλης Παναγιώτης, (επιμ.) 2005, Το ελληνικό τοπίο Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
  • Etudes Rurales no 11-124, 1991, “De l’agricole au paysage” εκδ. EHESS, Παρίσι.
  • Hirsch Eric-O’Hanlon Michael (επιμ.), 1995, The Anthropology of Landscape. Perspectives on place and space, Oxford University Press, Οξφόρδη
  • Λουλούδης Λεωνίδας-Μπεόπουλος Νίκος-Ανδρέας Τρούμπης, 2005, Το αγροτικό τοπίο. Το παλίμψηστον αιώνων γεωργικού μόχθου, Κτήμα Μερκούρη, Αθήνα.
  • Τερκενλή Θεανώ, 1996, Το πολιτισμικό τοπίο: γεωγραφικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Παραζήση, Αθήνα.
  • Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας-Τμήμα Αρχιτεκτόνων 2003, «Ωραίο, φριχτό κι απέριττο τοπίον!» Αναγνώσεις και προοπτικές του τοπίου στην Ελλάδα, Νησίδες
  • Tilley Christopher, 1994, A phenomenology of landscape. Places, paths and monuments Berg, Οξφόρδη, Πρόβιντανς, Αμερική.
  • Voisenat Claudie, Paysage au pluriel. Pour une approche ethnologique des paysages, εκδ. Maison des Sciences de l’homme, Παρίσι.

 
 
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ
 

 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου