Επιστήμονες το αποδίδουν στην παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας
Σε ρυάκι έχει μετατραπεί εδώ και αρκετούς μήνες ο Πηνειός ποταμός σε ορισμένα σημεία του, μία εικόνα που ειδικοί επιστήμονες αποδίδουν στην παρατεταμένη περίοδο ξηρασίας. Μάλιστα, λίγο έξω από τα Τρίκαλα, στη γέφυρα Βαλομανδρίου, η εικόνα είναι απογοητευτική, καθώς σε τίποτα δεν θυμίζει έναν ποταμό που διασχίζει τέσσερις νομούς και εκβάλλει στο Αιγαίο Πέλαγος. Με δυσκολία, το λιγοστό νερό του προσπαθεί να προχωρήσει ανάμεσα σε φυτά και χαλίκια, ενώ ήδη διανύουμε τον Οκτώβριο.
Όπως αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νικήτας Μυλόπουλος, μελέτη των υδατικών αποθεμάτων της Θεσσαλίας επιβεβαιώνει ότι το υδατικό δυναμικό της περιοχής δέχεται εδώ και σαράντα χρόνια τη μεγαλύτερη ανθρωπογενή πίεση για την κάλυψη αρδευτικών αναγκών συγκριτικά με τα υπόλοιπα διαμερίσματα της χώρας.
Η διατάραξη του υδατικού ισοζυγίου στο μεγαλύτερο μέρος του υδατικού διαμερίσματος και η μεγάλη περιβαλλοντική αλλά και οικονομική καταστροφή που τη συνοδεύει, με την εξάντληση των αποθεμάτων του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και τη σοβαρή μείωση των παροχών του ποταμού Πηνειού, αποτελεί παράδειγμα περιβαλλοντικού και αναπτυξιακού προβλήματος που χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κάλυψη της αρδευτικής ζήτησης κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, κατά τους οποίους οι ανάγκες των καλλιεργειών είναι υψηλές και οι διατιθέμενες ποσότητες μειωμένες.
Η Θεσσαλία, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας από το παραπάνω Εργαστήριο, έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια, δριμεία, ακραία και παρατεταμένης διάρκειας φαινόμενα ξηρασίας, ιδιαίτερα από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την περίοδο των ετών 1986 έως και 1992. Χαρακτηριστικά, η μείωση των βροχοπτώσεων τα έτη 1980-1990 σε σχέση με την περίοδο 1958-1973, ήταν της τάξεως του 30%, ενώ κατά τη περίοδο 1989-1990 «άγγιξε» το 50%.
Πρόσφατη μελέτη των μετεωρολογικών ξηρασιών στη Θεσσαλία έδειξε ότι για το έτος 1989-1990 η ξηρασία είχε περίοδο επαναφοράς μεγαλύτερη από 80 έτη και έπληξε περισσότερο από το 50% της έκτασης της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η περιοχή που επηρεάστηκε περισσότερο από το γεγονός της ξηρασίας ήταν η δυτική ορεινή περιοχή, από όπου πηγάζουν ο Πηνειός ποταμός και οι σημαντικότεροι παραπόταμοί του. Τα έντονα φαινόμενα ξηρασίας συνέβαλαν στην μείωση των αρδευόμενων καλλιεργούμενων εκτάσεων, με άμεσο επακόλουθο τη μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών και την εξάντληση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτινων αποθεμάτων.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του υδρολογικού έτους 1989-1990, η παροχή νερού για άρδευση από τη λίμνη Πλαστήρα ελαττώθηκε κατά 70% και η αρδευόμενη με επιφανειακό νερό περιοχή μειώθηκε κατά 90%. Επίσης, η διάνοιξη γεωτρήσεων στο καρστικό σύστημα καθώς και η ανεξέλεγκτη λήψη νερού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες- κυρίως από ιδιωτικές γεωτρήσεις- επηρέασε αρνητικά τα υδατικά αποθέματα του συστήματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποτελέσματα των μελετών του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων στη Θεσσαλία δείχνουν ότι τα επεισόδια ξηρασίας αυξάνονται (σχεδόν διπλασιάζονται για την περίοδο 2070-2100), έχουν μεγαλύτερη δριμύτητα και διάρκεια και πλήττουν μεγαλύτερο ποσοστό έκτασης.
Βέβαια, διευκρινίζεται στην ίδια έρευνα, πρέπει να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα των χαρακτηριστικών της ξηρασίας πρέπει να αποτελούν ενδείξεις και όχι συμπεράσματα, αφού η μεγάλη αβεβαιότητα των παγκόσμιων κλιματικών μοντέλων που υπεισέρχεται στις εκτιμήσεις του μελλοντικού κλίματος κάνει τα αποτελέσματα των χαρακτηριστικών της ξηρασίας εξαιρετικά αβέβαια και με μεγάλο εύρος διακύμανσης.
Η δημιουργία ενός επιχειρησιακού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της ξηρασίας για δράσεις αντιμετώπισής της είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την παρακολούθηση και την προστασία των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Ένα τέτοιο σύστημα πρόγνωσης και παρακολούθησης της ξηρασίας αναπτύχθηκε με αρκετή επιτυχία για την υδρολογική λεκάνη του Πηνειού ποταμού και μπορεί να εφαρμοστεί στην περιοχή μελέτης για βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δράσεις αντιμετώπισης της ξηρασίας, καταλήγει ο επιστήμονας.
Όπως αναφέρει στο ΑΜΠΕ ο αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νικήτας Μυλόπουλος, μελέτη των υδατικών αποθεμάτων της Θεσσαλίας επιβεβαιώνει ότι το υδατικό δυναμικό της περιοχής δέχεται εδώ και σαράντα χρόνια τη μεγαλύτερη ανθρωπογενή πίεση για την κάλυψη αρδευτικών αναγκών συγκριτικά με τα υπόλοιπα διαμερίσματα της χώρας.
Η διατάραξη του υδατικού ισοζυγίου στο μεγαλύτερο μέρος του υδατικού διαμερίσματος και η μεγάλη περιβαλλοντική αλλά και οικονομική καταστροφή που τη συνοδεύει, με την εξάντληση των αποθεμάτων του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και τη σοβαρή μείωση των παροχών του ποταμού Πηνειού, αποτελεί παράδειγμα περιβαλλοντικού και αναπτυξιακού προβλήματος που χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η κάλυψη της αρδευτικής ζήτησης κατά τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, κατά τους οποίους οι ανάγκες των καλλιεργειών είναι υψηλές και οι διατιθέμενες ποσότητες μειωμένες.
Η Θεσσαλία, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας από το παραπάνω Εργαστήριο, έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια, δριμεία, ακραία και παρατεταμένης διάρκειας φαινόμενα ξηρασίας, ιδιαίτερα από τα μέσα έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την περίοδο των ετών 1986 έως και 1992. Χαρακτηριστικά, η μείωση των βροχοπτώσεων τα έτη 1980-1990 σε σχέση με την περίοδο 1958-1973, ήταν της τάξεως του 30%, ενώ κατά τη περίοδο 1989-1990 «άγγιξε» το 50%.
Πρόσφατη μελέτη των μετεωρολογικών ξηρασιών στη Θεσσαλία έδειξε ότι για το έτος 1989-1990 η ξηρασία είχε περίοδο επαναφοράς μεγαλύτερη από 80 έτη και έπληξε περισσότερο από το 50% της έκτασης της Θεσσαλίας. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η περιοχή που επηρεάστηκε περισσότερο από το γεγονός της ξηρασίας ήταν η δυτική ορεινή περιοχή, από όπου πηγάζουν ο Πηνειός ποταμός και οι σημαντικότεροι παραπόταμοί του. Τα έντονα φαινόμενα ξηρασίας συνέβαλαν στην μείωση των αρδευόμενων καλλιεργούμενων εκτάσεων, με άμεσο επακόλουθο τη μείωση των αποδόσεων των καλλιεργειών και την εξάντληση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτινων αποθεμάτων.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του υδρολογικού έτους 1989-1990, η παροχή νερού για άρδευση από τη λίμνη Πλαστήρα ελαττώθηκε κατά 70% και η αρδευόμενη με επιφανειακό νερό περιοχή μειώθηκε κατά 90%. Επίσης, η διάνοιξη γεωτρήσεων στο καρστικό σύστημα καθώς και η ανεξέλεγκτη λήψη νερού κατά τους καλοκαιρινούς μήνες- κυρίως από ιδιωτικές γεωτρήσεις- επηρέασε αρνητικά τα υδατικά αποθέματα του συστήματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα αποτελέσματα των μελετών του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων στη Θεσσαλία δείχνουν ότι τα επεισόδια ξηρασίας αυξάνονται (σχεδόν διπλασιάζονται για την περίοδο 2070-2100), έχουν μεγαλύτερη δριμύτητα και διάρκεια και πλήττουν μεγαλύτερο ποσοστό έκτασης.
Βέβαια, διευκρινίζεται στην ίδια έρευνα, πρέπει να επισημανθεί ότι τα αποτελέσματα των χαρακτηριστικών της ξηρασίας πρέπει να αποτελούν ενδείξεις και όχι συμπεράσματα, αφού η μεγάλη αβεβαιότητα των παγκόσμιων κλιματικών μοντέλων που υπεισέρχεται στις εκτιμήσεις του μελλοντικού κλίματος κάνει τα αποτελέσματα των χαρακτηριστικών της ξηρασίας εξαιρετικά αβέβαια και με μεγάλο εύρος διακύμανσης.
Η δημιουργία ενός επιχειρησιακού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης της ξηρασίας για δράσεις αντιμετώπισής της είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την παρακολούθηση και την προστασία των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Ένα τέτοιο σύστημα πρόγνωσης και παρακολούθησης της ξηρασίας αναπτύχθηκε με αρκετή επιτυχία για την υδρολογική λεκάνη του Πηνειού ποταμού και μπορεί να εφαρμοστεί στην περιοχή μελέτης για βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δράσεις αντιμετώπισης της ξηρασίας, καταλήγει ο επιστήμονας.
πηγή: http://www.newsbeast.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου