#ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΩΡΑΙΤΗΣ
Αρχιτέκτων Μηχανικός, Καθηγητής, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ. Πολυτεχνείου
Σε όλο το εύρος της νεωτερικής και σύγχρονης ιστορίας, η ιδιαιτερότητα του τοπίου αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, είτε αυτή περιγράφεται με συμβατική ορολογία είτε με τη νεόκοπη ορολογία του Nation Branding. Στο πλαίσιο αυτό, η ταυτότητα του ‘εθνικού’ τοπίου αναφέρεται σε ένα από τα ουσιαστικότερα αιτήματα των εθνικών διεκδικήσεων, την αυτοτέλεια της κρατικής επικράτειας και συνάπτεται, με την έννοια αυτή, με τα χαρακτηριστικά του ‘πατρώου εδάφους’ και της ‘μητέρας πατρίδας’.
Εντούτοις η νεωτερική ιστορία υποδεικνύει δύο τοπιακές αναφορές που υπερβαίνουν τον περιορισμένο εθνικό συμβολισμό και παραπέμπουν στην παγκόσμια πολιτιστική και ακόμη εντονότερα, στην παγκόσμια πολιτική κοινότητα, αποδίδοντας στοιχεία ταυτότητας τα οποία, παρά τη συγκεκριμένη αναφορά τόπου, διαθέτουν μια δι-εθνική, trans-national ευρύτητα ενδιαφέροντος.
Η πρώτη αφορά το Ιταλικό Τοπίο και η δεύτερη, η κυριότερη, αυτή που θα μας απασχολήσει, το Ελληνικό Τοπίο. Τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση, το τοπίο αποβαίνει η εμβληματική αναφορά των νεότερων Δυτικών κοινωνιών, σε παλαιότερους αρχαίους πολιτισμούς που αποτελούν τα πολιτικά τους παραδείγματα. Τα παραδείγματα δηλαδή συγκρότησης της νεότερης αστικής Δυτικής δημοκρατίας. Έτσι το φυσικό τοπίο της Ιταλικής χερσονήσου και της Ελλάδας και πολύ περισσότερο το πολιτιστικό τοπίο των χωρών αυτών, το φυσικό υπόβαθρο του τόπου ‘κατοικημένο’ από την αρχαία μνήμη, προσφέρει τους εποπτικούς όρους συγκρότησης της ταυτότητας του Δυτικού πολιτισμού και των νεότερων Δυτικών πολιτευμάτων. Επιτυγχάνοντας τούτο το εξαιρετικά ενδιαφέρον, τη συγκρότηση πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας που υπερβαίνει τους εθνικούς περιορισμούς, τη συγκρότηση μιας δι-εθνικής, trans-national, ταυτότητας τόπου.
Η προηγούμενη συσχέτιση εξηγεί τους λόγους για τους οποίους οι νεότερες διαμορφώσεις τοπίου εποικίζονται από ελληνικές μυθολογικές αναφορές, από γλυπτικές αναπαραστάσεις θεοτήτων, νυμφών, αρχαίων Ελλήνων ηρώων. Το κυριότερο, εξηγεί τον λόγο για τον οποίο οι τοπιακές αυτές διαμορφώσεις υποδεικνύονται ως αντίστοιχες με την αρχαία ελληνική Αρκαδία η οποία, σε όλο το εύρος της νεότερης Δυτικής ιστορίας, προβάλλεται ως υποδειγματικός, εξιδανικευμένος τόπος ατομικής ευδαιμονίας και συλλογικής πολιτικής ελευθερίας. Με σαφέστατο τρόπο, η υπόθεση ενός ελληνικού τοπίου αρχέγονης ευτυχίας και μη συγκρίσιμης αισθητικής ποιότητας, υποστηρίζει τα νεότερα ευρωπαϊκά ήθη, σε επίπεδο ατομικής και το κυριότερο, σε επίπεδο γενικότερης πολιτικής σύλληψης.
Η αδυναμία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας να ανακαλέσει αυτήν την ισχυρότατη αναφορά της νεότερης Δυτικής σκέψης και να την προβάλει, η αδυναμία της να τη χρησιμοποιήσει ως στοιχείο συγκρότησης πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, ως στοιχείο ενεργοποίησης του ‘τριγώνου’ της ακαδημαϊκής δραστηριότητας, των τοπικών κοινωνιών και των επιχειρηματικών ομάδων, αποδεικνύει περισσότερο από ασυγχώρητη ολιγωρία, συνολική πολιτιστική και πολιτική φτώχεια.
1. Εισαγωγικά: Το ‘εθνικό’ τοπίο και η συγκρότηση της περιορισμένης εθνικής ταυτότητας
Η ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας επιμένει σε μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών των εθνικών ομάδων, όπως η κοινή τους καταγωγή ή η φυλετική τους ομοιογένεια. Αλλά αναφέρεται επίσης, με εμμονή, στο φυσικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της αρχικής υποθετικής προέλευσης του εθνικού πληθυσμού, το οποίο αποτελεί, άλλωστε, μια από τις πάγιες διεκδικήσεις του, αυτήν της εθνικής εδαφικής κυριαρχίας. Συσχετίζεται το έδαφος αυτό, της εθνικής αναφοράς, με ένα άλλο χαρακτηριστικό που εξασφαλίζει, σύμφωνα με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα, την αναντίρρητη συνοχή του εθνικού πληθυσμού. Συσχετίζεται δηλαδή με το ‘όμαιμον’, με την απόλυτη συγ-γένεια προέλευσης και αποκαλείται, κατά την έννοια αυτή, ‘πατρώο έδαφος’, έδαφος πατρικό ή ‘μητέρα πατρίδα’.
Αλλά η προηγούμενη εδαφική αναφορά συνάπτει τον φυσικό γεωγραφικό υποδοχέα, τη γη της κατοίκησης, με ιδεολογικές, πολιτισμικές-πολιτιστικές και πολιτικές ερμηνείες. Αναφέρεται δηλαδή σε ένα υλικό, φυσικό ή ανθρωπογενές υπόβαθρο, συναρτημένο με τον πολιτισμό που εκφέρεται σε αυτό. Αναφέρεται λοιπόν σε ένα ‘τοπίο’, το οποίο εν προκειμένω θα το χαρακτηρίσουμε ‘εθνικό τοπίο’, σημειώνοντας πως η αναγνώριση και η περιγραφή του υπόκειται συνήθως σε ιδεολογικές στρεβλώσεις, ανάλογες με αυτές που χαρακτηρίζουν τα εθνικιστικής προδιάθεσης ιδεολογήματα, γενικά. Έτσι το ‘εθνικό τοπίο’ οφείλει να είναι ομοιογενές και συνεκτικό εσωτερικά και ‘ιδιαίτερο’, διαφοροποιημένο, εξωτερικά. Υποτάσσεται τότε σε στερεοτυπικές περιγραφές και συσχετίζεται, πιθανόν, με άλλα ιδεολογήματα, όπως αυτά μιας γηγενούς αδιατάρακτης παράδοσης ή μιας ιδεολογικά προσανατολισμένης ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αναφερόμαστε, εν προκειμένω, σε παραδείγματα συγκρότησης και προώθησης ταυτότητας με στόχους πολύ σημαντικότερους ίσως από τα οικονομικά ή εμπορευματικά ενδιαφέροντα. Πολιτισμικής, πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, συναρτημένης με την ταυτότητα τόπων.
Θα επιμείνουμε πως η συγκρότηση αυτή αντιστοιχεί συνήθως σε στερεοτυπικούς περιορισμούς, τόσο διαβρωτικούς, ώστε συχνά η ενότητα του τοπίου στις δυο πλευρές των συνόρων κρατών, να εμφανίζεται ως παρά-δοξη, πέραν της εθνικής άποψης, ‘δόξας’, πέρα από την εθνική διαφορά με βάση την οποία οι πληθυσμοί των κρατών συνήθως γαλουχούνται.
2. Το ιταλικό και ελληνικό τοπίο και η υπέρβαση των εθνικών περιορισμών: η ‘κλασικιστική’ αναφορά και η πολιτιστική και πολιτική σημασία της
Στην προηγούμενη πάγια τακτική ‘εθνικής’ διαφοροποίησης του τοπίου των κρατών, ταύτισής του με μια ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε δυο παραδείγματα τοπίων τα οποία, παρά τους εθνικούς τους προσδιορισμούς που τα συνδέουν με συγκεκριμένες εθνικές ομάδες ή συγκεκριμένα κράτη, διαθέτουν ταυτότητα δι-εθνικού, trans¬national ενδιαφέροντος. Πρόκειται για το ιταλικό αφενός και το ελληνικό αφετέρου τοπίο. Πως όμως δικαιολογείται αυτή η υπέρβαση των εθνικών περιορισμών; Τι καθιστά το ιταλικό όσο και το ελληνικό τοπίο εμβληματικά, για τις ευρωπαϊκές και Δυτικές κοινωνίες και πιθανόν για τον παγκόσμιο πολιτισμό, γενικά;
Η ανάδυση της ιταλικής αναγεννησιακής κοινωνίας του Quattrocento, του 15ου αιώνα, απαιτεί πρότυπα ικανά να ενισχύσουν την ιδιαίτερη, καινοτομική οικονομική, πολιτική και επίσης πολιτιστική ταυτότητά της. Στην προσπάθεια αυτή συγκρότησης ενός κεντρικού ισχυρού ιδεολογήματος, ενός ισχυρού συλλογικού φαντασιακού ικανού να πλαισιώσει μια καινοφανή ιστορική συνθήκη, οι κοινωνίες της Φλωρεντίας αρχικά, άλλων ιταλικών περιοχών στη συνέχεια, στρέφονται προς τη ρωμαϊκή και ελληνική αρχαιότητα.
Παράγεται με τη διεργασία αυτήν ιστορικής ‘παλινδρόμησης’ το ρεύμα πολιτιστικής έκφρασης που αποκαλούμε ‘κλασικισμό’, επιμένοντας αρκετά συχνά στην επιρροή που είχε στις καλές τέχνες, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και λησμονώντας να τονίσουμε την αναφορά του σε πολιτικά πρότυπα, αυτά των αρχαίων δημοκρατιών, της ρωμαϊκής και αθηναϊκής. Πολιτικά πρότυπα που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την καινοφανή αστική ιταλική τάξη, τους οικονομικά και πολιτικά ανερχόμενους Ιταλούς αστούς. Ώστε ο πολιτιστικός κλασικισμός, στις εικαστικές τέχνες, την αρχιτεκτονική, τη διαμόρφωση της πόλης, την τοπιοτεχνία, μπορεί να αναγνωστεί ως εποπτική έκφραση μιας πολιτικής αναφοράς στις αρχαίες κλασικές κοινωνίες που δανείζουν την αίγλη της δικής τους ταυτότητας στην ταυτότητα των νέων κοινωνιών.
Αλλά η Αναγέννηση, πέρα από περίοδος νέων οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων και νέων πολιτιστικών και καλλιτεχνικών μορφωμάτων γενικά, αποτελεί επίσης, ειδικότερα, την περίοδο πρώτης ουσιαστικής ανάπτυξης των νεότερων τεχνών διαμόρφωσης του τοπίου, αστικού και εξωαστικού. Έτσι τοπιακή διαμόρφωση ή ανάπλαση των πόλεων και νέα πολιτιστικά και πολιτικά ήθη συνάπτονται. Οι πόλεις, σε πολλά σημεία τους επανασυγκροτούνται, ώστε να προσφέρουν την εποπτεία, το εμφανές ‘σημαίνον’ της νέας τάξης ελέγχου που συνδέεται σχεδόν πάντα με κλασικές αναφορές. Με ανάλογη κλασικιστική πρόθεση, οι αναγεννησιακές διαμορφώσεις του εξωαστικού τοπίου και των κήπων εποικίζονται και αυτές, όπως τα κτήρια και οι αστικές διαμορφώσεις, από ελληνικές μυθολογικές αναφορές, από γλυπτικές αναπαραστάσεις θεοτήτων, νυμφών, αρχαίων Ελλήνων ηρώων.
Ο κλασικισμός αποτελεί, για πολλούς αιώνες, το μόνιμο στήριγμα της πολιτικής ισχύος, τη μόνιμη εποπτεία της πολιτικής ταυτότητας, ας μην αποπειραθούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘brand’. Πρόκειται για συσχετισμό που εντείνεται ιδιαίτερα, καθώς οδεύουμε προς τον 18ο αιώνα και ακολουθούμε τα βήματα του Διαφωτισμού. Κλασικισμός και συγκρότηση των νέων δημοκρατικών, αστικών διακηρύξεων συμπλέουν. Είναι ο κλασικισμός, ισχυρίζονται οι μελετητές, ‘έμβλημα του Λόγου’, ‘embleme de la Raison’ (Starobinski, 1993), έμβλημα του πολιτικού λόγου που επιμένει στους όρους της αστικής δημοκρατίας.
Αλλά την ίδια εποχή η τέχνη του τοπίου προχωρά σε νέες καινοτομικές τάσεις σχεδιασμού, αυτές που περιγράφονται ως αγγλική ‘αρχιτεκτονική τοπίου’, ‘landscape architecture’. Αυτό το οποίο αγνοεί όμως συνήθως ο μέσος σημερινός επισκέπτης των αγγλικών πάρκων, είναι πως οι αγγλικές τοπιακές διαμορφώσεις του 18ου και 19ου αιώνα, συσχετίζουν την εκφραστική τους ελευθερία με την ελευθερία των πολιτικών ηθών και με την απαίτηση ελευθερίας των καθημερινών ηθών της αστικής τάξης της εποχής. Αυτό που θα έπρεπε να μάθει επιπλέον, ιδιαίτερα αν διέθετε καταγωγή ελληνική, είναι πως τα πάρκα αυτά αποτελούν με ρητό τρόπο ‘μεταφορικές’ διαμορφώσεις που εμφανίζονται ως αντίστοιχες προς τα μυθικά αρχαία Ηλύσια πεδία ή την Αρκαδία. Αυτές οι αναφορές μπορούν να εξηγηθούν ως ανάλογες του κλασικισμού στην αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό, τον σχεδιασμό των επίπλων, των ρούχων. Ανάλογες είναι με τον κλασικισμό στις εικαστικές τέχνες, τη ζωγραφική και τη γλυπτική, με τον κλασικισμό στη λογοτεχνία, επιμένοντας να συγκροτήσουν με κάθε τρόπο την εποπτεία ή την αφηγηματική αναφορά στα σημαίνοντα στοιχεία μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων που όφειλε να καθορίσει τα πάντα, τους θεσμούς, τις τέχνες όσο και την προσωπική ζωή, παράγοντας συναφείς συνθήκες ταυτότητας σε όλες αυτές τις περιοχές.
3. Ο Goethe, η ρωμαϊκή ύπαιθρος και η ελληνική Αρκαδία
Στον γνωστό πίνακα του Johann Tischbein, ο Johann Wolfgang von Goethe απεικονίζεται στην ύπαιθρο της Ρώμης. Το τοπίο είναι προφανώς και εδώ δηλωτικό μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής συνθήκης, αλλά και μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής και πολιτιστικής εκδοχής, αυτής που χαρακτηρίζει την Ιταλία. Αλλά τοπίο και Ιταλία του 19ου αιώνα συνδέονται, στον πίνακα αυτό, με ένα αρχαίο ανάγλυφο, καθώς ο Δυτικός στοχασμός δεν είναι δυνατόν να αναφερθεί στον Ιταλικό χώρο, χωρίς τον συσχετισμό του με την αρχαιότητα. Για τον ελληνικό χώρο ισχύει ακριβώς το αντίστοιχο.