Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Οι... "ξυλοφορέοι" από τον Ζυγό της Άρτας!!!

 

του Κώστα Λ. Χρήστου
(Φιλόλογος – συγγραφέας)

"Νόμιμοι-παράνομοι", αλλά και ήρωες...
 
Μέχρι και τη δεκαετία του '60 και λίγο αργότερα στην πόλη της Άρτας, σχεδόν στο σύνολο των σπιτιών, έκαιγαν τζάκια, ξυλόσομπες αλλά και πολλοί φούρνοι με καυσόξυλα. Η σύγχρονη τεχνολογία με τα καλοριφέρ και άλλα θερμαντικά σώματα ήταν ανύπαρκτη στις προαναφερόμενες χρονολογίες ή δειλά – δειλά ελάχιστες οικίες με την πάροδο του χρόνου είχαν αρχίσει να εκσυγχρονίζονται. Η ανάγκη επομένως των καυσόξυλων για ποικίλη χρήση ήταν πολύ μεγάλη και γι αυτό οι Αρτινοί προμηθεύονταν τα καυσόξυλά τους από τους ξυλομεταφορείς που κατά εκατοντάδες σε καθημερινή βάση τα μετέφεραν με τα ζώα τους μέσα στην πόλη τους.
   Από την παιδική μου ηλικία θυμάμαι όλους αυτούς τους αχθοφόρους, τους «ξυλοφορέους» όπως αποκαλούνταν, που σε καθημερινή σχεδόν βάση μετέφεραν από την περιοχή του Ζυγού τα καυσόξυλα με τα ζώα τους και επέστρεφαν από την Άρτα το απόγευμα, μοναχικοί ή κατά παρέες και καβαλαρία οι περισσότεροι, από τη δημόσια στράτα ή άλλους παράδρομους του χωριού.
   Η μεταφορά των καυσόξυλων για πάρα πολλές δεκαετίες γινόταν με άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια. O κάθε μεταφορέας είχε ένα έως και τρία ζώα. Στην τελευταία κυρίως δεκαετία τα ξύλα μεταφέρονταν και με αυτοκίνητα σε τσουβάλια. Τα ξύλα από αυτές τις κοντινές με την Άρτα ημιορεινές περιοχές ήταν κυρίως κουμαριές, φελίκια, πουρνάρια, αριές και πολύ λιγότερο άλλα δέντρα της ημιορεινής περιοχής της Άρτας.
   Ο Ζυγός είχε τους περισσότερους ξυλομεταφορείς, άνδρες οι περισσότεροι και λιγότερες οι γυναίκες, και λόγω πυκνού δάσους αλλά και αδυναμίας των κατοίκων του να έχουν τότε στο χωριό τους άλλο προσοδοφόρο επάγγελμα. Πενιχρό αλλά σχεδόν καθημερινό το έσοδο των Ζυγιωτών, αλλά και των άλλων ξυλομεταφορέων από τα γύρω απ’ το Ζυγό χωριά.
   Υπήρχαν ακόμα και μερικοί αγωγιάτες που διέμεναν στην πόλη με δυνατά και εύσωμα μουλάρια, οι οποίοι μεταφέροντας το αγώγι τους προς τα ορεινά επέστρεφαν στην πόλη της Άρτας με φορτωμένα τα ζώα τους με χονδρά ξύλα για φούρνους και που τα έκοβαν σε δασικές εκτάσεις μακρύτερα του Ζυγού. Εάν δεν είχαν αγώγια τότε μετέφεραν καυσόξυλα κάθε μέρα, αφού περπατούσαν όλη τη νύχτα με αφετηρία την Άρτα προς Άνω Καλεντίνη, για να βρουν και να κόψουν εκεί τα ξύλα. Μακρά πορεία και αφάνταστη ταλαιπωρία γι αυτούς τους ξεχωριστούς αχθοφόρους.
   Σε ό,τι αφορά στο Ζυγό, απ’ όλα τα άλλα ραδοβιζινά χωριά, εκτός από το Πέτα, γεωγραφικά βρίσκεται πλησιέστερα προς την Άρτα. Το γεγονός αυτό έκανε όλους σχεδόν τους Ζυγιώτες, εκτός των άλλων αναγκαίων οικογενειακών τους ενασχολήσεων, να ασχολούνται και με τη ξυλομεταφορική.
   Η απόσταση Ζυγού-Άρτας, σε πεζοπορία με τη συνοδεία φορτωμένων ζώων, μέσω των τοποθεσιών «Βλάχα – Πουρνάρι», ήταν περίπου 2,30-3ώρες. Πριν ανοιχθεί ο αμαξιτός δρόμος προς το Ζυγό, οι πεζοπόροι από τη θέση Βίγλα κατέβαιναν από το «μ(ε)σοκατήφορο» προς τη ρεματιά με το ξωκλήσι του Αη Θανάση(σήμερα βρίσκεται στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης) κι έβγαιναν στη θέση Πουρνάρι, το επίσης σήμερα καταβυθισμένο. Προχωρούσαν από εκεί παραποτάμια του Αράχθου, περνούσαν «τ’ Στάθη το λ(ι)θάρι»(τεράστιος βράχος που είχε κατρακυλήσει από τον πετανίτικο λόφο της «Κορακοφωλιάς»), περνούσαν τα «Διόδια» και έμπαιναν στην πόλη της Άρτας.
   Η μεταφορά καυσόξυλων από πολλούς Ζυγιώτες γινόταν σε καθημερινή βάση, ιδίως από όσους είχαν δασικές εκτάσεις έξω από το χωριό και ήταν σε κάπως κοντινότερη απόσταση από την Άρτα. Πάντως στην κάθε περίπτωση η δουλειά του ξυλομεταφορέα ήταν πολύ επίπονη και αυτοί οι ξυλοφορέοι υπέφεραν τα πάνδεινα για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες των οικογενειών τους.
   Είχαν να αντιμετωπίσουν τη μακρά πεζοπορία, το λιοπύρι το καλοκαίρι, τη βροχή, το κρύο και τη λάσπη το χειμώνα. Συνάμα θα έπρεπε να ξυπνούν με τ’ αστέρια στον ουρανό, πριν λαλήσουν τα κοκόρια, να «ξεπλανέψουν» με λίγη τροφή τα ζωντανά τους, να πάρουν το «ντροβά» τους και να ξεκινήσουν για τους χώρους που είχαν τα φορτώματά τους. Φορτώνοντας στα ζώα τα ξύλα που τα είχαν «μεριάσει»» στην αυλή του σπιτιού τους, ή σε κάποια ραχούλα ή σε κάποιο χωράφι τους, έπαιρναν τον δρόμο προς την Άρτα.
   Προχωρώντας στην κεντρική οδική αρτηρία προς την πόλη, στο δρόμο τους συναντούσαν και άλλους μεταφορείς και το καραβάνι των ξυλοφορέων όσο πλησίαζαν προς την πόλη όλο και πύκνωνε. Ιδίως μετά το Πουρνάρι άνθρωποι και ζώα έφτιαχναν κομβόι, καθώς από εκεί και κάτω συναντιόντουσαν με μεταφορείς από τα χωριά Μαρκινιάδα, Κλειστό και Πέτα. Μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων με τις συχνές συναντήσεις τους είχαν δημιουργηθεί φιλικές σχέσεις και διαπνέονταν από το αίσθημα της αλληλοβοήθειας και συμπαράστασης στις αντιξοότητες που συχνά αντιμετώπιζαν.
    
Φτάνοντας στην πόλη της Άρτος είχαν να αντιμετωπίσουν νέες και απρόβλεπτες δυσκολίες. Υπήρχε περίπτωση δηλαδή, οι δασικοί, με εντολή της δασικής Υπηρεσίας, να κατασχέσουν τα ξύλα κόβοντας πολλές φορές τις τριχιές που συγκρατούσαν τα φορτώματα στο σαμάρι. Η δασική υπηρεσία, ως επί το πλείστον, λαμβάνοντας υπόψη της την ανέχεια των μεταφορέων και τη μέγιστη ανάγκη των καυσόξυλων που είχαν οι κάτοικοι της πόλης, έκαναν συνήθως τα στραβά μάτια. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που γίνονταν αυστηροί, ιδίως σε όσους είχαν φορτώματα με τα απαγορευμένα προς ξύλευση φελίκια και πουρνάρια.
   Εδώ θα πρέπει να πω ότι οι μεταφορείς, φτωχοί, αγράμματοι οι περισσότεροι και ταλαίπωροι καθώς ήταν, αδυνατούσαν να βγάλουν τις άδειες, γιατί και χρήματα απαιτούνταν και η προαναφερθείσα υπηρεσία δεν τις χορηγούσε εύκολα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν γεννηθεί μέσα στους πολέμους και σε εποχές με μεγάλη οικονομική κρίση και με εγκαταλειμμένη την περιοχή της Ηπείρου κι όχι μόνο.
   Ήταν οι «νόμιμοι – παράνομοι», όπως εγώ τους αποκαλούσα από την εφηβική μου ηλικία. Και τούτο διότι από τη μια τους είχε τεράστια ανάγκη η πόλη της Άρτας, διότι ζέσταιναν τους κατοίκους της και τροφοδοτούσαν τους φούρνους με τα ξύλα τους, από την άλλη ήταν ανεξέλεγκτοι καταστροφείς των δασών, δεν ήταν οργανωμένο επαγγελματικό σωματείο που να έχουν τις άδειές τους, να έχουν το Ταμείο τους και να πληρώνουν τις εισφορές τους. Αλλά πού συνθήκες τότε για γράμματα και τέτοια.
   Αν λοιπόν απέφευγαν την κατάσχεση των φορτωμάτων τους, άρχιζε για τους μεταφορείς αυτούς νέο μαρτύριο μέσα στην πόλη μέχρι να πουλήσουν τα ξύλα. Θα έπρεπε να περιέρχονται για πολλές ώρες μέσα στα σοκάκια της πόλης κρατώντας τα ζώα τους από το καπίστρι, μέχρι να βγουν οι νοικοκυρές στην πόρτα τους, να δουν και να ζητήσουν τα ξύλα. Η χαρακτηριστική φράση των αγοραστών ήταν: «πόσο πάν΄τα ξύλα μπάρμπα;» Εάν συμφωνούσαν στην τιμή τότε τα ξεφόρτωναν, διαφορετικά συνέχιζαν την περιπλάνησή τους στα σοκάκια μέχρι που θα βρισκόταν ο αγοραστής. Πολλοί από τους μεταφορείς είχαν αποκτήσει μόνιμους αγοραστές και δεν ταλαιπωρούνταν και ιδιαίτερα.
   Αφού πουλούσαν τα ξύλα, οι μεταφορείς πήγαιναν τα ζώα τους στα «χάνια» για να ξεκουραστούν και αυτά για λίγο, αλλά και οι ίδιοι να κάνουν τα λίγα ψώνια τους για τις οικογένειές τους. Τα χάνια ήταν ανοιχτοί και κλειστοί χώροι, μέσα στην πόλη της Άρτας, όπου σταύλιζαν για λίγες ώρες και δεμένα τα ζώα των ξυλομεταφορέων. Ο χανιτζής τους πρόσφερε την αγορασμένη τροφή(σανό) από την ιδιοκτήτη τους, μέχρι να αποτέλειωναν τις όποιες δουλειές τους τα αφεντικά τους. Ξακουστά τότε χάνια στην πόλη της Άρτας ήταν της Φλώρινας, του Καραβασίλη, του Χουλιάρα, του Τρούγκου, του Θ. Βόιδαρου και κάποια άλλα.
   Περατώνοντας, λοιπόν, τις όποιες δουλειές τους έπαιρναν τα ζώα τους από τα χάνια τα καβαλίκευαν κι έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό. Όσοι γύριζαν νωρίς το απόγευμα έφτιαχναν νέα φορτώματα ξύλων, εάν δεν τα είχε φτιάξει η γυναίκα τους ή κάποιο παιδί τους, και την άλλη μέρα έκαναν πάλι την ίδια πορεία και τις ίδιες διαδικασίες πώλησης.
   Κάποιες φορές αντί για καυσόξυλα οι μεταφορείς μετέφερναν πασάλια, από σερμιτζέλα κυρίως, καθώς και φούρκες που προορίζονταν για την περίφραξη περιβολιών και την υποστήριξη των καρποφόρων κλωναριών των εσπεριδοειδών. Κάποιοι άλλοι τέλος μετέφερναν και «λούρες», δηλαδή βέργες που τις χρησιμοποιούσαν τα βυρσοδεψεία στην επεξεργασία δερμάτων.
   Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης η δουλειά του ξυλομεταφορέα ήταν πολύ κοπιαστική. Οι αχθοφόροι εκείνοι, όμως, ήταν αποφασισμένοι να υποφέρουν τα πάνδεινα προκειμένου να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, να παντρέψουν τα παιδιά τους και να τα μορφώσουν. Και εάν ο Ζυγός σήμερα έχει πληθώρα πνευματικών ανθρώπων αυτό οφείλεται, κυρίως, στους ορκισμένους εκείνους μεταφορείς να δουν το πνευματικό φτερούγισμα των παιδιών τους, έναντι οποιουδήποτε προσωπικού τους κόστους. Και τα κατάφεραν. Εγώ με μια φράση μόνο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτούς τους μοναδικούς μαχητές της ζωής, δείχνοντας συνάμα και την ευγνωμοσύνη μου στους Ζυγιώτες προγόνους μου για όσα έκαναν, κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες, για μας τους απογόνους τους: ήταν όλοι ήρωες!

 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου