του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Από τη μάθηση της γεωργίας στη μάθηση της φύσης
«(…) Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Το πράσινο στο πράσινο, τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ στον άνθρωπο του Νεάντερνταλ.
Δεν ωφελούν πια οι μυώνες θέλει αγάπη θηριώδη θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες. (…)»
Το πράσινο στο πράσινο, τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ στον άνθρωπο του Νεάντερνταλ.
Δεν ωφελούν πια οι μυώνες θέλει αγάπη θηριώδη θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες. (…)»
(«Ο τρωικός πόλεμος», από τη Μαρία Νεφέλη, Οδυσσέας Ελύτης)
Ο άνθρωπος της επαρχίας αντιλαμβανόταν το πράσινο του χωριού του ως στοιχείο των εμβληματικών τόπων (ή των τοποσήμων) του οικισμού όπου ζούσε, δηλαδή της πλατείας, του σχολείου, της εκκλησίας, του μνημείου, του λόφου πάνω από το χωριό. Είχε έτσι αξία γι’ αυτόν η φύτευση στα συγκεκριμένα μέρη. Για το λόγο αυτόν έβλεπε θετικά την προσπάθεια των μαθητών να φυτεύουν στο χωριό τα δενδρύλλια του σχολικού κήπου. Επιπροσθέτως, θεωρώντας το πράσινο αρμοστό στο σχολικό περιβάλλον, δεν είδε αρνητικά (ή με δυσπιστία) τον κήπο στο σχολειό του χωριού, και περιέβαλε αυτόν με ενδιαφέρον και φροντίδα. Ιδιαίτερα δε, όταν συνειδητοποίησε ότι αποκόμιζε γεωργική γνώση από τον κήπο, και ότι του συνέγειρε τους πόθους του για τη φύση, προσφέροντάς του ικανοποίηση, έδωσε μεγαλύτερη σημασία στο σχολικό κήπο, αντιλαμβανόμενος την σε αυτόν παίδευση του μαθητή ως παίδευση της κοινωνίας – χαρακτηριστική είναι η περίπτωση, που γέροντας σε χωριό μού τόνισε δείχνοντας το χορταριασμένο σχολικό κήπο τού από δεκαετίες κλειστού σχολείου, ότι κει ο μαθητής «μάθαινε ωραία πράγματα»! Ο άνθρωπος λοιπόν της επαρχίας, λόγω της άμεσης σχέσης που είχε με το φυσικό περιβάλλον του τόπου του, δεν ήθελε πολύ για να εγερθεί από τη μαθητική προσπάθεια στο σχολικό κήπο και να την αγκαλιάσει με ζέση, συνεργώντας και ο ίδιος στο υπέρ της φύσης έργο.
Ο άνθρωπος της πόλης από την άλλη μεριά, μπορεί να μη ζούσε στη φύση, όπως εκείνος της επαρχίας, όμως δεν ήταν αποξενωμένος από αυτήν, όπως ο σημερινός αστός, καθώς ζούσε σ’ ένα περιβάλλον αστικό μεν, αλλά όχι τόσο απομακρυσμένο από τη φύση. Υπήρχαν κήποι στα σπίτια, αυλές λουλουδιασμένες, χωράφια μεταξύ των οικιών, λόφοι απείραχτοι, «λιβάδια» αγριολούλουδων στ’ άχτιστα οικόπεδα. Υπήρχαν ακόμη λίγα αυτοκίνητα να «ενοχλούν» στην πόλη, υπήρχε η γειτονιά και η ανθρώπινη επαφή, ενώ η κατοίκηση δεν είχε αποκτήσει την ασφυκτική στενότητα τού σήμερα. Δινόταν έτσι η δυνατότητα στον αστό να δει παραπέρα από το όριο του οικοπέδου του ή των τοίχων του σπιτιού του, και μέσα από την κοινή προσπάθεια ν’ απαιτήσει την ποιότητα στη ζωή του, διά της επαφής του με τη φύση. Ήθελε η πόλη να ´χει φύση· να διατηρήσει την υπάρχουσα ή να τη δημιουργήσει όπου δεν υφίστατο. Γι’ αυτό και φύτευε λόφους, έφτιαχνε πάρκα και προστάτευε το αστικό πράσινο. Ο σχολικός κήπος έτσι, δεν ξένισε τον αστό, ο οποίος τον είδε περισσότερο θετικά για την κηπουρική του αξία και λιγότερο για τη γεωργική. Τον αγκάλιασε λοιπόν κι αυτός, όπως ο άνθρωπος της επαρχίας, εκτιμώντας τη σημαντική προσφορά του στην κοινωνία.
Ήταν, συνεπώς, η ελληνική κοινωνία θετική για το σχολικό κήπο, θεωρώντας ότι αποτελεί μέρος στην υπέρ του ελληνικού περιβάλλοντος (του φυσικού, στο οποίο εντασσόταν και το αγροτικό, καθώς και του αστικού) προσπάθεια που συντελούνταν. Τούτο θα είχε τα ποθητά αποτελέσματα με την καλλιέργεια κατάλληλης παιδείας και με την ανάλογη δραστηριοποίηση των ανθρώπων. Αυτό προσπαθήθηκε τότε…
Με τη νέα εκπαιδευτική, την οποία στο παρόν χωρίο την προσδιορίζουμε πριν από το Μεσοπόλεμο (για την ακρίβεια, μέχρι την πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1920), απεμπλέκεται η γεωργική μόρφωση των «αγροτόπαιδων» (έκφραση κοινή στα νομοθετήματα της εποχής), την οποία είχε καθιερωθεί να λαμβάνουν στα πλαίσια λειτουργίας του σχολικού κήπου, από τη βασική του σχολείου. Η μόρφωση στο σχολικό κήπο θεωρείται «περιβαλλοντική», με τη σύγχρονη έννοια του όρου, αφού δι’ αυτής αποσκοπείται «… η αγάπη των παίδων, ο ζήλος και το ενδιαφέρον προς τα δένδρα, χάριν παιδαγωγικού σκοπού και χάριν προδιαθέσεως των μελλόντων πολιτών διά την εν τη κοινωνία δράσιν των» (από το Κεφ. Γ΄ με τίτλο «Σχολικοί Κήποι» της εγκυκλίου με αριθ. 6069/24-9-1916 του Υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως). Η απεμπλοκή του μαθητή από τη γεωργία και ο προσανατολισμός του σε αμιγώς παιδευτικά αντικείμενα (θεωρητικά και πρακτικά), επιβεβαιώνεται με την ψήφιση του νόμου 300 του 1914, με τον οποίο ιδρύονται Πρακτικά Γεωργικά Σχολεία στη χώρα. Συγκεκριμένα, ιδρύεται ένα κατά νομό, στο οποίο ο μαθητής σπουδάζει για δύο έτη τη γεωργία, ενώ αργότερα, με το νόμο 2203/1920, δινόταν η δυνατότητα να παρατείνεται η σπουδή γι’ ακόμη ένα έτος. Οι μαθητές στα σχολεία αυτά έχουν ηλικία μεταξύ δεκατεσσάρων έως δεκαεννέα ετών, κάτι που σημαίνει ότι έχουν μεταβεί του σταδίου της δημοτικής εκπαιδεύσεως.
Σκοπός της δημιουργίας των Πρακτικών Γεωργικών Σχολείων είναι «η πρακτική επαγγελματική μόρφωσις τέκνων γονέων απασχολουμένων αποκλειστικώς ή εν μέρει με την γεωργίαν ή κλάδον τινά αυτής, ούτως ώστε να καθίστανται ικανά ίνα γείνωσι καλοί γεωργοί-τεχνίται, να εκμεταλλεύονται καλώς τα ίδιά των κτήματα, να διεξάγωσι μικράς γεωργικάς επιχειρήσεις, ή να αναλαμβάνωσιν επιστασίαν ή υπηρεσίαν αρχιεργάτου εις οιανδήποτε γεωργικήν επιχείρησιν» (άρθρο 3 του νόμου). Με το άρθρο 17 του ίδιου νόμου μετατρέπεται η πρακτική γεωργική σχολή Κασσαβετείας στο Αϊδίνιο Μαγνησίας (η μόνη σχολή που μέχρι τότε εκπαίδευε γεωργικά τους νέους) σε Πρακτικό Γεωργικό Σχολείο. Με το νόμο 2203 του 1920 -ένα νόμο που όπως λέγεται τον συνέταξε ο θεμελιωτής των σχολικών κήπων στην Ελλάδα, γεωπόνος Σπυρίδων Χασιώτης-, δόθηκε η δυνατότητα ίδρυσης και Ειδικών Πρακτικών Γεωργικών Σχολείων μονοετούς σπουδής αποκλειστικώς της γεωργίας. Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι ήδη από το έτος 1897 με το νόμο ΒΥΞΕ, μετατράπηκαν οι γεωργικές σχολές της Αθήνας και της Τίρυνθας σε γεωργικούς σταθμούς (που με το νόμο 3920/1911 έγιναν Πρότυπα Αγροκήπια), ενώ της Κασσαβετείας έγινε πρακτική γεωργική σχολή. Ο θεσμός των παραπάνω σχολείων διατηρήθηκε μεταπολεμικά, σύμφωνα με το άρθρο 13 του αναγκαστικού νόμου 1546 του 1950, ενώ λίγο νωρίτερα, και προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες, μετά τον πόλεμο, ανάγκες εκπαίδευσης των αγροτών, θεσπίστηκε με τον αναγκαστικό νόμο 920 του 1946, η οργάνωση πρακτικών επαγγελματικών μαθημάτων στους αγροτικούς δήμους και τις κοινότητες της χώρας.
Λίγα χρόνια μετά τη θέσπιση των Πρακτικών Γεωργικών Σχολείων, η κυβέρνηση Ζαΐμη, στην προσπάθειά της να ενισχύσει τη γεωργική εκπαίδευση, έδωσε τη δυνατότητα με το νομοθετικό διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1927 «Περί γεωργικών σχολείων Μέσης εκπαιδεύσεως», που κυρώθηκε με το νόμο 3790 του 1929, μετατροπής σχολείων της μέσης εκπαίδευσης αγροτικών περιφερειών της χώρας, σε γεωργικά σχολεία μέσης εκπαίδευσης -εισηγητής αυτού του νόμου ήταν ο τότε υπουργός Γεωργίας Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Ήταν μια κίνηση που διαφοροποιούσε την εκπαιδευτική πολιτική σε σχέση με αυτήν που η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε προηγούμενα προωθήσει, αφού μέρος των σχολείων της χώρας μετατρεπόταν σε (ειδικά) γεωργικά, ξεχωρίζοντας έτσι τα ελληνόπουλα αναλόγως της κοινωνικής τους κατάστασης, και μη δίνοντάς τους τη δυνατότητα να λάβουν την ίδια βασική παιδεία μ’ εκείνη των μαθητών των γενικών σχολείων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, τα συγκεκριμένα γεωργικά σχολεία λειτουργούσαν στα πλαίσια της βασικής εκπαίδευσης και δεν συνίστατο ως επόμενο στάδιό της, όταν δηλαδή το παιδί τέλειωνε το σχολείο· που τέτοια ήταν τα Πρακτικά Γεωργικά Σχολεία.
Στα νέα αυτά γεωργικά σχολεία, οι μαθητές διδάσκονταν υποχρεωτικώς γεωργικά μαθήματα και εκπαιδεύονταν πρακτικώς στις γεωργικές γαίες, που όφειλε να κατέχει κάθε σχολείο (τις κατείχε κατόπιν δωρεάς, μίσθωσης ή απαλλοτρίωσης, και οι οποίες ήταν μέχρι 50 στρέμματα). Ασφαλώς μια τέτοια ενέργεια, ληφθείσα, όπως διαβάζουμε στα τότε πρακτικά της Βουλής, για «τη γεωργική προπαιδεία των νέων που ήθελαν ν’ ασχοληθούν με τη γεωργία», παρεξέκκλινε των βασικών αρχών του γενικού σχολείου μέσης εκπαίδευσης, κι ειδικότερα του σχολείου εργασίας, όπως παραπάνω το προσδιορίσαμε, καθώς αντιμετώπιζε ειδικά τη μόρφωση των νέων, η οποία όμως ήταν προσδιορισμένο να τους προσφερθεί ως τέτοια σε άλλο στάδιο της ζωής τους και από ειδικά προς τούτο σχολεία (τα Πρακτικά Γεωργικά Σχολεία).
Παράλληλη κίνηση ενίσχυσης της γεωργικής εκπαίδευσης από την κυβέρνηση Ζαΐμη, ήταν και η δημιουργία «Κυριακών Γεωργικών Σχολείων», που ίσχυσε βάσει του νομοθετικού διατάγματος της 7ης Οκτωβρίου 1927 «Περί στοιχειώδους γεωργικής εκπαιδεύσεως», το οποίο κυρώθηκε με το νόμο 3600 του 1928 -και σε αυτό το νομοθέτημα εισηγητής ήταν ο «πάντα αρωγός της γεωργίας» Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο οποίος εξάλλου, λόγω ακριβώς του ενδιαφέροντός του για τη γεωργία, είχε μετονομάσει το κόμμα του από «Δημοκρατικό» σε «Εργατοαγροτικό». Τα Κυριακά Γεωργικά Σχολεία ήταν σχολεία που λειτουργούσαν τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες μέρες, για τουλάχιστον τέσσερεις ώρες κάθε μέρα, και διδάσκονταν σε αυτά αποκλειστικά γεωργικά μαθήματα. Κατ’ ουσίαν ήταν γεωργικά φροντιστήρια που δέχονταν μόνον τους αποφοιτήσαντες από το δημοτικό σχολείο, οι οποίοι δεν υπερέβαιναν το 14ο έτος ηλικίας και οι οποίοι θα ασχολούνταν με τη γεωργία. Η διάρκεια φοίτησης στα σχολεία αυτά ήταν από 2 έως 4 εξάμηνα (αναλόγως του γεωργικού αντικειμένου που οι μαθητές επέλεγαν). Στα Κυριακά Γεωργικά Σχολεία δίδασκαν δημοδιδάσκαλοι οι οποίοι είχαν λάβει γεωργική εκπαίδευση σε γεωργικό φροντιστήριο της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (που υπήρχε από το 1920, ενώ της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1927), των Γεωργικών Σχολών και των Γεωργικών Σταθμών.
Ο Αλέξανδρος Δελμούζος, εκ των βασικών συντελεστών της πρώτης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Ελευθερίου Βενιζέλου, αντιτάχθηκε στη μετατροπή σχολείων της μέσης εκπαίδευσης σε γεωργικά και σε σύσκεψη το 1931 του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, παρουσία του Υπουργού Παιδείας Γ. Παπανδρέου, είπε: «Ειδικό μάθημα γεωργίας στα δημοτικά σχολεία δε μπορεί να διδαχθεί, γιατί ούτε καιρός υπάρχει γι’ αυτό, ούτε το επιτρέπει ο γενικός σκοπός των δημοτικών σχολείων. Το μόνον ίσως που θα μπορούσε να γίνει στα δημοτικά σχολεία, είναι να προσαρμόζεται το πρόγραμμά τους στις τοπικές συνθήκες, και τότε κατ’ ανάγκην στις γεωργικές περιφέρειες θα έχουν τα σχολεία αυτά γεωργικόν προσανατολισμόν. Αυτό όμως είναι γενική απαίτηση της διδακτικής, είναι γενική εκπαίδευσις και όχι ειδική. Επομένως τέτοια σχολεία δεν μπορούμε να τα ονομάσωμε γεωργικά σχολεία» (σελ. 97 των πρακτικών της σύσκεψης του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου έτους 1931).
Βέβαια, η γεωργική εξειδίκευση σχολείων της χώρας προβαλλόταν ως απαίτηση της εποχής, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των καιρών, που ήθελαν το μαθητή των αγροτικών περιοχών να βγαίνει γρήγορα στη γεωργική παραγωγή, καθώς περίμενε από αυτόν η οικογένειά του να προσφέρει στα προς ζην, αλλά και σ’ ένα άλλο επίπεδο, πολλά περίμενε από αυτόν και η πατρίδα – αφού η γεωργία αποτελούσε την κύρια πηγή οικονομίας της χώρας. Ας μην ξεχνούμε ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα μετά το 1922 (μικρασιατική καταστροφή) είχαν αλλάξει δραματικά, κι απαιτούνταν ο Έλληνας να παράξει, για να μπορέσει ο ίδιος και η πατρίδα να σταθεί. Όλη συνεπώς η δομή του κράτους έπρεπε να είναι προσανατολισμένη στο σκοπό αυτό· μηδενός εξαιρουμένης και της εκπαίδευσης!…
Όμως τούτο ήταν το σωστό; Ο Αλέξανδρος Δελμούζος απαντά κατηγορηματικά όχι. Διότι, «θα μπορούσε έτσι να ξεφύγουν τα σχολεία από τον πραγματικό τους σκοπό» (άποψη διατυπωμένη στη σύσκεψη του Ανώτατου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου έτους 1931 – βλέπε σελ. 138 των πρακτικών). Τον επικρίνει σφόδρα για τη θέση του αυτή ο Δημήτριος Ζωγράφος (γεωπόνος, εξειδικευμένος σε θέματα γεωργικής εκπαίδευσης), με ακραίες κι άδικες κρίσεις, όπως καταφανώς διαπιστώνεται: «Μόνον ο κ. Δελμούζος, ο οποίος ουδέποτε ούτε αισθάνθη, ούτε αντελήφθη την ανάγκην της γεωργικής διαπαιδαγωγήσεως του ελληνικού λαού, ο οποίος εστένευσε τα όρια της δράσεώς του μέσα εις αναρχικούς γλωσσικούς τύπους, τον οποίον ουδέποτε συνεκίνησε το ελληνικόν ύπαιθρον και όστις δεν εσκέφθη ποτέ να ρίψει τα σπέρματα ενός πανελληνίου υπέρ της γεωργίας συναγερμού διά των μαθητών του Διδασκαλείου Αθηνών, του οποίου υπήρξε διευθυντής, ηδύνατο να ομιλεί ούτω και να εκφράζει τοιαύτας γνώμας» (Ζωγράφου Δ., «Η δημοτική εκπαίδευσις και η γεωργία», Αθήναι 1937, σελ. 214).
Παρακολουθώντας τον αγώνα της πολιτείας να εκπαιδεύσει γεωργικά τους νέους, ώστε ν’ αποτελέσουν τους επαγγελματίες αγρότες του αύριο, διαισθανόμαστε την αγωνία της γι’ αυτό, η οποία εδραζόταν στην όχι αβάσιμη θέση ότι, «η γεωργία αποτελεί τον χρυσό της χώρας» (λόγια του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Πρωθυπουργού και Υπουργού Γεωργίας σε διάφορες κυβερνήσεις, ο οποίος έκαμε την πρώτη σημαντική προσπάθεια δημιουργίας αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα και εισηγήθηκε νόμους για τη γεωργική εκπαίδευση). Ο γεωπόνος-ερευνητής Δημήτριος Αθαν. Πάνου, καταγίνεται στην επιστημονική απόδειξη του motto τούτου στο ογκώδες (κοντά στις 1.000 σελίδες) αλλά ημιτελές έργο του με τον τίτλο «Ο πράσινος εθνικός φυτοτεχνικός χρυσός» (ο συγγραφέας απεβίωσε τον Φλεβάρη του 1980, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, και την έκδοση του μνημειώδους πλην ημιτελούς αυτού έργου, πραγματοποίησε η σύζυγός του Ευτυχία Πάνου, δύο χρόνια αργότερα). Καταλαβαίνουμε έτσι ότι, τα (πολλά) νομοθετήματα εκείνων των καιρών, αποσκοπούσαν στο να χτίσουν το οικοδόμημα της νέας γεωργίας, στα οφέλη του οποίου ευελπιστούσε η πολιτεία. Είναι χαρακτηριστική ως προς τούτο η -ομολογουμένως ακραία- προτροπή του γεωπόνου Ν. Η. Αναγνωστόπουλου το 1928, «να βγουν οι διδάσκαλοι εις την Ύπαιθρον και να διδάξωσιν εις τους μαθητάς τη γεωργίαν, και γενικώτερον, να στραφούν προς την παραγωγήν» («Αγροτική Ζωή», αριθ. φύλλου 14ο, Μάρτιος 1928).
Ο λαός είχε βιωματική σχέση με τη γη, κι επαφίονταν στην παραδοσιακή καλλιέργειά της, η οποία όμως δεν απέδιδε! Τον καλό ζευγά ή τον άξιο σπορέα τούς βρίσκουμε συνεχώς ως εικόνα στην ελληνική κοινωνία, σε σημείο μάλιστα που τα πρόσωπα αυτά αποκτούν διάσταση υμνητική. Δέστε το στα λόγια του αρχαίου και του νεότερου ποιητή:
«Όντας θ’ αρχίσεις τ’ όργωμα, του χερουλιού την άκρια
κρατώντας και κεντρίζοντας τα ζα με το βουκέντρι,
που το τιμόνι σέρνουνε· με τα λουριά δεμένα,
αργάτης πίσω ας ακλουθά, κι ας δίνει των πουλιώνε
δουλειά, τα σπόρια με τσαπί σκεπάζοντας ολοένα.
(…)
Πασίχαρος την Άνοιξη θ’ αγγίξεις και τους άλλους
δε θα φτονάς, μ’ αντίστροφα, θα σε ζηλεύουν οι άλλοι».
(«Όντας θ’ αρχίσεις τ’ όργωμα», Ησίοδος, σε απόδοση Σωτήρη Σκίπη)
– – -
«Και να, ο καλός σπορέας ο γέρος φτάνει,
κι αστράφτει πιο πολύ η μορφή η χιονάτη,
παρά το καλοτρόχιστο δρεπάνι.
*
Μα κόβοντας το στάρι και την ήρα,
για τον τσιγγάνο το φτωχό θ’ αφήσει κάτι,
για το πουλάκι του θεού και για τη χήρα».
(«Ο καλός σπορεύς», Αμαλία Δάφνη)*
* Έγραψε ο Παλαμάς για το ποίημα αυτό της Αιμιλίας Δάφνη, που μικρό απόσπασμά του δώσαμε, ότι είναι εφάμιλλο σε αξία με το ανάλογο ποίημα του Ιταλού Πάσκολι, ενώ ο Γρυπάρης το χαρακτήρισε σε κριτική του στο «Νουμά» το 1923, ως ένα από καλύτερα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αυτά δείχνουν τη σημασία π’ αποδίδονταν σε πράματα της ζωής τότε -ξεχασμένα κι απαξιωμένα σήμερα!…-, σε βαθμό μάλιστα που η απόδοσή τους με τέχνη σε λογοτεχνικό πόνημα, να μετατρέπεται σε διθύραμβο για το δημιουργό.
Η αλλαγή της παραπάνω νοοτροπίας του ελληνικού λαού, προκαλούμενη και μέσα από την εκπαίδευση, θα έδινε επιθυμητά αποτελέσματα αρκεί να γινόταν. Δεν έπρεπε δηλαδή να πραγματοποιηθεί εις βάρος της βασικής εκπαίδευσης, ούτε εις βάρος της παραδοσιακής γεωργίας, που μπορεί να μην απέδιδε, όμως λειτουργούσε με σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον και το εμπλούτιζε. Ως προς την ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, υπήρχε σύγχυση και δεν αποφεύχθηκαν τα λάθη! Δε θ’ αδικήσουμε όμως την προσπάθεια, καθώς είχε πολλά να ταιριάσει και σε πολλά να ισορροπήσει…
πηγή: dasarxeio.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου