του Ν. Ταμβάκη και της Ε. Μπαργιάννη
Γεωπόνου – Κηποτέχνη, τ. Δ/ντής Εθνικού Κήπου και Γεωπόνου – Αρχιτέκτονα Τοπίου, Επιμελήτρια Εθνικού Κήπου, αντίστοιχα
Γεωπόνου – Κηποτέχνη, τ. Δ/ντής Εθνικού Κήπου και Γεωπόνου – Αρχιτέκτονα Τοπίου, Επιμελήτρια Εθνικού Κήπου, αντίστοιχα
Ιστορικά στοιχεία του δένδρου
Στο Ναύπλιο, που ήταν ως γνωστόν η πρώτη πρωτεύουσα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, και στη συμβολή της ακτής Μιαούλη με την οδό Θ. Κωστούρου (πλατεία «Πέντε αδέλφια»), υπάρχει από πολύ παλιά, μια ωραία, αρχιτεκτονικά ιδιότυπη έπαυλη γνωστή με το αρχαίο όνομα «Αμυμώνη»¹. Η τελευταία, αφού επισκευάσθηκε τα νεότερα χρόνια, λειτουργεί ως μικρό ξενοδοχείο.
Στο προαύλιο της έπαυλης υπάρχει το νεκρό στέλεχος ενός φοίνικα (χουρμαδιά), χωρίς τη δέσμη των φύλλων της κορυφής.
Στο προαύλιο της έπαυλης υπάρχει το νεκρό στέλεχος ενός φοίνικα (χουρμαδιά), χωρίς τη δέσμη των φύλλων της κορυφής.
Το φοίνικα αυτό φύτεψε, κατά την παράδοση, περί το 1830, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος Ιωάννης Καποδίστριας, γι’ αυτό και το δένδρο καταχωρήθηκε στον πίνακα των 51 διατηρητέων φυσικών μνημείων.
Είχε υποστεί ζημιές, κατά το βομβαρδισμό του λιμανιού του Ναυπλίου το 1941 από τα γερμανικά στούκας, ένα μάλιστα βλήμα είχε καρφωθεί στον κορμό του.
Τη μεγαλύτερη ζημιά όμως την έπαθε κατά τη νύχτα της 13ης Δεκεμβρίου του 2008, όταν μια ισχυρή καταιγίδα του έκοψε τη ροζέτα των φύλλων της κορυφής, μαζί με το μοναδικό επάκριο οφθαλμό.
Έκτοτε παραμένει στη θέση του ζωντανού φοίνικα ο νεκρός κορμός του, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένη από παλιά μια πινακίδα που γράφει:
«ΤΟΝ ΦΟΙΝΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΘΡΥΛΟ ΦΥΤΕΨΕ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ I. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, 1828-1831»
Είχε υποστεί ζημιές, κατά το βομβαρδισμό του λιμανιού του Ναυπλίου το 1941 από τα γερμανικά στούκας, ένα μάλιστα βλήμα είχε καρφωθεί στον κορμό του.
Τη μεγαλύτερη ζημιά όμως την έπαθε κατά τη νύχτα της 13ης Δεκεμβρίου του 2008, όταν μια ισχυρή καταιγίδα του έκοψε τη ροζέτα των φύλλων της κορυφής, μαζί με το μοναδικό επάκριο οφθαλμό.
Έκτοτε παραμένει στη θέση του ζωντανού φοίνικα ο νεκρός κορμός του, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένη από παλιά μια πινακίδα που γράφει:
«ΤΟΝ ΦΟΙΝΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΘΡΥΛΟ ΦΥΤΕΨΕ Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ I. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, 1828-1831»
Στα νεότερα χρόνια, όταν άρχισαν να κτίζονται οι πόλεις της ανεξάρτητης Ελλάδος, την πρωτοβουλία του Καποδίστρια ακολούθησαν πολλοί και μπροστά από τα νεοκλασικά κτίρια, φύτευαν έναν ή περισσότερους φοίνικες, αρχικά το είδος Φ. ο δακτυλοφόρος και αργότερα το Φ. τον κανάριο.
Γενικά για το είδος Φοίνιξ ο δακτυλοφόρος (Phoenix dactylifera, κν. Χουρμαδιά)
Ο Φοίνικας του Καποδίστρια ήταν μια Χουρμαδιά, είδος που καλλιεργούσαν στην Ελλάδα από τη βαθιά αρχαιότητα και τον ονόμαζαν από τότε «Φοίνιξ».
Οι περισσότεροι βοτανικοί πιστεύουν ότι είναι ιθαγενές της Μεσοποταμίας και της Αραβίας.
Ο Φοίνικας του Καποδίστρια ήταν μια Χουρμαδιά, είδος που καλλιεργούσαν στην Ελλάδα από τη βαθιά αρχαιότητα και τον ονόμαζαν από τότε «Φοίνιξ».
Οι περισσότεροι βοτανικοί πιστεύουν ότι είναι ιθαγενές της Μεσοποταμίας και της Αραβίας.
Κατά την ελληνική μυθολογία κάτω από φοίνικα (χουρμαδιά) γέννησε η Λητώ στη Δήλο τον Απόλλωνα (Θεό του φωτός και της μουσικής) και τη δίδυμη αδελφή του Άρτεμη (Θεά του φεγγαριού και του κυνηγιού). Με φύλλα φοίνικα έστεφαν τους νικητές κατά τους αθλητικούς αγώνες στη Δήλο που ήταν αφιερωμένοι στον Απόλλωνα.
Πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν τον φοίνικα στα συγγράμματά τους, όπως οι Όμηρος, Πλάτων, Θεόφραστος, Παυσανίας κ.ά.
Στις νότιες περιοχές της Ευρώπης καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς, στις ζεστές όμως χώρες της Βορείου Αφρικής (από το Μαρόκο μέχρι το Πακιστάν) καλλιεργείται κυρίως ως παραγωγικό δένδρο, για τους εύγευστους καρπούς του, τους γνωστούς χουρμάδες.
Ωστόσο στη νότια και νησιωηκή Ελλάδα έχουν λιγοστέψει πάρα πολύ οι χουρμαδιές, καθώς αντικαταστάθηκαν τα νεότερα χρόνια από το Φοίνικα τον κανάριο (Phoenix amariensis), που εισήχθη το 1882 από τον φυσιοδίφη Π. Γεννάδιο και διαδόθηκε γρήγορα ως πιο διακοσμητικός.
Δυστυχώς ο τελευταίος άρχισε να καταστρέφεται τα τελευταία χρόνια από το κολεόπτερο Rhynchophorus ferrugineus (κόκκινο σκαθάρι).
Πολλοί αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν τον φοίνικα στα συγγράμματά τους, όπως οι Όμηρος, Πλάτων, Θεόφραστος, Παυσανίας κ.ά.
Στις νότιες περιοχές της Ευρώπης καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς, στις ζεστές όμως χώρες της Βορείου Αφρικής (από το Μαρόκο μέχρι το Πακιστάν) καλλιεργείται κυρίως ως παραγωγικό δένδρο, για τους εύγευστους καρπούς του, τους γνωστούς χουρμάδες.
Ωστόσο στη νότια και νησιωηκή Ελλάδα έχουν λιγοστέψει πάρα πολύ οι χουρμαδιές, καθώς αντικαταστάθηκαν τα νεότερα χρόνια από το Φοίνικα τον κανάριο (Phoenix amariensis), που εισήχθη το 1882 από τον φυσιοδίφη Π. Γεννάδιο και διαδόθηκε γρήγορα ως πιο διακοσμητικός.
Δυστυχώς ο τελευταίος άρχισε να καταστρέφεται τα τελευταία χρόνια από το κολεόπτερο Rhynchophorus ferrugineus (κόκκινο σκαθάρι).
Περιγραφή του είδους
Αειθαλές φοινικοειδές δένδρο, με κορμό κυλινδρικό, ψηλό (25-30 μ.) που φέρει κυκλικά στην κορυφή ένα μπουκέτο μεγάλα, μήκους 5-6 μ., πτεροειδή φύλλα, ανοικτοπράσινα και κυρτά σε μορφή τόξου. Τα φύλλα φέρουν κατά μήκος φυλλάρια γραμμοειδή – λογχοειδή μυτερά (μήκους 20-40 εκ.) σε δύο σειρές.
Άνθη δίοικα, μικρά, δερματώδη, κιτρινωπά, σε κυρτές ταξιανθίες σπάδικες.
Οι καρποί (χουρμάδες) είναι δρύπες (μήκους 25-40 χιλ.) κατά κρεμαστούς βότρεις.
Το είδος διασταυρώνεται εύκολα με το συγγενές είδος Φ. ο κανάριος, πολλοί δε φοίνικες είναι υβρίδια των δύο.
Αειθαλές φοινικοειδές δένδρο, με κορμό κυλινδρικό, ψηλό (25-30 μ.) που φέρει κυκλικά στην κορυφή ένα μπουκέτο μεγάλα, μήκους 5-6 μ., πτεροειδή φύλλα, ανοικτοπράσινα και κυρτά σε μορφή τόξου. Τα φύλλα φέρουν κατά μήκος φυλλάρια γραμμοειδή – λογχοειδή μυτερά (μήκους 20-40 εκ.) σε δύο σειρές.
Άνθη δίοικα, μικρά, δερματώδη, κιτρινωπά, σε κυρτές ταξιανθίες σπάδικες.
Οι καρποί (χουρμάδες) είναι δρύπες (μήκους 25-40 χιλ.) κατά κρεμαστούς βότρεις.
Το είδος διασταυρώνεται εύκολα με το συγγενές είδος Φ. ο κανάριος, πολλοί δε φοίνικες είναι υβρίδια των δύο.
Καλλωπιστική αξία, Χρήσεις
Η καλλωπιστική αξία του Φ. δακτυλοφόρου οφείλεται στην πρωτότυπη μορφή του δένδρου και το ωραίο φύλλωμα.
Οι φοίνικες αυτοί φυτεύονται σε κήπους, πάρκα, πλατείες, προαύλια κτιρίων, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες. Στη Ρόδο μια μεγάλη πλατεία είναι γεμάτη με χουρμαδιές, γι’ αυτό και ονομάζεται «Πλατεία των 101 χουρμαδιών».
Είναι δένδρα κατάλληλα για δενδροστοιχίες ή νησίδες-κόμβους μεγάλων λεωφόρων και κηπουπόλεων.
Είναι επίσης κατάλληλα για παραθαλάσσιες περιοχές, αφού αντέχουν σε αλατώδεις συνθήκες και στο υφάλμυρο νερό.
Λόγω της μορφής τους είναι ιδανικά για τη δημιουργία τροπικών εικόνων.
Στις ζεστές ζώνες καλλιεργούνται κυρίως ως καρποφόρα δένδρα.
Η καλλωπιστική αξία του Φ. δακτυλοφόρου οφείλεται στην πρωτότυπη μορφή του δένδρου και το ωραίο φύλλωμα.
Οι φοίνικες αυτοί φυτεύονται σε κήπους, πάρκα, πλατείες, προαύλια κτιρίων, μοναχικά ή κατά μικρές ομάδες. Στη Ρόδο μια μεγάλη πλατεία είναι γεμάτη με χουρμαδιές, γι’ αυτό και ονομάζεται «Πλατεία των 101 χουρμαδιών».
Είναι δένδρα κατάλληλα για δενδροστοιχίες ή νησίδες-κόμβους μεγάλων λεωφόρων και κηπουπόλεων.
Είναι επίσης κατάλληλα για παραθαλάσσιες περιοχές, αφού αντέχουν σε αλατώδεις συνθήκες και στο υφάλμυρο νερό.
Λόγω της μορφής τους είναι ιδανικά για τη δημιουργία τροπικών εικόνων.
Στις ζεστές ζώνες καλλιεργούνται κυρίως ως καρποφόρα δένδρα.
Καλλιέργεια
Η χουρμαδιά ευδοκιμεί σε ηλιαζόμενες τοποθεσίες με γόνιμο, υγρό, αλλά καλά αποστραγγιζόμενο έδαφος, που περιέχει και 1,5% αλκαλικά άλατα, όπως άλλωστε αναφέρει από την αρχαιότητα ήδη και ο Θεόφραστος: «φιλεί δε χώραν αλμώδη», (Φ.Ι.: 2,6,2).
Όπως αναφέρθηκε, στις ζεστές περιοχές της Βόρειας Αφρικής καλλιεργείται ως καρποφόρο δένδρο.
Κατά το Δ. Αιγινήτη («Το Κλίμα των Αθηνών», σελ. 222, τόμος 1, 1907), για να ωριμάσει τους καρπούς της η χουρμαδιά θέλει να απορροφήσει, από την άνθηση μέχρι την ωρίμανση (περίπου 150 ημέρες), 6.000 °C θερμότητας. Καρποφορεί και ωριμάζει τους καρπούς της, τους γνωστούς χουρμάδες, σε περιοχές με μέση ετήσια θερμοκρασία 26 °C, ενώ σε τόπους όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 17 °C και 18 °C, όπως η Αθήνα, καρποφορεί αλλά δεν φθάνει στην ωρίμανση.
Τελευταία έγινε γνωστό ότι η χουρμαδιά άρχισε να καλλιεργείται πειραματικά στο «Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών Χανιών» για παραγωγή καρπών, με ενθαρρυντικά τα πρώτα αποτελέσματα.
Για μια ικανοποιητική παραγωγή καλής ποιότητας καρπών, απαιτούνται βέβαια βελτιωμένες ποικιλίες.
Όπως αναφέρθηκε, στις ζεστές περιοχές της Βόρειας Αφρικής καλλιεργείται ως καρποφόρο δένδρο.
Κατά το Δ. Αιγινήτη («Το Κλίμα των Αθηνών», σελ. 222, τόμος 1, 1907), για να ωριμάσει τους καρπούς της η χουρμαδιά θέλει να απορροφήσει, από την άνθηση μέχρι την ωρίμανση (περίπου 150 ημέρες), 6.000 °C θερμότητας. Καρποφορεί και ωριμάζει τους καρπούς της, τους γνωστούς χουρμάδες, σε περιοχές με μέση ετήσια θερμοκρασία 26 °C, ενώ σε τόπους όπου η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 17 °C και 18 °C, όπως η Αθήνα, καρποφορεί αλλά δεν φθάνει στην ωρίμανση.
Τελευταία έγινε γνωστό ότι η χουρμαδιά άρχισε να καλλιεργείται πειραματικά στο «Ινστιτούτο Υποτροπικών Φυτών Χανιών» για παραγωγή καρπών, με ενθαρρυντικά τα πρώτα αποτελέσματα.
Για μια ικανοποιητική παραγωγή καλής ποιότητας καρπών, απαιτούνται βέβαια βελτιωμένες ποικιλίες.
Πολλαπλασιασμός
Πολλαπλασιάζεται συνήθως με σπορά την άνοιξη στους 19-24 °C.
Στην καλλιέργεια όμως για παραγωγή καρπών χρησιμοποιούν τον αγενή πολλαπλασιασμό, ώστε να πετύχουν θήλεα δένδρα, που παράγουν καρπούς, με τη μεταφύτευση παραφυάδων άνω των 4 ετών, από μεγάλης ηλικίας (άνω των 15 ετών) θήλεα δένδρα.
Γενικά, η μεταφύτευση μεγάλων φοινίκων είναι αρκετά δύσκολη και χρειάζεται καλή τεχνική, καθώς οι ρίζες πεθαίνουν κατά τη μεταφορά.
Απαιτείται η ύπαρξη αρκετής ζέστης για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων ριζών, πριν έρθουν τα κρύα.
Ο καλύτερος χρόνος για τις μεταφυτεύσεις χουρμαδιών είναι νωρίς το καλοκαίρι και όχι το φθινόπωρο, που προτιμούν τα περισσότερα δένδρα.
Μετά τη μεταφύτευση και τη στερέωση με σχοινιά, τα φύλλα πρέπει να μαζεύονται και να δένονται στην κορυφή σε κώνο, για να λιγοστεύουν οι απώλειες υγρασίας με τη διαπνοή και να προστατεύουν τον ακραίο μεγάλο οφθαλμό, που αποτελεί το μοναδικό ζωντανό όργανο ανάπτυξης του φοίνικα.
Στην καλλιέργεια όμως για παραγωγή καρπών χρησιμοποιούν τον αγενή πολλαπλασιασμό, ώστε να πετύχουν θήλεα δένδρα, που παράγουν καρπούς, με τη μεταφύτευση παραφυάδων άνω των 4 ετών, από μεγάλης ηλικίας (άνω των 15 ετών) θήλεα δένδρα.
Γενικά, η μεταφύτευση μεγάλων φοινίκων είναι αρκετά δύσκολη και χρειάζεται καλή τεχνική, καθώς οι ρίζες πεθαίνουν κατά τη μεταφορά.
Απαιτείται η ύπαρξη αρκετής ζέστης για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων ριζών, πριν έρθουν τα κρύα.
Ο καλύτερος χρόνος για τις μεταφυτεύσεις χουρμαδιών είναι νωρίς το καλοκαίρι και όχι το φθινόπωρο, που προτιμούν τα περισσότερα δένδρα.
Μετά τη μεταφύτευση και τη στερέωση με σχοινιά, τα φύλλα πρέπει να μαζεύονται και να δένονται στην κορυφή σε κώνο, για να λιγοστεύουν οι απώλειες υγρασίας με τη διαπνοή και να προστατεύουν τον ακραίο μεγάλο οφθαλμό, που αποτελεί το μοναδικό ζωντανό όργανο ανάπτυξης του φοίνικα.
Εχθροί και ασθένειες
Οι χουρμαδιές προσβάλλονται από πολλές ασθένειες και εχθρούς, αλλά η φύση και η σοβαρότητα των προβλημάτων ποικίλει ανάλογα με την ποικιλία, την τοποθεσία, τον καιρό και τις καλλιεργητικές πρακτικές.
Οι πιο συχνές ασθένειες, που μπορούν να συνδεθούν με ένα παθογόνο, οφείλονται σε μύκητες. Ωστόσο υπάρχουν αρκετές πρόσφατες αναφορές για δυσλειτουργίες, που είναι συνδεδεμένες με φυτόπλασμα.
Μία από τις σημαντικότερες μυκητολογικές ασθένειες στη Βόρεια Αφρική είναι η ασθένεια Bayoud που προκαλείται από το μύκητα Fusarium oxysporum f. sp. albedinis. Αυτή η ασθένεια έχει προκαλέσει μεγάλες απώλειες δένδρων χουρμαδιάς και η έρευνα για την αντιμετώπισή της είναι μια από τις σημαντικότερες που διενεργούνται αυτή τη στιγμή για το δένδρο.
Επίσης διάφοροι εχθροί προσβάλλουν το δένδρο, αλλά αυτοί ποικίλουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Χημική ή βιολογική καταπολέμηση, παγίδες με φερομόνες, φυτά σε καραντίνα και πρακτικές εξυγίανσης χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των εντόμων ιδιαίτερα στις χώρες όπου υπάρχουν μεγάλες καλλιέργειες.
Την τελευταία δεκαετία το γνωστό ως «κόκκινο σκαθάρι» (Rhynchophorus ferrugineus) αναδύεται ως ένας επικίνδυνος εχθρός, που έχει απλωθεί από την Ινδία στη Βόρεια Αφρική, τη μέση Ανατολή και τη Νότια Ευρώπη.
Οι πιο συχνές ασθένειες, που μπορούν να συνδεθούν με ένα παθογόνο, οφείλονται σε μύκητες. Ωστόσο υπάρχουν αρκετές πρόσφατες αναφορές για δυσλειτουργίες, που είναι συνδεδεμένες με φυτόπλασμα.
Μία από τις σημαντικότερες μυκητολογικές ασθένειες στη Βόρεια Αφρική είναι η ασθένεια Bayoud που προκαλείται από το μύκητα Fusarium oxysporum f. sp. albedinis. Αυτή η ασθένεια έχει προκαλέσει μεγάλες απώλειες δένδρων χουρμαδιάς και η έρευνα για την αντιμετώπισή της είναι μια από τις σημαντικότερες που διενεργούνται αυτή τη στιγμή για το δένδρο.
Επίσης διάφοροι εχθροί προσβάλλουν το δένδρο, αλλά αυτοί ποικίλουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή. Χημική ή βιολογική καταπολέμηση, παγίδες με φερομόνες, φυτά σε καραντίνα και πρακτικές εξυγίανσης χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των εντόμων ιδιαίτερα στις χώρες όπου υπάρχουν μεγάλες καλλιέργειες.
Την τελευταία δεκαετία το γνωστό ως «κόκκινο σκαθάρι» (Rhynchophorus ferrugineus) αναδύεται ως ένας επικίνδυνος εχθρός, που έχει απλωθεί από την Ινδία στη Βόρεια Αφρική, τη μέση Ανατολή και τη Νότια Ευρώπη.
* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γεωργία – Κτηνοτροφία, τεύχος 3/2015
¹ Η «Αμυμώνη» σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ήταν μία «Δαναΐδα», μία δηλαδή από τις 50 κόρες του «Δαναού». Σύμφωνα με το μύθο η Αμυμώνη σχετίσθηκε με το Θεό Ποσειδώνα και απέκτησαν ένα γιο, τον Ναύπλιο, ιδρυτή της Ναυπλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου