Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Ελλάδος στερούνται ενός αγαθού που για τους υπόλοιπους φαντάζει τόσο βασικό και αυτονόητο. Στερούνται του δικτύου αποχέτευσης, το σύνολο δηλαδή των σωληνώσεων που θα παραλάβουν τα λύματα που δημιουργούμε στο σπίτι μας και θα τα οδηγήσουν στις κεντρικές μονάδες βιολογικού καθαρισμού, προκειμένου να αφαιρεθεί το μεγαλύτερο μέρος των μικροοργανισμών και των ακαθαρσιών και να επιστρέψει το νερό στη θάλασσα. Για το λόγο αυτό, όλα αυτά τα νοικοκυριά αναγκάζονται να ρίχνουν τα λύματά τους σε κάποιο βόθρο.
Οι βόθροι όμως που χρησιμοποιούσαμε μέχρι πριν μερικά χρόνια παρουσίαζαν σημαντικά προβλήματα. Οι μεν στεγανοί απαιτούν πολύ συχνό άδειασμα, άρα οικονομική επιβάρυνση, ενώ όλοι θυμόμαστε την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ανατολική Αττική με την απεργία των οδηγών βυτιοφόρων. Οι βόθροι γέμισαν και οι ιδιοκτήτες τους αναγκάζονταν να τους αδειάζουν στους δρόμους. Οι δε απορροφητικοί, πέρα από τους πάρα πολλούς νομικούς περιορισμούς που τους συνοδεύουν, οδηγούν τα λύματα χωρίς καμία επεξεργασία στον υδροφόρο ορίζοντα, μεταφέροντας παράλληλα και όλες τις επιβαρυντικές για το περιβάλλον και για την υγεία μας ουσίες.
Τη λύση σε όλα αυτά τα προβλήματα φαίνεται ότι μπορούν να προσφέρουν οι βιολογικοί βόθροι. Οι βιολογικοί βόθροι είναι στην πραγματικότητα μικρές μονάδες βιολογικού καθαρισμού. Συγκεντρώνουν δηλαδή τα λύματα από το σπίτι μας σε μία δεξαμενή, κατακάθεται η λυματολάσπη η οποία διασπάται με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Κατόπιν το νερό, καθαρισμένο μεταφέρεται σε μία άλλη δεξαμενή και από εκεί εξέρχεται έτοιμο να το χρησιμοποιήσουμε για πότισμα του κήπου μας.
Η επεξεργασία της λυματολάσπης μπορεί να γίνει είτε αερόβια είτε αναερόβια. Όπως και τα ονόματα αφήνουν να εννοηθεί, αερόβια είναι η επεξεργασία που γίνεται με την παρουσία περίσσειας οξυγόνου, ενώ αναερόβια χωρίς την ανάγκη του αέρα. Η αερόβια κοστίζει περισσότερο, καθώς πρέπει να προσάγουμε τον αέρα στο χώρο της δεξαμενής. Έχει όμως καλύτερη απόδοση, διασπά πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο ποσοστό τη λυματολάσπη.
Οι βιολογικοί βόθροι έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα που τους κάνουν μια ικανοποιητική επιλογή. Έχουν σχεδόν μηδαμινό κόστος λειτουργίας, δεν απαιτούν κάθε λίγο και λιγάκι άδειασμα από βυτιοφόρο, ενώ μας προσφέρουν και μια σημαντική ποσότητα νερού η οποία υπεδάφια ποτίζει κατευθείαν τον κήπο μας. Επιπλέον φροντίζει το περιβάλλον μας καθώς δεν απελευθερώνονται στον υδροφόρο ορίζοντα άζωτο και φωσφορικά το οποία ευθύνονται για τον ευτροφισμό, την υπερβολική ανάπτυξη δηλαδή κάποιων ειδών σε βάρος κάποιων άλλων, με άμεσο αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας και της τροφικής αλυσίδας στη φύση.
Βέβαια θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με την ποιότητα των λυμάτων που απορρίπτουμε σε έναν βιολογικό βόθρο. Λίπη και δραστικά καθαριστικά, όπως το χλώριο, είναι ικανά να σκοτώσουν τους απαραίτητους για την επεξεργασία των λυμάτων μικροοργανισμούς. Επίσης θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε περίπτωση διακοπτόμενης λειτουργίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε μία εξοχική κατοικία όπου ο βόθρος χρησιμοποιείται λίγες μέρες το έτος, υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνουν οι μικροοργανισμοί και άρα να χρειάζονται αντικατάσταση. Υπάρχουν βέβαια και βιολογικοί που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο αυτό, επιβάλλεται όμως να ληφθεί ειδική μέριμνα.
Όπως και κάθε άλλη συσκευή, έτσι και οι βιολογικοί βόθροι χρειάζονται μία περιοδική συντήρηση. Κάθε δύο χρόνια περίπου πρέπει να καλέσουμε ειδικό τεχνικό ο οποίος θα ελέγξει τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν στο βόθρο μας καθώς και την αποτελεσματικότητα του. Επίσης θα πρέπει κατά καιρούς να απομακρύνεται η λυματολάσπη που συσσωρεύεται στον πάτο της δεξαμενής μας, καθώς δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί και να διασπαστεί όλη η ποσότητα των λυμάτων μας. Αυτό βέβαια θα συμβαίνει πολύ πιο σπάνια από ότι σε ένα στεγανό βόθρο. Εξαρτάται από τη λειτουργία και από το μέγεθος του συστήματος μας, αποκλείεται πάντως να είναι πάνω από μία με δύο φορές το χρόνο.
Ως σύστημα λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι τα πλεονεκτήματα του είναι πολλαπλά, τα μειονεκτήματα ελάχιστα και κυρίως έχουν να κάνουν με την προσεκτική λειτουργία του. Όφελος προκύπτει όχι μόνο για την τσέπη μας αλλά και για το περιβάλλον. Επομένως είναι μία επιλογή που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας όταν το αποχετευτικό δίκτυο δεν επεκτείνεται μέχρι και την πόρτα μας.
Η άναρχη και χωρίς σχέδιο επέκταση του πληθυσμού των μεγάλων, κυρίως, αστικών κέντρων έχει οδηγήσει στο αποτέλεσμα πολλοί από τους οικισμούς που δημιουργούνται να στερούνται βασικών και στοιχειωδών υποδομών, απαραίτητων στην πραγματικότητα για την υγιεινή και άνετη διαβίωση των ανθρώπων σε αυτούς. Έτσι λοιπόν, συναντάμε πάρα πολλές περιοχές χωρίς δίκτυο αποχέτευσης, με τους κατοίκους τους να αναγκάζονται να καταφεύγουν σε διαφορετικές, δαπανηρές, και κάποιες φορές επιβλαβείς για το περιβάλλον λύσεις.
Η πρώτη λύση που μπορεί κανείς να σκεφτεί είναι να αποθηκεύσει τα λύματα του σε μια δεξαμενή και, όποτε αυτή γεμίζει, ειδικό βυτιοφόρο όχημα να αδειάζει τα λύματα και να τα μεταφέρει σε κατάλληλους χώρους προς επεξεργασία. Ο κλασσικός, δηλαδή, στεγανός βόθρος. Σύμφωνα με τη νομοθεσία ο στεγανός βόθρος πρέπει να απέχει τουλάχιστον 15 μέτρα από οποιαδήποτε πηγή νερού και τουλάχιστον ένα μέτρο από τα όρια του οικοπέδου αλλά και από τα θεμέλια του σπιτιού. Αυτά απαιτούνται διότι, αν και στεγανός, σε περίπτωση αστοχίας και διαρροής του να μην επηρεαστεί ούτε ο υδροφόρος ορίζοντας, ούτε τα γειτονικά οικόπεδα, και φυσικά ούτε η στατικότητα του κτιρίου μας. Για τον όγκο του, υπολογίζουμε γύρω στα 100 λίτρα ανά άτομο την ημέρα. Όσο πιο μεγάλος είναι λοιπόν, τόσο πιο αργά θα αναγκαζόμαστε να τον αδειάζουμε. Το μέγεθος του όμως συνήθως μας το περιορίζουν οι κανονισμοί της νομοθεσίας, εκτός από τις περιπτώσεις των πολύ μεγάλων οικοπέδων. Θεωρείται η καλύτερη λύση για το περιβάλλον, με το σημαντικό όμως μειονέκτημα, και πρακτικό και οικονομικό, ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα απαιτείται άδειασμα του.
Ακριβώς αυτό το μειονέκτημα γέννησε μια διαφορετική ιδέα. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο όγκο των λυμάτων αποτελούν τα υγρά και όχι τα στερεά απόβλητα, θεωρήθηκε ότι μπορούμε να επιτρέψουμε στο υπέδαφος να απορροφήσει αυτά τα υγρά και να συγκεντρώσουμε μόνο τα στερεά. Αυτό επιτυγχάνεται αφήνοντας ακάλυπτο το κάτω μέρος του βόθρου, επιτρέποντας στην πραγματικότητα στα υγρά λύματα να διαφύγουν μέσω αυτού. Αυτός είναι ο λεγόμενος απορροφητικός βόθρος. Ως ιδέα μπορεί να ακούγεται πιο βολική στους ιδιοκτήτες, το γεγονός όμως ότι τα λύματα αποβάλλονται στο υπέδαφος ανάγκασε την πολιτεία να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για τις περιπτώσεις αυτές. Έτσι, πρωτίστως, πριν από κάθε απορροφητικό βόθρο πρέπει να προηγείται σηπτική δεξαμενή, ένας χώρος δηλαδή όπου τα λύματα θα εισέρχονται, θα ρέουν αργά επιτρέποντας στα βαρύτερα να κατακάτσουν, ενώ από την άλλη πλευρά θα εξέρχονται τα υγρά και θα καταλήγουν στον απορροφητικό βόθρο. Επιπλέον πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 15 μέτρα από υδραγωγεία, 30 μέτρα από πηγές νερού και τη θάλασσα, και δύο μέτρα από τα άκρα του οικοπέδου και από τα θεμέλια του κτιρίου. Ως βασικό πλεονέκτημα αναφέρεται το γεγονός ότι απαιτούν άδειασμα ανά πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Βέβαια θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή το υπέδαφος του απορροφητικού βόθρου θα κορεστεί, θα μειωθεί η απορροφητικότητα του και άρα θα απαιτεί πολύ συχνότερο άδειασμα.
Πάντως, ακόμα και στις περιπτώσεις που η νομοθεσία επιτρέπει την κατασκευή ενός απορροφητικού βόθρου, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πιθανότερο είναι πως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα καταλήξουν στον υδροφόρο ορίζοντα. Από εκεί και πέρα δημιουργούν υπετροφισμό κάποιων ειδών στο μέρος όπου θα καταλήξουν, διαταράσσουν την τροφική αλυσίδα και οδηγούν τα οικοσυστήματα σε κατάρρευση. Άρα λοιπόν, ακόμα και αν δεν καταλήξουν στο ποτήρι μας, δε σημαίνει ότι δε θα δημιουργήσουν προβλήματα στο περιβάλλον. Και θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους ανθρώπους ότι δεν είμαστε το μόνο είδος πάνω στον πλανήτη, και ότι κάθε αλλαγή στα οικοσυστήματα όσο μακρινή και αδιάφορη να μας ακούγεται, μακροπρόθεσμα θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Καθώς όλος ο πλανήτης αποτελεί ένα μεγάλο οικοσύστημα, κάθε μεταβολή, σαν ντόμινο, μπορεί να πλήξει τελικά τους πάντες.
Οι βόθροι όμως που χρησιμοποιούσαμε μέχρι πριν μερικά χρόνια παρουσίαζαν σημαντικά προβλήματα. Οι μεν στεγανοί απαιτούν πολύ συχνό άδειασμα, άρα οικονομική επιβάρυνση, ενώ όλοι θυμόμαστε την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ανατολική Αττική με την απεργία των οδηγών βυτιοφόρων. Οι βόθροι γέμισαν και οι ιδιοκτήτες τους αναγκάζονταν να τους αδειάζουν στους δρόμους. Οι δε απορροφητικοί, πέρα από τους πάρα πολλούς νομικούς περιορισμούς που τους συνοδεύουν, οδηγούν τα λύματα χωρίς καμία επεξεργασία στον υδροφόρο ορίζοντα, μεταφέροντας παράλληλα και όλες τις επιβαρυντικές για το περιβάλλον και για την υγεία μας ουσίες.
Τη λύση σε όλα αυτά τα προβλήματα φαίνεται ότι μπορούν να προσφέρουν οι βιολογικοί βόθροι. Οι βιολογικοί βόθροι είναι στην πραγματικότητα μικρές μονάδες βιολογικού καθαρισμού. Συγκεντρώνουν δηλαδή τα λύματα από το σπίτι μας σε μία δεξαμενή, κατακάθεται η λυματολάσπη η οποία διασπάται με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Κατόπιν το νερό, καθαρισμένο μεταφέρεται σε μία άλλη δεξαμενή και από εκεί εξέρχεται έτοιμο να το χρησιμοποιήσουμε για πότισμα του κήπου μας.
Η επεξεργασία της λυματολάσπης μπορεί να γίνει είτε αερόβια είτε αναερόβια. Όπως και τα ονόματα αφήνουν να εννοηθεί, αερόβια είναι η επεξεργασία που γίνεται με την παρουσία περίσσειας οξυγόνου, ενώ αναερόβια χωρίς την ανάγκη του αέρα. Η αερόβια κοστίζει περισσότερο, καθώς πρέπει να προσάγουμε τον αέρα στο χώρο της δεξαμενής. Έχει όμως καλύτερη απόδοση, διασπά πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο ποσοστό τη λυματολάσπη.
Οι βιολογικοί βόθροι έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα που τους κάνουν μια ικανοποιητική επιλογή. Έχουν σχεδόν μηδαμινό κόστος λειτουργίας, δεν απαιτούν κάθε λίγο και λιγάκι άδειασμα από βυτιοφόρο, ενώ μας προσφέρουν και μια σημαντική ποσότητα νερού η οποία υπεδάφια ποτίζει κατευθείαν τον κήπο μας. Επιπλέον φροντίζει το περιβάλλον μας καθώς δεν απελευθερώνονται στον υδροφόρο ορίζοντα άζωτο και φωσφορικά το οποία ευθύνονται για τον ευτροφισμό, την υπερβολική ανάπτυξη δηλαδή κάποιων ειδών σε βάρος κάποιων άλλων, με άμεσο αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας και της τροφικής αλυσίδας στη φύση.
Βέβαια θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με την ποιότητα των λυμάτων που απορρίπτουμε σε έναν βιολογικό βόθρο. Λίπη και δραστικά καθαριστικά, όπως το χλώριο, είναι ικανά να σκοτώσουν τους απαραίτητους για την επεξεργασία των λυμάτων μικροοργανισμούς. Επίσης θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε περίπτωση διακοπτόμενης λειτουργίας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα σε μία εξοχική κατοικία όπου ο βόθρος χρησιμοποιείται λίγες μέρες το έτος, υπάρχει ο κίνδυνος να πεθάνουν οι μικροοργανισμοί και άρα να χρειάζονται αντικατάσταση. Υπάρχουν βέβαια και βιολογικοί που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο αυτό, επιβάλλεται όμως να ληφθεί ειδική μέριμνα.
Όπως και κάθε άλλη συσκευή, έτσι και οι βιολογικοί βόθροι χρειάζονται μία περιοδική συντήρηση. Κάθε δύο χρόνια περίπου πρέπει να καλέσουμε ειδικό τεχνικό ο οποίος θα ελέγξει τους μικροοργανισμούς που υπάρχουν στο βόθρο μας καθώς και την αποτελεσματικότητα του. Επίσης θα πρέπει κατά καιρούς να απομακρύνεται η λυματολάσπη που συσσωρεύεται στον πάτο της δεξαμενής μας, καθώς δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί και να διασπαστεί όλη η ποσότητα των λυμάτων μας. Αυτό βέβαια θα συμβαίνει πολύ πιο σπάνια από ότι σε ένα στεγανό βόθρο. Εξαρτάται από τη λειτουργία και από το μέγεθος του συστήματος μας, αποκλείεται πάντως να είναι πάνω από μία με δύο φορές το χρόνο.
Ως σύστημα λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι τα πλεονεκτήματα του είναι πολλαπλά, τα μειονεκτήματα ελάχιστα και κυρίως έχουν να κάνουν με την προσεκτική λειτουργία του. Όφελος προκύπτει όχι μόνο για την τσέπη μας αλλά και για το περιβάλλον. Επομένως είναι μία επιλογή που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας όταν το αποχετευτικό δίκτυο δεν επεκτείνεται μέχρι και την πόρτα μας.
Η άναρχη και χωρίς σχέδιο επέκταση του πληθυσμού των μεγάλων, κυρίως, αστικών κέντρων έχει οδηγήσει στο αποτέλεσμα πολλοί από τους οικισμούς που δημιουργούνται να στερούνται βασικών και στοιχειωδών υποδομών, απαραίτητων στην πραγματικότητα για την υγιεινή και άνετη διαβίωση των ανθρώπων σε αυτούς. Έτσι λοιπόν, συναντάμε πάρα πολλές περιοχές χωρίς δίκτυο αποχέτευσης, με τους κατοίκους τους να αναγκάζονται να καταφεύγουν σε διαφορετικές, δαπανηρές, και κάποιες φορές επιβλαβείς για το περιβάλλον λύσεις.
Η πρώτη λύση που μπορεί κανείς να σκεφτεί είναι να αποθηκεύσει τα λύματα του σε μια δεξαμενή και, όποτε αυτή γεμίζει, ειδικό βυτιοφόρο όχημα να αδειάζει τα λύματα και να τα μεταφέρει σε κατάλληλους χώρους προς επεξεργασία. Ο κλασσικός, δηλαδή, στεγανός βόθρος. Σύμφωνα με τη νομοθεσία ο στεγανός βόθρος πρέπει να απέχει τουλάχιστον 15 μέτρα από οποιαδήποτε πηγή νερού και τουλάχιστον ένα μέτρο από τα όρια του οικοπέδου αλλά και από τα θεμέλια του σπιτιού. Αυτά απαιτούνται διότι, αν και στεγανός, σε περίπτωση αστοχίας και διαρροής του να μην επηρεαστεί ούτε ο υδροφόρος ορίζοντας, ούτε τα γειτονικά οικόπεδα, και φυσικά ούτε η στατικότητα του κτιρίου μας. Για τον όγκο του, υπολογίζουμε γύρω στα 100 λίτρα ανά άτομο την ημέρα. Όσο πιο μεγάλος είναι λοιπόν, τόσο πιο αργά θα αναγκαζόμαστε να τον αδειάζουμε. Το μέγεθος του όμως συνήθως μας το περιορίζουν οι κανονισμοί της νομοθεσίας, εκτός από τις περιπτώσεις των πολύ μεγάλων οικοπέδων. Θεωρείται η καλύτερη λύση για το περιβάλλον, με το σημαντικό όμως μειονέκτημα, και πρακτικό και οικονομικό, ότι ανά τακτά χρονικά διαστήματα απαιτείται άδειασμα του.
Ακριβώς αυτό το μειονέκτημα γέννησε μια διαφορετική ιδέα. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο όγκο των λυμάτων αποτελούν τα υγρά και όχι τα στερεά απόβλητα, θεωρήθηκε ότι μπορούμε να επιτρέψουμε στο υπέδαφος να απορροφήσει αυτά τα υγρά και να συγκεντρώσουμε μόνο τα στερεά. Αυτό επιτυγχάνεται αφήνοντας ακάλυπτο το κάτω μέρος του βόθρου, επιτρέποντας στην πραγματικότητα στα υγρά λύματα να διαφύγουν μέσω αυτού. Αυτός είναι ο λεγόμενος απορροφητικός βόθρος. Ως ιδέα μπορεί να ακούγεται πιο βολική στους ιδιοκτήτες, το γεγονός όμως ότι τα λύματα αποβάλλονται στο υπέδαφος ανάγκασε την πολιτεία να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες για τις περιπτώσεις αυτές. Έτσι, πρωτίστως, πριν από κάθε απορροφητικό βόθρο πρέπει να προηγείται σηπτική δεξαμενή, ένας χώρος δηλαδή όπου τα λύματα θα εισέρχονται, θα ρέουν αργά επιτρέποντας στα βαρύτερα να κατακάτσουν, ενώ από την άλλη πλευρά θα εξέρχονται τα υγρά και θα καταλήγουν στον απορροφητικό βόθρο. Επιπλέον πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 15 μέτρα από υδραγωγεία, 30 μέτρα από πηγές νερού και τη θάλασσα, και δύο μέτρα από τα άκρα του οικοπέδου και από τα θεμέλια του κτιρίου. Ως βασικό πλεονέκτημα αναφέρεται το γεγονός ότι απαιτούν άδειασμα ανά πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα. Βέβαια θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι κάποια στιγμή το υπέδαφος του απορροφητικού βόθρου θα κορεστεί, θα μειωθεί η απορροφητικότητα του και άρα θα απαιτεί πολύ συχνότερο άδειασμα.
Πάντως, ακόμα και στις περιπτώσεις που η νομοθεσία επιτρέπει την κατασκευή ενός απορροφητικού βόθρου, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι το πιθανότερο είναι πως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα καταλήξουν στον υδροφόρο ορίζοντα. Από εκεί και πέρα δημιουργούν υπετροφισμό κάποιων ειδών στο μέρος όπου θα καταλήξουν, διαταράσσουν την τροφική αλυσίδα και οδηγούν τα οικοσυστήματα σε κατάρρευση. Άρα λοιπόν, ακόμα και αν δεν καταλήξουν στο ποτήρι μας, δε σημαίνει ότι δε θα δημιουργήσουν προβλήματα στο περιβάλλον. Και θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους ανθρώπους ότι δεν είμαστε το μόνο είδος πάνω στον πλανήτη, και ότι κάθε αλλαγή στα οικοσυστήματα όσο μακρινή και αδιάφορη να μας ακούγεται, μακροπρόθεσμα θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Καθώς όλος ο πλανήτης αποτελεί ένα μεγάλο οικοσύστημα, κάθε μεταβολή, σαν ντόμινο, μπορεί να πλήξει τελικά τους πάντες.
πηγή: http://www.polydomiki.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου