του Κώστα Βασιλείου
Η ορολογία των χρωματισμών, κατανοητή από τους εξοικειωμένους με τη θεωρία που αφορά την μορφολογία και την βιολογία του σκύλου, είναι λιτοί στη χρήση τους και βοηθούν στην ηλεκτρονική καταγραφή των στοιχείων των σκύλων μας στο γενεαλόγιο.
Εν τούτοις στη καθομιλουμένη και ιδιαίτερα στη γλώσσα των κτηνοτρόφων χρησιμοποιείται μια άλλη ορολογία κατά παράδοση, διαδεδομένη από στόμα σε στόμα.
Για τους κτηνοτρόφους και τους λοιπούς φίλους που συνήθισαν να περιγράφουν τους χρωματισμούς με αυτή τη λαϊκή γλώσσα, η επίσημη ορολογία φαίνεται δυσνόητη.
Παράδειγμα αποτελεί ο χρωματισμός «ποικιλόχρωμος», ο οποίος είναι συνδυασμός δύο χρωματισμών με βάση τον λευκό και ποικιλία άλλων χρωματισμών με μορφή διάσπαρτων κηλίδων μικρών ή μεγάλων, πολλών ή ελάχιστων στο σώμα του σκύλου. Κατά την επίσημη επιστημονική ορολογία η περιγραφή αυτού του χρωματισμού προτάσσει το ποικίλο χρώμα π.χ. μαύρο, φαιό, καστανόφαιο και ακολουθεί η λέξη ποικιλόχρωμος που υποδηλώνει το λευκό σαν βασικό χρώμα και την κατανομή του πρώτου χρωματισμού υπό μορφή διάσπαρτων κηλίδων.
Όταν δεν έχουμε έγχρωμες κηλίδες στο σώμα δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη ποικιλόχρωμος. Όταν κυριαρχεί στην κάλυψη του σώματος ο ένας χρωματισμός (πλην του λευκού) ο χρωματισμός χαρακτηρίζεται με την περιγραφή του χρωματισμού αυτού κατά πρώτον και ακολουθεί η αναφορά στο δεύτερο χρώμα που είναι το λευκό σε μικρότερο ποσοστό και όχι υπό μορφή κηλίδων. Όπως π.χ. μαύρος με λευκό τράχηλο, στήθος, κοιλιά και άκρο της ουράς.
Για τη λαϊκή γλώσσα, η απόδοση του ποικιλόχρωμου χρωματισμού γίνεται με τη χρήση της λέξης «παρδαλός» και όχι μόνον, όπως φαίνεται παρακάτω.
Αφορμή για να γραφεί αυτό το άρθρο μου έδωσε αφενός η εύστοχη παρατήρηση της κας Βούλας Παπουτσάνη για τη διαφορά ανάμεσα στην επίσημη ορολογία χρωμάτων και σ' αυτή που είναι κοινά αντιληπτή, αφ' ετέρου η ανάγνωση ενός βιβλίου του λαογράφου συγγραφέα μας Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937) με τίτλο «Διηγήματα της στάνης».
Ο Χρ. Χριστοβασίλης, Σουλιώτης στη καταγωγή, περιγράφει μια βουκολική ζωή, πολύτιμο «υλικό» για τη γνώση της παράδοσής μας και μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας εποχής. Παράλληλα μας πληροφορεί για ένα πλούτο γλωσσικών ιδιωμάτων που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι της εποχής του και γενικά οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Αυτός ο τρόπος έκφρασης χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους βουνίσιους της Πίνδου. Στο επεξηγηματικό γλωσσάρι του βιβλίου του, αναλύει αυτά τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπειρώτικης αλλά και Βλάχικης ντοπιολαλιάς, περιλαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις ονομασίες χρωματισμών των ζώων που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι της εποχής. Πολλοί απ' αυτούς τους χρωματισμούς είναι κοινοί στα πρόβατα, τα γίδια και τους σκύλους και μας μεταφέρουν σε μια ιδιότυπη ορολογία χρωματικών συνδυασμών.
Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι οι συνήθως μονολεκτικοί αυτοί παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί, εάν τους μάθεις, δίνουν με τη μια τους λέξη, ικανοποιητική περιγραφή του χρωματισμού, εκεί που εν προκειμένω, θα αναγκαζόσουν να χρησιμοποιήσεις δυσνόητους και περίπλοκους χαρακτηρισμούς.
Συνδρομή για πληρέστερη παρουσίαση των παραδοσιακών χρωματισμών των σκύλων, αλλά και ονομασιών που αφορούν τις ιδιαιτερότητες του φαινοτύπου τους, τις ιδιότητές τους, το χαρακτήρα τους, τους θρύλους και τους μύθους που τους ακολουθούν, ζήτησα από τον παλαιό μας γνώριμο στη «Φωνή του Ελληνικού Ποιμενικού», λαογράφο συγγραφέα μας κο Νίκο Καρατζένη και από το μέλος του Ο.Φ.Ε.Π., μελετητή και ερευνητή της φυλής του Ε.Π. με πλούσιο αρθρογραφικό έργο γύρω από το αντικείμενο αυτό, τον κο Βαγγέλη Μπαντελά. Η συμβολή του κειμένου του Νίκου Καρατζένη γύρω από τα ονόματα των Ε.Π. σκύλων ήταν καθοριστική για την αρτιότητα του άρθρου αυτού.
Ο πλούτος των ονομάτων, η επιμελημένη συλλογή και ταξινόμησή τους, η απόλυτα κατανοητή επεξήγησή τους, που δείχνουν (όπως και είναι) άνθρωπο που βίωσε όλα αυτά πριν τα γράψει, μαζί με την επιστημονική σπουδή της Ελληνικής γλώσσας, δίνουν στο συγκεκριμένο άρθρο του «ονόματα ποιμενικών» την αξία ενός μικρού «λαογραφικού θησαυρού». Ευχαριστώ το Νίκο Καρατζένη που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω το κείμενό του αυτό για τη γραφή του άρθρου μου. Επίσης η συμβολή του Βαγγέλη Μπαντελά συμπλήρωσε πολλά «κενά» και έδωσε μια νότα «φρέσκιας» παρατηρητικότητας σ' ένα χώρο που πραγματικά όταν ξεκίνησα να τον περιγράφω δεν ήξερα ότι έχει τόσο βάθος. Από καρδιάς τον ευχαριστώ και αυτόν.
Ας έλθουμε όμως ξανά στο θέμα μας, περιγράφοντας τους παραδοσιακούς ποιμενικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο των χρωματισμών, έτσι όπως προέκυψε μετά τη συμβολή των δύο προαναφερθέντων φίλων, αλλά και όλων των επί μέρους χαρακτηρισμών που αφορούν τη σχέση των κτηνοτρόφων με τα ζώα τους.
Πριν προχωρήσω στη περιγραφή των ονομάτων πρέπει να σας κάνω γνωστό, ότι οι παραδοσιακοί χρωματικοί συνδυασμοί, δεν αποδίδουν επί μέρους αποχρώσεις όπως εμείς σήμερα τους προσδιορίζουμε σαν στοιχείο ατομικής αναγνώρισης εκάστου σκύλου, αλλά χαρακτηρίζουν ένα χρωματισμό «χονδρικά» προφανώς γιατί το ενδιαφέρον τους, είναι να γίνεται αντιληπτό για ποιο ζώο ή ζώα γίνετε λόγος με «χονδρές» διαφορές.
Συμπληρωματικά θέλω να σας επισημάνω ύστερα από διαπίστωση του Βαγγέλη Μπαντελά ότι τουλάχιστον τρεις χρωματισμοί όπως «Μπάλιο», «Λιάρο» και «Κάλεσο», εάν δεν συνοδεύονται από διευκρινιστικό άλλο χρώμα π.χ. καφέ-κάλεσο, λιάρο-γκέσο κ.λ.π. αφορούν συνδυασμούς του άσπρου με το μαύρο χρώμα, που σημαίνει ότι ορισμένες ονομασίες περιγράφουν τα σημεία του δεύτερου χρώματος μέσα στο κυρίαρχο χρώμα και όχι πάντοτε αυτό καθ' εαυτό το χρώμα.
Έχουμε λοιπόν:
Για τους κτηνοτρόφους και τους λοιπούς φίλους που συνήθισαν να περιγράφουν τους χρωματισμούς με αυτή τη λαϊκή γλώσσα, η επίσημη ορολογία φαίνεται δυσνόητη.
Παράδειγμα αποτελεί ο χρωματισμός «ποικιλόχρωμος», ο οποίος είναι συνδυασμός δύο χρωματισμών με βάση τον λευκό και ποικιλία άλλων χρωματισμών με μορφή διάσπαρτων κηλίδων μικρών ή μεγάλων, πολλών ή ελάχιστων στο σώμα του σκύλου. Κατά την επίσημη επιστημονική ορολογία η περιγραφή αυτού του χρωματισμού προτάσσει το ποικίλο χρώμα π.χ. μαύρο, φαιό, καστανόφαιο και ακολουθεί η λέξη ποικιλόχρωμος που υποδηλώνει το λευκό σαν βασικό χρώμα και την κατανομή του πρώτου χρωματισμού υπό μορφή διάσπαρτων κηλίδων.
Όταν δεν έχουμε έγχρωμες κηλίδες στο σώμα δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη λέξη ποικιλόχρωμος. Όταν κυριαρχεί στην κάλυψη του σώματος ο ένας χρωματισμός (πλην του λευκού) ο χρωματισμός χαρακτηρίζεται με την περιγραφή του χρωματισμού αυτού κατά πρώτον και ακολουθεί η αναφορά στο δεύτερο χρώμα που είναι το λευκό σε μικρότερο ποσοστό και όχι υπό μορφή κηλίδων. Όπως π.χ. μαύρος με λευκό τράχηλο, στήθος, κοιλιά και άκρο της ουράς.
Για τη λαϊκή γλώσσα, η απόδοση του ποικιλόχρωμου χρωματισμού γίνεται με τη χρήση της λέξης «παρδαλός» και όχι μόνον, όπως φαίνεται παρακάτω.
Αφορμή για να γραφεί αυτό το άρθρο μου έδωσε αφενός η εύστοχη παρατήρηση της κας Βούλας Παπουτσάνη για τη διαφορά ανάμεσα στην επίσημη ορολογία χρωμάτων και σ' αυτή που είναι κοινά αντιληπτή, αφ' ετέρου η ανάγνωση ενός βιβλίου του λαογράφου συγγραφέα μας Χρήστου Χρηστοβασίλη (1861-1937) με τίτλο «Διηγήματα της στάνης».
Ο Χρ. Χριστοβασίλης, Σουλιώτης στη καταγωγή, περιγράφει μια βουκολική ζωή, πολύτιμο «υλικό» για τη γνώση της παράδοσής μας και μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας εποχής. Παράλληλα μας πληροφορεί για ένα πλούτο γλωσσικών ιδιωμάτων που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι της εποχής του και γενικά οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Αυτός ο τρόπος έκφρασης χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους βουνίσιους της Πίνδου. Στο επεξηγηματικό γλωσσάρι του βιβλίου του, αναλύει αυτά τα γλωσσικά ιδιώματα της Ηπειρώτικης αλλά και Βλάχικης ντοπιολαλιάς, περιλαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις ονομασίες χρωματισμών των ζώων που χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι της εποχής. Πολλοί απ' αυτούς τους χρωματισμούς είναι κοινοί στα πρόβατα, τα γίδια και τους σκύλους και μας μεταφέρουν σε μια ιδιότυπη ορολογία χρωματικών συνδυασμών.
Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι οι συνήθως μονολεκτικοί αυτοί παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί, εάν τους μάθεις, δίνουν με τη μια τους λέξη, ικανοποιητική περιγραφή του χρωματισμού, εκεί που εν προκειμένω, θα αναγκαζόσουν να χρησιμοποιήσεις δυσνόητους και περίπλοκους χαρακτηρισμούς.
Συνδρομή για πληρέστερη παρουσίαση των παραδοσιακών χρωματισμών των σκύλων, αλλά και ονομασιών που αφορούν τις ιδιαιτερότητες του φαινοτύπου τους, τις ιδιότητές τους, το χαρακτήρα τους, τους θρύλους και τους μύθους που τους ακολουθούν, ζήτησα από τον παλαιό μας γνώριμο στη «Φωνή του Ελληνικού Ποιμενικού», λαογράφο συγγραφέα μας κο Νίκο Καρατζένη και από το μέλος του Ο.Φ.Ε.Π., μελετητή και ερευνητή της φυλής του Ε.Π. με πλούσιο αρθρογραφικό έργο γύρω από το αντικείμενο αυτό, τον κο Βαγγέλη Μπαντελά. Η συμβολή του κειμένου του Νίκου Καρατζένη γύρω από τα ονόματα των Ε.Π. σκύλων ήταν καθοριστική για την αρτιότητα του άρθρου αυτού.
Ο πλούτος των ονομάτων, η επιμελημένη συλλογή και ταξινόμησή τους, η απόλυτα κατανοητή επεξήγησή τους, που δείχνουν (όπως και είναι) άνθρωπο που βίωσε όλα αυτά πριν τα γράψει, μαζί με την επιστημονική σπουδή της Ελληνικής γλώσσας, δίνουν στο συγκεκριμένο άρθρο του «ονόματα ποιμενικών» την αξία ενός μικρού «λαογραφικού θησαυρού». Ευχαριστώ το Νίκο Καρατζένη που μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω το κείμενό του αυτό για τη γραφή του άρθρου μου. Επίσης η συμβολή του Βαγγέλη Μπαντελά συμπλήρωσε πολλά «κενά» και έδωσε μια νότα «φρέσκιας» παρατηρητικότητας σ' ένα χώρο που πραγματικά όταν ξεκίνησα να τον περιγράφω δεν ήξερα ότι έχει τόσο βάθος. Από καρδιάς τον ευχαριστώ και αυτόν.
Ας έλθουμε όμως ξανά στο θέμα μας, περιγράφοντας τους παραδοσιακούς ποιμενικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο των χρωματισμών, έτσι όπως προέκυψε μετά τη συμβολή των δύο προαναφερθέντων φίλων, αλλά και όλων των επί μέρους χαρακτηρισμών που αφορούν τη σχέση των κτηνοτρόφων με τα ζώα τους.
Πριν προχωρήσω στη περιγραφή των ονομάτων πρέπει να σας κάνω γνωστό, ότι οι παραδοσιακοί χρωματικοί συνδυασμοί, δεν αποδίδουν επί μέρους αποχρώσεις όπως εμείς σήμερα τους προσδιορίζουμε σαν στοιχείο ατομικής αναγνώρισης εκάστου σκύλου, αλλά χαρακτηρίζουν ένα χρωματισμό «χονδρικά» προφανώς γιατί το ενδιαφέρον τους, είναι να γίνεται αντιληπτό για ποιο ζώο ή ζώα γίνετε λόγος με «χονδρές» διαφορές.
Συμπληρωματικά θέλω να σας επισημάνω ύστερα από διαπίστωση του Βαγγέλη Μπαντελά ότι τουλάχιστον τρεις χρωματισμοί όπως «Μπάλιο», «Λιάρο» και «Κάλεσο», εάν δεν συνοδεύονται από διευκρινιστικό άλλο χρώμα π.χ. καφέ-κάλεσο, λιάρο-γκέσο κ.λ.π. αφορούν συνδυασμούς του άσπρου με το μαύρο χρώμα, που σημαίνει ότι ορισμένες ονομασίες περιγράφουν τα σημεία του δεύτερου χρώματος μέσα στο κυρίαρχο χρώμα και όχι πάντοτε αυτό καθ' εαυτό το χρώμα.
Έχουμε λοιπόν:
Για την συνέχεια του άρθρου δείτε στον σύνδεσμο:
* Πηγή: Όμιλος Φίλων Ελληνικού Ποιμενικού (vlahofonoi.blogspot.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου