Η δημιουργία του δάσους του Κεδρηνού Λόφου και η σημασία του
«Δίδυμα πεύκα του βουνού στα πλάγια ‘κει μακρυά
τα καταπράσινα κλαδιά στον ουρανόν απλώνουν
σα χέρια που προσεύχονται σ’ αόρατ’ εκκλησιά
και πούναι μάρτυρες βουβοί τ’ ανθρώπινού μας πόθου…
……………………………..
Δίδυμα πεύκα στου βουνού τη μακρυνή πλαγιά,
στη λαύρα του μεσημεριού, στων αστεριών τη σκόνη,
προσκυνητάρ’ αφίνω σας τη δόλια μου καρδιά
για τον Ερνάνη σκέπασμα τη νύχτα που σιμώνει…»
τα καταπράσινα κλαδιά στον ουρανόν απλώνουν
σα χέρια που προσεύχονται σ’ αόρατ’ εκκλησιά
και πούναι μάρτυρες βουβοί τ’ ανθρώπινού μας πόθου…
……………………………..
Δίδυμα πεύκα στου βουνού τη μακρυνή πλαγιά,
στη λαύρα του μεσημεριού, στων αστεριών τη σκόνη,
προσκυνητάρ’ αφίνω σας τη δόλια μου καρδιά
για τον Ερνάνη σκέπασμα τη νύχτα που σιμώνει…»
(«Δίδυμα πεύκα», Μαρία Χαϊκάλη-Αρβανιτάκη)
Όταν κάποτε κατοικήθηκε η περιοχή όπου σήμερα εκτείνεται η σπουδαία πόλη της Θεσσαλονίκης, δεν ετίθετο ζήτημα προσβολής της από τους χειμάρρους που υφίσταντο εκεί, αφού οι τριγύρω λόφοι και τα βουνά καλυπτόταν από πυκνά δάση πλατυφύλλων (κυρίως δρυών) και οι χείμαρροι αποσβένονταν μες στο πλούσιο δασογενές περιβάλλον, χωρίς συμφορισμούς κι εξάρσεις.
Και για να δείξουμε με στοιχεία ότι το δασοβριθές των πέριξ της Θεσσαλονίκης λόφων και βουνών υφίστατο, θ’ αναφερθούμε σε δύο πηγές που παραπέμπουν όχι στ’ αρχαία χρόνια, όπως θα υπέθεταν κάποιοι που υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη, μα στα πιο κοντινά μας, στα βυζαντινά χρόνια. Η πρώτη αφορά στην περιγραφή της άλωσης της Θεσσαλονίκης από τους Σαρακηνούς το 904 μ.Χ., όπως μας τη δίδει ο Ιωάννης Καμενιάτης, ο οποίος λέγει αναφερόμενος στον Χορτιάτη: «Εν γαρ ταις δυσί πλευραίς τούδε του όρους, του τε προς νότον φημί και του προς βορράν, πεδία εφήπλωται βάσιμά τε και χρήσιμα, πάσαν αφορμήν ευζωίας τοις πολίταις δωρούμενα, ων το μεν ως προς νότον τού όρους, προς ανατολήν δε της πόλεως, ως λίαν εστί παγκαλλές και εράσμιον. Κεκόσμηται γαρ δένδρεσιν αμφιλαφέσι, παραδείσοις ποικίλοις, ύδασιν απείροις, τοις μεν πηγαίοις, τοις δε ποταμίοις, οις αι λόχμαι του όρους τω πεδίω χαρίζονται και αυτήν δε δεξιούνται τη θάλασσαν. (…) Έλαφοι γαρ τα όρη λιπούσαι και ταις λίμναις ώσπερ των υδάτων επιτερπόμεναι ομού τε έχουσιν άφθονον το ποτόν, και ταις βουσίν εν αυτώ συναγελαζόμεναι κοινά τα σίτα προσφέρονται [η έμφαση δική μας]». Για δε τον ορεινό τόπο δυτικά της πόλης τής Θεσσαλονίκης, λέγει ότι «δένδρεσιν κατακόμοις και παραδείσοις κατεστεμμένον…»
Η δεύτερη πηγή, αφορά στην περιγραφή που κάμνει ο Νικηφόρος Χούμνος κατά τον ΙΔ΄ αιώνα, για το ύπερθεν της Θεσσαλονίκης βουνό, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ο υπέρ της Ακρόπολης της Θεσσαλονίκης ορεινός τόπος «δένδρεά τε και γαρ εκφύει και, βαθείαν έχουσα την ύλην, χορηγεί ταύτην εκ του ράστου τοις εν τη πόλει…»
Η μαρτυρία αυτή του Χούμνου, ότι δηλαδή από τα πλούσια δάση γύρω από τη Θεσσαλονίκη, ξυλεύονταν η πόλη, εξηγεί γιατί ερημοποιήθηκαν οι ορεινοί όγκοι της, και ως απότοκο προέκυψε το μεγάλο σύγχρονο πρόβλημά της: ο συνεχής, αδιάκοπος και καταστροφικός πλημμυρισμός της. Ανέφερε για το πρόβλημα αυτό το έτος 1953 ο δασολόγος Αλέξανδρος Λέτσας, που το μελέτησε σε βάθος: «Ότι εγίνετο κατά τους βυζαντινούς χρόνους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εξηκολούθησεν εις μείζονα κλίμακα και κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, έως ότου εφθάσαμεν εις το σημείον ου μόνον αι άμπελοι και τα δάση να εξαφανισθούν, αλλά και αυτά τα φρύγανα να λείψουν» (Λέτσα Αλ., «Η σταυροφορία του πρασίνου», Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1953, σελ. 65).
Εισήλθε λοιπόν στα σύγχρονα χρόνια η Θεσσαλονίκη, απογυμνωμένη από τα δάση της και παραδομένη στην ορμή των χειμάρρων, που «ανενόχλητοι» πλέον –χωρίς τη σωτήρια παρέμβαση της δασικής βλάστησης– μπορούσαν να δράσουν. Διότι, οι εν λόγω χείμαρροι είχαν τις λεκάνες απορροής τους μες τη γυμνή περιοχή πάνω από την πόλη, κι έπεφταν στο Θερμαϊκό κόλπο, περνώντας πρώτα μέσα από την κατοικημένη περιοχή. Φυσικά, όταν μιλούμε για την πόλη της Θεσσαλονίκης, δεν περιοριζόμαστε στο Δήμο Θεσσαλονίκης, μα αναφερόμαστε και στους δήμους που συγκροτούν τη συγκεκριμένη μητροπολιτική αστική περιοχή, το πολεοδομικό δηλαδή συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.
Στο αριθ. 5354/136/59/12-6-1949 έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Θεσσαλονίκης, περιγράφεται με λεπτομερή τρόπο η παραπάνω κατάσταση: «Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας Θεσσαλονίκη, κειμένη εις το βάθος τού Θερμαϊκού κόλπου, καταλαμβάνει την παράκτιον έκτασιν και επεκτείνεται μέχρι των προπόδων των γειτονικών λόφων. Από τους λόφους αυτούς κατέρχονται επτά χείμαρροι, ήτοι οι χείμαρροι Πανεπιστημίου, Εκθέσεως, Λύτρα, Κωνσταντινίδου, Κυβερνείου, Πυλαίας και Αλλατίνι, με γενικήν κατεύθυνσιν από Ανατολάς προς Δυσμάς, διασχίζουν όλην την πόλιν και εκβάλλουν εις τη θάλασσαν. Το ορεινόν τμήμα των χειμάρρων αυτών αποτελείται εκ βαθειών χαραδρών με αποτόμους κλίσεις, εις το βάθος των οποίων ρέουν ορμητικώς τα ύδατα των βροχών, άτινα παρασύρουν μεγάλους όγκους φερτών υλών. Βαθμιαίως αι κλίσεις ελαττώνονται και αι χαράδραι γίνονται ολιγώτερον βαθείαι. Τα ύδατα χάνουν την ορμητικότητά των και εναποθέτουν τους κροκάλους και τους χάλικάς των εκεί, παρασύροντα εις τη θάλασσαν μόνον την άμμον και άλλας φερτάς ύλας. Η πεδινή αυτή κοίτη των χειμάρρων, είναι συχνά ανεπαρκής διά την αποχέτευσιν των υδάτων των μεγάλων βροχών, άτινα εκχειλίζοντα εν των κοιτών των χειμάρρων κατακλύζουν μέγα μέρος της περιοχής της πόλεως, μεταξύ της θαλάσσης και της οδού Κωνσταντινουπόλεως, από του Λευκού Πύργου μέχρι του Ντεπώ».
Έπρεπε λοιπόν κατά πρώτον, οι χείμαρροι που έπεφταν στην πόλη ν’ αποσβεσθούν, διότι το πρόβλημα του πλημμυρισμού της (με την ταυτόχρονη παράσυρση φερτών υλών σ’ αυτήν), ξεκινούσε από «ψηλά». Η λύση ως προς αυτό ήταν μία: Να δημιουργηθεί δάσος πάνω από τη Θεσσαλονίκη, να επαναδημιουργηθεί δηλαδή η καταστραφείσα δασική βλάστηση, η οποία θα πρόσφερε την απαραίτητη αντιδιαβρωτική κι αντιπλημμυρική προστασία στην υποκείμενη περιοχή. Βέβαια, το αντιπλημμυρικό πρόβλημα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν δυνατό ν’ αντιμετωπιστεί μόνον με έργα ορεινής διευθεύτησης, αλλά έπρεπε να πραγματοποιηθούν (κάτι που έγινε) και τεχνικά έργα στην αστική περιοχή, το πρώτο των οποίων ήταν η κατασκευή περιφερειακής τάφρου παροχετεύσης των ομβρίων υδάτων.
Η προστασία της πόλης από το νερό είχε γίνει συνειδητή και τέθηκε ως καθολική απαίτηση, μετά από τους συνεχείς πλημμυρισμούς της, όπως συνάγεται και από την αντίδραση φορέων και κατοίκων της, στην επιχειρούμενη το έτος 1948 κατάληψη τμήματος αναδασωτέας έκτασης, εμβαδού 1.300 στρεμμάτων περίπου, από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό Θεσσαλονίκης «Η Εργατούπολις», στη θέση Τσεπί–Κισλά, στο ανατολικό τμήμα της αστικής περιοχής και σε απόσταση 250 μέτρων περίπου από τα ακραία σπίτια των συνοικισμών Τούμπας-Μαλακοπής. Ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός διατείνονταν ότι είχε αγοράσει αγροτικές εκτάσεις από κάποιον Βασίλειο Κυριακού, τις οποίες προσπάθησε ν’ αξιοποιήσει. Στο ζήτημα είχε παρέμβει η Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Θεσσαλονίκης, ζητώντας τη μη επέκταση οικισμών πέραν της υπαρχούσης οικοδομικής γραμμής, αλλά και την απαγόρευση οποιασδήποτε καλλιέργειας στα εδάφη που κείτονταν άνωθεν της πόλης, τα οποία θα έπρεπε ν’ αναδασωθούν για να στερεωθούν, και ν’ αποτραπεί έτσι η δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων μέσα στην πόλη. Μάλιστα, η Φιλοδασική Επιτροπή Θεσσαλονίκης (η οποία αποτελείτο από το Νομάρχη ως πρόεδρο, το Δασάρχη Θεσσαλονίκης ως αντιπρόεδρο κι επιφανείς πολίτες της πόλης ως μέλη), είχε με το από 16-5-1950 πρακτικό συνεδρίασής της τονίσει, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα: «…Το γεγονός ότι καλλιεργούνται σήμερον 3-4 αγροί συνολικής εκτάσεως 20 περίπου στρεμμάτων και ότι προ ετών εκαλλιεργήθησαν και άλλοι αγροί ελαχίστων στρεμμάτων, δεν αποτελεί στοιχείον, ότι ταύτη η έκτασιν δύναται ν’ αποδοθεί εις τη μόνιμον γεωργικήν καλλιέργειαν. Διότι η έκτασις αύτη, αποτελούσα τμήμα της λεκάνης του χειμάρρου Τούμπας–Πυλαίας, πρέπει ν’ αναδασωθεί, επειδή μόνον διά της αναδασώσεως και του αναχλοασμού θα επιτευχθεί η στερέωσις των εδαφών, απαραιτήτου παράγοντος διά την απόσβεσιν των χειμάρρων Τούμπας–Πυλαίας, οίτινες κατ’ έτος προξενούν μεγάλας ζημίας διά των πλημμυρών εις τα κτίσματα της πόλεως Θεσσαλονίκης…» −Πρέπει να υπογραμμίσουμε το ρόλο ανά νομό της χώρας της Φιλοδασικής Επιτροπής, η οποία είχε θεσμοθετημένο συμβουλευτικό και οργανωτικό ρόλο στα θέματα κήρυξης εκτάσεων ως αναδασωτέων και πραγματοποίησης των αναδασώσεων αυτών.
Αρχικά λοιπόν, μια έκταση της τάξης των 35.000 στρεμμάτων περίπου, επί της οποίας αργότερα συγκροτήθηκε το περιαστικό δάσος της πόλης (το Σέιχ Σου, ή ορθότερα το δάσος του Κεδρηνού Λόφου), περιλήφθηκε το έτος 1935 σε αυστηρό καθεστώς προστασίας και κηρύχθηκε αναδασωτέα με την αριθ. 50.113/1935 απόφαση του Υπουργού & Γενικού Διοικητικού Μακεδονίας (του κ. Γεωργίου Κυρίμη), δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ 88/Α΄/20-6-1935. Η εν λόγω έκταση είχε χαρακτήρα δασικό σύμφωνα με την τοτινή νομοθεσία –ήταν κατά βάσιν χορτολιβαδική, φέρουσα διάσπαρτη και σε συγκεντρώσεις κατά θέσεις βλάστηση αειφύλλων πλατυφύλλων, ενώ σ’ ένα τμήμα της με την ονομασία «Χίλια Δένδρα», γύρω από πηγή, υπήρχε –καθώς φαίνεται– η μόνη υψηλή βλάστηση του όλου συμπλέγματος, που ήταν χίλια (1.000) πεύκα (εξ ου και η ονομασία της περιοχής), φυτεμένα από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επίσης, μικρά τμήματά της διεκδικούνταν ως αγροί, για τους οποίους η Δασική Υπηρεσία είχε καλέσει τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους να προσκομίσουν τίτλους, για ν’ απαλλοτριώσει τα συγκεκριμένα εδάφη (οι τίτλοι, ποτέ δεν προσκομίστηκαν). Ως εκ τούτου, κι αυτά τα εδάφη θεωρήθηκαν ως δημόσια δασικά. Βέβαια, πάντα ελλόχευε ο κίνδυνος στο μέλλον να διεκδικηθούν εδάφη που κηρύχθηκαν αναδασωτέα, ως ιδιόκτητα αγροτικά, γι’ αυτό και στο από 16-5-1950 πρακτικό τής Φιλοδασικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης, που αναφερόταν στην υπόθεση του Οικοδομικού Συνεταιρισμού Εργατοϋπαλλήλων Θεσσαλονίκης «Η Εργατούπολις», υπήρχε η εξής επισήμανση: «…Τυχόν άρσις της αναδασώσεως διά τον επιδιώκομενον σκοπόν, θα δημιουργήσει κακόν προηγούμενον. Θα εγείρουν αξιώσεις παραχωρήσεως εκτάσεων δι’ ανέγερσιν οικιών ή δι’ άλλην ποικίλην χρήσιν και άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τα οποία ίσως θα έχουν περισσότερα δικαιώματα από τον Οικοδομικόν Συνεταιρισμόν Εργατοϋπαλλήλων Θεσσαλονίκης και τότε η δημιουργία δάσους–πάρκου, του πνεύμονος της Θεσσαλονίκης, θα παραμείνει ως όνειρον απραγματοποίητον…»
Πριν από την κήρυξη της έκτασης ως αναδασωτέας, είχαν αρχίσει ήδη ν’ αναδασώνονται τμήματά της. Το έτος 1931 έγινε μια τέτοια σημαντική προσπάθεια από το Δήμο Θεσσαλονίκης και το Δασολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πέριξ του εξοχικού κέντρου Σέιχ Σου (ονομασία που μετέπειτα δόθηκε και στο δάσος–πάρκο) και ύπερθεν του Συνοικισμού της Ευαγγελιστρίας. Είχαν, της προαναφερόμενης αναδάσωσης, προηγηθεί κι άλλες αναδασώσεις, μικρότερης κλίμακας, οι οποίες όμως δεν καταγράφηκαν στην ιστορία του δάσους. Μια τέτοια προσπάθεια, ήταν κι αυτή του έτους 1929, με πρωτοβουλία του καθηγητή της Δασολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Πέτρου Κοντού, με φυτά πεύκης που παρήχθησαν από φοιτητές της Δασολογίας σε πειραματικό φυτώριο, στην αυλή του κτηρίου της Δασολογικής Σχολής (μεγάλες, αλήθεια, εκείνες οι προσπάθειες!..) Διαβάζουμε σχετικά στο περιοδικό «Δασική ζωή» του έτους 1930: «Το Δασολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ίδρυσεν εν Θεσσαλονίκη δασικόν φυτώριον δι’ επιστημονικάς παρατηρήσεις. Διά τον αυτόν σκοπόν προέβη εις την αναδάσωσιν του υπερκειμένου της πόλεως Θεσσαλονίκης λόφου, διά διαφόρων μεθόδων σποράς και φυτεύσεως».
Επίσημα, η αναδασωτική προσπάθεια στην περιοχή ξεκίνησε το έτος 1934 και συνεχίστηκε τμηματικά, μέχρι που τη σταμάτησε ο πόλεμος του ’40. Από το έτος 1950 και μετά, συνεχίστηκε πάλι, μέχρι που δημιουργήθηκε το σημερινό –πολύτιμο για τις προσφορές του– δάσος. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, κατά το χρονικό διάστημα 1931–1953 φυτεύτηκαν από τη δασική υπηρεσία στην αναδασωτέα περιοχή πάνω από τη Θεσσαλονίκη 1.950.000 δενδρύλλια, εκ των οποίων το 90% ήταν πεύκα.
Το πεύκο, λοιπόν, το κωνοφόρο γενικότερα, ήταν αυτό που έκαμε το θάμα! Τι άλλο, εξάλλου, θα μπορούσε να φυτευτεί στον τόπο τον «αποστεωμένο», το στερημένο; Με το πεύκο, που σήμερα ως αγνώμονες το ξορκίζουμε θεωρώντας ότι δημιουργεί φτωχά οικοσυστήματα!, ξεκίνησε η δημιουργία της ζωής στα βουνά γύρω από τη Θεσσαλονίκη, σε αυτό (κατά το μέγιστο) οφείλεται η «σωτηρία της»… Σημείωνε σχετικά ο καθηγητής της Δασολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γεώργιος Θ. Τσουμής για τις αντιδράσεις που υπήρξαν σχετικά με τις φυτεύσεις: «Η αναδάσωση έγινε αντικείμενο κριτικής, ότι είναι μονότονη, μόνο με πεύκα, αλλά έπρεπε να ληφθεί υπόψη, στην πρώτη αυτή αναδασωτική φάση, το γυμνό και το άγονο έδαφος, το ξηρό και θερμό θερινό κλίμα, και οι δυσχέρειες ποτίσματος και άλλων περιποιήσεων των φυτών, που ήταν (κι ως ένα βαθμό είναι) περιοριστικοί παράγοντες στην επιλογή ποικιλίας ειδών δασικών δένδρων. Τα πεύκα (ιδιαίτερα τα είδη που χρησιμοποιήθηκαν) είναι λιτοδίαιτα και κατάλληλα για το συγκεκριμένο περιβάλλον. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτό μπορεί ν’ αλλάξει, να φυτευτούν κι άλλα είδη, κωνοφόρα και πλατύφυλλα –αλλά πρόκειται μάλλον για λεπτομέρεια. Το γεγονός είναι ότι ο γυμνός λόφος πρασίνισε, σε έκταση τόσων στρεμμάτων, με φύτευση τόσων εκατομμυρίων πεύκων…» (Τσουμή Θ. Γ., «Το δάσος του Κεδρηνού Λόφου Θεσσαλονίκης», Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 43).
Η πόλη, λόγω του δάσους που δημιουργήθηκε στην υπερκείμενη δασική περιοχή και των τεχνικών έργων που πραγματοποιήθηκαν στην υποκείμενη αστική, σταμάτησε να πλημμυρίζει και μπόρεσε να συνεχίσει την πορεία της, χωρίς το συνεχή τούτο κίνδυνο, που είχε συναρτηθεί με τη μοίρα της. Παράλληλα, εξαλείφθηκαν οι διαβρώσεις και στερεώθηκαν τα εδάφη, αφού «δέθηκαν» με τις ρίζες των δένδρων, ενώ παράλληλα, το ίδιο το δάσος αποτέλεσε μια ομπρέλα προστασίας των εδαφών έναντι της ορμής του νερού. Το δάσος αυτό αποτέλεσε την ανάσα ζωής της πόλης, σε αυτό στηρίχθηκε η περιβαλλοντική αναβάθμισή της, έχοντας με τον περιαστικό του χαρακτήρα ανεκτίμητες αναψυχικές και υγιεινές προσφορές.
Το δημιουργηθέν δάσος–πάρκο καταλαμβάνει σήμερα μιαν έκταση της τάξης των 29.790 στρεμμάτων (στοιχείο από την αριθ. 2193/9-10-1973 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε η έκταση ως αναδασωτέα), είναι κατά βάσιν μικτό δάσος κωνοφόρων. Η σύνθεση του δάσους από άποψη βλάστησης σε ποσοστά, σύμφωνα με στοιχεία του έτους 1997, είναι: Αμιγείς συστάδες τραχείας πεύκης 69,07%, αμιγείς συστάδες αειφύλλων πλατυφύλλων 18,42%, αμιγείς συστάδες κουκουναριάς 0,59%, αμιγείς συστάδες χαλεπίου πεύκης 0,50%, αμιγείς συστάδες κυπαρισσιού 0,77%, μικτές συστάδες τραχείας πεύκης-πρίνου 4,57%, μικτές συστάδες τραχείας πεύκης-κυπαρισσιού 4,16%, μικτές συστάδες ρεματικής βλάστησης 1,40%, μικτές συστάδες κυπαρισσιού-πρίνου 0,52% (Υπουργείο Γεωργίας, 1997). Για να δημιουργηθεί το συγκεκριμένο δάσος αποδόθηκαν 1.032 στρέμματα από τον Εποικισμό, 1.336 στρέμματα από την Υπηρεσία Ανταλλαξίμων και 122 στρέμματα περιελήφθησαν με νομοθετικές ρυθμίσεις. Ακόμη, εντός της έκτασης του δάσους, καλλιεργούνται και θεωρούνται ως αγροί 830 στρέμματα και 619 στρέμματα διεκδικούνται ως δασωθέντες αγροί. Επίσης, 107 στρέμματα διεκδικούνται ως ανήκοντα στη Διαχείριση Ανταλλαξίμου Περιουσίας Δημοσίου (ΔΑΠ).
Σχετικά με το όνομα του δάσους υπάρχει ένα ζήτημα. Συνήθως εκφράζεται η προτίμηση στην τουρκική ονομασία «Σέιχ Σου», διότι με αυτήν καθιερώθηκε διά των χρόνων, πλην όμως, πιο όμορφη και πρέπουσα είναι η ελληνική, ως «δάσος του Κεδρηνού Λόφου». Η ονομασία Σέιχ Σου σημαίνει «νερό του Σεΐχη» κι οφείλεται στον τουρμπέ (νεκρικό μνημείο) ενός μουσουλμάνου αγίου και στο τουρκικό κτίσμα βρύσης στην περιοχή Χίλια Δένδρα. Σημειώνουμε ότι οι Τούρκοι έδιναν μεγάλη σημασία στις κρήνες και προστάτευαν το νερό, γιατί ήταν κάτι το σπάνιο στην τουρκική επικράτεια. Η ονομασία Κεδρηνός Λόφος, μάλλον αποδίδεται στον Βυζαντινό χρονικογράφο Γεώργιο Κεδρηνό. Πάντως, η ακριβής προέλευση του τοπωνυμίου, δεν είναι εξακριβωμένη. Το πρότεινε, χωρίς να έχει καταλήξει για την προέλευσή του, ο Θεσσαλονικεύς ποιητής Γιώργος Βαφόπουλος στο Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, για να μην αναφέρεται η περιοχή με την τουρκική της ονομασία.
Η αξία του δάσους, ιδιαίτερα στους σύγχρονους καιρούς, είναι πολύτιμη, αφού, πέρα από την προσφορά που προαναφέρθηκε, αποτελεί τον πνεύμονα της πόλης, ένα σημείο αναφοράς, και τούτο το ανάγει σε σύμβολο· κάτι σαν το Λευκό Πύργο, την αψίδα του Γαλερίου, τη Ροτόντα! Η μεγάλη αξία που προσδόθηκε στο συγκεκριμένο δάσος, φαίνεται και από το γεγονός ότι απαιτήθηκε να επανακηρυχθεί ως αναδασωτέα η έκταση στην οποία εκτείνεται, με νεώτερες, από αυτή του έτους 1935 αποφάσεις, καθώς και από το γεγονός ότι με την αριθ. ΥΠΠΕ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3503/72155/2-1-1984 απόφαση Υπουργού Περιβάλλοντος, χαρακτηρίσθηκε όλη η περιοχή ως ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Αρκεί ν’ αναφερθεί ότι στο τεχνητό αυτό δάσος –στο δημιούργημα του ανθρώπου–, έχουν καταγραφεί 18 είδη μεγάλων και μικρών θηλαστικών, 95 είδη πτηνών, 22 είδη ερπετών και 4 είδη αμφιβίων, σ’ ότι αφορά την πανίδα του. Ενώ η χλωρίδα του προσδιορίζεται από 58 είδη ξυλωδών φυτών και 220 ποωδών. Τούτα δείχνουν πώς ο άνθρωπος συνεισφέρει στη φύση όταν παρεμβαίνει κατάλληλα, (ανα)δημιουργώντας κι αναβαθμίζοντας κατεστραμμένα ή υποβαθμισμένα περιβάλλοντα.
Στους σημερινούς καιρούς όμως, που οι αξίες και τα ιδανικά καταπίπτουν, μπρος στην απαξίωση, που η ένδεια του νου και της καρδιάς διαμορφώνουν, ήλθαμε ως ολετήρες και καταστρέψαμε ένα από τα σύμβολα της πόλης, το δάσος της. Την 6η Ιουλίου 1997 λοιπόν, κάηκε –αλί!– το δάσος–πάρκο της Θεσσαλονίκης. Η καταστροφική πυρκαγιά αποτέφρωσε 16.640 στρέμματα, δηλαδή το 55% της συνολικής επιφάνειάς του. Αν και οι εστίες της φωτιάς ήταν πολλές, γεγονός που παραπέμπει σε εμπρησμό, εντούτοις επίσημα δεν έχει αποδοθεί το αίτιό της σε «εμπρησμό από πρόθεση». Ο απλός πολίτης όμως –σε αναλογία 3 στους 4, σύμφωνα με έρευνα της Δασολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης–, εξηγώντας διαφορετικά τα γεγονότα, αποδίδει ως αιτία πρόκλησης της πυρκαγιάς τον εμπρησμό, θεωρώντας ότι λόγοι άλλοι, που έχουν να κάμουν με συμφέροντα και διεκδικήσεις της γης, «έκαψαν» το δάσος (μόνον το 8,5% των πολιτών, θεωρεί ότι από τυχαίο αίτιο προκλήθηκε η φωτιά).
Το ζήτημα είναι, κάτι που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του εμπρησμού, ότι οι διεκδικήσεις τμημάτων του δάσους, που πάντοτε υπήρχαν, μετά την πυρκαγιά εντάθηκαν, όπως και οι καταγγελίες γι’ απόπειρες οικοπεδοποίησης του καμένου δάσους (βλέπε σχετικά τον Τύπο κατά τα επόμενα της πυρκαγιάς πέντε χρόνια, οπού αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά). Δεν εξετάζεται το δίκαιο ή όχι αυτών των διεκδικήσεων, εκείνο όμως που επισημαίνεται είναι ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, φτάσαμε σήμερα στο σημείο να εκφράζεται διεκδίκηση για τη μισή περίπου έκταση του δάσους!!! Συγκεκριμένα, έχουν αναγνωριστεί ιδιοκτησίες σε 2.060 στρέμματα και διεκδικούνται 14.060 στρέμματα! Παρόλα αυτά όμως, και παρά τις όποιες δυσκολίες, χρόνια αρκετά μετά την καταστροφή του, το δάσος ξανανιώνει και τραβά το δρόμο του, ώστε αναγεννηθέν και αναδασωθέν να εξακολουθεί να προσφέρει στην πόλη τις πολύτιμες υπηρεσίες του. Βλέπετε, τα σύμβολα δεν πέφτουν εύκολα, όσο κι αν προσπαθούν ορισμένοι να τα γκρεμίσουν!..
πηγή: http://dasarxeio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου