Όπως σε όλες τις ωραίες, από τα βάθη των αιώνων, ιστορίες έτσι και στην περίπτωση των Γρεβενών, η εξιστόρηση της γεωλογικής τους πορείας ξεκινά …«μιαν φορά και έναν καιρό…» Έναν καιρό, πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια, όταν οι δεινόσαυροι περιπλανιόντουσαν στις ηπείρους και μια φορά που η περιοχή στην οποία βρίσκεται η σημερινή Ελλάδα ήταν...απλά ένα κομμάτι γης στα «άκρα» ενός ωκεανού που δεν υπάρχει πια.
Η περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως «Γρεβενά», δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια της γένεσης και της καταστροφής αυτού του ωκεανού. Η ονομασία του παλαιού ωκεανού ήταν «Τηθύς», η γυναίκα του Ωκεανού και μητέρα όλων των υδάτων της Γης κατά την Ελληνική μυθολογία.
Η περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως «Γρεβενά», δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια της γένεσης και της καταστροφής αυτού του ωκεανού. Η ονομασία του παλαιού ωκεανού ήταν «Τηθύς», η γυναίκα του Ωκεανού και μητέρα όλων των υδάτων της Γης κατά την Ελληνική μυθολογία.
Κατά κάποιον τρόπο, η μελέτη της σύγχρονης γεωλογίας είναι εκ φύσεως συνυφασμένη με αυτήν των Γρεβενών, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι για την μελέτη της αρχαίας Τηθύος πολλοί από τους πρωτοπόρους εμπνευστές της Θεωρίας των τεκτονικών πλακών επισκέφτηκαν τα Γρεβενά. Αυτοί οι γεωεπιστήμονες παρατήρησαν τα μοναδικά γεωλογικά φαινόμενα των τόπων μας. Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούσαν σε νέα μοντέλα ικανά να εξηγήσουν την ανέλιξη της Γης, καθώς οι διαδικασίες σχηματισμού ωκεανών και ηπειρωτικών συγκρούσεων μπορούν να «εξηγηθούν» από τους λόφους και τα βουνά μας.
Ο Τηθύς Ωκεανός βρισκόταν ανάμεσα στις παλαιές ηπείρους της Αφρικής και της Ευρώπης, γύρω στα 80 με 280 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η δημιουργία του συντελέσθηκε όταν μια υπέρ-ήπειρος που ονομαζόταν «Πανγαία» χωρίστηκε σε δυο τμήματα. Το ένα τμήμα ήταν η αρχαία Ευρώπη, και το άλλο η Αφρική. Τα νερά του ωκεανού απλώθηκαν κατά μήκος των καινούριων ακτών και επεκτάθηκαν από την Ν. Ευρώπη μέχρι και την σημερινή Κίνα. Με το άνοιγμα των ηπειρωτικών πλακών νέα πετρώδη υλικά αναδύθηκαν στο ωκεάνιο σχίσμα της Τηθύος δημιουργώντας υποθαλάσσια ηφαίστεια και νέα τμήματα του Φλοιού και του Ανώτερου Μανδύα της Γης.
Σήμερα τα νερά της Τηθύος ξεχύνονται πλέον σε άλλες θάλασσες, αλλά μερικά από τα πετρώματα που κάποτε βρισκόταν κάτω από τον πανάρχαιο ωκεανό παρέμειναν σφηνωμένα στις θέσεις τους, κατά μήκος των αρχαίων ηπειρωτικών περιθωρίων, τα οποία κάποτε συνόρευαν. Πολλά από τα απολιθωμένα κομμάτια της Τηθύος, σε μεγάλο βαθμό, αποτελούν την σημερινή Ηπειρωτική Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, τα Γρεβενά.
Η πρώτη μας μάτια στα αρχαία Γρεβενά συμπίπτει με την εποχή των παλαιότερων πετρωμάτων που βρίσκονται στην περιοχή μας. Αυτά τα πετρώματα ανήκουν σε έναν αρχαίο μικρό χερσαίο χώρο ονόματι «Πελαγωνία» που κάποτε αποτέλεσε ένα τμήμα της παλαιάς Ευρωπαϊκής ηπείρου. H ηλικία αυτών των πετρωμάτων είναι τουλάχιστον 270 εκατομμυρίων χρόνων. Αποτελούνται από μία ετερογενή σύνθεση η οποία περιλαμβάνει μεταμορφωμένους γνευσίους και σχιστολίθους, αρχαία διεισδυτικά πυριγενή πετρώματα από ξεχασμένα ηφαίστεια, μετα-ιζήματα και μάρμαρα. Αν και διαφορετικής λιθολογικής, σύστασης η ενότητα αυτή συνολικά παρουσιάζεται ανθεκτική και αποτελεί μέρος του «κρυσταλλικού υποβάθρου».
Σήμερα, πετρώματα της Πελαγωνικής Ζώνης εμφανίζονται στην Δεσκάτη, στην Βουνάσσα, και στην Ζάβορδα. Η επέκταση του πυθμένα της θάλασσας μεταξύ των ηπείρων συνεχίστηκε για περισσότερα από 100 εκατομμύρια χρόνια. Σε κάποια φάση, περίπου 180 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την διάρκεια της Ιουρασσικής Eποχής, μερικά νέα υλικά του μανδύα και του φλοιού σχηματίστηκαν κατά μήκος των ακτών της Τηθύος, δημιουργώντας μια μικρή ωκεάνια λεκάνη. Ο πυθμένας αυτής της λεκάνης είναι φανερός σήμερα σε μερικά από τα ψηλότερα βουνά μας -- στον Βούρινο και στις κορυφές του Σμόλιακα, του Αυγού και στη Βασιλίτσα, στην οροσειρά της Πίνδου.
Όλα αυτά αποτελούνται από πετρώματα τα οποία προήλθαν από τα βάθη της Γης και κυμαίνονται σε βάθος άνω των εκατό χιλιομέτρων κάτω από αυτή τη λεκάνη. Πράγματι, αυτά τα πετρώματα γεννήθηκαν στον ίδιο το μανδύα της γης. Όταν τμήματα πετρωμάτων από τέτοιους ωκεανούς συντηρούνται επάνω σε μια χερσαία περιοχή, ονομάζονται «οφιόλιθοι» από την αρχαία Ελληνική λέξη «όφις» που σημαίνει «φίδι». Μεταξύ αυτών των πετρωμάτων υπάρχουν πολλά τα οποία μοιάζουν με το δέρμα φιδιού -- γνωστά επίσης ως «σερπεντίνες ».
Οι οφιόλιθοι του Βούρινου και της Πίνδου παρουσιάζουν μια πλήρη σειρά μαγματικών και μεταμορφωμένων λιθολογιών ανάλογη με εκείνη των πετρωμάτων του φλοιού και του Ανώτερου Μανδύα της Γης, τα οποία σήμερα ευρέθησαν κάτω από τον ωκεάνιο πυθμένα (ένα πλήρες οφιολιθικό σύμπλεγμα). Το ωκεάνιο σύμπλεγμα τοποθετήθηκε επί των Πελαγωνικών Ηπειρωτικών πετρωμάτων κατά την διάρκεια του Kάτω Iουρασσικού και Κρητιδικού (ηλικίας 166 – 65 εκατομμυρίων ετών).
Η πρώτη μας μάτια στα αρχαία Γρεβενά συμπίπτει με την εποχή των παλαιότερων πετρωμάτων που βρίσκονται στην περιοχή μας. Αυτά τα πετρώματα ανήκουν σε έναν αρχαίο μικρό χερσαίο χώρο ονόματι «Πελαγωνία» που κάποτε αποτέλεσε ένα τμήμα της παλαιάς Ευρωπαϊκής ηπείρου. H ηλικία αυτών των πετρωμάτων είναι τουλάχιστον 270 εκατομμυρίων χρόνων. Αποτελούνται από μία ετερογενή σύνθεση η οποία περιλαμβάνει μεταμορφωμένους γνευσίους και σχιστολίθους, αρχαία διεισδυτικά πυριγενή πετρώματα από ξεχασμένα ηφαίστεια, μετα-ιζήματα και μάρμαρα. Αν και διαφορετικής λιθολογικής, σύστασης η ενότητα αυτή συνολικά παρουσιάζεται ανθεκτική και αποτελεί μέρος του «κρυσταλλικού υποβάθρου».
Σήμερα, πετρώματα της Πελαγωνικής Ζώνης εμφανίζονται στην Δεσκάτη, στην Βουνάσσα, και στην Ζάβορδα. Η επέκταση του πυθμένα της θάλασσας μεταξύ των ηπείρων συνεχίστηκε για περισσότερα από 100 εκατομμύρια χρόνια. Σε κάποια φάση, περίπου 180 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την διάρκεια της Ιουρασσικής Eποχής, μερικά νέα υλικά του μανδύα και του φλοιού σχηματίστηκαν κατά μήκος των ακτών της Τηθύος, δημιουργώντας μια μικρή ωκεάνια λεκάνη. Ο πυθμένας αυτής της λεκάνης είναι φανερός σήμερα σε μερικά από τα ψηλότερα βουνά μας -- στον Βούρινο και στις κορυφές του Σμόλιακα, του Αυγού και στη Βασιλίτσα, στην οροσειρά της Πίνδου.
Όλα αυτά αποτελούνται από πετρώματα τα οποία προήλθαν από τα βάθη της Γης και κυμαίνονται σε βάθος άνω των εκατό χιλιομέτρων κάτω από αυτή τη λεκάνη. Πράγματι, αυτά τα πετρώματα γεννήθηκαν στον ίδιο το μανδύα της γης. Όταν τμήματα πετρωμάτων από τέτοιους ωκεανούς συντηρούνται επάνω σε μια χερσαία περιοχή, ονομάζονται «οφιόλιθοι» από την αρχαία Ελληνική λέξη «όφις» που σημαίνει «φίδι». Μεταξύ αυτών των πετρωμάτων υπάρχουν πολλά τα οποία μοιάζουν με το δέρμα φιδιού -- γνωστά επίσης ως «σερπεντίνες ».
Οι οφιόλιθοι του Βούρινου και της Πίνδου παρουσιάζουν μια πλήρη σειρά μαγματικών και μεταμορφωμένων λιθολογιών ανάλογη με εκείνη των πετρωμάτων του φλοιού και του Ανώτερου Μανδύα της Γης, τα οποία σήμερα ευρέθησαν κάτω από τον ωκεάνιο πυθμένα (ένα πλήρες οφιολιθικό σύμπλεγμα). Το ωκεάνιο σύμπλεγμα τοποθετήθηκε επί των Πελαγωνικών Ηπειρωτικών πετρωμάτων κατά την διάρκεια του Kάτω Iουρασσικού και Κρητιδικού (ηλικίας 166 – 65 εκατομμυρίων ετών).
Σε αυτή την εποχή, η Τηθύς έκλεινε και η Αφρική εκινείτο προς σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η ωκεάνια λεκάνη που ήταν παγιδευμένη μεταξύ των δυο ηπείρων σπρώχτηκε από τις θάλασσες στην επιφάνεια της παλαιάς Πελαγωνικής ηπειρωτικής ζώνης. Το ίχνος αυτής της ζώνης «σύγκρουσης» εμφανίζεται σαν ένα παλαιό ρήγμα με μετακίνηση εκατοντάδων ή και περισσοτέρων χιλιομέτρων. Eίναι ορατό στο Bούρινο, από το Παλαιόκαστρο ως το Xρώμιον, και κατά μήκος του Αλιάκμονα στην Ζάβορδα. Το πάχος των οφιολιθικών πετρωμάτων είναι περίπου 5 χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια στην περιοχή του Βούρινου.
Το επίκεντρο του σεισμού της 13ης Μαϊου του 1995 τοποθετείται κοντά στην κορυφή του Βούρινου, σε ένα βάθος περίπου 18 χιλιομέτρων μέσα στους Πελαγωνικούς ασβεστόλιθους ή άλλους «μεταμορφωμένους», κάτω από τα οφιολιθικά πετρώματα.
Ύστερα από τη σύγκλιση των ηπείρων και την καταστροφή της Τηθύος, τα βουνά που παρέμειναν κατά μήκος της ζώνης σύγκρουσης, τα παλαιά όρη που συνίσταντο από Πελαγωνικά και οφιολιθικά πετρώματα διαβρώθηκαν πριν από περίπου 50-80 εκατομμύρια χρόνια.
Τα ιζήματα μαζεύτηκαν σε μια μεγάλη τεκτονική «αύλακα» η οποία απλώνεται από την σημερινή περιοχή της Καστοριάς, διασχίζει τα Γρεβενά και φτάνει μέχρι και τα Τρίκαλα. Αυτό το φαράγγι είναι γνωστό και ως η «Μέσο Ελληνική Αύλακα», και είναι πασίγνωστο παγκοσμίως επειδή είναι πολύ στενό και βαθύ -- Το πως ακριβώς σχηματίστηκε, δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητό. Η διάβρωση των παλαιών Πελαγωνικών και ωκεάνιων πετρωμάτων έδωσε ένα παχύ στρώμα μέσο-Τριτογενών ιζημάτων, τα οποία κάλυψαν τα δυτικά οφιολιθικά πετρώματα και φθάνουν το 1 χλμ. πάχος στην περιοχή του Δήμου Γρεβενών και σε 5 χιλιόμετρα περίπου, στο υπέδαφος του Κηπουριού. Τα ιζήματα περιλαμβάνουν αργιλούχους ψαμμίτες, μάργες, και κροκαλοπαγή με σερπεντινικό συνδετικό υλικό. Τα ιζήματα αντιπροσωπεύουν παλαιές δελταϊκές αποθέσεις.
Tώρα φτάνουμε στην εποχή που υπάρχουν τα μεγάλα θηλαστικά ζώα και οι πρώτοι άνθρωποι στα Γρεβενά – την εποχή του Πλειο-Πλειστοκαίνου που άρχισε πριν περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια έως και 11,000 χρόνια πριν από σήμερα. Από την απόθεση των Τριτογενών ιζημάτων, καταλαβαίνουμε ότι το έδαφος ήταν κεκλιμένο και διαβρωμένο. Τα προϊόντα της διάβρωσης είναι μια σειρά από γενικώς επίπεδες ποτάμιες αποθέσεις χολικών, άμμων και αργίλων, ηλικίας από 5 εκατομμύρια έως λιγότερο από 1 εκατομμύρια χρόνια. Το πάχος αυτών των αποθέσεων κατά τόπους υπερβαίνει τα 150 μ. και η εσωτερική τους στρωματογραφία είναι πολύ μεταβλητή. Γενικά, οι αποθέσεις αυτές έχουν μία βάση κροκαλοπαγούς πάνω στα Τριτογενή ιζήματα με μια γωνιακή κλίση.
Οι αποθέσεις του Ανώτατου Πλειστοκαίνου στερούνται κροκαλοπαγών και αποτελούνται από ελάχιστα στερεοποιημένους πηλίτες. Αποθέσεις λιγνιτών απαντούνται τοπικά, μέσα στις Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις και είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες στις βόρειες περιοχές του νομού Κοζάνης. Kάτω από τα πόδια μας στα Γρεβενά, αυτά τα ιζήματα έχουν τις πιο παχείς αποθέσεις, κατά μήκος μιας αρχαίας κοιλάδας που πέρασε από την περιοχή BΔ του Nομού ως τον σημερινό Άγιο Γεώργιο. Aρχίζει, λοιπόν, η περιοχή να μοιάζει με τα γνωστά μας Γρεβενά.
Δεν τελείωσε όμως ακόμα η δράση της φύσης να δημιουργεί τις τελευταίες λεπτομέρειες στο έδαφος των Γρεβενών. H γεωλογική εποχή τα τελευταία 11,000 χρόνια ονομάζεται «Oλόκαινο» --είναι η γεωλογική εποχή που διανύουμε εμείς. Στην εποχή αυτή, κατά διαστήματα, ένα μεγάλο τμήμα των ορεινών Γρεβενών ήταν σκεπασμένο με παγετώνες. Τα κορήματα από την δραστηριότητα των παγετώνων είναι φανερά σήμερα στην περιοχή της Πίνδου, ενώ ακόμη φαίνονται και οι τοποθεσίες των ίδιων των παγετώνων.
Οι Δρακολίμνες σκαλίστηκαν στα παλαιότερα πετρώματα από την δραστηριότητα αυτών των παγετώνων. Οι νεώτερες αποθέσεις της περιοχής αυτής της ηλικίας είναι κροκαλοπαγή πετρώματα μέσα σε κοιλάδες ποταμών, πλευρικά κορήματα και το εδαφικό επικάλυμμα. Όλες αυτές οι αποθέσεις είναι μη συνεκτικές, μηχανικά αδύναμες και ασταθείς. Σε μερικές περιοχές, ένα πηλώδες έδαφος (σκούρο καφέ η μαύρο, πλούσιο σε άργιλο) καταλαμβάνει πάχος μεγαλύτερο των δύο μέτρων. Αυτό το πηλώδες έδαφος, καθώς και κάθε τεταρτογενής απόθεση, είναι εξαιρετικά ασταθής, ειδικά στις πλαγιές. Τα πηλώδη εδάφη παρουσιάζουν ερπυσμό, ένα τύπο αργής καθίζησης με αποτέλεσμα την παρουσία καμπτόμενων κορμών δένδρων.
Στα περισσότερα ερημωμένα χωριά (π.χ. Κνίδη) ένα λεπτό κάλυμμα εδάφους πάνω στα πλευρικά κορήματα «καμουφλάρουν» την αστάθεια του υπεδάφους, ακόμη και στις σύγχρονες κατασκευές και στα τοπικά δημόσια κτίρια. Έτσι παραμένουν τα Γρεβενά σήμερα. Άλλα η Γη δεν μένει σταθερή.
Όπως θυμόμαστε όλοι, με αφορμή τον σεισμό της 13ης Μαΐου 1995, η τεκτονική ιστορία στον τόπο μας συνεχίζεται. Oι πλημμύρες, οι κατολισθήσεις, και η διάβρωση των βουνών και ποταμών είναι φαινόμενα που αλλάζουν την μορφολογία της περιοχής και δημιουργούν καινούργιες γεωλογικές ενότητες. Ωστόσο, και εμείς, οι ίδιοι αλλάζουμε την Γη με την διάνοιξη δρόμων, την κατασκευή φραγμάτων, ακόμα και με την απλή καλλιέργεια των χωραφιών μας.
Aν ένα είδος ζωής εξαφανιστεί, μπορεί από κάποιο εναπομείναν οστό να δημιουργήσει απολιθώματα και αυτά να εξετασθούν από της επόμενες γενιές των παιδιών μας. Μελλοντικοί αρχαιολόγοι θα εξετάσουν τα ερείπια των σπιτιών και κτηρίων μας σαν αντικείμενα μελέτης. Πως, άραγε, θα φαίνεται η γεωλογία της περιοχής μας στους Γρεβενιώτες στο μακρινό μέλλον;
Η ωκεάνια λεκάνη που ήταν παγιδευμένη μεταξύ των δυο ηπείρων σπρώχτηκε από τις θάλασσες στην επιφάνεια της παλαιάς Πελαγωνικής ηπειρωτικής ζώνης. Το ίχνος αυτής της ζώνης «σύγκρουσης» εμφανίζεται σαν ένα παλαιό ρήγμα με μετακίνηση εκατοντάδων ή και περισσοτέρων χιλιομέτρων. Eίναι ορατό στο Bούρινο, από το Παλαιόκαστρο ως το Xρώμιον, και κατά μήκος του Αλιάκμονα στην Ζάβορδα. Το πάχος των οφιολιθικών πετρωμάτων είναι περίπου 5 χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια στην περιοχή του Βούρινου.
Το επίκεντρο του σεισμού της 13ης Μαϊου του 1995 τοποθετείται κοντά στην κορυφή του Βούρινου, σε ένα βάθος περίπου 18 χιλιομέτρων μέσα στους Πελαγωνικούς ασβεστόλιθους ή άλλους «μεταμορφωμένους», κάτω από τα οφιολιθικά πετρώματα.
Ύστερα από τη σύγκλιση των ηπείρων και την καταστροφή της Τηθύος, τα βουνά που παρέμειναν κατά μήκος της ζώνης σύγκρουσης, τα παλαιά όρη που συνίσταντο από Πελαγωνικά και οφιολιθικά πετρώματα διαβρώθηκαν πριν από περίπου 50-80 εκατομμύρια χρόνια.
Τα ιζήματα μαζεύτηκαν σε μια μεγάλη τεκτονική «αύλακα» η οποία απλώνεται από την σημερινή περιοχή της Καστοριάς, διασχίζει τα Γρεβενά και φτάνει μέχρι και τα Τρίκαλα. Αυτό το φαράγγι είναι γνωστό και ως η «Μέσο Ελληνική Αύλακα», και είναι πασίγνωστο παγκοσμίως επειδή είναι πολύ στενό και βαθύ -- Το πως ακριβώς σχηματίστηκε, δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητό. Η διάβρωση των παλαιών Πελαγωνικών και ωκεάνιων πετρωμάτων έδωσε ένα παχύ στρώμα μέσο-Τριτογενών ιζημάτων, τα οποία κάλυψαν τα δυτικά οφιολιθικά πετρώματα και φθάνουν το 1 χλμ. πάχος στην περιοχή του Δήμου Γρεβενών και σε 5 χιλιόμετρα περίπου, στο υπέδαφος του Κηπουριού. Τα ιζήματα περιλαμβάνουν αργιλούχους ψαμμίτες, μάργες, και κροκαλοπαγή με σερπεντινικό συνδετικό υλικό. Τα ιζήματα αντιπροσωπεύουν παλαιές δελταϊκές αποθέσεις.
Tώρα φτάνουμε στην εποχή που υπάρχουν τα μεγάλα θηλαστικά ζώα και οι πρώτοι άνθρωποι στα Γρεβενά – την εποχή του Πλειο-Πλειστοκαίνου που άρχισε πριν περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια έως και 11,000 χρόνια πριν από σήμερα. Από την απόθεση των Τριτογενών ιζημάτων, καταλαβαίνουμε ότι το έδαφος ήταν κεκλιμένο και διαβρωμένο. Τα προϊόντα της διάβρωσης είναι μια σειρά από γενικώς επίπεδες ποτάμιες αποθέσεις χολικών, άμμων και αργίλων, ηλικίας από 5 εκατομμύρια έως λιγότερο από 1 εκατομμύρια χρόνια. Το πάχος αυτών των αποθέσεων κατά τόπους υπερβαίνει τα 150 μ. και η εσωτερική τους στρωματογραφία είναι πολύ μεταβλητή. Γενικά, οι αποθέσεις αυτές έχουν μία βάση κροκαλοπαγούς πάνω στα Τριτογενή ιζήματα με μια γωνιακή κλίση.
Οι αποθέσεις του Ανώτατου Πλειστοκαίνου στερούνται κροκαλοπαγών και αποτελούνται από ελάχιστα στερεοποιημένους πηλίτες. Αποθέσεις λιγνιτών απαντούνται τοπικά, μέσα στις Πλειο-Πλειστοκαινικές αποθέσεις και είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμες στις βόρειες περιοχές του νομού Κοζάνης. Kάτω από τα πόδια μας στα Γρεβενά, αυτά τα ιζήματα έχουν τις πιο παχείς αποθέσεις, κατά μήκος μιας αρχαίας κοιλάδας που πέρασε από την περιοχή BΔ του Nομού ως τον σημερινό Άγιο Γεώργιο. Aρχίζει, λοιπόν, η περιοχή να μοιάζει με τα γνωστά μας Γρεβενά.
Δεν τελείωσε όμως ακόμα η δράση της φύσης να δημιουργεί τις τελευταίες λεπτομέρειες στο έδαφος των Γρεβενών. H γεωλογική εποχή τα τελευταία 11,000 χρόνια ονομάζεται «Oλόκαινο» --είναι η γεωλογική εποχή που διανύουμε εμείς. Στην εποχή αυτή, κατά διαστήματα, ένα μεγάλο τμήμα των ορεινών Γρεβενών ήταν σκεπασμένο με παγετώνες. Τα κορήματα από την δραστηριότητα των παγετώνων είναι φανερά σήμερα στην περιοχή της Πίνδου, ενώ ακόμη φαίνονται και οι τοποθεσίες των ίδιων των παγετώνων.
Οι Δρακολίμνες σκαλίστηκαν στα παλαιότερα πετρώματα από την δραστηριότητα αυτών των παγετώνων. Οι νεώτερες αποθέσεις της περιοχής αυτής της ηλικίας είναι κροκαλοπαγή πετρώματα μέσα σε κοιλάδες ποταμών, πλευρικά κορήματα και το εδαφικό επικάλυμμα. Όλες αυτές οι αποθέσεις είναι μη συνεκτικές, μηχανικά αδύναμες και ασταθείς. Σε μερικές περιοχές, ένα πηλώδες έδαφος (σκούρο καφέ η μαύρο, πλούσιο σε άργιλο) καταλαμβάνει πάχος μεγαλύτερο των δύο μέτρων. Αυτό το πηλώδες έδαφος, καθώς και κάθε τεταρτογενής απόθεση, είναι εξαιρετικά ασταθής, ειδικά στις πλαγιές. Τα πηλώδη εδάφη παρουσιάζουν ερπυσμό, ένα τύπο αργής καθίζησης με αποτέλεσμα την παρουσία καμπτόμενων κορμών δένδρων.
Στα περισσότερα ερημωμένα χωριά (π.χ. Κνίδη) ένα λεπτό κάλυμμα εδάφους πάνω στα πλευρικά κορήματα «καμουφλάρουν» την αστάθεια του υπεδάφους, ακόμη και στις σύγχρονες κατασκευές και στα τοπικά δημόσια κτίρια. Έτσι παραμένουν τα Γρεβενά σήμερα. Άλλα η Γη δεν μένει σταθερή.
Όπως θυμόμαστε όλοι, με αφορμή τον σεισμό της 13ης Μαΐου 1995, η τεκτονική ιστορία στον τόπο μας συνεχίζεται. Oι πλημμύρες, οι κατολισθήσεις, και η διάβρωση των βουνών και ποταμών είναι φαινόμενα που αλλάζουν την μορφολογία της περιοχής και δημιουργούν καινούργιες γεωλογικές ενότητες. Ωστόσο, και εμείς, οι ίδιοι αλλάζουμε την Γη με την διάνοιξη δρόμων, την κατασκευή φραγμάτων, ακόμα και με την απλή καλλιέργεια των χωραφιών μας.
Aν ένα είδος ζωής εξαφανιστεί, μπορεί από κάποιο εναπομείναν οστό να δημιουργήσει απολιθώματα και αυτά να εξετασθούν από της επόμενες γενιές των παιδιών μας. Μελλοντικοί αρχαιολόγοι θα εξετάσουν τα ερείπια των σπιτιών και κτηρίων μας σαν αντικείμενα μελέτης. Πως, άραγε, θα φαίνεται η γεωλογία της περιοχής μας στους Γρεβενιώτες στο μακρινό μέλλον;
πηγή: http://greveniotis.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου