Ένα τροπικό ψάρι, το λαγόψαρο, το οποίο έχει «τρυπώσει» στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί όλο και μεγαλύτερη απειλή για τα θαλάσσια οικοσυστήματα όλης της Μεσογειακής λεκάνης, εφόσον συνεχιστεί η επέκτασή του, κάτι πολύ πιθανό να συμβεί λόγω της κλιματικής αλλαγής, η οποία κάνει όλο και πιο ζεστά τα νερά του Αιγαίου και γενικότερα της Μεσογείου.
Το παραπάνω προειδοποιεί μία νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, που μελέτησε τις επιπτώσεις του λαγόψαρου σε πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων Έλληνες και Τούρκοι επιστήμονες, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό οικολογίας "Journal of Ecology", μελέτησαν την επίδραση δύο ειδών λαγόψαρου που έχουν κυριαρχήσει στα νερά του Αιγαίου, στα οποία διείσδυσαν μέσω της διώρυγας του Σουέζ, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Οι επιστήμονες εντόπισαν δύο σαφώς διακριτές περιοχές στο Αιγαίο: σημεία με θερμότερα νερά και άφθονα λαγόψαρα, καθώς και σημεία πιο κρύα όπου τα λαγόψαρα είναι σπάνια ή απουσιάζουν τελείως.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, «οι περιοχές με άφθονα λαγόψαρα έχουν πια μετατραπεί σε τελείως άγονες.
Υπάρχει μια μείωση κατά 65% στα μεγάλα φύκη, 60% στις άλγες (είδος μικρότερου φυκιού) και στα ασπόνδυλα, καθώς και μια μείωση 40% στον συνολικό αριθμό των υπαρχόντων θαλασσίων ειδών».
Τα «δάση» φυκιών της ανατολικής Μεσογείου έχουν υποστεί μεγάλη αποψίλωση, σύμφωνα με την έρευνα. Η επίπτωση αυτή είναι ανησυχητική, επειδή η υποθαλάσσια βλάστηση παρέχει τροφή και καταφύγιο σε εκατοντάδες θαλάσσια είδη, επιτελώντας έναν ζωτικό ρόλο, ανάλογο με αυτόν των δασών της ξηράς.
Η υποθαλάσσια βιντεοσκόπηση που έκαναν οι επιστήμονες, αποκάλυψε την αιτία του προβλήματος. Αν και τα λαγόψαρα δεν τρώνε περισσότερες άλγες συνολικά από ό,τι τα ντόπια μεσογειακά ψάρια, όμως καταναλώνουν τόσο τα «ενήλικα» φύκη, όσο και τα πολύ νεαρά, εμποδίζοντας έτσι την «αναδάσωση» του βυθού.
Αντίθετα, τα αυτόχθονα θαλάσσια είδη τρώνε μόνο τα ώριμα φύκη που έχουν πια μεγαλώσει. Καθώς τα δύο είδη των λαγόψαρων - εισβολέων τρώνε φύκη χωρίς διάκριση, απογυμνώνουν με γοργό ρυθμό μεγάλες περιοχές του βυθού από τη χλωρίδα του και, κατ’ επέκταση, από την πανίδα του, καθώς πολλοί άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να βρουν τροφή και "στέγη".
Τα δύο είδη λαγόψαρου για πρώτη φορά θεάθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο το 1927 και το 1956 αντίστοιχα. Έκτοτε, όμως, οι εμφανίσεις τους έχουν γίνει πολύ πιο συχνές, γινόμενα αντιληπτά έως τις δαλματικές ακτές της Κροατίας και στη θάλασσα της νότιας Γαλλίας.
Από ελληνικής πλευράς, στην έρευνα συμμετείχαν οι Παναγιώτης Δενδρινός και Αλέξανδρος Καραμανλίδης από την ελληνική μη κυβερνητική, περιβαλλοντική οργάνωση MOm/Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας.
Το παραπάνω προειδοποιεί μία νέα διεθνής επιστημονική έρευνα, που μελέτησε τις επιπτώσεις του λαγόψαρου σε πάνω από 1.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων Έλληνες και Τούρκοι επιστήμονες, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό οικολογίας "Journal of Ecology", μελέτησαν την επίδραση δύο ειδών λαγόψαρου που έχουν κυριαρχήσει στα νερά του Αιγαίου, στα οποία διείσδυσαν μέσω της διώρυγας του Σουέζ, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Οι επιστήμονες εντόπισαν δύο σαφώς διακριτές περιοχές στο Αιγαίο: σημεία με θερμότερα νερά και άφθονα λαγόψαρα, καθώς και σημεία πιο κρύα όπου τα λαγόψαρα είναι σπάνια ή απουσιάζουν τελείως.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, «οι περιοχές με άφθονα λαγόψαρα έχουν πια μετατραπεί σε τελείως άγονες.
Υπάρχει μια μείωση κατά 65% στα μεγάλα φύκη, 60% στις άλγες (είδος μικρότερου φυκιού) και στα ασπόνδυλα, καθώς και μια μείωση 40% στον συνολικό αριθμό των υπαρχόντων θαλασσίων ειδών».
Τα «δάση» φυκιών της ανατολικής Μεσογείου έχουν υποστεί μεγάλη αποψίλωση, σύμφωνα με την έρευνα. Η επίπτωση αυτή είναι ανησυχητική, επειδή η υποθαλάσσια βλάστηση παρέχει τροφή και καταφύγιο σε εκατοντάδες θαλάσσια είδη, επιτελώντας έναν ζωτικό ρόλο, ανάλογο με αυτόν των δασών της ξηράς.
Η υποθαλάσσια βιντεοσκόπηση που έκαναν οι επιστήμονες, αποκάλυψε την αιτία του προβλήματος. Αν και τα λαγόψαρα δεν τρώνε περισσότερες άλγες συνολικά από ό,τι τα ντόπια μεσογειακά ψάρια, όμως καταναλώνουν τόσο τα «ενήλικα» φύκη, όσο και τα πολύ νεαρά, εμποδίζοντας έτσι την «αναδάσωση» του βυθού.
Αντίθετα, τα αυτόχθονα θαλάσσια είδη τρώνε μόνο τα ώριμα φύκη που έχουν πια μεγαλώσει. Καθώς τα δύο είδη των λαγόψαρων - εισβολέων τρώνε φύκη χωρίς διάκριση, απογυμνώνουν με γοργό ρυθμό μεγάλες περιοχές του βυθού από τη χλωρίδα του και, κατ’ επέκταση, από την πανίδα του, καθώς πολλοί άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί δεν μπορούν πλέον να βρουν τροφή και "στέγη".
Τα δύο είδη λαγόψαρου για πρώτη φορά θεάθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο το 1927 και το 1956 αντίστοιχα. Έκτοτε, όμως, οι εμφανίσεις τους έχουν γίνει πολύ πιο συχνές, γινόμενα αντιληπτά έως τις δαλματικές ακτές της Κροατίας και στη θάλασσα της νότιας Γαλλίας.
Από ελληνικής πλευράς, στην έρευνα συμμετείχαν οι Παναγιώτης Δενδρινός και Αλέξανδρος Καραμανλίδης από την ελληνική μη κυβερνητική, περιβαλλοντική οργάνωση MOm/Εταιρεία για τη Μελέτη και Προστασία της Μεσογειακής Φώκιας.
πηγή: http://www.paseges.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου