Η γριά Διαμάντω, καμιά εξηνταπενταριά χρονώνε, χήρα τώρα κάπου δεκατρία χρόνια, σηκώθηκε αχάραγο, έριξε δυο τρεις
Ο Ζήσης άρπαξε την αξάλη του και το κυνηγούσε να το σκοτώσει. Όμως δεν το πρόλαβε διότι η γριά τον εμπόδισε, ηθελημένα λέγοντας ότι είναι κακό να σκοτώσεις το σπιτόφιδο. Το είχε σε κακό να το σκοτώσει, σύμφωνα με τις παραδόσεις που γνώριζε, το φίδι θεωρούταν ένας καλός φύλακας για το σπίτι. Ο Ζήσης πέταξε μερικές πέτρες μέσα στην γράνα για να βγει το φίδι, αλλά άδικα, χάθηκε λες και άνοιξε η γης και το κατάπιε.
Περάσανε καμιά εικοσαριά ημέρες και η ζωή στην ποταμιά κυλούσε ήσυχα. Ένα μεσημέρι κατά τα τέλη του Αλωνάρη, τα παιδιά το καταμεσήμερο, παίζανε μέσα στο σπίτι σ’ ένα παλιό ξύλινο κρεβάτι, η γριά Διαμάντω ήτανε ξαπλωμένη πιο πέρα στην μουριά, ενώ η Ξάκω σκούπιζε την αυλή, όταν ξαφνικά άκουσε φωνές μέσα από το σπίτι. Παράτησε το σάρωμα και μπήκε μέσα να ιδεί τι συμβαίνει και ξεφωνίζουν τα παιδιά.
Πάλι το «καταραμένο» όπως έλεγε το φίδι, έχει κρεμαστεί από το πατερό και απειλούσε τα παιδιά σφυρίζοντας. Έφθασε και η γριά Διαμάντω και χωρίς να χάσουν καιρό, βουτήξανε τα παιδιά και τα βγάλανε έξω από το σπίτι. Ο Ζήσης εκείνη την ημέρα έλειπε, είχε πάει ν’ αλέσει στο μύλο κάμποσο γέννημα και δεν είχε γυρίσει ακόμη.
Η γριά Διαμάντω, άρπαξε ένα καλάμι να βαρέσει το φίδι να το μουδιάσει[1] και να το κατεβάσει από το πατερό. Εκείνο όμως ήτανε αγριεμένο και απειλούσε την γριά, ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του και πραγματοποιούσε επιθέσεις εκτινάσσοντας το μπροστινό μέρος του σώματός του προς το μέρος της γριάς. Μια το φίδι, μια η γριά κανείς δεν έκανε πίσω. Η γριά από την μια δεν ήθελε να το σκοτώσει, αλλά όπως έδειχνε και το φίδι δεν είχε διαθέσεις άγριας επίθεσης. Μετά από λίγο το φίδι ξέφυγε από το πατερό έπεσ’ επάνω στο ξυλοκρέβατο και αγριεύοντας επιτέθηκε στην γριά. Αυτή από τον φόβο της, βγήκε έξω και τραβήχτηκε προς την καρυδιά.
Το φίδι ήτανε έξω μπροστά στο πορτόξυλο λες και ήταν φύλακας πορτιέρης.Τα παιδιά με την μάνα τους κουβαριασμένα, κοιτάγανε από μακριά την μάχη που έδινε η γριά. Σε μια στιγμή άρχισε η γη να ταρακουνιέται. Τα παιδιά τα χάσανε, κιτρινίσανε και πέσανε στην αγκαλιά της μάνας τους. Η γριά Διαμάντω κι αυτή τα έχασε, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ούτε καν τι γινότανε όταν είδε το σπίτι να ταρακουνιέται και να πέφτει συθέμελα. Μέσα σε λίγα λεπτά, το σπίτι, είχε γίνει ένας σωρός από πέτρες και ξύλα και ο μπουχός κατάκλυσε γύρω- γύρω το σπίτι και έφθασε μέχρι και την μουριά, που βρισκόταν καμιά απομείνει. Στο πορτόξυλο βρήκανε το φίδι κομμένο στα δύο να τανιέται να επιβιώσει, το είχε πλακώσει μια μεγάλη πέτρα από τα ερείπια του σπιτιού. Η γριά Διαμάντω, μόλις το είδε έκανε τον σταυρό της και ευχαρίστησε τον Θεό, αλλά και το φίδι που συνέβαλε με τον τρόπο του, να σωθούν τα εγγόνια τους.
Το φίδι είχε εκτελέσει την μοιραία αποστολή του, ο φύλακας του σπιτιού είχε πληρώσει με την ζωή του για να σώσει τα παιδιά.
Σε λίγο έφθασε και ο Ζήσης από τον μύλο κατάκοπος καταλαβαίνοντας τι είχε γίνει. Μόλις η γριά με την Ξάκω του εξιστόρησαν τα γεγονότα o Ζήσης έβγαλε την σκούφια του, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό του, κοίταξε προς τον ουρανό και έκανε τον σταυρό του, ευχαριστώντας τον Θεό που του έσωσε την οικογένειά του.
Ζύγωσε εκεί που βρισκόταν πλακωμένο το φίδι, σήκωσε την πέτρα που είχε πλακώσει και το τράβηξε να το ξεπαγιδεύσει. Εκείνο δεν κινούταν καθόλου, ήταν νεκρό ακίνητο στο χώμα, σαν ένα κομμάτι από σχοινί. Η γριά Διαμάντω πήρε ένα κλαδευτήρι και έκοψε την άκρη της ουράς του, στην συνέχεια την κέρωσε και την κρέμασε στο αχούρι, για φυλαχτάρι. Ο Ζήσης παρά την μεγάλη στεναχώρια που τον βρήκε για το πέσιμο του σπιτιού, άνοιξε μια γούβα με το ξινάρι του και έθαψε το υπόλοιπο σώμα του φιδιού, κοντά στο γκρεμισμένο σπίτι.Μετά από λίγο μαζέψανε τα πράγματά τους ότι ήτανε πρόχειρο, τα φορτώσανε στα ζά τους και φύγανε για το χωριό να ιδούνε και τι ζημιές που θα γίνανε από το σεισμό στο σπίτι και στο χωριό τους.
Ανάχλια, τα = τα εργαλεία κουζίνας, (κατσαρόλα, τηγάνι, πυροστιά, μαχαίρια πιρούνια κ.λπ.).
Αξάλη, η = γεωργικό εργαλείο με ξύστρα στην άκρη, με το οποίο ο γεωργός κέντριζε τα ζώα που όργωναν, να προχωρήσουν και με την ξύστρα έξυνε και απάλλασσε τ’ αλέτρι από τα βαριά λασπερά χώματα.Αχούρι, το = ο στάβλος.
Βασταγούρι, το = το γαϊδουράκι.
Βούρλιασε, = έφτιαξε αρμαθιά, (εδώ δίπλωσε το μαντήλι στο κεφάλι της).
Κουρνιαχτός, ο = η σκόνη.
Λάζος, ο = μικρή εκχερσωμένη έκταση στο μέσον δασώδους έκτασης.
Μπόλκα, η = χονδρή ζακέτα.
Πατερό, το = κεντρικό χονδρό ξύλο της σκεπής.
Ποταμιά, η = τοποθεσία.
Πορτόξυλο, το = το κάτω ξύλο του κασώματος που στηρίζεται η πόρτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου