Η Λυγαριά ήταν το ιερό δέντρο, όπου κατά την αρχαιότητα ήταν αφιερωμένο στη θεά Ήρα στο Ηραίο Σάμου. Η Λυγαριά ή Λύγος αυτή βρίσκονταν στο ιερό της Ήρας στην Σάμο, κοντά στο ρυάκι που το λέγαν Ίμβρασο. Το δέντρο αυτό το μνημονεύει ο Παυσανίας, ο οποίος το επισκέφτηκε και το είδε να πρασινίζει. Το ταξινομεί δε ως το αρχαιότερο ιερό δέντρο των Ελλήνων.[1]
Σύμφωνα με την μυθολογία, κάτω από το δέντρο αυτό γεννήθηκε και διαπαιδαγωγήθηκε η Ήρα[2] και γι΄ αυτό οι κάτοικοι του νησιού λάτρευαν την θεά. Αναμφίβολα βρισκόταν βωμός στο σημείο αυτό, δίπλα ή κάτω από το δέντρο αυτό. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι τον βωμό της Ήρας τον είχαν κτίσει οι Αργοναύτες, οι οποίοι είχαν φέρει και ένα άγαλμα της θεάς από το Άργος. Εκτός αυτού, σύμφωνα με έναν μύθο, η Αδμήτη, θυγατέρα του Ευρυσθέα από το Άργος κατέφυγε στην Σάμο όπου έγινε ιέρεια της Ήρας.
Ο Μύθος
Η Αδμήτη είχε φέρει μαζί της ένα ξύλινο άγαλμα της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, οι Αργοναύτες ήρθαν στην Σάμο για να εκδικηθούν την Αδμήτη. Αφού μπήκαν στο ιερό και έκλεψαν το ξύλινο άγαλμα, επέστρεψαν στα πλοία τους, τα οποία από το βάρος του αγάλματος δεν μπορούσαν να αποπλεύσουν. Τοποθέτησαν τότε το άγαλμα στην όχθη, έκαναν θυσία στην Ήρα και έφυγαν. Οι κάτοικοι του νησιού βρήκαν το άγαλμα στην όχθη της θάλασσας και πίστεψαν ότι είχε μετακινηθεί μόνο του. Το πήγαν πίσω στο ναό και το τύλιξαν με τα κλαδιά της Λυγαριάς μέχρι που σκεπάστηκε και δεν φαινόταν καθόλου. Όταν η Αδμήτη με την σειρά της βρήκε το άγαλμα μέσα στα κλαριά του δέντρου το απελευθέρωσε και το επέστρεψε στον ναό. Εκεί το αγίασε εκ νέου και το τοποθέτησε στην θέση του.
Η Αδμήτη είχε φέρει μαζί της ένα ξύλινο άγαλμα της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, οι Αργοναύτες ήρθαν στην Σάμο για να εκδικηθούν την Αδμήτη. Αφού μπήκαν στο ιερό και έκλεψαν το ξύλινο άγαλμα, επέστρεψαν στα πλοία τους, τα οποία από το βάρος του αγάλματος δεν μπορούσαν να αποπλεύσουν. Τοποθέτησαν τότε το άγαλμα στην όχθη, έκαναν θυσία στην Ήρα και έφυγαν. Οι κάτοικοι του νησιού βρήκαν το άγαλμα στην όχθη της θάλασσας και πίστεψαν ότι είχε μετακινηθεί μόνο του. Το πήγαν πίσω στο ναό και το τύλιξαν με τα κλαδιά της Λυγαριάς μέχρι που σκεπάστηκε και δεν φαινόταν καθόλου. Όταν η Αδμήτη με την σειρά της βρήκε το άγαλμα μέσα στα κλαριά του δέντρου το απελευθέρωσε και το επέστρεψε στον ναό. Εκεί το αγίασε εκ νέου και το τοποθέτησε στην θέση του.
Ο ναός της Ήρας στη Σάμο |
Έκτοτε τελούταν η ετήσια γιορτή της Λυγαριάς (λύγου θωράκιον) κατά την οποία γινόταν αναπαράσταση των γεγονότων αυτών και περιφορά του αγάλματος από τον ναό στην ακροθαλασσιά. Εκεί γινόταν τελετή και θυσία πριν το επιστρέψουν στον ναό[3]. Στην τελετή αυτή χρησιμοποιούσαν τα κλαδιά της ιερής Λυγαριάς και πλέκανε στεφάνια για το κεφάλι και ψάθες για να κάθονται κάτω. Μόνο οι ιέρειες φορούσαν στεφάνι από δάφνη. Το έθιμο αυτό είχε προταθεί από το μαντείο των Δελφών.
Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί XV, 12, 671f-672e:
12. Σιωπῶντος δ´ αὐτοῦ καὶ ἀναζητεῖν προσποιουμένου ὁ Δημόκριτος ἔφη·
» Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικώτατος, ἑταῖρε, ἐξηγούμενος τὸ χωρίον [672a] ἔφη ὅτι καὶ λύγοις ἐστεφανοῦντο οἱ ἀρχαῖοι. Τεναρος δὲ ἀγροίκων εἶναι λέγει στεφάνωμα τὴν λύγον. Καὶ οἱ ἄλλοι δὲ ἐξηγηταὶ ἀπροσδιόνυσά τινα εἰρήκασιν περὶ τοῦ προκειμένου. Ἐγὼ δ´ ἐντυχὼν τῷ Μηνοδότου τοῦ Σαμίου συγγράμματι, ὅπερ ἐπιγράφεται Τῶν κατὰ τὴν Σάμον ἐνδόξων ἀναγραφή, εὗρον τὸ ζητούμενον.
Ἀδμήτην γάρ φησιν τὴν Εὐρυσθέως ἐξ Ἄργους φυγοῦσαν ἐλθεῖν εἰς Σάμον, θεασαμένην δὲ τὴν τῆς Ἥρας ἐπιφάνειαν καὶ τῆς οἴκοθεν σωτηρίας χαριστήριον βουλομένην ἀποδοῦναι ἐπιμεληθῆναι τοῦ [672b] ἱεροῦ τοῦ καὶ νῦν ὑπάρχοντος, πρότερον δὲ ὑπὸ Λελέγων καὶ Νυμφῶν καθιδρυμένου· τοὺς δ´ Ἀργείους πυθομένους καὶ χαλεπαίνοντας πεῖσαι χρημάτων ὑποσχέσει Τυρρηνοὺς λῃστρικῷ [τε] βίῳ χρωμένους ἁρπάσαι τὸ βρέτας, πεπεισμένους τοὺς Ἀργείους ὡς, εἰ τοῦτο γένοιτο, πάντως τι κακὸν πρὸς τῶν τὴν Σάμον κατοικούντων ἡ Ἀδμήτη πείσεται.
Τοὺς δὲ Τυρρηνοὺς ἐλθόντας εἰς τὸν Ἡραίτην ὅρμον καὶ ἀποβάντας εὐθέως ἔχεσθαι τῆς πράξεως. Ἀθύρου δὲ ὄντος τότε τοῦ νεὼ [672c] ταχέως ἀνελέσθαι τὸ βρέτας καὶ διακομίσαντας ἐπὶ θάλασσαν εἰς τὸ σκάφος ἐμβαλέσθαι· λυσαμένους δ´ αὐτοὺς τὰ πρυμνήσια καὶ τὰς ἀγκύρας ἀνελομένους εἰρεσίᾳ τε πάσῃ χρωμένους ἀπαίρειν οὐ δύνασθαι. Ἡγησαμένους οὖν θεῖόν τι τοῦτ´ εἶναι πάλιν ἐξενεγκαμένους τῆς νεὼς τὸ βρέτας ἀποθέσθαι παρὰ τὸν αἰγιαλόν· καὶ ψαιστὰ αὐτῷ ποιήσαντας περιδεεῖς ἀπαλλάττεσθαι.
Τῆς δὲ Ἀδμήτης ἕωθεν δηλωσάσης ὅτι τὸ βρέτας ἠφανίσθη καὶ ζητήσεως γενομένης εὑρεῖν μὲν αὐτὸ τοὺς ζητοῦντας ἐπὶ τῆς ᾐόνος, [672d] ὡς δὲ δὴ βαρβάρους Κᾶρας ὑπονοήσαντας αὐτόματον ἀποδεδρακέναι πρός τι λύγου θωράκιον ἀπερείσασθαι καὶ τοὺς εὐμηκεστάτους τῶν κλάδων ἑκατέρωθεν ἐπισπασαμένους περιειλῆσαι πάντοθεν. Τὴν δὲ Ἀδμήτην λύσασαν αὐτὸ ἁγνίσαι καὶ στῆσαι πάλιν ἐπὶ τοῦ βάθρου, καθάπερ πρότερον ἵδρυτο. Διόπερ ἐξ ἐκείνου καθ´ ἕκαστον ἔτος ἀποκομίζεσθαι τὸ βρέτας εἰς τὴν ᾐόνα καὶ ἀφαγνίζεσθαι ψαιστά τε αὐτῷ παρατίθεσθαι· καὶ καλεῖσθαι Τόναια τὴν ἑορτήν, [672e] ὅτι συντόνως συνέβη περιειληθῆναι τὸ βρέτας ὑπὸ τῶν τὴν πρώτην αὐτοῦ ζήτησιν ποιησαμένων[4].
Αθηναίος, Δειπνοσοφισταί XV, 12, 671f-672e:
12. Σιωπῶντος δ´ αὐτοῦ καὶ ἀναζητεῖν προσποιουμένου ὁ Δημόκριτος ἔφη·
» Ἀρίσταρχος ὁ γραμματικώτατος, ἑταῖρε, ἐξηγούμενος τὸ χωρίον [672a] ἔφη ὅτι καὶ λύγοις ἐστεφανοῦντο οἱ ἀρχαῖοι. Τεναρος δὲ ἀγροίκων εἶναι λέγει στεφάνωμα τὴν λύγον. Καὶ οἱ ἄλλοι δὲ ἐξηγηταὶ ἀπροσδιόνυσά τινα εἰρήκασιν περὶ τοῦ προκειμένου. Ἐγὼ δ´ ἐντυχὼν τῷ Μηνοδότου τοῦ Σαμίου συγγράμματι, ὅπερ ἐπιγράφεται Τῶν κατὰ τὴν Σάμον ἐνδόξων ἀναγραφή, εὗρον τὸ ζητούμενον.
Ἀδμήτην γάρ φησιν τὴν Εὐρυσθέως ἐξ Ἄργους φυγοῦσαν ἐλθεῖν εἰς Σάμον, θεασαμένην δὲ τὴν τῆς Ἥρας ἐπιφάνειαν καὶ τῆς οἴκοθεν σωτηρίας χαριστήριον βουλομένην ἀποδοῦναι ἐπιμεληθῆναι τοῦ [672b] ἱεροῦ τοῦ καὶ νῦν ὑπάρχοντος, πρότερον δὲ ὑπὸ Λελέγων καὶ Νυμφῶν καθιδρυμένου· τοὺς δ´ Ἀργείους πυθομένους καὶ χαλεπαίνοντας πεῖσαι χρημάτων ὑποσχέσει Τυρρηνοὺς λῃστρικῷ [τε] βίῳ χρωμένους ἁρπάσαι τὸ βρέτας, πεπεισμένους τοὺς Ἀργείους ὡς, εἰ τοῦτο γένοιτο, πάντως τι κακὸν πρὸς τῶν τὴν Σάμον κατοικούντων ἡ Ἀδμήτη πείσεται.
Τοὺς δὲ Τυρρηνοὺς ἐλθόντας εἰς τὸν Ἡραίτην ὅρμον καὶ ἀποβάντας εὐθέως ἔχεσθαι τῆς πράξεως. Ἀθύρου δὲ ὄντος τότε τοῦ νεὼ [672c] ταχέως ἀνελέσθαι τὸ βρέτας καὶ διακομίσαντας ἐπὶ θάλασσαν εἰς τὸ σκάφος ἐμβαλέσθαι· λυσαμένους δ´ αὐτοὺς τὰ πρυμνήσια καὶ τὰς ἀγκύρας ἀνελομένους εἰρεσίᾳ τε πάσῃ χρωμένους ἀπαίρειν οὐ δύνασθαι. Ἡγησαμένους οὖν θεῖόν τι τοῦτ´ εἶναι πάλιν ἐξενεγκαμένους τῆς νεὼς τὸ βρέτας ἀποθέσθαι παρὰ τὸν αἰγιαλόν· καὶ ψαιστὰ αὐτῷ ποιήσαντας περιδεεῖς ἀπαλλάττεσθαι.
Τῆς δὲ Ἀδμήτης ἕωθεν δηλωσάσης ὅτι τὸ βρέτας ἠφανίσθη καὶ ζητήσεως γενομένης εὑρεῖν μὲν αὐτὸ τοὺς ζητοῦντας ἐπὶ τῆς ᾐόνος, [672d] ὡς δὲ δὴ βαρβάρους Κᾶρας ὑπονοήσαντας αὐτόματον ἀποδεδρακέναι πρός τι λύγου θωράκιον ἀπερείσασθαι καὶ τοὺς εὐμηκεστάτους τῶν κλάδων ἑκατέρωθεν ἐπισπασαμένους περιειλῆσαι πάντοθεν. Τὴν δὲ Ἀδμήτην λύσασαν αὐτὸ ἁγνίσαι καὶ στῆσαι πάλιν ἐπὶ τοῦ βάθρου, καθάπερ πρότερον ἵδρυτο. Διόπερ ἐξ ἐκείνου καθ´ ἕκαστον ἔτος ἀποκομίζεσθαι τὸ βρέτας εἰς τὴν ᾐόνα καὶ ἀφαγνίζεσθαι ψαιστά τε αὐτῷ παρατίθεσθαι· καὶ καλεῖσθαι Τόναια τὴν ἑορτήν, [672e] ὅτι συντόνως συνέβη περιειληθῆναι τὸ βρέτας ὑπὸ τῶν τὴν πρώτην αὐτοῦ ζήτησιν ποιησαμένων[4].
Παραπομπές
1. Παυς. 8, 23, 4 η λύγος εν τω Σαμίω πεφυκυία ιερώ Ηραίω
2. Παυσ. 7, 4, 4 Σάμιοι δε αυτοί τεχθήναι νομίζουσιν εν τη νήσω την θεόν παρά τω Ιμβράσω ποταμώ και υπό τη λύγη τη εν τω Ηραίω κατ εμ΄ς έτι πεφυκυία
3. «Athénée de Naucratis : livre XV : texte grec». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 2018-02-11.
4. «Athénée de Naucratis : livre XV : texte grec». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 2018-02-11.
πηγή: Βικιπαίδεια, https://olympia.gr/
1. Παυς. 8, 23, 4 η λύγος εν τω Σαμίω πεφυκυία ιερώ Ηραίω
2. Παυσ. 7, 4, 4 Σάμιοι δε αυτοί τεχθήναι νομίζουσιν εν τη νήσω την θεόν παρά τω Ιμβράσω ποταμώ και υπό τη λύγη τη εν τω Ηραίω κατ εμ΄ς έτι πεφυκυία
3. «Athénée de Naucratis : livre XV : texte grec». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 2018-02-11.
4. «Athénée de Naucratis : livre XV : texte grec». remacle.org. Ανακτήθηκε στις 2018-02-11.
πηγή: Βικιπαίδεια, https://olympia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου